Fractal

«Να σφάξω έναν άνθρωπο και να τον φάω»

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας //

 

Προσέγγιση στο βιβλίο του Ζαχαρία Στουφή, «Όταν ήμουν παιδί έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου», εκδόσεις ΑΩ, 2020.

 

Ένα τεράστιο σε όγκο ζωοαρχαιολογικό υλικό, βρέθηκε στην ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού του Κλείτους στην Κοζάνη, που διενεργήθηκε από την αρχαιολόγο Χριστίνα Ζιώτα. Ήρθαν στο φως περισσότερα από 120.000 οστά ζώων, κυρίως οικόσιτων (πρόβατα, χοίροι, βοοειδή και αίγες), σε ποσοστό 95%, κατά την ζωοαρχαιολόγο Βάσω Τζεβελεκίδη. Μιλάμε για οικισμό της Ύστερης και της Τελικής Νεολιθικής Εποχής, τέλη 6ης και αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ., γεγονός που αποδεδεικνύει τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, πέρα από τις αναφορές που γίνονται γι αυτή στις διάφορες θρησκείες.

 

Και είναι τόσο καθοριστική, η προς κάθε τι, συμπεριφορά του ανθρώπου στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, που μέσα από μία διαρκή αλληλεπίδραση, καθορίζεται ανά πάσα στιγμή το είναι του.

 

Τολμώντας να δει το συγκεκριμένο φαινόμενο έξω από τις καθιερωμένες πρακτικές, ο συγγραφέας και ιστορικός Charles Patterson, στο βιβλίο του «Αιώνια Τρεμπλίνκα. Η συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα και το Ολοκαύτωμα»1, μετά από μια διεξοδική διερεύνηση ιστορικών γεγονότων, ισχυρίζεται ότι προάγγελος του Ολοκαυτώματος και της συμπεριφοράς των ναζί, ήταν η μέχρι τότε –εδραιωμένη ως φυσιολογική– ανθρώπινη συμπεριφορά προς τα ζώα.

 

Τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο και άσχετο με τα υπόλοιπα, σε τούτη τη γη που πατάμε. Ο Ζαχαρίας Στουφής, διαπραγματεύεται το θέμα της σφαγής των ζώων, με το βιβλίο του «ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ ΕΣΦΑΖΑΝ ΤΑ ΖΩΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ», εκδόσεις ΑΩ, 2020.

 

Θα προσπαθήσω την προσέγγιση, χωρίς να διερευνήσω συμφωνίες και αντιθέσεις με θεωρίες χορτοφαγίας (vegeterian) ή αυστηρής χορτοφαγίας (vegan).

 

Προσπερνώντας το σοκ του τίτλου, έρχεσαι αντιμέτωπος με τις πρώτες τρεις λέξεις του: «όταν ήμουν παιδί». Όταν. Δηλαδή τότε. «Ήμουν παιδί». Κάποτε, πριν την ενηλικίωση. Τώρα, τι γίνεται που μεγάλωσε; Γίνεται αλλιώς; Επειδή όλα γίνονται αυτοματοποιημένα ή βιομηχανοποιημένα; Επειδή δεν μένει πια στο χωριό ή επειδή δεν θέλει ή αποφεύγει να βλέπει; Γιατί ζώα, πάντοτε σφάζει ο άνθρωπος.

 

Μετά, έρχεται η φράση κλειδί: «μπροστά μου». Πολλά τα υπαινισσόμενα. Θα προτιμούσε να σεβόντουσαν την παιδική του ψυχή, να μην την τραυματίσουν, αποκρύπτοντας την αλήθεια; Ή είναι απλώς διαπιστωτικό; Θα ήθελε να μην ήξερε πώς και γιατί; Να γίνονταν αυτό, όπως και πολλά άλλα, πίσω από την πλάτη του; Μήπως ήταν επίτηδες μπροστά του η όλη διαδικασία για να ανδρωθεί; Μήπως ήταν μέρος της εκπαίδευσής του; Για να εξοικειωθεί με τη βία, με το αίμα, με το αδίστακτο χέρι του ανθρώπου, με την αμείλικτη έως θανάτου εξουσία του πάνω σε όλα τα επί γης; Για να επικυρωθεί, η από τους ασκούντες τότε κατεξοχήν την κτηνοτροφία Ισραηλίτες, η Παλαιάς Διαθήκης γραφή2;

«Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Αὐξάνεσθε, καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς, καὶ ὁ φόβος ὑμῶν, καὶ ὁ τρόμος ἔσται ἐπὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα, καὶ πᾶν ἑρπετόν, ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν, ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα. Πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε· καὶ γὰρ τὸ ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτό, καὶ ἐκ χειρός ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον. Ὑμεῖς δὲ αὐξάνεσθε, καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.»

