Fractal

Διεισδυτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Elizabeth Strout «Όλιβ Κίττριτζ», εκδ. Άγρα

 

Η πόλη Κρόσμπυ του Μέην είναι μια μικρή πόλη, που μοιάζει με χωριό. Έχει ωραία μονοπάτια για περιπάτους κοντά στο ποτάμι, έχει ένα ωραίο δάσος για κυνήγι και είναι επίσης παραθαλάσσια. Έχει ωραία καφέ κοντά στη θάλασσα, υπέροχα εστιατόρια και ταβέρνες κοντά στο ποτάμι κι ένα μπαρ το «Warehouse Bar and Grill” όπου καθημερινά παίζει πιάνο η Άντζελα Ο΄Μήρα, η οποία δεν έχει σπουδάσει ποτέ μουσική ή πιάνο κι όμως παίζει υπέροχα. Είναι αυτοδίδακτη. Παίζει από τεσσάρων ετών κι επειδή δεν έχει πιάνο δικό της, μελετά στο πιάνο της εκκλησίας. Υπάρχουν και άλλα πολλά καταστήματα μεγάλα και μικρά, όπως σούπερ μάρκετ, το Dunkin’ Donuts, που πολύ συχνά πηγαίνουν για να απολαύσουν τα νόστιμα ντόνατς. Υπάρχει κι ένα φαρμακείο του Χένρυ Κίττριτζ, το οποίο για πάρα πολλά χρόνια εξυπηρετεί όλους τους κατοίκους, όμως κάποια στιγμή πουλήθηκε και στη θέση του ξεπρόβαλε μία φαρμακευτική αλυσίδα. Όλοι οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους και οι συνδετικοί κρίκοι είναι η Όλιβ και ο Χένρυ Κίττριτζ. Ο Χένρυ επειδή ήταν ο φαρμακοποιός τους και η Όλιβ επειδή ήταν μία αυταρχική καθηγήτρια των Μαθηματικών στο γυμνάσιο. Όλοι οι μαθητές είχαν κάτι να λένε γι’ αυτήν. Άλλοι έλεγαν πως ήταν η πιο τρομακτική δασκάλα του σχολείου και άλλοι πως τους προξενούσε άγχος. Μα και οι άνθρωποι της περιοχής την έβρισκαν παράξενη και περίεργη, γι’ αυτό δεν είχε πολλές φίλες και όλοι έλεγαν το ότι την ανέχεται ο άντρας της οφείλεται στην αγάπη του. Υπάρχει και η εκκλησία όπου εφημέριος είναι ο αιδεσιμότατος Μπράουν, ο οποίος έχει μια κόρη τη Ρεμπέκκα, η οποία όμως δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα της, γιατί μόλις την γέννησε έφυγε για να γίνει ηθοποιός, αλλά κατέληξε να γίνει μέλος της εκκλησίας της σαϊεντολογίας.

Τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος αυτού είναι η Όλιβ, ο Χένρυ και όσοι  συναναστρέφονται και αλληλοεπιδρούν με αυτούς.

