Fractal

Νοσταλγία αθεράπευτη

Γράφει ο Νίκος Σαλτερής //

 

Βαγγέλης Αλεξόπουλος «Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη», Οδός Πανός 2022.

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Στην παρούσα ποιητική συλλογή ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος, πιο καθαρά από κάθε προηγούμενο έργο του, μας αποκαλύπτει, μέσα από την τεχνική των συμβολισμών και του υπαινιγμού που χρησιμοποιεί κάθε είδος Τέχνης, ορθότερα μας παραδίδει το σύνολο του Κόσμου και της βιοθεωρίας του αλλά ακόμα και τα ίδια τα «εργαλεία» της ποιητικής του δημιουργίας.

Με αυτή την έννοια, οι Ψιθυρισμοί…. δεν αποτελούν απλά το ωριμότερο έργο του αλλά και το έργο – κλειδί για την ολοκληρωμένη κατανόηση των προηγούμενων και όσων ενδεχομένως ακολουθήσουν. Γιατί είναι φανερό ότι ο ποιητής, μετά από δεκαετίες σιωπής που όμως λειτούργησαν ως εργαστήρι ατσαλώματος της ποιητικής του φωνής, από το 2015 που δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Αγέμαχες λέξεις» ως και σήμερα διάγει έντονα δημιουργική περίοδο.

Επιπλέον, η παρούσα ποιητική συλλογή πρέπει να διαβαστεί ως ένα ενιαίο και συμπαγές σώμα. Καθ’ υπερβολή, ίσως, ως Ένα ποίημα. Γιατί οι ποιητικές συλλογές του Βαγγέλη Αλεξόπουλου, σε αντίθεση με πολλές άλλες, όπου ο αναγνώστης διαπιστώνει με πρώτη ματιά, ότι αναζητήθηκε εκ των υστέρων κάποια χρυσή κλωστή ή ακόμα ακόμα κι ένα ποίημα που δάνεισε τον τίτλο σε μια ποτ πουρί πολλές φορές «άσχετων» μεταξύ του ποιημάτων, το παρόν αλλά και τα προηγούμενα έργα του Αλεξόπουλου, αποτελούν ένα ενιαίο και συμπαγές ποιητικό σώμα, που αποκαλύπτει πλήρως μόνο αν προσεγγιστεί ως όλον. Η συγκεκριμένη διαπίστωση, όμως, δεν αναιρεί στο παραμικρό το αυτόνομο της λειτουργίας των επιμέρους ποιημάτων της. Ορθότερα, ακόμα και επιμέρους στίχων που μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσής της, είναι βέβαια ότι θα στοιχειώσουν πολλούς αναγνώστες.

 

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ:

 

Προοίμιο

Εδώ ο Ποιητής μας παρουσιάζει τις δυνάμεις που τον κινούν στην πράξη της ποιητικής δημιουργίας:

Το κορίτσι, η ιδανική Γυναίκα, που καίγεται μέσα σ’ ένα ποτήρι. Ως άλλη καιόμενη βάτος δείχνει το δρόμο της Ποίησης.

Οι πεθαμένοι (ισχυρά παρόντες από την πρώτη του ποιητική συλλογή) που του κρατούν το χέρι, του υπαγορεύουν τους στίχους του, που μιλούν – ψιθυρίζουν μέσα από την Ποίηση στους ζωντανούς τη θέλησή τους.

Η πέτρα, το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της Κυκλαδίτικης φύσης. Αυτή, ιδιαίτερα, εν τη απουσία του ήλιου, μέσα στη μαγεία του Σκοτεινού της νύχτας, αντανακλά τη θερμότητα του ήλιου και την θαλπωρή της νιώθει ο Ποιητής δημιουργός. Η θαλπωρή της πέτρας είναι το Κάλεσμα  του Φωτός της Δημιουργίας, που φτάνει μέχρι μέσα στα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης, Αυτό το νιώθει ο Ποιητής, κάθε Δημιουργός σ’ αντίθετη με τους λοιπούς ανθρώπους. Δεν είναι, βέβαια, κάτι που επιδιώκει να νιώσει, απλά αυτό του συμβαίνει και είναι βασανιστικό.

