Fractal

Αδέκαστος μαζί μας και σκιαγμένος απέναντι σε όλους τους άλλους

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Ολομόναχος», Αυτοβιογραφική προφητεία, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Καταλαβαίνω. Είχες αδικηθεί κατάφωρα. Και δεν θα επέτρεπες σε κανέναν να σε αδικήσει ξανά. Σωστά! Και για να μην αφήσεις να σε αδικήσουν, έπρεπε να έχεις πάντα δίκιο. […] Τι σημασία είχε ο λόγος; Σημασία είχε ότι σε είχαν αδικήσει για μια ακόμη φορά! Σημασία είχε ότι λούφαξες πανικόβλητος, αφού γι αυτή την αδικία δεν μπορούσες καν να διαμαρτυρηθείς…

Και κάπως έτσι, σε υιοθέτησα μπαμπά! Τι φρικτή εκδίκηση! Να γίνεσαι πατέρας των γονιών σου!

Επιβεβαιώνοντας το πρόθεμα του αυτοβιογραφικού του βιβλίου ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, “Ένας πατέρας είναι μια κατασκότεινη στοά, μέσα στην οποία βαδίζουμε στα τυφλά ψάχνοντας την πόρτα εξόδου” – λόγια του Ρομπέρτο Μπολάνιο-, 

εξομολογείται, ότι γνώρισε ουσιαστικά τον πατέρα του χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ήταν πάντα απέναντί του απόμακρος και πιεστικός στο θέμα των σπουδών και της πρωτιάς. Όταν ο Νίκος δήλωσε ότι θέλει να βιοποριστεί γράφοντας ο πατέρας αντέδρασε. Είχε αντιδράσει βίαια και νωρίτερα όταν ο Νίκος αγόρασε μια κιθάρα. Ο πατέρας την έσπασε και μαζί έσπασε και το όποιο δέσιμο με τον γιο του. Ο πατέρας έκτοτε υπήρξε ένας άγνωστος. Η αρρώστια και ο θάνατος συγκινούν τον γιο που μετανοεί για την αποξένωση, για τα λόγια που δεν πρόλαβε να πει στον πατέρα. Ο Νίκος αρχίζει να “δένεται” με τον πεθαμένο, με αφορμή την αποκάλυψη του αληθινού παρελθόντος του, που τόσο ο ίδιος ο πατέρας, όσο και η μητέρα του κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό.

Η σχέση του με τη μάνα μια σχέση βαθιά πέρα και πάνω από αισθήματα, ομοιότητες στα ευδιάκριτα σωματικά και τα πιο δυσδιάκριτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά.

Η αποκάλυψη του μυστικού γίνεται αφορμή μιας διαπραγμάτευσης με την εικόνα του πεθαμένου πατέρα, μιας εκ νέου, σε βάθος αυτή τη φορά γνωριμίας, με τον

“άγνωστο” μέχρι τότε γεννήτορα, ολομόναχο κάποτε απέναντι σ’ όλον τον κόσμο, από την επιρροή του οποίου είχε κάποτε δραπετεύσει.

 

Ο θάνατος του πατέρα τον είχε πονέσει πολύ. Πολύ περισσότερο που δεν είχε προλάβει να μιλήσει ουσιαστικά μαζί του, ενδεχομένως να συγχωρήσει και συγχωρεθεί. Το άγχος και ο πόνος άφησαν το αποτύπωμά τους, κηλίδες λεύκης πάνω στα χέρια τα δικά του και της μάνας, μια επιβεβαίωση της κυτταρικής συγγένειάς τους.

Η λεύκη που με ένωνε με τη μάνα σε συνδυασμό με την ιστορία του θείου Χρήστου επιβεβαίωναν με έναν απτό τρόπο την κυτταρική συγγένεια, τον οικογενειακό δεσμό, τη γραμμή του αίματος, την αναπόδραστη σχέση που άλλοτε αποδεικνύεται ευχή, ενίοτε όμως και κατάρα. […] 

Την επισημαίνω μονάχα για να την αντιδιαστείλω με την κληρονομιά από τη μεριά του πατέρα- κληρονομιά που υπήρξε αόρατη, αν και πολύ πιο καθοριστική και μάλιστα, μ’ έναν τρόπο ύπουλο και υπόγειο…”

Ολομόναχος και ο ίδιος, μετά έναν τραγικό χωρισμό με σύγχρονο αποχωρισμό του γιου του, συναισθάνεται την εσωτερική μοναξιά του πατέρα που τον οδηγούσε σε κάποιες σκληρές συμπεριφορές με αποτέλεσμα τη διαρκή ρήξη.

 

Μέσα στο νέο, άδειο σπίτι, μετά τον χωρισμό, με μόνα αντικείμενα ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι, ο Παναγιωτόπουλος, βρίσκεται σε μια διαρκή επικοινωνία με το “φάντασμα” του πατέρα. Αναγνωρίζει στον καθρέφτη τις μεταλλάξεις στο πρόσωπό του, από τον πόνο και τον χρόνο, μεταλλάξεις που πείθουν για την αδιαπραγμάτευτη γραμμή του αίματος που τους ενώνει. Μέσα στον καθρέφτη βλέπει συχνά το πρόσωπο του πατέρα. Είναι ένα καθρέφτισμα που έχει να κάνει με την ιστορία και τη ζωή του πατέρα του, που αντανακλούν στη δική του ιστορία και ζωή.

