Fractal

«Μεγάλες μόνο οι ώρες/ που παραμονεύουν στο προσκέφαλό μας»

Γράφει ο Βάσος Η. Βογιατζόγλου //

 

Ελένη Παπανδρέου «Ώρες», εκδ. Ιωλκός

 

Η Ελένη Παπανδρέου με τις «ΩΡΕΣ» επιχειρεί ξαφνικά ένα μεγάλο κι εξίσου επικίνδυνο άλμα στον χώρο της ποίησης. Εγκαταλείποντας τον πηγαίο και ενδιάθετο λυρικό πλούτο της, αποπειράται ξαφνικά μια φιλοσοφική κατάδυση στον ουράνιο κόσμο ενός ανερεύνητου φιλοσοφικού ορίζοντα. Αποτολμά μιαν άλλη θέαση των πραγμάτων, των προσώπων, των ιδεών και των αισθημάτων, επιχειρώντας να διαχωρίσει τον Άναρχο και Αθάνατο Εαυτό από το αενάως μεταβαλλόμενο «Εγώ» του Ανθρώπου.

Δραματοποιεί τις αναζητήσεις της με πρόσωπα συγκεκριμένα, με δράση σκηνική, μεθοδευμένη με ζωντανούς μονολόγους και λιτά σκηνικά και, βέβαια, κατανεμημένη σε πράξεις. Όλα σχηματοποιούνται σ’ ένα σφιχτοδεμένο δράμα που, έντεχνα, τοποθετείται κι αυτό με τη σειρά του στο μεγάλο δράμα της Δημιουργίας. Σαν έμπειρος σκηνοθέτης, μοιράζει τους ρόλους στα πρόσωπα, τοποθετώντας την σκηνική τους δράση σ’ έναν χρόνο υποθετικό. Ουσιαστικά  ανύπαρκτο.

Ο χρόνος στις «ΩΡΕΣ» μοιάζει να μην υπάρχει παρά μονάχα στη συμβατική του διαίρεση, σαν κάτι ιδεατό και άπιαστο. Είναι «μικροί κύκλοι», όπως γράφει, «που ξεψαχνίζουν το παρόν». Όλα συμβαίνουν τώρα, εδώ, στο παρόν. Σε ένα χώρο ικανό και αναγκαίο να υποδεχθεί ελπίδες και προσμονές και απογοητεύσεις και νίκες και ήττες. Κι αυτό το παρόν, δεν είναι παρά ένα «κέρινο δωμάτιο» έτοιμο κάθε στιγμή να λιώσει και να χαθεί για πάντα.

Πόθος της είναι «να δέσει τις ώρες, να γίνουν σκοινιά, να κάτσουν στους ώμους μου σαν φτερά». Η δραματική αυτή κραυγή αφορά τη γνώση του ανέφικτου. Αδυνατεί, να αποδεχτεί την οδυνηρή πραγματικότητα της εξάρτησής από τον χρόνο.

 

Μικρή ζωή

μικρός θάνατος.

Μεγάλες μόνο οι ώρες

που παραμονεύουν στο προσκέφαλό μας.

 

Είναι τόσο έντονη η δυναστεία της έννοιας του χρόνου στην ψυχοσύνθεση της ποιήτριας, που θα μπορούσε άνετα το βιβλίο να θεωρηθεί ως μία έξοχη πραγματεία του. Ο χρόνος, μπαίνει σε μιαν υποθετική αμφισβήτηση με τα δεκάδες «αν» και «μήπως». Κυρίως, όμως, με μιαν απόληξη χαρακτηριστική «στο τέλος κάποιου αιώνα», υπονοώντας μια ολόκληρη εποχή της Δημιουργίας. Ο συμβολισμός είναι κραυγαλέος, καθώς διατυπώνεται σαν ένα «κομμάτι πάγου» που έρχεται από κάτι νεφελώδες, ρευστό, χωρίς μορφή και, άρα, αμφισβητήσιμο. «Από τα σύννεφα». Κατρακυλώντας «στην πόρτα του τραίνου», όπου «ριζώνει», κυριολεκτικά, είτε στη μνήμη του παρελθόντος είτε στις προσδοκίες ενός υποθετικού μέλλοντος, που, φυσικά, είναι κι αυτό ανύπαρκτο.