 

Εισαγωγή

Εδώ λέξεις κλειδιά – σύμβολα που είναι παρόντα στο έργο του Αλεξόπουλου από την πρώτη του ποιητική συλλογή (Αγέμαχες λέξεις, Άγκυρα 2015) εμφανίζονται και πάλι με συνέπεια και στο παρόν έργο. Με τη διαφορά ότι στην παρούσα συλλογή ο ποιητής αφήνει πίσω του, καθώς προχωρά στο σκοτεινό δάσος της ποίησης, όλα τα σημάδια που θα μας αποκαλύψουν πλέον το βαθύτερο νόημά τους.

Έτσι, ο Διάβολος, που στο έργο του ήταν πάντα παρόν εξ αρχής, αλλά στις προηγούμενες συλλογές δεν αποκάλυπτε πλήρως το πρόσωπό του, στο «Σκακιστικό ποίημα» αποκαλύπτεται πλήρως. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ανάλογο του σωκρατικού δαιμονίου. Μόνο που στην Ποίηση, σε αντίθεση με τον αμιγή φιλοσοφικό λόγο, το ποιητικό δαιμόνιο δεν ωθεί τον Ποιητή σ’ κάποιο είδος ουδέτερου συναισθηματικά φιλοσοφείν, μια πράξη στοχασμού με ελάχιστες επιπτώσεις στην ατομική ύπαρξη, αλλά – ως ένα πυρίκαυστο πλάσμα που ανέρχεται από τα βάθη της Κόλασης του ανθρώπινου ψυχισμού (μπορούμε να δούμε το Διάβολο του Αλεξόπουλο και ως την προσωποποίηση του Ασυνειδήτου) – «εισχωρεί» στα σωθικά του Ποιητή, ενάντια στη θέλησή του, καίγοντας και τον ίδιο:

Έξω από το παράθυρο

Βλέπω αστραφτερά μάτια

Ο διάβολος κοιτάζει

κλείνω το παράθυρο

σφραγίζω την πόρτα

 

ενώ κάθε πράξη απάρνησης του δαιμονίου της Ποίησης αποδεικνύονται ανώφελη:

 

Τον κλειδώνω μέσα

 

Όπλα του δαιμονίου, η έλξη προς το αλκοόλ (Κεμάλ Ατατούρκ πέθανε από κύρωση του ήπατος) και, βέβαια, αυτή του θανάτου (θέλω να δω τον Ιησού απεγνωσμένα), όπως μας την αποκάλυψε ήδη ο Φρόιντ.

Έτσι, το δαιμόνιο, το αλκοόλ κι ο θάνατος τοποθετούνται στην σκακιέρα της ανθρώπινης ύπαρξης – στο δράμα της ανθρώπινης κατάστασης – και το «παιχνίδι» της ποίησης αρχίζει.

 

Μένει στο δύο κύρια μέρη της συλλογής που ακολουθούν, στο κατ’ εξοχήν της σώμα της, να παρακολουθήσουμε πού επικεντρώνει αυτή τη φορά ο ποιητής τη μάχη με την ποίηση, Αυτή που δίνει με συνέπεια και εξ αρχής με «αγχέμαχες λέξεις», δηλαδή σώμα με σώμα, εκ του συστάδην με την πράξη της Γραφής.

 

Πρώτο μέρος: Οι ψιθυρισμοί του Θεού

 

Με βάση την εισαγωγική μας παρατήρηση, για να κατανοήσουμε τον τίτλο του πρώτου μέρους οφείλουμε να τον διαβάσουμε σε σχέση μ’ αυτόν του δεύτερου: «Οι ψιθυρισμοί του ανθρώπου».

Εδώ ο ποιητής εφιστά ξεκάθαρα και εξ αρχής την προσοχή μας: ό,τι ειπωθεί εν συνεχεία θα ακουστεί ως ένας ψίθυρος. Η φωνή της δικής του ποίησης δεν έχει την ένταση ενός παιάνα, αλλά μιας ελεγείας στη λύπη του πένθους, που μόνο ως ψίθυρος μπορεί να ακουστεί, ως ψίθυρος που μόνο η Ποίηση διαμεσολαβεί στους ανθρώπους. Γιατί το πένθος όχι μόνο ταιριάζει στην Ποίηση, αλλά αποτελεί και την πεμπτουσία τόσο όσων μας ψιθυρίζει ο Θεός, ως έναν ήχο που μετ’ βίας γίνεται αντιληπτός, αλλά κι όσων αναβλύζουν από την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση και την στοιχειώνουν, ως πολλαπλών ειδών απώλειες, όπως στο τέλος θα μας αποκαλύψει.

