Fractal

«Πού πάει το παρελθόν όταν αλλάζει;»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Juan Gabriel Vasquez «Οι υπολήψεις», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, σελ. 192

 

Πόσο βαθιά στο υποσυνείδητο κρύβονται τα γεγονότα που πρόσβαλαν, ντρόπιασαν κι ωστόσο συνεχίζουν να είναι αδιαμφισβήτητα, παρά το φυσιολογικό ξέβαμμα από τον χρόνο ή την επισυσσώρευση άλλων λιγότερο επώδυνων, που ωστόσο αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας;

Ο Βάσκες μας προσφέρει ένα βιβλίο για κάποιες όχι και τόσο τυχαίες συναντήσεις που μπορεί να διαφοροποιήσουν τις μνήμες μας, ακόμη και όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας.

Το πραγματικό κόστος των πράξεών μας, μετά κάποιον επαναπροσδιορισμό, η αλλοίωση της μνήμης από τον χρόνο, η αποθεραπευτική διάθεση του ανθρώπου, η αντιμετώπιση του τραύματος – ξεχωριστή σε κάθε άνθρωπο- είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο του Βάσκες με αφορμή την ιστορία ενός ηλικιωμένου πολιτικού γελοιογράφου, του Χαβιέρ Μαγιαρίνο, ενός ζωντανού μύθου, με μεγάλη επιρροή στη χώρα – Κολομβία, ενός ανθρώπου που με μία μόνο γελοιογραφία μπορούσε να προκαλέσει την απόσυρση ενός νόμου, την ανατροπή μιας δικαστικής απόφασης ή την έκπτωση ενός δημάρχου, ακόμη και να κλονίσει σοβαρά τα θεμέλια ενός υπουργείου. Τι ακριβώς συμβαίνει όταν ο ήρωας του Βάσκες  ρίχνει το βλέμμα του πίσω στο παρελθόν, με νέα μορφή αντίληψης, μνήμης και αλήθειας; Όλα θ’ αλλάξουν γι αυτόν μετά κάποια συνάντηση με μία νέα γυναίκα και μαζί θα ανακαλέσουν οδυνηρές αναμνήσεις που θα τον αναγκάσουν σε μία επανεκτίμηση όλης της ζωής του, μαζί και της θέσης του μέσα στην κοινωνία.

 

«Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε.»

 

Ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ο πολιτικός γελοιογράφος με τη μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα –ένας ζωντανός μύθος– όπως και ο προκάτοχός του, Ρικάρντο Ρεντόν. Ο Ρεντόν, έπειτα από μία διαπρεπή σταδιοδρομία, αυτοκτόνησε το 1931 αφήνοντας πίσω του ένα αινιγματικό σκίτσο.

Βρισκόμαστε στο 2010, στο κέντρο της Μπογκοτά, όπου ο Μαγιαρίνο σκοπεύει να πάει πεζός στην περίφημη λυρική σκηνή Teatro Colón για τη μεγαλειώδη βράβευσή του από την κυβέρνηση. Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες λαμπρής καριέρας, έχει όλη τη χώρα στα πόδια του. Η επίδραση των σκίτσων του, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε τέτοια, ώστε μπορούσε να προκαλεί φοβερές ανατροπές σε κάθε επίπεδο της πολιτικής ζωής της χώρας. Καθώς ένας λούστρος περιποιείται τα παπούτσια του, ο Μαγιαρίνο είχε την αίσθηση ότι ο Ρεντόν πέρασε από μπροστά του.

   

«Ίσως ήταν μία από αυτές τις πλαστές αναμνήσεις που έχουμε όλοι. Τι παράξενο πράγμα που είναι η μνήμη: μας επιτρέπει να θυμόμαστε κάτι που δεν έχουμε ζήσει».

  Ο Μαγιαρίνο κατά την πορεία του προς τη λυρική σκηνή συναντά την τέως σύζυγό του Μαγδαλένα (που έχει τον ίδιο προορισμό) με τα τοξωτά φρύδια, το ειρωνικό της χαμόγελο και την υπέροχη φωνή –ικανή για κάθε είδους μαγεία– χαρακτηριστικά πολύ γνώριμα στον ίδιο από τη συμβίωσή τους.

