Fractal

«Στη σιωπή φυτρώνει ο λόγος»

Γράφει η Μαρία Φραγκιαδάκη // *

 

Μαρινέλλας Βλαχάκη, «ως κάτω στο βυθό», εκδόσεις «Πυξίδα της Πόλης», 2020

 

Ένας λόγος για την ποίηση, με αυτοβιογραφικές αποχρώσεις

 

Με μία ακόμη ψηφίδα εμπλουτίζει η Μαρινέλλα Βλαχάκη την πολύπλευρη συγγραφική της παραγωγή: μυθιστόρημα, διηγήματα, θεατρικά μονόπρακτα, παραμύθια πρωτότυπα ή διασκευασμένα, ποίηση.

Και η ένατη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο «ως κάτω στο βυθό» διακρίνεται, όπως και οι προηγούμενες, από άκρα συμπύκνωση. Ανοίγει με το μονόστιχο αποφθεγματικό ποίημα «Μόνη βεβαιότητα», ως προμετωπίδα:

Στη σιωπή φυτρώνει ο λόγος

κλείνει με το επιγραμματικό «Αυτοβιογραφία»: Ταγκό χόρεψα. Στο ζεϊμπέκικο εντρύφησα ενώ στο κέντρο φιλοξενούνται τα «Παιδιά πολέμου», ένα ποίημα από τα εκτενέστερα της συλλογής.

Εικοσιτέσσερα -όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου- ολιγόστιχα ποιήματα, με συνεκτικούς ιστούς τη μνήμη, τον πόνο και την ποίηση, συγκροτούν το σώμα του βιβλίου. Έχουν τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας, προβάλλουν ένα ειλικρινές αίσθημα, ενώ αποτελούν και ένα λόγο για την ποίηση.

Μα πώς συμπορεύονται ζωή και τέχνη; Πώς η ζωή που λαχαίνει στον καθένα μετουσιώνεται σε ποίηση;

 

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη συχνά-πυκνά φυλλομετρά τη ζωή της και

εκμυστηρεύεται πράγματα δικά της, αληθινά, γι’ αυτό και συγκλονιστικά. Δίσεκτα τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας, στιγματίστηκαν από οδυνηρές απώλειες και αγιάτρευτες πληγές. Στα βαθύτερα τού είναι της φυλακίστηκαν εικόνες εφιαλτικές, βιώματα πικρά κι ανομολόγητα. Μα έμαθε να ανοίγει την πορτούλα της μοναχικότητάς της, να παρατηρεί τον κόσμο και με ενστικτώδη τρόπο να δραπετεύει μέσω της γραφής. Η αγωνιώδης προσπάθεια διαφυγής του μικρού κοριτσιού, που βρίσκει αποκούμπι στη γραπτή έκφραση, αλλά και ο φόβος της αποκάλυψης περιγράφονται συναρπαστικά στο μυθιστόρημα «Σιλάνς σιλβουπλέ».

Η εναγώνια αυτή κατάσταση, παλιά μα ακόμα ζωντανή, επανέρχεται και εδώ ως ποιητικός εξομολογητικός μονόλογος:

Τα εν οίκω μη εν δήμω

……

Αρχίζω να γράφω / καλλιγραφικά/

 ακολουθώντας τους κανόνες.

 

 Μα όσο κι αν προσέξω /… / η πένα μου λοξοδρομεί [ …]

 Έτσι ξανά χωρίς να θέλω

 ιστορώ

 τ’ ανομολόγητα / και τ’ απαγορευμένα.

 

 Συγνώμη, μαμά!

 Ναι, ναι, ξέρω…

 να γράψω εκατό φορές:

 «τα εν οίκω μη εν δήμω»

 

