Fractal

“Ο χορός της απειθαρχίας”

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

Σκέψεις πάνω στο επικό ποίημα της Δήμητρας Κουβάτα “Οσμαντάκα Λάζαρος” από την ποιητική συλλογή “Καθαρό Οινόπνευμα” των Εκδόσεων Μανδραγόρας, 2020

 

Οσμαντάκα Λάζαρος

 

Και τάχα γλίστρησαν στον θάλαμο

από τους τοίχους

τα όργανα.

 

Και παραμέρισες, λέει, τον βράχο

με τις διαγνώσεις, τα καλώδια.

Κι αργά – αργά ανασηκώθηκες

να δείξεις τα πατήματα

χάριν της λεβεντιάς

της αξιοπρέπειας ένεκα.

 

Και να μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο.

Και να βαράει ο γύφτος το βιολί

μα κουρνιαχτός να μη σηκώνεται.

 

Και να κερνάς, λέει, τα όργανα

και όπα κι έστα στο διηνεκές

σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη

του περασμένου χρόνου.

 

Μετά έβαλες πάλι το αριστερό

πλάι στο δεξί σκαρπίνι

ξάπλωσες λέει, στην εντατική

για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο.

 

Ευτυχώς που στα όνειρα όλα είναι εφικτά. Και να, που ήρθαν -λέει- τα όργανα! Πώς χώρεσαν, πώς γκρεμίστηκαν οι τοίχοι αθόρυβα, ποια δύναμη μαγική τους μετακίνησε; Κι εσύ δε γινόταν να μείνεις πια ακίνητος, άπραγος. Ήρθαν τα όργανα! Έκαναν τόσον κόπο μόνο για σένα. Στην άκρη όλα λοιπόν, τα καλώδια κι οι διαγνώσεις. Ποιες διαγνώσεις άλλωστε, θα μπορούσαν ποτέ να προβλέψουν της  καρδιάς σου το σκίρτημα; Και σηκώθηκες να δείξεις τα πατήματα. Αργά – αργά. Τι κι αν δεν σε βαστούσαν πια τα πόδια σου; Δεν χορεύουν μόνο από λεβεντιά οι άνθρωποι, μα κι από φιλότιμο. Να περισώσουν λίγη αξιοπρέπεια, πως τάχα το κακό δεν τους βρήκε στην καρδιά, μα βαστάνε. Να, έτσι χορεύεται, παιδιά! Έτσι το χόρευα άυπνος όλη νύχτα, μέχρι να φέξει.

Τώρα ο χώρος δεν είναι πια κλειστός. “Αποκεκύλισται ο λίθος”, αυτός που πάντα μας χωρίζει από το θαύμα που συντελείται. Δεν μυρίζει πια νεκρική αποστείρωση και ήττα. Ο αέρας είναι και πάλι καθαρός, παγωμένος, βουνίσιος. Κι ο γύφτος αρχινάει το βιολί. Δεν ήρθαν από τόσο μακριά για να μένουν άπραγοι πολλή ώρα. Το γλέντι έχει αρχίσει! Ο Οσμαντάκας χορεύει μπροστά και σε κάθε του τσάκισμα αναδεύει δυο χέρια κλαδιά, λες και σέρνει τον χάρο απ’ τα μαλλιά να τον ξεφτιλίσει στο χώμα. Να μάθει, ο μπαμπέσης που χαλάει το γλέντι της ζωής ακάλεστος! Αχ, όλα τα λεφτά στα όργανα! Όλα! Μην κρατήσεις ούτε καν τον οβολό του βαρκάρη. Αν θέλει, ας σε πάει πίσω τζάμπα! Ειδεμή, ό,τι καταλαβαίνει κι αυτός!  Όλα να τα δώσεις, όπως έκανες πάντα, και μπροστάρης μην πάψεις να λυγιέσαι με σώμα και ψυχή.