 

Κατευθείαν στο “ψαχνό”, ο συγγραφέας ξεκινάει, χωρίς πολλά πολλά:

 

[τρόχιζε εμμονικά το μαχαίρι ο πατέρας. Μετά βγαίναμε στην αυλή και αφού ξάπλωνε το ζωντανό, γονάτιζε πάνω στο στήθος του και με το αριστερό χέρι τού κρατούσε τεντωμένο τον λαιμό, ενώ με το δεξί που κρατούσε το μαχαίρι, έκανε το σημείο του σταυρού εκεί που θα χτυπούσε και κατευθείαν, με μία γρήγορη και αποφασιστική κίνηση, του χώριζε το κεφάλι από το σώμα.

Όταν ήμουν παιδί, έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου.]

 

Για όποιον θέλει να το ψάξει περισσότερο, ας δει τον τρόπο σφαγής των ζώων σύμφωνα με το ισλάμ, το περίφημο «χαλάλ» ή με τον εβραϊκό τρόπο, γνωστό ως «κοσέρ». Αρκούμαι εδώ στο να σημειώσω ένα ακόμη κλειδί: «έκανε το σημείο του σταυρού εκεί που θα χτυπούσε». Επειδή έτσι του είχε μάθει ο πατέρας του, αυτό που του είχε μάθει ο δικός του και περνούσε από γενιά σε γενιά; Για να μην έχει αμαρτία; Για να ευλογηθεί η πράξη του, όπως ευλογούνται οι άρτοι ή κατά πώς λέει η προσευχή της Τραπέζης: «ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου»; Ή για να εξαγνιστεί το ζώο; Μήπως αντί μνημοσύνου;

 

Δεισιδαιμονία ή παράδοση; Πού τα όρια; Μέγα ερώτημα.

 

Έχοντας και εγώ σε μικρή ηλικία παραστεί σε σφαγές ζώων, αντιλαμβάνομαι αλλιώς την κάθε λέξη του βιβλίου. Θυμάμαι ότι δεν πήρα απάντηση πειστική σε κανένα «γιατί», που με την παιδική μου περιέργεια απηύθυνα τότε. Παππούς, θείοι, θείες, το θεωρούσαν απλώς φυσιολογικό. Είχε (και έχει) περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο (βλ. Καρλ Γιούγκ) ως κάτι αναγκαίο για την επιβίωση και καθημερινό, ως ζήτημα ρουτίνας, όπως η καλλιέργεια των χωραφιών. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, αμέσως μετά τη σφαγή του χοίρου, τοποθετούσε ένα λεμόνι ολόκληρο στο στόμα του, ποιος ξέρει γιατί, τι κατάλοιπο συνήθειας ή δοξασίας ήταν.  Με έχουν στοιχειώσει οι παραπονιάρικες στριγγιές, το παρατεταμένο –ιιιιιιιι του γουρουνιού, δευτερόλεπτα πριν το μαχαίρι το αφανίσει. Τα αθώα βλέμματα των αρνιών, την ώρα που η λεπίδα τούς έκοβε τον λαιμό. Το σπαρτάρισμα του κόκορα, ακόμα και με το κεφάλι κομμένο. Η στωικότητα του κουνελιού, πριν το λεπίδι ή το χτύπημα βάναυσα του στερήσει τον χρόνο.