Ένα τραπέζι στην κουζίνα, μια πόρτα, ένα παράθυρο ανοιχτό, ένα κρεβάτι νοσοκομείου και άλλα πολλά δεν είναι παρά οι αφορμές ή τα πλαίσια δράσης ή τα πεδία ερευνών. Στις «ΩΡΕΣ» απουσιάζει το φανταχτερό, το μεγαλόστομο λυρικό όραμα. Το αντικαθιστά, όμως, επάξια η ποιήτρια με την αμεσότητα της γοητείας που απορρέει από την επαλληλία μιας ρυθμικής παράθεσης εικόνων που επενδύουν, θα έλεγε κανείς, μουσικά τους στοχασμούς της.

Η οικογένεια είναι μια μικρογραφία ενός αχανούς σύμπαντος, όχι, πλέον, απλά ως θεσμός αλλά ως πρόκληση άθλησης σε έναν ατέλειωτο αγώνα λύτρωσης, ολοκλήρωσης, εξαγιασμού. Ίσως και καθαγιασμού των ρόλων που την συγκροτούν. Η οικογένεια ως χώρος του δράματος, παρουσιάζεται σαν πεδίο συνεργασίας αλλά και ανταγωνισμού. Ως δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψης. Ακόμη και η ίδια η Ζωή ως διδασκαλία. Ή ως πάσχουσα πραγματικότητα. Εδώ είναι η Ζωή που αναπνέει με έναν ιδιαίτερο ρυθμό. Εδώ οι ελπίδες. Γόνιμες ή άγονες. Εδώ ο φόβος. Ο αθέατος, ο ακυβέρνητος φόβος που κυκλώνει, τελικά, όλες τις «ΩΡΕΣ» που στοιχειοθετούν τον συμβατικό χρόνο. Και που δεν είναι άλλος από το φόβο του θανάτου. Που συνέχει, περιβάλλει, τροφοδοτεί, συνδέει ή αποσυνδέει όλους τους ρόλους στην αρχετυπική τους αφετηρία. Πάντα κάτω από την συντριπτική επιβολή μιας ανειρήνευτης και ανερμήνευτης μοίρας.

Η ποιήτρια μοιάζει να αισθάνεται και να αιχμαλωτίζει στον ποιητικό της λόγο εκείνη τη βαθύτερη αρμονία που συνέχει σε μιαν ενότητα όλα τα στοιχεία της Ζωής. Ορατά και νοητά. Σμίγοντας, τελικά, το καλό με το κακό, το αγνό με το ακάθαρτο, το αυθεντικό με το νόθο. Με δύο λόγια: όλες εκείνες τις φαινομενικές αντιθέσεις, συγκρούσεις και αντιφάσεις της Ύπαρξης μέσα στις οποίες μάχεται και αγωνιά ο αιώνιος Άνθρωπος.

Οι σκέψεις είναι φίδια.

Ανεβαίνουν στο παρτέρι

να χωρίσουν το δωμάτιο απ’ τον κόσμο,

δαγκώνουν το σώμα της μέρας

κι επιστρέφουν στην κοιλιά της μάνας τους

πάντα πεινασμένες.

