Fractal

Πώς το «περιφρονημένο» παρελθόν περνάει μέσα στη σύγχρονη ζωή και την επηρεάζει βαθιά

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

James Joyce: “Οι νεκροί” Επίμετρο: Ηρακλής Δ. Λογοθέτης, Μετάφραση: Κωνσταντίνα Γκίκα, Εκδ. Νίκας, 2022

 

Οι νεκροί του Τζέιμς Τζόις είναι το τελευταίο διήγημα της συλλογής Οι Δουβλινέζοι και θεωρείται κορυφαίο, όπως μας πληροφορεί ο Ηρακλής  Δ. Λογοθέτης που υπογράφει το Επίμετρο. Γράφτηκε ανάμεσα στο1904 -1907 και εκδόθηκε δέκα χρόνια μετά, το 1914. Η υποδοχή ήταν χλιαρή. Κατηγορήθηκε η λεπτοδουλειά στη σύνθεση ως «κυνική επίδειξη», αλλά ο Έζρα Πάουντ υπερασπίστηκε ακριβώς ό,τι έψεγαν οι άλλοι και είχε δίκιο, αφού σιγά σιγά η φήμη του Τζόις ανέβηκε στα ύψη, το διήγημα απέκτησε αυτοτέλεια και η μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Τζον Χιούστον το μετέβαλε σε «πολιορκητικό κριό» των Δουβλινέζων γενικώς.

Στο έργο αυτό, ο Τζόις εν μέρει αυτοβιογραφείται. Έρχεται σε ρήξη με την οικογένεια, φεύγει από το Δουβλίνο, καταφεύγει στο Παρίσι, επιστρέφει στο Δουβλίνο, πενθεί τη μητέρα του με άγρια μεθύσια, δεν θέλει να σπουδάσει ιατρική, παραιτείται από τη μουσική και την καριέρα του τενόρου, ερωτεύεται μια καμαριέρα, την Νόρα Μπάρνακλ, αρνιέται τον καθολικισμό και αφοσιώνεται στο γράψιμο, αφού πρώτα απορρίπτει όλη την παράδοση. Ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, πάντα με την  Νόρα που θα τον στηρίζει μέχρι τον θάνατό του.

Οι Δουβλινέζοι αναπαράγουν το οικείο του περιβάλλον∙ έριδες, παλιούς φίλους και μνησικακίες, «δηλητηριασμένο» αποκαλεί το περιβάλλον το Λογοθέτης, κάτι που θα βρούμε στα έργα Στήβεν ο ήρωας και Το Πορτρέτο του καλλιτέχνη. Βεβαίως η «αυτοβιογραφία» δεν είναι φανερή. Ο συγγραφέας προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τα αδιέξοδα και τα τέλματα της Ιρλανδίας.

Τα τρία πρώτα διηγήματα δημοσιεύτηκαν «μετ’ εμποδίων στο Irish Homestead», αλλά η υποδοχή τους ήταν επιφυλακτική (απόδειξη του πόσο οι σύγχρονοι δεν μπορούν να κρίνουν σωστά και μόνο ο χρόνος κρίνει τελικά. Η προκλητικότητα του συγγραφέα, η ασέβεια, η αμφισβήτηση των παλαιότερων π.χ. Γέητς, Συνγκ, η στασιμότητα του παρελθόντος, η αγιοποιημένη εικόνα της χώρα και ο  κληρικαλισμός.  Η δουλειά του Τζόις είναι η απόρριψη που ενισχύεται όσο βάλλεται απέξω.

Ολοκλήρωσε τους Δουβλινέζους του στην Τεργέστη που τότε κατείχαν οι Αυστριακοί.

Εκεί τον γοήτευσε αρχικά η «αρχιτεκτονική πολυμορφία του παλιού λιμανιού», ενώ τον άφησε αδιάφορο η «μικρή Βαβέλ των ιταλικών, γερμανικών, σερβικών και ελληνικών», όπου είδε τα ίδια κοινωνικά  χαρακτηριστικά της χώρας του. «Ημιπληγία της βούλησης» και «μικρόβιο της παρακμής την αποκαλεί ο Λογοθέτης, στη μεσογειακή της εκδοχή.