 

… Σκέφτομαι τον άγραφο Νόμο του Αίματος, αυτή την κατάρα που στοιχειώνει τη Γη… Αυτόν που είναι τόσο ισχυρός, ώστε οι περισσότερες θρησκείες, τον συμπεριέλαβαν –τροποποιημένο κατά το δοκούν– στις τελετουργίες και στα τυπικά τους…

 

Τα ζώα, έχουν τη δική τους γλώσσα. Ήχων και σώματος. Ο άνθρωπος, τόσο περήφανος και υπερόπτης, ενώ μιλά τόσες γλώσσες σε τούτη τη βαβέλ, δεν μπόρεσε να μιλήσει τη γλώσσα των ζώων. Μπορεί να τη μιμείται, για δολοφονικούς σκοπούς, όπως οι σφυρίχτρες των κυνηγών με τα παραπλανητικά καλέσματα της πάπιας, αλλά ως εκεί.

 

[Το εργαλείο επικοινωνίας που λέγεται ανθρώπινη γλώσσα, δεν κατάφερε ποτέ να μετατρέψει σε λέξεις τις κραυγές των αμνών.]

 

Η Ζυράννα Ζατέλη3, στο βιβλίο της «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»,  συμπεριλαμβάνει το έθιμο της ενηλικίωσης, σύμφωνα με το οποίο αυτή θα ελάμβανε χώρα επισήμως μετά από τη σφαγή ενός αρνιού.  Ακολουθούσε το κρέμασμα του σφαγιασθέντος ζώου ανάποδα, σε δέντρο, με το αίμα να σταλάζει στο χώμα ή σε πάτερο, με σκάφη από κάτω, κάτι που μας λέει και ο Ζαχαρίας Στουφής:

 

[το κατσίκι κρεμόταν ανάποδα από τη μουριά˙ τικ τοκ, τικ τοκ, ακουγόταν το αίμα που έσταζε από τη μύτη του στην πλαστική λεκάνη. Θα το ψήναμε τη Λαμπρή. Αυτό το ζώο εγώ το είχα ξεγεννήσει, εγώ το είχα βοηθήσει να βρει τη ρώγα, μεγάλωσε στην αγκαλιά μου και είχαμε γίνει αχώριστοι, όμως μπροστά στον πατέρα, έπρεπε να φανώ δυνατός.]

 

Κάπως έτσι συνηθίζεις το θανατικό:

 

[Κάπως έτσι εθίστηκα κι εγώ στη θανάτωση των ζώων. Έπαιρνα ένα όπλο από το σπίτι και σκότωνα ό,τι έβρισκα μπροστά μου].

 

Ακόμα ένα κλειδί: «μπροστά στον πατέρα, έπρεπε να φανώ δυνατός». Υπονοείται, χωρίς να γράφεται, “έτσι με είχε ορμηνέψει η μάνα”. Γιατί σε κάθε κοινωνικό σώμα, σε κάθε μέλος ή κύτταρό του, όπως λ.χ. στην οικογένεια, σημασία ατυχώς μεγαλύτερη έχει το φαίνεσθαι, το οποίο καλύπτει ως ολόσωμος μανδύας το είναι.

 

Κλειδιά αρκετά ως τώρα. Κλειδαρότρυπα; Στενόμακρη, με κορυφή κυκλική. Τον κύκλο της ζωής. Ή αν τη δεις πίσω από την πόρτα, τον κύκλο του θανάτου. Με την εξής ιδιαιτερότητα: εκτός από τον δικό του κύκλο του θανάτου, καθένας με μαύρη κιμωλία στο χέρι, ζωγραφίζει στο χώμα, κύκλους θανάτου άλλων πλασμάτων, ως άλλος Θεός. Την ίδια στιγμή, μεταπηδά από τον ένα κύκλο της ύπαρξής του στον άλλο. Τρυφερός με το νιογέννητο αρνάκι, στοργικός με την προβατίνα που ταλαιπωρήθηκε στη γέννα, με το μπιμπερό στο μικρό ζωάκι που έχασε τη μάνα του και την ίδια στιγμή, με το μαχαίρι γεμάτο αίματα. Μία υπαρκτή μορφή διπολικής διαταραχής σε κάθε άνθρωπο, είτε λανθάνουσα, είτε εκδηλωμένη.