 

Ελένη Παπανδρέου

 

Νομίζω πως, τελικά, η Ε.Π. επιχειρεί με όλα τα παραπάνω να μας φέρει αντιμέτωπους με ένα σκληρό όσο και αναπόφευκτο ερώτημα: μήπως όλα κινούνται, συνυπάρχουν, συγκρούονται σε έναν κόσμο φανταστικό, ανύπαρκτο όπου ακόμη και οι συσχετισμοί των εννοιών με τα αντικείμενά τους αμφισβητούνται ή απορρίπτονται;

Η ποιήτρια ερευνά την Δημιουργική Αρχή των πάντων, καθώς διαρκώς διαπιστώνει πως η ίδια η Ζωή υπερβαίνει πάντα τα μέτρα της χωρίς ποτέ να εγγυάται τίποτα. Και το κάνει αυτό υπερβαίνοντας άνετα τις δυσκολίες που προβάλλει το αντικείμενο της έρευνάς της. Και, μάλιστα, με έναν άρτια ρυθμικό λόγο, αισθητικά άψογο και ποιητικά εντελή. Έτσι, τελικά, κατορθώνει να μην προβάλλεται ένας ηττοπαθής ατομικισμός. Αντίθετα, η αισθητική συγκίνηση και ο παλλόμενος στοχασμός της οργανώνουν μια λεκτική ενορχήστρωση του λόγου της που εντυπωσιάζει και ξαφνιάζει. Και το επίτευγμα στις «ΩΡΕΣ» είναι το πόσο ανεπαίσθητα ο λόγος αυτός ελίσσεται μαστορικά, μετουσιώνοντας τόσο τις προσωπικές εμπειρίες της ποιήτριας όσο και το ενδιάθετο ταλέντο της μέσα από στοιχεία απέριττης λεκτικής απλότητας, μελωδικά, όπως πάντα και ρυθμικά συντονισμένη. Θαρρείς και πρόκειται πιο πολύ για το λιμπρέτο μιας όπερας παρά για μια επική κατάθεση ιδεών, συγκινήσεων, βιωμάτων και μνημονικών θησαυρισμάτων.

Οι «ΩΡΕΣ» δεν είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας ή άρνησης της Ζωής, αντίθετα, είναι ένας αισθητικά εκλεπτυσμένος και χαμηλόφωνος ειρμός αποδοχής της. Και, φυσικά, συγκατάβασης. Διατηρώντας πάντα αυτή τη χαμηλόφωνη και τρυφερή αφήγηση, αφήνει τις ιδέες, τις απόψεις, ακόμη και τα συμπεράσματά της να αποκτήσουν τη δική τους αυτοτέλεια και να πετάξουν αυτοδύναμα στους αχανείς ορίζοντες της σκέψης. Όχι, βέβαια, μόνο της δικής της. Αλλά της πιο γενικής, της ανθρώπινης. Έξω από τον χρόνο και τα όριά του.

Όμως το επίτευγμα της Ε.Π. δεν περιορίζεται μονάχα σε αυτό. Είναι το ασίγαστο πάθος της για την ίδια την Ποίηση που την ταυτίζει με ένα οδοιπορικό της Ζωής. Πρόσφατα, μας ξάφνιασε λυρικά με τον «Μάταιο Αύγουστο». Σήμερα μας φέρνει αντιμέτωπους με μιάν άλλη διάσταση του Λόγου, πιο διανοητική. Όμως, η στοχαστική αυτή έρευνα καθόλου δεν υστερεί σε αισθητική εκφορά. Με μια πυρετική παρέλαση από ανάγλυφες εικόνες καταθέτει έναν επικολυρικό νεολογισμό με ύφος γοργό, απέριττο, μεστό από ρυθμικούς στοχασμούς, ανάλαφρο όμως πάντα και, ταυτόχρονα, αθόρυβα υποβλητικό. Χωρίς να αποσκοπεί στη δημιουργία ανώφελων εντυπώσεων, ερωτοτροπεί με έννοιες ενός στιβαρού φιλοσοφικού στοχασμού.

Τελικά, εκείνο που συνέχει και ενοποιεί όλη την ποιητική διαδρομή της Ε.Π. είναι αυτό το υπόγειο πάθος της για την ίδια την Ποίηση. Επειδή και η πιο διανοητική ποίηση δεν βρίσκει δικαίωση εάν δεν φλέγεται από αυτό το ενδιάθετο πάθος. Και η Ε.Π. με τις «ΩΡΕΣ» μας το απέδειξε αυτό περίτρανα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top