  

     «Α, μα αυτή ήταν η Μαγδαλένα: μία έξοχη αναγνώστρια της πραγματικότητας, ιδίως αυτής της περιχαρακωμένης και φτωχής πραγματικότητας, αυτής της μελαγχολικής και έμφοβης πραγματικότητας, που ήταν ο Μαγιαρίνο».

Ο Βάσκες δημιουργεί έναν πολύ ενδιαφέροντα γυναικείο χαρακτήρα, τον οποίο ψυχογραφεί σε βάθος και αφήνει να δρα με συνέπεια – τουλάχιστον στις μεγάλες αποφάσεις ζωής. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους δευτερεύοντες ήρωές του. Διεισδύει στο βάθος της συνείδησής τους, της μνήμης, της αναγκαίας ή τυχαίας λήθης. Στη διάρκεια της αφήγησης του μύθου, ο Βάσκες κάνει εμμονικώς αναφορές στη μνήμη, στις στρατηγικές και τα τερτίπια της. Στην πλάνη της μνήμης οφείλονται πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις, που ενδέχεται να φέρνουν απρόβλεπτες ανατροπές. Αυτό που υπήρξε βεβαιότητα παύει ενδεχομένως να υπάρχει με την πάροδο του χρόνου, όπως συμβαίνει και με ένα τυχαίο ή προσχεδιασμένο γεγονός. Όλα χάνουν τη δύναμη που είχαν όταν συνέβαιναν, η αλήθεια αμφισβητείται, η εικόνα αυτού που έχει ιδωθεί αλλοιώνεται, χάνει τη θέση της μέσα στον χρόνο και στον χώρο, όλα, μνήμες και πλάνες αποκτούν μια άλλη διάσταση.

«Όμως, πού πάει το παρελθόν όταν αλλάζει;» Πόσο βαθιά κρύβονται στο υποσυνείδητο τα γεγονότα που πρόσβαλαν, ντρόπιασαν κι ωστόσο συνεχίζουν να είναι αδιαμφισβήτητα, παρά το φυσιολογικό ξέβαμμα από τον χρόνο ή την επισυσσώρευση άλλων λιγότερο επώδυνων, που ωστόσο αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας; Το κείμενο βρίθει στοχασμών και υπαρξιακών αναζητήσεων.

 

    «Η ζωή είναι η καλύτερη γελοιογράφος. Η ζωή φτιάχνει την ίδια μας τη γελοιογραφία… Καταλαβαίνετε ασφαλώς πως δεν μιλάω μόνο για τα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά για τα μυστηριώδη χνάρια που αφήνει η ζωή στα χαρακτηριστικά μας, το ηθικό τοπίο, ναι, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το ονομάσω, το ηθικό τοπίο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μας καθώς η ζωή περνάει, καθώς προχωράμε κάνοντας λάθη ή το σωστό, καθώς πληγώνουμε τους άλλους ή πασχίζουμε να μην το κάνουμε, καθώς λέμε ψέματα ή εξαπατούμε ή επιμένουμε, κάποτε με θυσίες μεγάλες, στο πάντα επίμοχθο έργο τού να λέμε την αλήθεια.

Στην πλάνη της μνήμης οφείλονται πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις, που ενδέχεται να φέρνουν απρόβλεπτες ανατροπές.»

Κατά τη βράβευση, ο Μαγιαρίνο αποθεώνεται. Ο ίδιος αισθάνεται υπερήφανος για τον εαυτό του, καθώς δηλώνει:

  «Φυσικά, υπάρχουν και πολιτικοί που δε διαθέτουν τέτοια χαρακτηριστικά, που είναι σαν να μην είχαν πρόσωπο. Αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι, γιατί πρέπει να επινοηθούν, οπότε τους κάνω την εξής χάρη: δεν έχουν προσωπικότητα κι εγώ τους δίνω μία. Θα ’πρεπε να μου είναι ευγνώμονες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν είναι σχεδόν ποτέ. […] Οι σπουδαίοι γελοιογράφοι δεν περιμένουν χειροκρότημα από κανέναν, κι ούτε σκιτσάρουν για να κερδίσουν, σκιτσάρουν για να ενοχλήσουν, για να φέρουν».