Δεν έχει μεγάλη διαφορά από το κοριτσάκι που νανουρίζει την κούκλα της, τη σκεπάζει, την ντύνει και μετά της ξεριζώνει χέρια και πόδια. Από το αγοράκι, που ταΐζει το γατάκι, το χαϊδεύει και μετά το αρχίζει στις κλωτσιές ή το πνίγει γελώντας. Όσον αφορά στους έχοντες οικόσιτα; Με τόλμη ο συγγραφέας δηλώνει:

 

[Κανένα ζώο δεν ονειρεύτηκε να ζήσει, ούτε αξίζει να ζήσει, στειρωμένο σε ένα διαμέρισμα με άπειρους περιορισμούς από τις φυσικές του λειτουργίες]

 

και το προχωράει περισσότερο, μη αναγνωρίζοντας ανθρώπινη κυριότητα επί των ζώων, αφού πρόκειται για σχέση απόλυτης εξουσίας και συχνότατα στυγνής εκμετάλλευσης. Βρίσκοντας αφορμή σε μια αφίσα, πλέκει την ιστορία του, αποκαλύπτοντας αποσιωπώμενες αλήθειες:

 

[η αφίσα έγραφε: “εξαφανίστηκε”…

θα μπορούσε να έγραφε: ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ, παρ’ όλες τις παροχές που του είχα. Είμαι γριά, πάσχω από νευρικό κλονισμό, είμαι τόσο στριμμένη που απόμεινα μονάχη, κανένας άνθρωπος δεν θα με άντεχε, θέλω το ζωάκι μου να συνεχίσω να το βασανίζω μέχρι να πεθάνω].

 

Ζαχαρίας Στουφής

 

Καταθέτω, χωρίς περαιτέρω ανάλυση, την επιδεχόμενη πολλές ερμηνείες και άλλες τόσες αμφισβητήσεις ρήση του συγγραφέα για τους ποιητές, ότι δηλαδή

[αδέσποτα σκυλιά γίνονται οι ποιητές όταν πεθαίνουν]

και στέκομαι σε ένα σοβαρότατο θέμα που θίγει με έναν αιρετικό τρόπο, αυτό της κτηνοβασίας:

 

[Δεν υπάρχει χωριό χωρίς τουλάχιστον έναν κτηνοβάτη… Έτσι κι αλλιώς, κι εμείς από νοσηρή αγάπη τα στειρώνουμε, τα φυλακίζουμε, αλλά κι αυτά που τρώμε, πάλι τα αγαπάμε, απλά, ο κτηνοβάτης μοιράζεται όλο του το είναι μαζί τους και βάζει άτυπα το ερώτημα: Η κτηνοβασία είναι η αποκτήνωση του ανθρώπου ή η ενανθρώπιση των ζώων;]

 

Στη διπλή αυτή ερώτηση, με χρήση διαζευκτικού, η οποία προτρέπει να επιλεγεί ως απάντηση το ένα από τα δύο μέρη της, χωρίς τη χρήση ερωτηματικού, έχω άλλη θέση, άλλη επιλογή. «Ο κτηνοβάτης», δεν «μοιράζεται όλο του το είναι μαζί τους», δεν μοιράζεται τίποτε μαζί τους. Δια της βίας αναγκάζει τα ανίκανα να αμυνθούν ζώα να υποστούν τη μονομερή εκτόνωση της διαστροφικής σωματικής του ανάγκης για εκχύμωση. Η –για νι λόγους– έλλειψη άλλου πρόθυμου για συνεύρεση ανθρώπου ή ο κορεσμός από τη μονοτονία της διαδικασίας της αυτοϊκανοποίησης, δεν τεκμηριώνουν ούτε άλλοθι, ούτε ελαφρυντικά. Στις περιπτώσεις δε που πρόκειται για γυναίκα κτηνοβάτη, είναι προφανές ότι με δόλο έχει εξαπατήσει το ζώο –εκμεταλλευόμενη τα αντανακλαστικά του ένστικτα– και το έχει φέρει τεχνητά στην επιθυμητή για εκείνη κατάσταση διέγερσης, ώστε να ικανοποιήσει τα διαστροφικά, σεξουαλικά της ορμέμφυτα.

