Fractal

Το Χαμένο Κέντρο

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μισέλ Φάις «Όπως ποτέ», εκδ. Πατάκη, σελ. 150

 

Ο τρόπος να αντιμετωπίσεις την ύπαρξη είναι διπλός, είτε να αναζητήσεις στο δάσος το δέντρο (αυτό που προσπαθούν μεγαλοπιανόμενοι οι περισσότεροι, το θεωρούν εύκολο), είτε να προσπαθήσεις να δεις το δάσος στο δέντρο (χρειάζεται μαεστρία και ειδική ματιά, κανείς δεν το κάνει).

Στην λογοτεχνία, όμως, ο Μισέλ Φάις αυτό κάνει.

Σε όλα τα του τα βιβλία. Διαθέτοντας από τα πρώτα του κιόλας, αυτή την ιδιαίτερη ματιά: έχοντας δηλώσει εξαρχής ότι η εξιστόρηση μιας ιστορίας ποτέ δεν (του) είναι αρκετή (αυτό μας λέει και το καινούργιο βιβλίο, οι ήρωές του σχεδόν νευρωτικοί για να υπάρξουν γεμίζουν το κενό τους μιλώντας ακατάπαυστα αφηγούμενοι φθαρμένες ή δανεικές, ξένες ιστορίες), αναζητά λέξεις- κλειδιά (και ξεκλειδώνει) τη σχέση του με τον Βιζυηνό και την θρακιώτικη καταγωγή του στην «Ελληνική αϋπνία» και με τον «Τζούλιο Καϊρη» και τις εβραϊκές ρίζες του στο «Το μέλι και η στάχτη του Θεού». Στα «Κτερίσματα» κάνοντας κομματάκια την ύπαρξη αναζητά τους κρίκους της βασικής αλυσίδας και τους καθοριστικούς αρχετυπικούς αρμούς.

Το «Όπως ποτέ», αποτελεί μια άτυπη τριλογία με το «Από το πουθενά», ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα όπου το συλλογικό συνειδητό κι ασυνείδητο στέκεται ως υποκείμενο κι αντικείμενο στο ντιβάνι ενός αλλόκοτου ψυχαναλυόμενου, τελικά, ψυχαναλυτή’ η νουβέλα «Lady Cortisol» που το ακολούθησε τόλμησε να πάει ακόμα πιο μακριά, στον υπαρξιακό γρίφο, στο εν- αρχή-ην-ο-Λόγος, στο νόημα και στον αιτία- τελικά- στης ζωής. Πρωτοεπίπεδα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κι ένα ιδιότυπο πάλι ντιβάνι ψυχαναλυτή. Ή η ιερή στάση εξομολόγου και εξομολογουμένης. Η ιδιαίτερη σχέση ερωμένης, ενδεχομένως, και εραστή. ‘Η ακόμα- ακόμα και η απαντά, πυρετικά, ασθματικά και εκ βαθέων και ένας άντρας ρωτά.

 

Μισέλ Φάις

 

Στο «Όπως ποτέ», με τον υπότιτλο «κωμωδία της κούρασης» όλα κινούνται ανάμεσα σε μια αινιγματική γυναίκα και έναν κλονισμένο άντρα, ανάμεσά τους, το ρευστό, δυσοίωνο πλήθος, πραγματικό ή εικονικό και ο Χρόνος, η αφήγηση περίπου σαν την ζωή μας σε πέντε μέρη, με κάθε τρόπο, ημερολογιακή, ονειρική, πλασματική, ταραγμένη, αναγκασμένη να αφηγείται διαρκώς μιαν ιστορία για να υπάρξει από το πρώτο κλάμα της γέννησης μέχρι το βρόγχο του θανάτου αυτή τη φορά σε ένα ιδιότυπο πορνείο που ανακουφίζει τα γδαρμένα σπλάχνα των κατάκοπων πελατών με το πλήθος να καταναλώνει αδιάκοπα καλωδιωμένο τα περιττώματα των διασήμων. Ένα βιβλίο για το χαμένο χρόνο, για το χαμένο κέντρο, για το χαμένο εαυτό, για την χαμένη λέξη, για την χαμένη ιστορία, για την χαμένη ευκαιρία, για το σπασμένο βάζο – εαυτό του καθενός. Για την χαμένη συνοχή ή τον χαμένο Παράδεισο. Ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και ένα βιβλίο και για την κατακερματισμένη μας εποχή. Για το Χαμένο Νόημα: «Βρίσκεσαι σ’ έναν πυρετό μετάβασης, σ’ ένα διαρκές πέρασμα. […] Η μέρα σου αρχίζει και τελειώνει σ’ ένα κατώφλι. Καθόλου χρόνος. Μηδενικός. Στέκεσαι εκεί που στέκεσαι. Και περιμένεις. Από κάποια στιγμή και μετά, δεν ξέρεις αν στέκεσαι επειδή κάτι περιμένεις ή περιμένεις κάτι επειδή στέκεσαι. Στέκεσαι μέχρι η στάση σου να χάσει το νόημα της οποιασδήποτε στάσης. Περιμένεις μέχρι η αναμονή σου να χάσει το νόημα της οποιασδήποτε αναμονής. Στέκεσαι σαν να στέκεσαι από πάντα. Στο εκάστοτε κατώφλι. Περιμένεις σαν να περιμένεις από πάντα».

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top