 

Δήμητρα Κουβάτα

 

Τον νου σου! Όταν τελειώσει ο χορός θα ‘ρθει ο θάνατος. Αυτήν τη συμφωνία είχες με τον πασά και να το ξέρεις: Το αναπότρεπτο δεν ξεγελιέται για πολύ, όμως χαλάλι του! Αρκεί να μας βρίσκει όρθιους με το μαντίλι του χορού κι όχι χάμω με το μαντίλι του θρήνου. Όταν παύουμε να τη γλεντάμε τη ζωή, μόνο ο θάνατος μάς απομένει. Μα εσύ, την ξέρεις τη ζωή, την τραγουδάς. Την πίνεις μονορούφι στο ποτήρι. Την περπατάς στις μύτες, με τσακίσματα. Όπως της πρέπει!

Μετά, ούτε όργανα, μήτε βουή του κόσμου. Ξάπλωσες πάλι στο νεκρικό σου κρεβάτι, ευθυγράμμισες τα παπούτσια με τάξη κι αξιοπρέπεια, για να συνεχίσεις τον θάνατό σου μέχρι το επόμενό σου γλέντι. Γιατί  Οσμαντάκα, είσαι τόσο ανυπότακτος, τέτοιο αγύριστο κεφάλι, που ο θάνατος έπρεπε να το ‘χει σκεφτεί πολλές φορές, παλικαρά, τότε που ήρθε να σε βρει στα Γιάννενα.

Η ποιήτρια Δήμητρα Κουβάτα μ’ αυτό το επικό ποίημα καταφέρνει να συνενώσει τον ατομικό μύθο, το προϊόν της δικής της φαντασίας, με τους θρύλους και τις παραδόσεις μιας ολόκληρης περιοχής. Ο Οσμαντάκας ή Σιαμαντάκας χορεύεται σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι τα χωριά της νότιας Αλβανίας, φέρνοντας στη μνήμη μας την ιστορία του ομώνυμου λαϊκού αγωνιστή του 1875. Είναι χορός ιδιόρρυθμος, βαρύς, αντρίκειος, της παλικαριάς, που συμβολίζει την ανυπότακτη ψυχή του ανθρώπου, τη μαχόμενη στους αιώνες, ακόμα κι ενάντια σ’ όσα είναι αδύνατον να νικηθούν.

 

 

Ο Οσμαντάκας της Δήμητρας Κουβάτα, ξυπνά σε έναν παγερό θάλαμο νοσοκομείου. Σαν σύγχρονος Λάζαρος ανασηκώνεται, χωρίς καν ν’ ακούσει την εντολή “δεύρο έξω”. Μόνο αυτός ακούει το κάλεσμα της ζωής. Δεν φοράει φουστανέλα ή τσαρούχια. Σκαρπίνια φοράει να ταιριάζουν στο σκούρο νεκρικό κοστούμι του. Η ποιήτριά μας, μια κάνει τον θρύλο δικό της και μια μας τον επιστρέφει καινούριο, μπολιασμένο από τη δημιουργική της φαντασία. Μέσα από τα λόγια της βρίσκει φωνή ένας ολόκληρος λαός. Τι άλλο απαιτείται, όταν γράφει κανείς ποίηση προορισμένη ν’ αντέξει στον χρόνο; Εδώ η ποίηση σπάει το αυτοαναφορικό φράγμα του “εγώ” και πλημμυρίζει το “εμείς”. Το γεμίζει εικόνες και ήχους. Το στολίζει χαμόγελα κι αληθινά δάκρυα. Μας ψιθυρίζει ότι το παλιό δεν είναι ξεπερασμένο, αποκομμένο για πάντα από τη δική μας ζωή. Να το εμπιστευόμαστε και να του δίνουμε το χέρι. Να αντέχουμε στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Τσακίσματα του χορού είναι και τσαλίμια κι έχουν τη χάρη τους!

 

 

* Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top