Οι ψίθυροι του Θεού, λοιπόν, σ΄ αυτό το πλαίσιο δεν αποτελούν παρά το Υπερκείμενο του Ανθρώπινου δράματος. Την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, αυτή που ξεπερνά το Ατομικό. Το Ατομικό, το δράμα του κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου θα έρθει, έρχεται, δεύτερο. Κι όχι αξιολογικά, αλλά ως συνέπεια του πρώτου, του Θείου.

 

Στα δυο μέρη, λοιπόν, της συλλογής ο ποιητής θα διαπραγματευθεί, θα παλέψει εκ του σύνεγγυς με τις δυο διαστάσεις του ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟΥ. Προσοχή, όχι όπως αυτό έχει συλληφθεί στη ανατολίτικη εκδοχή του ως ανθρώπινη μοίρα. Σε καμιά περίπτωση το Αναπόδραστο του Βαγγέλη Αλεξόπουλου δεν μπορεί και δεν πρέπει να το συγχέουμε με το ανατολίτικο κισμέτ για έναν από λόγο. Στον Αλεξόπουλο το Αναπόδραστο, οι ψιθυρισμοί  του πένθους, αφορούν το Άτομο, όπως αυτό προέκυψε ως ελεύθερο και ως εκ τούτου τραγικό ον στην νεωτερικότητα, ως πολίτης των σύγχρονων πόλεων. Εξ ου και οι ψιθυρισμοί του πένθους ακούγονται πάνω από την Πόλη. Δηλαδή τον τόπο, όπου ο Άνθρωπος, απαλλαγμένος από λογιών λογιών ψευδαισθήσεις, διαμέσου των οποίων παρέδιδε το δράμα της Ύπαρξής του σε Άλλους – ήγουν στον Θεό και στις Ιδεολογίες-, έγινε ο «ριγμένος στον Κόσμο» σύγχρονος Άνθρωπος. Όπως εύστοχα μας τον περιέγραψαν οι υπαρξιστές και αιώνες πριν η αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Άνθρωπος με τα πάθη του που έχοντας πλέον την ευθύνη και αυτοσυνείδησή του δράματός του, αυτό – ανακηρύσσεται και λαμβάνει αναγκαστικά τη θέση του Θεού, ο οποίος εισαγωγικά στο μέρος αυτό μας δηλώνει:

 

Αγαπώ του ανθρώπους και τα πάθη τους,

έτσι τους θέλω γυμνούς στο παράδεισο

 

Μόνο «γυμνοί», λοιπόν, δηλαδή πλήρως παραδομένοι στο βλέμμα του Άλλου, μπορούμε να εισέλθουμε στον μοναδικό παράδεισο, αυτόν που δεν γράφεται με κεφαλαίο «Π», αφού δεν  είναι άλλος από αυτόν της αποδοχής των παθών μας και αποκλειστικά Επίγειος.

 

Εδώ στα επιμέρους ποιήματα απογράφονται όσα συνθέτουν το Υπερκείμενο Αναπόδραστο. Σταχυολογώ τα πλέον οικεία σε μένα:

 

ο χαμένος χρόνος

Ψάχνω τα χρόνια μου

                                                                 αλλά δεν τα βρίσκω

 

η ερωτική συνεύρεση, ως προσωρινή, ατελής θεραπεία του Ανθρώπινου δράματος

 

Έτσι συμβαίνει και με τα ανθρώπινα σώματα

όταν συνευρίσκονται ερωτικά

και επειδή η θερμότητα ρέει πάντα

από το θερμότερο στο ψυχρότερο

το σώμα που το καίει ο πυρετός ανακουφίζεται

 

η πλέον καθαρή μορφή της μοναξιάς

 