 

Έτσι στο τεθέν ερώτημα [Η κτηνοβασία είναι η αποκτήνωση του ανθρώπου ή η ενανθρώπιση των ζώων;], σαφώς για μένα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί, ενώ θα μπορούσα να πω ότι είναι «αποκτήνωση του ανθρώπου», η λέξη αποκτήνωση, υποτιμά τα ζώα. Η δική μου απάντηση είναι η εξής: η κτηνοβασία είναι η απώλεια της ανθρώπινης ιδιότητας και διάστασης του όντος και η κατάπτωσή του στην κατώτατη μορφή του ζωικού βασιλείου, στην κατηγορία του «τέρατος».

 

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση του βιβλίου, θεωρώ ότι πρόκειται για δώδεκα υπερ-μικρά διηγήματα-αφηγήματα, τα οποία ονομάζονται διεθνώς με διάφορους όρους, όπως αφηγήματα-διηγήματα αστραπή (flash fiction), ιστορίες μπονζάι (bonsai stories), μικρο-διηγήματα (microfiction), μικρο-ιστορίες (micro-story), κλπ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλα τους περιστρέφονται γύρω από έναν θεματικό άξονα, φτιαγμένο από το ίδιο ατσάλι με το οποίο είναι κατασκευασμένη η λεπίδα που σφάζει ένα αθώο ζώο.

 

Ως μορφή, διηγηματική ή αφηγηματική, με ελάχιστα εδώ τα μυθοπλαστικά στοιχεία, είναι λογοτεχνική. Πρόσθετη αξία στο βιβλίο δίδουν τρία  ακόμη μετοχικά μερίσματα.

Το λαογραφικό, είναι το πρώτο, γνωστό και πάντα παρόν στη γραφή του Ζ.Σ. ως τώρα, σημείο αφετηρίας της και βασικός κορμός.

Το δεύτερο, είναι το δοκιμιακό, το οποίο εδώ, υπερκαλύπτει το προηγούμενο. Αντλώντας απευθείας από το κείμενο:

  • [έτσι κι αλλιώς, κι εμείς από νοσηρή αγάπη τα στειρώνουμε, τα φυλακίζουμε, αλλά κι αυτά που τρώμε, πάλι τα αγαπάμε]
  • [κανένα ζώο δεν ονειρεύτηκε να ζήσει, ούτε αξίζει να ζήσει, στειρωμένο σε ένα διαμέρισμα με άπειρους περιορισμούς από τις φυσικές του λειτουργίες]
  • [ούτε συναισθηματισμοί, ούτε κλάματα και φυσικά, σε αντίθεση με τις ξαδέλφες μου που σε καμία περίπτωση δεν δοκίμαζαν από τα ζώα τους, εγώ θα έτρωγα και μάλιστα, τον αγαπημένο μου μεζέ που ήταν το μυαλό]
  • [όταν έρχομαι σε δύσκολη θέση, η μνήμη μου ανακαλεί την οσμή του αίματος πλημμυρίζοντας την όσφρηση και τη γεύση μου]
  • οι άνθρωποι, [δεν βάζουν ποτέ φωτογραφία σε τάφο που να απεικονίζει τον νεκρό με το αγαπημένο του κατοικίδιο]
  • [κάποια ήσυχα βράδια στην Αθήνα, καθώς πηγαίνω κουρασμένος προς το σπίτι, νιώθω το κοφτερό μαχαίρι να χαράζει το σημείο του σταυρού στο λαιμό μου].

 

Τη συνολική εικόνα, ολοκληρώνει το τρίτο, αυτό με τα ψήγματα ποιητικής, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται με πεζόμορφη παρουσία4, κατά την προσφιλή πρακτική του Τάσου Λειβαδίτη, του Λουί Θερνούδα, Αργύρη Εφταλιώτη, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Κώστα Ουράνη, κλπ, όπως π.χ. το παρακάτω:

 

[λατρεύω το κρέας των ζώων και το απολαμβάνω… Έχω φάει όλα τα ζώα, ή τουλάχιστον τα έχω δοκιμάσει και είναι όλα εξαιρετικά… θα ήθελα πριν πεθάνω, γιορτάζοντας το τελευταίο Πάσχα του κόσμου, να σφάξω έναν άνθρωπο και να τον φάω.]