Ο Χένρυ Κίττριτζ είναι φαρμακοποιός, στο επάγγελμα. Σαν άνθρωπος όμως είναι χαρούμενος, αισιόδοξος, καλοσυνάτος και όλοι έχουν να λένε για την καλοσύνη του. Όλοι θυμούνται να τους εξυπηρετεί πάντα με το χαμόγελο. Είναι ένας άνθρωπος, που θέλει όλοι να είναι ευχαριστημένοι και να μην υπάρχουν διαπληκτισμοί. Σε όλη τη σταδιοδρομία του στο φαρμακείο, είχε αποκτήσει δύο υπαλλήλους. Πρώτα είχε υπάλληλο  την κα Γκρέητζερ, η οποία πέθανε στον ύπνο της, γι’ αυτό πήρε την δεύτερη υπάλληλο, την Ντενίζ Τιμποντώ. Ήταν είκοσι δύο ετών μόλις είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο και ήταν παντρεμένη με τον Χένρυ Τιμποντώ και ζούσαν σ’ ένα τροχόσπιτο. Ήταν μια κοπελίτσα με στρογγυλά μαγουλάκια και καφέ γυαλιά, που δεν άρεσε στην Όλιβ και την έλεγε ποντικομούρα. Ήταν όμως πολύ καλή στη δουλειά της, ήταν χαρούμενη, εξυπηρετούσε με καλοσύνη και προθυμία τους πελάτες και ο Χένρυ ήταν πολύ ευχαριστημένος από την απόδοσή της. Ο Χένρυ Κίττριτζ πολλές φορές ένιωθε ικανοποιημένος από τις μικρές χαρές της δουλειάς του, γιατί τον γέμιζαν μέσα στην απλότητά τους. Χαιρόταν να βλέπει τα χέρια της Ντενίζ ν’ αγγίζουν με αγάπη και κομψότητα τα πάντα γύρω της, κι αμέσως σκεφτόταν πως αυτά τα χέρια θ’ αγγίζουν με την ίδια αγάπη και τον σύζυγό της. Γι’ αυτό χωρίς να το θέλει την είχε ερωτευτεί, αλλά δεν τολμούσε να κάνει κάτι γιατί αμέσως σκεφτόταν την Όλιβ, που δεν ήθελε να την παρατήσει. Ο Χένρυ έβλεπε τα πάντα γύρω του με ενδιαφέρον και συμπάθεια, όπως έβλεπε και τους χίπηδες που είχαν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται, τον ελεύθερο έρωτα, ακόμη και την μαριχουάνα. Ενώ η Όλιβ τα έβλεπε όλα μαύρα κι έλεγε πως η Αμερική ήταν ένα μεγάλο τυρί που έχει σαπίσει γι’ αυτό και όλα πάνε κατά διαόλου. Ο Χένρυ πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, ενώ η Όλιβ είχε σταματήσει να πηγαίνει επειδή  οι εφημέριοι είχαν σταματήσει να εμπνέουν τους πιστούς.

Η Ντενίζ όμως ήταν άτυχη, γιατί ο άντρας της σκοτώθηκε στο κυνήγι από έναν φίλο του, που τον πέρασε για ελάφι μέσα στα σκοτεινά και τράβηξε την σκανδάλη. Ο Χένρυ Κίττριτζ στάθηκε δίπλα της και τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της και να ξεπεράσει αυτό το κακό που την βρήκε, ώσπου κάποια στιγμή παντρεύτηκε τον Τέρρυ ΜακΚάρθυ, το παιδί που έφερνε φαρμακευτικά είδη στο φαρμακείο. Η Ντενίζ είχε γνωριστεί μαζί του, από τις πρώτες μέρες που είχε πάει στο φαρμακείο, που τότε τελείωνε το γυμνάσιο αυτός και ήταν αυτή που τον έσπρωξε να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο. Χάρις στις φροντίδες της ο Τέρρυ έγινε ένας σωματώδης, καλοβαλμένος τύπος που βελτίωσε τη δουλειά του κι έπαιρνε πολύ καλό μισθό. Παντρεύτηκαν και πήγαν στο Τέξας και η οικογένεια μεγάλωσε αφού απέκτησαν ένα γιο και δυο δίδυμα κορίτσια. Η Ντενίζ δεν ξέχασε τον Χένρυ επικοινωνούσε μαζί του με κάρτες κι έτσι έμαθε ο Χένρυ πως πέθαναν οι γονείς της κι εκείνη έπαθε περικαρδίτιδα, γιατί έβαζε πάνω απ’ όλα την οικογένεια και δεν κοίταγε τον εαυτό της. Τα ίδια ένιωθε και ο Χένρυ, πάντα έβαζε πάνω απ’ όλα την οικογένεια και μάλιστα τώρα που είχαν αποκτήσει ένα γιο τον Κρίστοφερ, στεναχωριόταν γιατί πάντα η μάνα του τον μάλωνε και τσακώνονταν συνέχεια κι εκείνος πάντα έλεγε στην Όλιβ να μην τον μαλώνει κυρίως για τα μαθήματα. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Όλιβ κι ας έβλεπε ότι δεν ταιριάζουν, αλλά και ας είχε καταλάβει πως δεν τον αγαπούσε και ήταν ερωτευμένη με τον Τζιμ, που ερχόταν κάθε πρωί και την έπαιρνε με το αυτοκίνητό του να πάνε μαζί στο σχολείο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχε καταλάβει πιο πριν, το κατάλαβε όταν αυτός οδηγώντας το αυτοκίνητό του μεθυσμένος ξέφυγε της πορείας του κι έπεσε με δύναμη πάνω σ’ ένα δέντρο και σκοτώθηκε. Η Όλιβ πέρασε εβδομάδες ολόκληρες στο κρεβάτι να κλαίει με άγριους λυγμούς και το χειρότερο να ρίχνει το φταίξιμο στον Χένρυ.