Η μοναξιά: (η ερωμένη του καλλιτέχνη)

 

Η ποιητική πράξη ή πράξη της Δημιουργίας, ως μορφή αυτοκαταστροφής σε δημόσια θέα

 

Στέκεται στη μέση της πλατείας

Πυροδοτεί τον δυναμίτη και γίνεται σκόνη

Η μαύρη χήρα

Η ποιήτρια

 

Το ημιτελές των καλών πράξεων

 

Στον πεζόδρομο της οδού Ερνέστου Εμπράρ στην Αθήνα,

τέσσερα γατάκια νεογέννητα, διαφημίζουν

το κάθε ένα τις ιδιαίτερες ικανότητές του

Από τα τέσσερα θα ζήσει το ένα

Εμείς οικογενειακώς, συγκινημένοι

…..

επιλέγουμε αυτό που θα ζήσει

Ύστερα επιστρέφουμε στο σπίτι

συγκλονισμένοι από την καλή μας πράξη

 

Η Δημιουργία ως επιβεβλημένη υπέρτατη αμαρτία

 

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα

 

Θρηνώ για τους στίχους που δε γράφτηκαν.

……

Οι στίχοι να ξέρετε έχουν το φευγιό μέσα τους.

Έτσι ανέστιοι και πένητες γυρίζουν στους δρόμους.

Τους βλέπουν οι περαστικοί και καταριούνται

τους γεννήτορές τους, ότι δεν ήταν καλοί γονείς.

Ότι δεν στάθηκαν στο ύψος των στίχων τους.

 

Δεύτερο μέρος: Οι ψιθυρισμοί του Ανθρώπου

 

Εδώ ο Αλεξόπουλος εντάσσει ποιήματα που αφορούν το οικείο, το πάσχον εντός του Ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ανθρώπου – ποιητή. Κατά συνέπεια κάθε επιμέρους ποίημα ή εν τω συνόλω τους μπορούν να διαβαστούν ως μια ημιτελή χειρονομία – όπως είναι κάθε ανθρώπινη άλλωστε– με πρωτογενές κίνητρο την «κατάδυση στην ευδαιμονία», στη γλύκα που προκαλεί η ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης:

 

Πάντα ήθελα να βυθιστώ σε ένα βάζο με μέλι

 

Κάτι τέτοιο όμως είναι εξ ορισμού ανέφικτο (ήθελα να…) για τον άνθρωπο που στοιχειώνει  ο δαίμων (διάβολος) της Ποίησης. Οπότε ό,τι απομένει στον πάσχοντα Άνθρωπο/Ποιητή είναι οι στίχοι ως μια χειρονομία αναζήτησης «επαφής», στιγμιαίας έστω, με πρόσωπα και τόπους, εξίσου μοναχικούς μ΄ αυτόν, που εκείνος τουλάχιστον τους βιώνει ως «οικείους». Αν συμβαίνει το ίδιο με τον αναγνώστη του τότε η «συνάντηση» είναι συγκλονιστική.

 

Οι τόποι αφορούν δυο «τοπόσημα», όπου ο δημιουργός τις Εποχές του Χρόνου κι απ’ όπου αρπάζει στην κυριολεξία εικόνες, τις επεξεργάζεται και μας τις προσφέρει ως «δώρο», διαμέσου του ποιητικού του αισθήματος, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη δική του ποιητική γλώσσα και στίγμα.

 

Ο πρώτος αφορά το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Ο δεύτερος το αστικό σπίτι και ιδιαίτερα τον πρόβολο/μπαλκόνι/αυλή του, δηλαδή τα εκτεθειμένα στον Ουρανό και ως τούτο «αιωρούμενα» στο Χώρο μέρη του

 

Όμως οι εποχές αλλάζουν, έτσι

αναγκάστηκε να μεταφέρει το εργαστήριο

στη βορειοδυτική πλευρά

 

Η δυτική πλευρά είναι καλοκαίρι στην εξοχή.

Η βορειοδυτική πλευρά είναι χειμώνας στην πόλη.