 

το οποίο ίσως να μπορούσε να γραφτεί ή να διαβαστεί και έτσι:

 

[λατρεύω το κρέας των ζώων

και το απολαμβάνω…

Έχω φάει όλα τα ζώα,

ή τουλάχιστον τα έχω δοκιμάσει

και είναι όλα εξαιρετικά…

θα ήθελα πριν πεθάνω,

γιορτάζοντας το τελευταίο Πάσχα του κόσμου,

να σφάξω έναν άνθρωπο

και να τον φάω.]

 

Ένα ακόμα μεγάλο θέμα, είναι τα ζώα στην Τέχνη. Το βιβλίο αυτό, έχει τη μεγάλη τύχη να κοσμείται με απίστευτης ομιλητικότητας έργα της Μαργαρίτας Βασιλάκου, και στο εσωτερικό του αλλά και στο εξώφυλλο, το οποίο αποπνέει ευκρινώς:

(α) και την τραγική ειρωνεία της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα και

(β) την ψυχοσωματική εξάρτησή του από αυτά και

(γ) την ανενδοίαστη εκμετάλλευσή τους αλλά και

(δ) την τέλεση με ηρεμία της βιαιότερης πράξης όλων: της αφαίρεσης ζωής. Και η ζωή, συνεχίζεται… με τα μέτρα και τα σταθμά των ανθρώπων…

 

Ερωτήματα όπως

  • τα ζώα έχουν ψυχή;
  • έχουν δικαιώματα;
  • έχουν λογική;
  • είναι «πρόσωπα»;

ως ζητήματα βιολογίας και φιλοσοφίας, δεν είναι αντικείμενα της παρούσας. Ούτε μνημονεύω εδώ τον Πλάτωνα και τον Δημόκριτο, σχετικά με τις απόψεις τους για την ψυχή των ζώων. Αναφέρω μόνο τον Πορφύριο (3ος μ.Χ. αιώνας), μαθητή του Πλωτίνου, ο οποίος όχι μόνο δεν θεωρούσε τα ζώα αναίσθητα και άψυχα5, αλλά υποστήριζε τα δικαιώματά τους και βέβαια διακήρυττε την προστασία τους από τη σφαγή.

 

Αφού θυμίσω τη ρήση του Σοπενάουερ «ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που προκαλεί στους άλλους πόνο και ταυτόχρονα δεν έχει άλλο σκοπό», κλείνω επαναφέροντας στο προσκήνιο τον Εμμανουήλ Ροΐδη (1836 –1904), με απόσπασμα από την «Ιστορία ορνιθώνος»6, η οποία αξίζει να αναζητηθεί και να διαβαστεί ολόκληρη:

 

«Εξ όσων ηυτύχησα ή εδυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζαν ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν. Όσον συναναστρέφομαι τα ζώα, τόσον μάλλον πείθομαι, ότι δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καμμία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά μόνον ότι τα πράγματα, κατά τα οποία διαφέρομεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν.

Το κυρίως διακρίνον αυτά από ημάς είνε ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να μιμηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού η οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είνε μικρά’ δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τί θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέμους, αλλά μόνον μονομαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αμέσως και προσωπικώς, περί της νομής λ. χ. πολυχλόου τινός λειμώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός ομοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας. Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσμούς περιώρισαν εις μόνους τους αναγκαίους και τους μη οχληρούς. Έχουσι μεν πατέρα και μητέρα, ούτε θείους όμως ούτε εξαδέλφους ούτε πάππους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς…»

 

Αναφορές

  1. Charles Patterson, Αιώνια Τρεμπλίνκα. Η συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα και το Ολοκαύτωμα, μετάφραση από τα αγγλικά Κώστας Αλεξίου, εκδόσεις Πράσινο Ινστιτούτο, 2014
  2. Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, Κεφ. Θ’,1- 7
  3. Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2009
  4. βλ. σχετικά: Κατσιγιάννη Άννα, Το πεζό ποίημα στη νεοελληνική γραμματεία: γενεαλογία, διαμόρφωση και εξέλιξη του είδους (από τις αρχές ως το 1930, Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, 2001
  5. Πορφύριος ο Τύριος, Περί αποχής εμψύχων, μετάφραση: Μαρία Ιωάν. Σίδερη, εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, 2005
  6. Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιστορία ορνιθώνος, ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, 1996

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top