Έφτασε ο καιρός που ο Χένρυ πήρε τη σύνταξή του νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζε, γιατί πουλήθηκε το φαρμακείο και στη θέση του δημιουργήθηκε μια φαρμακευτική  αλυσίδα, που δεν ήθελε να πάει υπάλληλος. Εντωμεταξύ βγήκε και η Όλιβ στη σύνταξη και το παιδί τους μεγάλωσε κι έγινε ποδίατρος. Ο Κρίστοφερ ήταν ένα ευαίσθητο, αλλά κάπως περίεργο άτομο, όμως πολύ ενδιαφέρον και μάλιστα έκανε έξοχες ελαιογραφίες. Η Όλιβ παραδεχόταν πως μάλωνε τον Κρίστοφερ όταν ήταν παιδί, αλλά υποστήριζε ότι τον αγαπούσε υπερβολικά και ότι εκείνος το είχε καταλάβει πως τον αγαπούσε. Μάλιστα του έχτισαν κι ένα σπίτι λίγο πιο πάνω από το δικό τους μ’ έναν ωραίο κήπο που τον επιμελείτο η Όλιβ.

Κάποια μέρα ο Κρίστοφερ, που ήταν ήδη τριάντα οκτώ ετών,  ανακοίνωσε στους γονείς του ότι παντρεύεται την Σουζάν που ήταν κι αυτή γιατρός και ότι την γνώρισε όταν τον επισκέφτηκε σαν ασθενής στο ιατρείο του. Μόλις το άκουσε αυτό η Όλιβ φαντάστηκε τον εαυτό της, την ώρα που ο γιος της θα λέει το «ναι», να παθαίνει έμφραγμα και να σωριάζεται κάτω στο γκαζόν νεκρή. Η τελετή βέβαια έγινε αλλά η Όλιβ δεν έπαθε τίποτα, όμως όταν έφτασαν στο σπίτι του Κρίστοφερ πήγε στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, ξάπλωσε στο κρεβάτι τους και μετά όταν σηκώθηκε άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια και τις ντουλάπες που είχε η κοπέλα τα ρούχα της. Της πήρε ένα σουτιέν κι ένα παπούτσι και τα έβαλε στην τσάντα της για να τα πετάξει. Ήθελε όλα να τα κατεβάσει κάτω και να της τα καταστρέψει γι’ αυτό πήρε έναν μαρκαδόρο και τις μουτζούρωσε το μανίκι μιας μπλούζας της. Σκέφτηκε επίσης ότι αφού είναι κοντά θα πηγαίνει συχνά να τους κάνει τέτοια κι αυτό για να τους κρατάει ζωντανή την μεταξύ τους αμφιβολία, γιατί ο Κρίστοφερ δεν είναι σωστό να ζει με μια γυναίκα που νομίζει ότι τα ξέρει όλα.

Η Όλιβ δεν ήταν ποτέ μειλίχια κι ευγενής με τους ανθρώπους, που συναντούσε, αλλά τώρα ήταν χειρότερη, γιατί ο γιος της, της ανακοίνωσε αιφνιδίως ότι μετακομίζει με τη γυναίκα του στην Καλιφόρνια και το χειρότερο όποτε του τηλεφωνούσε τον έβρισκε μες στα νεύρα κι όταν του ζητούσε να πάνε να τον δουν εισέπραττε αρνητική απάντηση. Η Όλιβ έπασχε από αφόρητο αίσθημα μοναξιάς. Ο αγαπημένος της γιος είχε παντρευτεί μια κυριαρχική και μεγαλομανή γυναίκα και δεν της άρεσαν καθόλου οι συμβουλές που της έδινε  κυρίως για την εμμηνόπαυση. Πάντα η Όλιβ έπρεπε να βγαίνει από πάνω και να της λέει με έμφαση πως κάνει λάθος.

 

Elizabeth Strout

 

Τώρα που έμειναν και οι δυο συνταξιούχοι στο σπίτι, έπρεπε να βρουν διεξόδους για να γεμίζουν τον χρόνο τους. Έτσι αποφάσισαν και γράφτηκαν στη Λέσχη Αμερικανικού Εμφυλίου και μία φορά το μήνα πήγαιναν ν’ ακούν διαλέξεις για μάχες και ήρωες. Μάλιστα ο Χένρυ ξεκίνησε μαθήματα γλυπτικής και η Όλιβ  άρχισε να ασχολείται με τον κήπο φυτεύοντας τουλίπες. Κι ενώ το ανδρόγυνο  είχε βρει τους ρυθμούς του και περνούσε καλά, πήραν ένα τηλεφώνημα από τον Κρίστοφερ ότι η Σουζάν τον χώρισε. Του είπαν να γυρίσει σπίτι ή να πάνε αυτοί κοντά του, αυτός δεν ήθελε ούτε το ένα, αλλά ούτε και το άλλο. Η Όλιβ ένιωθε έναν κόμπο σε όλο της το σώμα και της ερχόταν να κλαίει ασταμάτητα.