 

Κι οι δυο τόποι/χώροι αποκτούν το μέγιστο της ποιητικής τους δυναμικής τη Νύχτα. Κατά συνέπεια σε «τόπο» του ποιητή, ένα χωροχρονικό μετέωρο, αναδεικνύεται και ο Νυχτερινός Ουρανός με τα Μυστήρια Του.

 

Ο άνεμος φέρνει

από τα δυτικά το θρόισμα

των κλαδιών της πικροδάφνης,

…..

Στο τραπέζι ένα μεσήλικο ζευγάρι

καπνίζει τη ζωή του

ο άντρας βήχει

η γυναίκα διαβάζει τ’ άστρα

που κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι της

……

Εμπύρετος περιπολεί την ταράτσα

Επιθεωρεί τη νύχτα

Δίνεις εντολές

Τη διορθώνει

 

Οι τόποι αυτοί αποτελούν τους προνομιακούς χώρους όπου η ατομική μοναξιά εφάπτεται φευγαλέα με  αυτή του πλησίον. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό επιλέγεται να δειχθεί μέσα από τους αγγλόφωνους στίχους ενός τραγουδιού, «ίνα πληρωθή το ρηθέν» υπό των Προφητών…

 

We’ve been alone too long

Let’s be alone together

 

Ομοίως και οι άνθρωποι του Αλεξόπουλου ανήκουν σε δυο επιμέρους ομάδες. Πρώτη και κυρίαρχη αυτή των ομότεχνών του, οι οποίοι εμφανίζονται είτε αμέσως/εμμέσως στους στίχους των ποιημάτων του (π.χ. Σαχτούρης – ο Τρελός άνεμος Αγίρ, Ηλίας Λάγιος, Φραντσέσκα Γκούτμαν, Μαγακόφσκι) είτε ως ποιήματα αφιερωμένα σε μια σειρά νεότερων ποιητών μας.

Η συγκεκριμένη χειρονομία αποτελεί την πλέον ξεκάθαρη υποδήλωση ενός συν + πάθους, μιας «συμπάθειας» αν όχι ταυτότητας ή και Σχολής. Μιας ταυτότητας με ξεκάθαρο «στίγμα»:

 

Ερωτεύομαι την εμμονή εκείνων

Που προσκυνούν και λατρεύουν

Τα άκρα

 

Στη δεύτερη ομάδα εντάσσεται ο ίδιος ο ποιητής (και μέσα από την ηλιακή εξέλιξή του σε διαφορετικούς ασύμπτωτα μεταξύ τους πρόσωπα), καθώς και τα «πρόσωπα» με τα οποία συμπορεύεται κι αυτός όπως όλοι μας, εν την «οικιακή» μοναξιά μας.

 

Ήρθες τη νύχτα που καιγόταν η Πάρνηθα

Εγώ τότε δε μπορούσα ν’ αναπνεύσω

Χρειαζόμουν το φιλί σου για να ζήσω

 

Τα φύλλα του ευκάλυπτου

ή το φουστάνι σου στον αέρα

Το γουργουρητό της Μπέλας

όταν ξαπλώνει στο στήθος σου

 

Ξέθαψε τον πατέρα του

Μάζεψε τα κόκκαλά του

Τα έβαλε σε ένα νίκελ

Παραλληλόγραμμο κουτί

Και το έκρυψε στο πατάρι

Αντιστρέφει τον χρόνο

Γίνεται άντρας, έφηβος, παιδί

Το παιδί δεν καταλαβαίνει

 

Στο παιδί αρέσει να μυρίζει

 

Του διαβάζει παραμύθια

Που στάζουν αίμα

Λέει: «κοίτα πώς έγινε το αίμα κρασί»

 

Το παιδί ονειρεύεται

Φτιάχνει έναν κόσμο

Χωρίς θάνατο

 

Θα ήθελε να είναι παιδί

 

Και το δεύτερο μέρος κλείνει με αριστοτεχνικό τρόπο σε απ’ ευθείας συνομιλία με την πρώτη του στροφή, επιβεβαιώνοντας ότι η ποιητική του Αλεξόπουλου είναι κατ΄ εξοχήν αρχιτεκτονική με το ποίημα  «Γιατί κάποιοι άνθρωποι με διαγνωσμένη ΧΑΠ καπνίζουν»:

 

Δύο φορές χτυπάει το τσιγάρο

από την ανάποδη στο τραπέζι

Το χέρι χώνεται στη τσέπη και

ψαχουλεύει. Τραβάει έξω τον

αναπτήρα. Ανάβει, τραβάει μια

τζούρα και βήχει αλλά δεν το

σβήνει. Η άκρη του τσιγάρου

μια ρόγα και πίνει. Ρουφάει τη

νοσταλγία για τα πριν τη πτώση

Τότε που ήταν ο ίδιος πρωτόπλαστος.