Πόση βεβαιότητα είχε εκφραστεί με την τελευταία φράση!

Ο Βάσκες αναφέρεται στα αρχικά όνειρα του ήρωά του, στην εκτροπή σε άλλη κατεύθυνση, αυτή που τον έκανε πετυχημένο, με παράπλευρες απώλειες εξαιτίας της, γιατί:

    «Δεν υπάρχει γελοιογραφία χωρίς κεντρί, όπως δεν υπάρχει χωρίς μέλι. Δεν υπάρχει γελοιογραφία αν δεν υπάρχει υπονόμευση, γιατί κάθε αξιομνημόνευτη εικόνα ενός πολιτικού είναι εκ φύσεως υπονομευτική: αφαιρεί την ισορροπία απ’ τον επίσημο και αποκαλύπτει τον απατεώνα. Αλλά ούτε νοείται γελοιογραφία που να μη φέρνει χαμόγελο, έστω και πικρό, στο πρόσωπο του αναγνώστη.»

Η συνέχεια της ανάδρομης αφήγησης αφορά τον γάμο με τη Μαγδαλένα, τη γέννηση της κόρης τους Μπεατρίς, την πορεία του γάμου, τη μετοίκηση στο σπίτι του βουνού.

    «…είχε συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο μέσα από οθόνες και σελίδες, ν’ αφήνει τη ζωή να ’ρχεται σ’ αυτόν αντί να την κυνηγάει ως τις κρυψώνες της, σαν να ’χε συνειδητοποιήσει ότι τα επιτεύγματά του του το επέτρεπαν κι ότι τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η ζωή ήταν αυτή που έπρεπε να τον ψάχνει.»

        Ο σχολιασμός της πολιτικής κατάστασης στη χώρα του, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Οι πληροφοριοδότες κλπ)  και η συνάφεια των ηρώων με τους κρατούντες είναι, μαζί με τα προγραφόμενα, ένα ακόμη ζήτημα στο βιβλίο του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «ΟΙ ΥΠΟΛΗΨΕΙΣ».

      «O Βαλένσια είχε δίκιο: τον άνθρωπο τον είχε καταπιεί η λήθη. Διόλου περίεργο σ’ αυτή την αμνησιακή χώρα, την ψυχωτική με το παρόν, σ’ αυτή τη ναρκισσιστική χώρα όπου ούτε οι νεκροί μπορούν να θάψουν τους νεκρούς τους. Η λήθη ήταν το μοναδικό δημοκρατικό πράγμα στην Κολομβία· τους κάλυπτε όλους, καλούς και κακούς, δολοφόνους και ήρωες, όπως το χιόνι στο διήγημα του Τζόις που πέφτει πάνω σ’ όλους αδιακρίτως».

      Η εξέλιξη της πορείας προκύπτει από μία όχι τόσο τυχαία συνάντηση του διάσημου σκιτσογράφου με την παιδική φίλη της κόρης του, Σαμάντα Λεάλ. Ο Μαγιαρίνο είναι η πολιτική συνείδηση της χώρας, όπως κάποτε ο Ρεντόν. Ένα σκίτσο του υπήρξε μοιραίο για εκείνον που αφορούσε. Ποια όμως ήταν η εκ των υστέρων επίδραση στον ίδιο τον σκιτσογράφο, αυτή την αυταρχική προσωπικότητα που επινόησε ο Βάσκες για να υποδηλώσει τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο φθείρεται η δημόσια εικόνα προσώπων και γεγονότων;

    «Δικαιοσύνη κι αδικία δεν είχαν σημασία. Ένα μόνο πράγμα άρεσε στο κοινό περισσότερο από την ταπείνωση, κι αυτό ήταν η ταπείνωση του ταπεινωτή.»

    Χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, με εξαιρετικούς σχολιασμούς, ο Βάσκες ιχνογραφεί τις σχέσεις, τους κάθε είδους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, καθώς και τη φθορά του έρωτα.

   «…φθαρμένοι κι αυτοί από τις διάφορες στρατηγικές που διαθέτει η ζωή για να φθείρει τους ερωτευμένους, απ’ τα υπερβολικά ταξίδια ή την υπερβολική παρουσία, απ’ το συσσωρευμένο βάρος των ψεμάτων ή των ανοησιών ή των προσβολών ή των λαθών, των πραγμάτων που λέγονται σε λάθος στιγμή και με άμετρα ή ακατάλληλα λόγια ή αυτά που, μη βρίσκοντας ίσως κατάλληλα ή μετρημένα λόγια, δεν ειπώθηκαν ποτέ, ή επίσης φθαρμένοι από μια κακή μνήμη, ναι, απ’ την ανικανότητα να θυμηθούν το ουσιώδες και να ζήσουν μέσα σ’ αυτό…»

Το ζήτημα της σπίλωσης της προσωπικότητας και της υπόληψης κάποιου, μαζί με τα ολέθρια αποτελέσματα για τον παθόντα- πάντοτε επίκαιρο- έχει ανακινηθεί πρόσφατα στον χώρο της λογοτεχνίας, με αφορμή την επανέκδοση της περίφημης νουβέλας του Χάινριχ Μπελ «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλούμ» ( Μεταίχμιο 2019  – μετάφραση Δ. Δημοκίδη). Η ζωή της ηρωίδας καταστράφηκε κάτω από συνθήκες γνήσιου μίσους εκ μέρους των θυτών. Εδώ, στη νουβέλα του Βάσκες, οι υπολήψεις θίγονται κάτω από συνθήκες μη εξακριβωμένης βεβαιότητας, χωρίς το κίνητρο του μίσους, χάρη στην εκτέλεση κακώς εννοουμένου “ επαγγελματικού καθήκοντος”, εξαιτίας μιας υπεροπτικής προσωπικότητας που δημιούργησε η πολυετής γενική αποδοχή – η φήμη, που συχνά συνοδεύει τους πνευματικούς ανθρώπους στην ωριμότητά τους και αλλοτριώνει τους χαρακτήρες τους.

«Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει μόνο προς τα πίσω».

  Η γραφή του Βάσκες επίμονα διεισδυτική, άλλοτε θυμίζει Χαβιέρ Μαρίας  και άλλοτε Μπάνβιλ, ωστόσο έχει την ολοδική του σφραγίδα, και τις δικές του εμμονές με το παρελθόν ως μία ρευστή ύλη που λειτουργεί ως επαναπροσδιοριστικό στοιχείο τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η επιρροή του παρελθόντος στους χαρακτήρες του είναι αναπότρεπτη και ο ίδιος τούς αντιμετωπίζει ως όντα προς μία εκ νέου διερεύνηση.

Προστιθέμενη αξία στο βιβλίο δίνει η εξαιρετική, όπως πάντα άλλωστε, μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη

                                                                                

Juan Gabriel Vasquez

 

 

Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973, και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει πέντε  μυθιστορήματα δύο συλλογές διηγημάτων, καθώς και δύο συλλογές φιλολογικών δοκιμίων. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος τα μυθιστορηματά του: Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν- 2014, Οι πληροφοριοδότες – 2015, Η μορφή των λειψάνων – 2018, και Οι Υπολήψεις 2019.

Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, σημαντικότερα των οποίων είναι το Premio Alfaguara (2011), το English Pen Award (2012), το Prix Roger Caillois (2012), το Premio Von Rezzori (2013), το IMPAC Dublin literary Award -2014, και Premio Real Academia Espagnola -2014.

Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί σε 28 γλώσσες και σε περισσότερες από 40 χώρες.

Το 2016 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τη Γαλλική Δημοκρατία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top