Κάποια μέρα πήγαν στο σούπερ μάρκετ, όταν όμως ο Χένρυ πήγε να βγει από το αυτοκίνητο έπεσε φαρδύς πλατύς κάτω. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και διαπιστώθηκε πως τυφλώθηκε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μένοντας λοιπόν ανάπηρος  κατέληξε στο γηροκομείο. Βέβαια ήρθε και ο Κρίστοφερ να τον δει, αλλά αφού δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μαζί του έφυγε αμέσως αφήνοντας την μητέρα του στεναχωρημένη που δεν μπόρεσε να χορτάσει τον γιο της.

H Όλιβ δεν ήθελε να είναι μόνη, αλλά δεν ήθελε να είναι και με κόσμο. Όταν αναγκάστηκε να πάει σε γκρουπ ψυχοθεραπείας, τους θεώρησε βλάκες αυτούς που της έλεγαν ότι ήταν φυσιολογικό να έχει θυμό. Όλοι οι άνθρωποι της φαίνονταν παράξενοι και τους έστειλε όλους στο διάολο ακόμα και άτομα που έκανε παρέα. Δυστυχώς δεν άντεχε κανένα. Κάποια στιγμή της ήρθε ν’ αυτοκτονήσει, αλλά αυτό δεν ήταν και η πρώτη φορά.

Όλες οι οικογένειες που ζούσαν εκεί είχαν τα δικά τους προβλήματα. Οι νέοι της περιοχής είχαν αρχίσει να καπνίζουν χόρτο και ήταν της μόδας να έχουν φίλους μόνο για σεξ. Επίσης όμορφες κοπελίτσες γίνονταν ανορεξικές, γιατί ήθελαν να νιώθουν πως έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και μετά αυτό ξέφευγε από τον έλεγχό τους και δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Ένα απ’ αυτά τα κορίτσια ήταν και η Νίνα, η οποία τα χάλασε με τον φίλο της τον Τιμ, αλλά την έδιωξε και η οικογένειά της από το σπίτι γιατί το έσκασε από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Όταν αποφάσισε η ίδια να νοσηλευτεί ήταν ήδη αργά. Μία φίλη της Όλιβ η Μπάννυ, ήταν δυστυχισμένη, γιατί ο εγγονός της της είπε ότι μπορεί να είναι γιαγιά του, όμως δεν την αγαπούσε και η Όλιβ έκανε ό,τι μπορούσε για να την καθησυχάσει.

Η Όλιβ, ένα βράδυ γυρίζοντας από το γηροκομείο, είχε διάθεση να δει παλιές φωτογραφίες. Έβλεπε τη μάνα της στρουμπουλή και χαμογελαστή, παρ’ όλα αυτά δυσοίωνη. Ο πατέρας της ψηλός, στωικός, με μια σιωπή που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή, καταθλιπτικός, όπου στο τέλος αυτοπυρπολήθηκε. Όταν είδε τις φωτογραφίες του Χένρυ, αμέσως σκέφτηκε πόση ατέλειωτη καλοσύνη είχε απέναντι στους συγχωριανούς του, και της ήρθαν στο μυαλό της στιγμές που κυκλοφορούσαν αρκετές φορές πιασμένοι χέρι χέρι, αλλά της ήρθε και η στιγμή που την αγκάλιασε όταν ήταν πολύ στεναχωρημένη κι εκείνη έμεινε ακίνητη χωρίς να ανταποδίδει την αγκαλιά. Τώρα όμως τελειώνει κι αυτουνού η ζωή όντας τυφλός, μουγκός  και σε αναπηρικό καροτσάκι. Όταν είδε τη φωτογραφία του γιου της, που ήταν μικρός όλο φως και λάμψη, σκέφτηκε αμέσως, πως είχε παντρευτεί μια γυναίκα τέρας, που τον παράτησε. Ζει τώρα στην άλλη άκρη της χώρας και ραγίζει την καρδιά της μητέρας του.