 

Ο άνθρωπος λοιπόν θρηνεί, όχι γιατί η επιθυμία του για έναν «ανάλαφρο» ανθρώπινο βίο είναι ανέφικτη, αλλά γιατί η νοσταλγία για την κατάστασή του πριν την Πτώση στον Κόσμο, δεν θεραπεύεται παρά μόνο με το θάνατό του.

 

 

Επίλογος  – Επίμετρο   

 

Εδώ αφού επιβεβαιώνεται ότι το καθήκον της δημιουργίας αποτελεί «αμάρτημα», ανιχνεύεται η υπερέκταση του, ως απονενοημένη χειρονομία αυτοκτονίας, δηλαδή ως συνειδητή φυγή στην αυτοκατάργηση, αλλιώς τη βύθιση του Έκπτωτου, ριγμένου στον Κόσμο Ανθρώπου, στην απόλυτη ηδονή της ανυπαρξίας, που μεταφράζεται ως επιστροφή στην Πρώτη Αρχή, το Παράδεισο της μήτρας.

 

Οι ζωντανοί θα πρέπει πάντα να συνθέτουν

Και αυτό είναι αμάρτημα

 

Το 1978 βρέθηκα ξαφνικά με έναν παπαγάλο στο μπαλκόνι μου…

Υπέθεσα ότι από κάποιο γειτονικό διαμέρισμα θα το έσκασε. Τον μάζεψα και τον εγκατέστησα σε ένα καινούργιο κλουβί, με όλες τις ανέσεις της εποχής, για ένα πουλί. Ο παπαγάλος αυτοκτόνησε. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες διαφυγής, πέρασε το κεφάλι του μέσα από τα στενά κάγκελα και το τράβηξε απότομα. Δεν ξέρω αν υπέφερε. Δεν ξέρω αν οι παπαγάλοι έχουν ψυχή.

 

Θέλω να κρυφτώ

σε μια μήτρα αρχέγονη

υγρή

ζεστή

σκοτεινή

φιλόξενη

 

Γιατί ο βασικός λόγος του ανθρώπινου πένθους δεν είναι άλλος από την εγκατάλειψή της, όπως ευφυώς μας λέει ο Αλεξόπουλος, στo τελευταίο ποίημα της συλλογής του, που συμβολικά την υπερβαίνει, αφού αν και δομικής σημασίας για αυτήν, τοποθετείται ως οπισθόφυλλο.

 

Πένθος δεν είναι μόνο η απώλεια αγαπημένου προσώπου. Πένθος είναι ο κάθε αποχωρισμός Η επιστροφή από τις διακοπές είναι πένθος……..

Η εγκατάλειψη της μήτρας είναι το μεγαλύτερο πένθος.

 

Μ΄ αυτήν την έννοια, η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα ποιητικό δοκίμιο πάνω στο πένθος. Αν και τι άλλο παρά ένα δοκίμιο πάνω στο πένθος αποτελεί κάθε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας;

 

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

 

 

Βιογραφικό

Ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969, και συνεχίζει να ζει και να εργάζεται. Είναι Διπλωματούχος Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Παραγωγή και Διαχείριση Ενέργειας. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.

Εργογραφία

–         Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής, Οδός Πανός -2020

–         Σκηνές καθημερινότητας του κόμη Αλέξιου Ντε Λα βέγα, Οδός Πανός-2019

–         Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, Οδός Πανός-2018

–         Η πλατεία των ταύρων, Οδός Πανός-2017

–         Αγχέμαχες λέξεις, Αγκυρα-2015

Μεταφράσεις

Ai  Ogawa –Τα αιρετικά παραμύθια, Εκδόσεις Βακχικόν-2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top