 

«Είμαι κλεισμένος εδώ, ολομόναχος, ο θυμός μου αντηχεί στα άδεια δωμάτια, η πικρία μου σέρνεται στα φρεσκογυαλισμένα πατώματα. Ζυγίζω τα λάθη που έκανα, μετράω τις αβλεψίες μου. Οφείλω να καταλάβω πώς επέτρεψα να με αδικήσουν κι αναλογίζομαι τι θα μου φέρει η επόμενη μέρα. 

Τον κοιτάζω και σκέφτομαι πως αν εκείνος τα έβγαλε πέρα στα είκοσι δύο του, δεν έχω το δικαίωμα να σκέφτομαι πως δεν θα τα καταφέρω στα πενήντα τρία μου …»

Μετά μια άδικη για τον ίδιο διευθέτηση σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού του, ο Παναγιωτόπουλος βλέπει τον γιο του κάποια Σαββατοκύριακα.

 

Κάθεται απέναντί μου τώρα και τρώει το πρωινό του, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές. Τον τελευταίο καιρό ζορίζεται να με κοιτάξει στα ίσα. Κι εγώ το ίδιο. Βουρκώνω. Και το βλέπει. Και ζορίζεται ακόμα πιο πολύ.

Στο μυαλό μου έρχεται μια σκηνή από την αυτοβιογραφική νουβέλα του Αύγουστου Στρίνγκμπεργκ Μόνος. […] Με μια απότομη κίνηση στρέφομαι και αγκαλιάζω τον γιο μου. “Άσε με!” μου φωνάζει. “Άσε με!” Μπορείς να με μισείς όσο θέλεις” του ψιθυρίζω […] “η εκδίκησή μου είναι πως μου μοιάζεις”

“Δεν σε μισώ” απαντάει έκπληκτος .”Και δεν σου μοιάζω”

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος

 

Ο Παναγιωτόπουλος “προφητεύει” την εξέλιξη της σχέσης με τον γιο του. Θέλει να προλάβει να του μιλήσει να του πει την ιστορία του παππού του που είναι και η ιστορία του πατέρα του. Του κληροδοτεί για κάθε περίπτωση αυτό το βιβλίο! 

Ένα βιβλίο- επιστολή προς τον γιο του, γραμμένο με μια συγκινητική ειλικρίνεια, χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς λογοτεχνικές εξάρσεις, ένα βιβλίο γραμμένο από καρδιάς, ένα βιβλίο με κεντρικό διακύβευμα ίδιο με δύο προηγούμενα βιβλία του:

“ένας ήρωας τα βάζει με όλον τον κόσμο”

Ο “Ολομόναχος” είναι το έβδομο βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου.  Εκδόθηκε αρχικά στη Γαλλία, στη σειρά Ce que la vie signifie pour moi (Αυτό που  η ζωή σημαίνει για μένα) των Editions du Sonneur.

Ένα βιβλίο- διαθήκη, νουθεσία και ευχή μαζί προς τον δικό του γιο. Μια απεγνωσμένη προφητεία ή προκαταβολική απολογία για όλα όσα του κληροδοτεί. Ακόμη, ένα βιβλίο- καταβύθιση στη σχέση πατέρα – γιου, προσωπικό, αλλά και συλλογικό, σύγχρονο και διαχρονικό!

 

 

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στις 15.4.1963 στο Χαλάνδρι, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε τεχνολόγος μηχανικός, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το θέατρο. Εργάστηκε ως καλλιτεχνικός συντάκτης (από το 1989 έως το 1992) σε εφημερίδες, περιοδικά και την τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια, εκτός από την πεζογραφία, ασχολείται επαγγελματικά με το σενάριο. Έχει γράψει σενάρια για τηλεοπτικές σειρές, ενώ από το 1995 ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον κινηματογράφο. Έχει γράψει δέκα σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους -ανάμεσά τους οι “Απόντες” (1996), ο “Βασιλιάς” (2002) και η “Αγρύπνια” (2005), όλες σε σκηνοθεσία Νίκου Γραμματικού, οι “Ώρες κοινής ησυχίας” (2006), σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάκου, κ.ά. Για μια απ’ αυτές, τους “Απόντες”, τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο 37ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1996. Ενεργό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας, διδάσκει σενάριο σε σεμινάρια και σε προγράμματα σπουδών κινηματογράφου. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς, ενώ το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων “Η ενοχή των υλικών” (Πόλις, 1997), τιμήθηκε με το Βραβείο Μαρίας Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: “Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν” (Πόλις, 1998, κυκλοφορεί και στα ιταλικά από τις εκδόσεις Crocetti), “Το γονίδιο της αμφιβολίας” (Πόλις, 1999, β΄ εκδ. Μεταίχμιο, 2012, κυκλοφορεί σε επτά γλώσσες -στα γερμανικά από τις εκδ. Reclam, στα γαλλικά από τις εκδ. Gallimard, στα ιταλικά από τις εκδ. Ponte Alle Grazie, στα σλοβενικά, στα κινέζικα κ.ά), “Αγιογραφία” (Πόλις, 2003, κυκλοφορεί στα γερμανικά από τις εκδ. Reclam και στα γαλλικά από τις εκδ. Gallimard) και “Τα παιδιά του Κάιν” (Μεταίχμιο, 2011, βραβείο Μυθιστορήματος Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών, 2012). Τόσο τα μυθιστορήματα όσο και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές ξένες γλώσσες. Ο “Ολομόναχος” είναι το έβδομο βιβλίο του και εκδόθηκε αρχικά στη Γαλλία, στη σειρά Ce que la vie signifie pour moi των Editions du Sonneur.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top