Είναι, ως φαίνεται, μία ανάγκη που επιμένει, αφού και ο πόνος επανακάμπτει κάθε τόσο. Ναυάγια παλιού καιρού και μνήμες-κανόνια στοιχειώνουν την ώριμη πλέον γυναίκα. Το παρελθόν ενσωματωμένο στο παρόν τής προκαλεί αφόρητο ψυχικό άλγος που σωματοποιείται. Το κορμί πάσχει καθημαγμένο. Το αίμα ρέει από ανοιχτές πληγές. Όλο αυτό το βασανιστικό μαρτύριο αισθητοποιείται με διάφορα εκφραστικά μέσα, δυνατές ποιητικές εικόνες και σύμβολα, όπως του βωλόσυρου που άλεθε σφρίγος, νιάτα κι ομορφιά (Στ’ αλώνι), του ηφαίστειου που εκρήγνυται ξερνώντας στάχτες κι αποκαδια (Κρεσέντο), του τραίνου που ολοχρονίς κι ολονυχτίς κάνει ράγες το κορμί (Νυχτερινή γραμμή), του πουκάμισου του Νέσσου που τραβώντας το ξεκόλλησαν κομμάτια από τη σάρκα (Αενάως). Συχνή επίσης μια εσωτερική ερημιά, που βιώνεται σαν ασφυξία και σαν πνιγμός κύματα θεριά με καταπίνουν/με ξερνούν/με καταπίνουν /με ξερνούν (Του βυθού) ή σαν τρομακτική εγκατάλειψη Βρέφος παρατημένο/στα σκαλιά της εκκλησιάς (Κάποιος θ’ ακούσει). Και κάποια στιγμή, όταν «φουσκώσει της πίκρας το προζύμι» -για να το πω περίπου με τον τρόπο του Σεφέρη- γίνεται η έκρηξη. Το ποιητικό υποκείμενο, ξαναζώντας και υποφέροντας, οδηγείται στην υπέρβαση. Μετατρέπει τον φόβο σε κίνητρο για μια μάχιμη στάση ζωής.

Καθώς αγρίμι

 Κατάκαρδα πυροβολώντας

 τον αρχαίο τρόμο

 […]

Ένα χάραμα,

μαινόμενο από το βοριά, αναποδογύρισα τα κύματα

και μάζεψα

τις πνιγμένες επιθυμίες.

Με τα τραγούδια που είπα

κι εκείνα που δεν έγραψα πνοή τούς έδωσα

να ζεσταθούν

και να ’ρθουν πάλι

ολάκαιρες και απαιτητικές

καθώς τους πρέπει.

 

Ήσυχη

τώρα στην κόψη του βράχου

καθώς αγρίμι ισορροπώ. Ωραία και παράφορη

δίχως δεήσεις και αναβολές.

 

Δεν θρηνεί λοιπόν, δεν μεμψιμοιρεί. Περνά μέσα από τα σκοτάδια και ξαναβγαίνει περήφανα στο φως.

Σηκώνομαι / πέφτω / σηκώνομαι (Αενάως), Χορεύω / μέσα στη φωτιά (Στον άνεμο), Εξακολουθώ…/να ρίχνω δίκτυα./…για να συντηρώ / την τέχνη της ελπίδας (Συνήθεια), Έτσι κατόρθωσα/να διατηρώ/ετούτο το φτερούγισμα (Πρωινό ξύπνημα), Κάθε αυγή συναρμολογώ /διαμελισμένες εποχές /και στέκομαι όρθια (Νυχτερινή γραμμή).

Τα μύχια, τα κρυμμένα και τα ανέκφραστα φανερώνονται. Λέξεις σπαράγματα αναδύονται σαν από βαθιές σπηλιές και φέρνουν στο φως αποσταγμένη την αλήθεια τους, μετουσιώνοντάς την σε ποιητική αφήγηση, σε εκλεπτυσμένο σύντομο στίχο.

 Από τα χρόνια του ζυγού / μακρύ πικρό τραγούδι σόδιασε.

 Στίχο το στίχο σμίλεψε / την επιτύμβια στήλη

 για τ’ αδικοχαμένα / άγουρα χρόνια της.

Έχει προηγηθεί μία διαδικασία αιματηρή: η ηθελημένη κατάδυση στον βυθό της ύπαρξης. Εκεί το μοναχικό εγώ, σκυμμένο πάνω στα αισθήματά του, αυτοπαρατηρείται.

 ολοζωής σκάβω τη γης/με ματωμένα χέρια/ρίζες αισθήματος να βρω

Μετεωρίζεται αλλά δεν παραιτείται. Ακούει καθαρότερα τον εαυτό του, αναζητά την ουσία και, με ανοιχτά τα μάτια και την ψυχή, προσπαθεί να βρει διέξοδο.