Κάποια μέρα ο Κρίστοφερ τηλεφώνησε στην μητέρα του από τη Νέα Υόρκη και της είπε πως παντρεύτηκε μια πολύ καλή κοπέλα που είχε δυο παιδιά από διαφορετικούς άντρες και ότι ήταν έγκυος στο δικό του παιδί. Μάλιστα την παρακαλούσε να πάει να κάτσει δυο εβδομάδες για να τους βοηθήσει λίγο επειδή η Άνν είχε αναγούλες. Πράγματι η Όλιβ πήγε και διαπίστωσε πως δεν είχε αναγούλες η Άνν, αλλά ο γιος της δεν είχε το θάρρος να της πει πως την ήθελε, ή την είχε επιθυμήσει γι’ αυτό την προσκαλεί να πάει. Το σπίτι της φαινόταν ξένο παρόλο που η Άνν την καλοδέχτηκε και την έλεγε μαμά. Η Άνν της είπε πως γνωρίστηκαν σε μια ομάδα διαζευγμένων, που ήταν ομάδα ψυχοθεραπείας, για να καταλάβουν τις ευθύνες τους και ν’ αποδεχτούν πως πρέπει να λογοδοτούν. Η Όλιβ όμως της είπε ότι ξέρει πως την ψυχοθεραπεία την κάνουν  για να ρίξουν το φταίξιμο στη μητέρα.

Ένα απόγευμα που πήγαν για παγωτό η Όλιβ κατά λάθος λερώθηκε με την καραμέλα που είχε το παγωτό. Κανένας δεν της είπε τίποτα. Εκείνη το διαπίστωσε στο σπίτι όταν ήταν έτοιμη να γδυθεί, στο δωμάτιό της στο υπόγειο.  Αμέσως παρεξήγησε τα παιδιά που δεν της το είπαν γιατί σκέφτηκε ότι αυτοί από μέσα τους θα γελούν που η Όλιβ γερνάει και λερώνεται. Μάλιστα αμέσως η Όλιβ θυμήθηκε εκείνη την ώρα τη θεία της, που είχε γεράσει και την κορόιδευε επειδή λερωνόταν. Ανέβηκε βιαστικά επάνω και τους ανακοίνωσε πως θέλει να φύγει. Ο γιος της ζήτησε να μάθει το λόγο και όταν αυτή δεν έλεγε τίποτα, εκείνος της απάντησε πως δεν πρόκειται να νιώσει εκείνος υπεύθυνος για την απόφασή της κι όταν κάτι συμβαίνει καλό είναι να το συζητάνε. Ο Κρίστοφερ αναγκάστηκε να της πει πως συμπεριφέρεται παρανοϊκά κι εκείνη απάντησε ότι δεν έχει λόγο να παραμείνει εκεί και να τη λένε σχιζοφρενή. Η Όλιβ ήταν αμετανόητη οπότε ο Κρίστοφερ τηλεφώνησε να έρθει ένα ταξί να την πάει στο αεροδρόμιο και όταν ήρθε το ταξί ή Όλιβ άρχισε να κλαψουρίζει και να λέει πως την πετάνε έξω, έτσι απλά.

Εντωμεταξύ ο Χένρυ πέθανε στο γηροκομείο πριν γεννηθεί το εγγονάκι του. Η Όλιβ συνέχιζε να κάνει τους περιπάτους της κι έτσι συνάντησε έναν γνωστό της σωριασμένο σ’ ένα παγκάκι. Ήταν ο Τζακ Κέννισον. Όταν συνήλθε τον βοήθησε η Όλιβ και τον συνόδευσε στον γιατρό, ο οποίος δεν βρήκε κάτι το ανησυχητικό. Ο Τζακ είχε πρόσφατα χάσει τη γυναίκα του και ήταν πολύ στεναχωρημένος. Μετά από λίγες μέρες ξανασυναντήθηκαν κι έκλεισαν ραντεβού να πάνε σ’ ένα εστιατόριο για δείπνο, που πέρασαν υπέροχα δίπλα στη θάλασσα. Η Όλιβ όμως δεν τον είχε πολυσυμπαθήσει, παρ’ όλα αυτά ξανασυναντήθηκαν για φαγητό μεσημεριανό αυτή τη φορά κοντά στο ποτάμι και η Όλιβ δεν το ευχαριστήθηκε και τόσο. Στη συζήτηση επάνω του είπε πως το σπίτι τους το έφτιαξαν μόνοι τους κι ο Τζακ θέλησε να πάει να το δει. Όταν το είδε δεν ενθουσιάστηκε μόνο  με το σπίτι της Όλιβ, αλλά και με τα αντικείμενα που είχε. Όταν ξαναβγήκαν  μαζί για βόλτα ο Τζακ τη φίλησε στο μάγουλο και την επόμενη φορά που πήγαν σε μια συναυλία τη φίλησε απαλά στα χείλη. Η Όλιβ τώρα είναι ξετρελαμένη μαζί του, στα εβδομήντα τέσσερά της έμενε ξάγρυπνη και σκεφτόταν τα μπράτσα του να την αγκαλιάζουν, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε να τον κατακρίνει πως είναι αδύναμος, γιατί φοβάται να μείνει μόνος και ότι μάλλον θα την θέλει για να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού.