ΕΜΠΝΕΥΣΗ

 Ποτέ σε ρέμβη δε συναντιέμαι

 με την ποίηση. Ανέκαθεν με βιασμένο σώμα κι αιμάσσουσα ψυχή πιάνω την πένα.

Μέσα στη σιωπή ο πόνος γίνεται σοφία, ύστερα έκφραση και μέσο λύτρωσης∙ μια λύτρωση που κουβαλά ταυτόχρονα και οδύνη∙ και κάποια αίσθηση ματαιότητας. το στήθος μου αιμορραγεί. / Πασχίζω με μολύβι στο χαρτί / καθώς παιδί με το φτυαράκι του / μ’ άμμο να τα σκεπάσω…

 Η ποιητική δημιουργία λοιπόν δεν είναι αποτέλεσμα αμεριμνησίας αλλά βαθιάς περισυλλογής. Η ποιήτρια, όπως έχει ήδη ειπωθεί, συνήθιζε από τα μικράτα της να αιχμαλωτίζει στο σιωπηλό χαρτί όλα εκείνα που τη βασάνιζαν, σαν να ’θελε να τα ξορκίσει. Το βίωμα μετασχηματιζόταν ανεπαισθήτως σε τέχνη παραμυθητική. Έτσι η εμπειρία ετούτη που έχει τον τρόπο να παρηγορεί, μπορεί να πει κανείς πως εμπεριέχει και μια αίσθηση παιγνιδιού από τα χρόνια της αθωότητας.

Παιδί μάζευε πέτρες / απ’ τα ερείπια / κι αυτές που ήταν βαμμένες / με το αίμα της. […] Αργότερα μάζευε λέξεις / οργισμένες, ακατανόητες/ κι αυτές που έκαναν τα μάτια της / να γίνονται ποτάμια. / Τις έβαζε τη μια δίπλα στην άλλη / με σπουδή / τους άλλαζε θέση ξανά και ξανά / ώσπου τις ταίριαζε αρμονικά / κι έφτιαχνε στίχους με τις λέξεις της (Μετα-ποίηση).

 

Μαρινέλλα Βλαχάκη

 

Η μεταποίηση όμως της βιωμένης μνήμης σε ποιητικό λόγο είναι επίπονη και δαιδαλώδης. Η περιπέτεια της γραφής απασχολεί αρκετά την Βλαχάκη, όπως και πολλούς σύγχρονους ποιητές. Την θεωρεί πράξη μεγάλης ευθύνης. Αυτό μαρτυρά και η έντονη αυτοαναφορικότητα της συλλογής, μεγάλο μέρος της οποίας καλύπτουν ποιήματα ποιητικής. Η προσωπική αγωνία για το χρέος του ποιητή-καλλιτέχνη δηλώνεται και μέσω μιας ενδοκειμενικής συνομιλίας με κορυφαίους ποιητές, στο ποίημα «Κρεσέντο»:

Όχι, αγαπητή μου Κική, δεν βραδιάζει κι αυτός ο κόσμος θα αλλάξει, Κεμάλ εγώ θα τον αλλάξω, κύριε Νίκο!

 

Άνθρωπος της τέχνης η Μαρινέλλα, και ως ηθοποιός και ως συγγραφέας, υπηρετεί με συνέπεια όσα θεωρεί σπουδαία. Τα θέματα που αγγίζουν την ευαισθησία της επανέρχονται, με διαφορετικούς τρόπους και με την ανάλογη αισθητική, σε όλα της τα έργα. Σταθερά προσηλωμένη στις ανθρωπιστικές αξίες, εκδηλώνει στοργική έγνοια κυρίως για τους αδύναμους και τους αδικημένους. Και στην ποίησή της, μέσα από τον αγώνα κατανόησης του εαυτού της, συναντιέται με τον άλλο. Κατανοεί το δράμα του, ταυτίζεται μαζί του. Το προσωπικό βίωμα ανάγεται σε πηγή στοχασμού και η ατομική περιπέτεια καθίσταται συλλογική. Βουβός πχ. ο πόνος για τη μάνα στο ποίημα «Alzheimer» (με την τιμητική για μένα αφιέρωση), αλλά ιδιαίτερα σπαρακτικός ο τρόπος με τον οποίο βιώνει το δράμα των παιδιών του πολέμου. Πεινασμένα κι ανυπεράσπιστα βρέφη, σε ένα όνειρο εφιάλτη, ορμούν στα γερασμένα στήθη της και ηρεμούν, χωρίς γάλα, μέσα στη ζεστή αγκαλιά της, με ένα τρυφερό παρηγορητικό παραμύθι. ……….
Τι θέλουν από μένα τούτα τα πλάσματα;
εγώ μόνο ποιήματα…
Ψάχνω ασθμαίνοντας
μολύβι και χαρτί
και λέξεις ευρύχωρες.