 

 

Πέρασαν μέρες χωρίς να της τηλεφωνήσει, οπότε σκέφτηκε μήπως βρήκε άλλη. Τελικά όμως τηλεφωνήθηκαν κι έκλεισαν ραντεβού να συναντηθούν στο ποτάμι. Εκεί ο Τζακ της είπε πως η κόρη του είχε επιλέξει να συζήσει με μία γυναίκα αντί για άντρα κι αυτό, αυτός δεν μπορούσε να το δεχτεί, γι’ αυτό είχε να της μιλήσει δύο χρόνια. Εκείνη όμως του είπε ότι αν ήταν παιδί της θα την αγαπούσε ανεξάρτητα αν ήταν ομοφυλόφιλη. Από τις κουβέντες που έκαναν είδε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του  και διαπίστωσε ότι είναι πολύ φοβερό να μην μπορεί κάποιος να μιλήσει και να συνεννοηθεί με κάποιον άλλον. Όταν τηλεφωνήθηκε με το γιο της και του ανέφερε το γεγονός, εκείνος της είπε ότι γι’ αυτό φταίει αυτή.  Εκείνη όμως δεν το παραδεχόταν.

Πέρασαν δυο εβδομάδες και κανείς δεν της είχε τηλεφωνήσει, οπότε εκείνη χρησιμοποίησε τον υπολογιστή κι έστειλε ένα μήνυμα στον Τζακ ρωτώντας τον αν η κόρη του τον μισεί κι εκείνος απάντησε «ναι». Τότε εκείνη του ξανάγραψε ότι είναι σίγουρη ότι τη μισεί ο γιος της. Εκείνος απάντησε ότι ξέρει πως τη μισεί η κόρη του, αλλά το φταίξιμο είναι δικό του κι εκείνη απαντά πως η ίδια δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φταίει αυτή που τη μισεί ο γιος της. Τότε θυμήθηκε πως ο Χένρυ κάποια στιγμή της είπε πως δεν ζητάει ποτέ συγγνώμη και ίσως να φταίει αυτό, οπότε μάλλον έχει δίκιο ο γιος.

Μετά από λίγες ημέρες βρήκε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, που την καλούσε ο Τζακ να πάει σπίτι του. Όταν πήγε τον βρήκε στο κρεβάτι κι εκείνος την κάλεσε να πάει να καθίσει δίπλα του. Η Όλιβ ευχαρίστως πήγε, γιατί το δικό της γέρικο σώμα ένιωσε τον πόθο του δικού του. Άρχισε να σκέφτεται πηγαίνοντας δίπλα του, πως οι νέοι δεν μπορούν να φανταστούν πως κι αυτά τα γέρικα κορμιά έχουν ανάγκη για μια αγκαλιά. Τώρα η Όλιβ σκέφτεται και μετανιώνει πικρά, γιατί τότε που είχε δίπλα της τον Χένρυ και η πιατέλα ήταν γεμάτη από τα καλούδια του, τότε τα έβρισκε φορτικά και τα ξεφορτωνόταν σαν ψίχουλα, γιατί δεν καταλάβαινε πως ο καιρός γρήγορα περνά χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι. Μετάνιωνε επίσης γιατί τον Χένρυ, χρόνια ολόκληρα δεν τον έβλεπε ερωτικά. Τι σημασία έχει πως αυτός ο άντρας δεν είναι ο άντρας που θα ήθελε να είχε διαλέξει. Τώρα είναι αυτός εδώ και θα πρέπει μαζί να εκμεταλλευτούν την κάθε στιγμή πριν τους την στερήσει η ζωή. Ένιωθε τον εαυτό της να κατακλύζεται ολόκληρος από κύματα ευγνωμοσύνης αλλά και μεταμέλειας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top