Τα παιδιά στριμώχνονται στο κρεβάτι μου
Ποιο ποίημα; τι ποίημα;
Σκίζουν τα ρούχα μου
κι αναζητούν
τα γερασμένα στήθη μου.
Μα τι κάνετε; εγώ δεν…
Τα παιδιά ρουφούν με πείσμα τις θηλές μου
και σταματά σιγά-σιγά το κλάμα τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, περιστεράκια μου
ο κόσμος ήταν…

 

Εν κατακλείδι, η Μαρινέλλα Βλαχάκη, μια ήρεμη ποιητική φωνή, δεν κωφεύει στα μηνύματα της εποχής, ούτε διστάζει να φανερώσει τις δικές της πληγές.

Υπαρξιακή -κατά βάση- η ποίησή της, εγγράφεται πάνω στη μοναξιά, ζυμώνεται μέσα στη βαθιά θλίψη. Όμως ο πόνος από ένα σχεδόν μόνιμο τραύμα που κάθε τόσο κακοφορμίζει, βαρύ αντίτιμο γι’ αυτήν τη δωρεά δημιουργίας, δεν οδηγεί στην απόγνωση, την οργή ή την εκδίκηση, ούτε δικάζει. Γίνεται φιλοσοφία ζωής, ενσυναίσθηση και δημιουργία.

Οι ποιητικές σκέψεις, σαν ώριμη εξομολόγηση, εκφράζονται με λόγο μεστό και αφαιρετικό∙ χωρίς κραυγές, με απαλότητα, σε ελεγειακούς βελούδινους τόνους∙ με μια θαυμάσια ισορροπία συναισθήματος. Αποπνέουν ευγένεια, τρυφερότητα, συγκινητική ανθρωπιά, συνεσταλμένη καλοσύνη. Και προπαντός, μία μελαγχολία ενεργητική, μία λυπημένη αισιοδοξία που συντηρεί την ελπίδα, και ένα στοχασμό ενθαρρυντικό, βγαλμένο από την εμπειρία της ζωής. Γι’ αυτό η ποίηση ετούτη είναι, στη βαθύτερη ουσία της, μια γενναία κατάφαση στη ζωή.

 

 

Κλείνω το μικρό βιβλιαράκι, και έχω την αίσθηση πως μια μυστική διακειμενική συνομιλία με παλιότερους μεγάλους ποιητές μας συνεχίζεται:

Κώστα Καρυωτάκη, «Ευγένεια» Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, / κάνε τον πόνο σου άρπα
και ’πέ τονε τραγούδι.

Γιώργου Σεφέρη, «Η στέρνα»

 Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας
να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,
ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.

 

Γιάννη Ρίτσου, «Αναφυλλητό. V, Υδρία»

Αχ, πίκρα: η πίκρα / με σμίγει πάλι
μ’ όλο τον κόσμο
να κλαίω, να κλαίω /με τους φτωχούς
τους πεινασμένους /τους πικραμένους
να κλαίω, να κλαίω
από την πείνα / της αγάπης.

 

Τάσου Λειβαδίτη, «Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια»

 Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανασηκώνει

 πάνω απ’ τον εαυτό σου…

 Kαι τότε καταλαβαίνεις /τους πόνους του απείρου

 όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο. Kαι τους πόνους της γης

 για να γεννήσει ένα στάχυ. Ή τους πόνους ολόκληρης

 της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε

 ένα τραγούδι.

 

 

 

* Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι Φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top