Δυστυχώς, πένεται οικτρά, δανείζεται, αρπάζει ό,τι βρει, πιέζει για πληρωμένες δημοσιεύσεις, πίνει πολύ, τρώει λίγο, συχνάζει στα καπηλειά. Παρουσιάζεται φτωχός και κατ’ επιλογήν ατημέλητος, με μπαλωμένα ρούχα, αμέριμνος (ποιούμαι την ανάγκην φιλοτιμίαν, έλεγαν οι Αρχαίοι μας), εκείνος όμως θέλει να δείχνει ότι αισθάνεται καλά «τακτοποιημένος στην καλύβα του». Σαν να έχουμε μπροστά μας τον Σωκράτη, όπως τον περιγράφει ο σοφιστής Αντιφών στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος. Παραθέτω σε πρόχειρη μετάφραση: Αχ, Σωκράτη, εγώ νόμιζα πως αυτοί που φιλοσοφούν ζουν καλύτερα… Εσύ τρως και πίνεις τα χειρότερα και από ένα  δούλο και φοράς το ίδιο φτηνό ρούχο χειμώνα καλοκαίρι και πάντα είσαι ξυπόλυτος…

Το 1906 ολοκληρώνει του Δουβλινέζους με τους Νεκρούς, τους οποίους βλέπει στα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, ζωντανά και νεκρά, καθώς και το μουσικό περιβάλλον της οικογένειας, μέσα στο οποίο όλα εξελίσσονται ήρεμα αλλά με ανεκδήλωτους «υπόγειους κραδασμούς», στους οποίους υπαινίσσεται, χωρίς να αναταράξει τα λιμνάζοντα νερά, τις μνησίκακες κυρίες, τους διαξιφισμούς του Γκάμπριελ με την  εθνικίστρια φίλη, την υπηρέτρια και τον έρωτά της. Όμως εδώ ήρθαμε να καλοπεράσουμε. Θα τα αφήσουμε όλα στην άκρη, ή θα τα κρύψουμε κάτω από το χαλί, όπως λέμε, και θα διασκεδάσουμε.

Ο Γκάμπριελ, θα κόψει πολύ ωραία την χήνα, θα βγάλει σημαίνοντα  λόγο για την ανάγκη τέτοιων συναντήσεων  (άντε, και του χρόνου!), για την ιρλανδική φιλοξενία και τις αρετές της πατρώας γης. Αλλά, το σκηνικό θα αλλάξει, όταν αντιληφθεί την γυναίκα του την Γκρέτα να ακούει εκστατική στην κουπαστή της σκάλας το τραγούδι του Γκαλγουέη  και να πώς το «περιφρονημένο» παρελθόν περνάει μέσα στη σύγχρονη ζωή και την επηρεάζει βαθιά. Το τραγούδι του Γκαλγουέη θυμίζει στην  Γκρέτα μια δική της ιστορία που ο χρόνος δεν κατάφερε, παρά τα όσα μεσολάβησαν, να ξεχάσει. Και ο Γκάμπριελ θα συνειδητοποιήσει ότι όλη η εξωτερική του εικόνα δεν είναι παρά μία μάσκα που «σπάει» και ο νεκρός του τότε ρίχνει τη σκιά στον τωρινό άνθρωπο… Το ενδιαφέρον είναι, όπως λέει ο Λογοθέτης, ότι ο Τζόις θα αποδεχτεί ότι η «απονεκρωμένη Ιρλανδία, ένα σιωπηλό πλεούμενο, συντηρεί στο σκοτάδι των μύθων τη δική της απόμακρη ζωή». Η Ιρλανδία τον σημαδεύει ανεξίτηλα και αφού έπαθε και έμαθε στους ξένους τόπους, ως φυγάς, «έγινε εξόριστος που παραμένει  εξόριστος και Δουβλινέζος ως το κόκκαλο».

Ο Ηρακλής Λογοθέτης τακτοποιεί τις σκέψεις μας σχετικά με τον μεγάλο συγγραφέα, συνοπτικά και συστηματικά.

 

Η υπόθεση των Νεκρών. 

 

Η Κέητ και η Τζούλια -δύο ηλικιωμένες θείες, η μία λίγο ψηλότερη με γκρίζα μαλλιά  και γκρίζο πρόσωπο, η άλλη πιο κοντή και ζαρωμένη, σαν «ζαρωμένο κόκκινο μήλο»- κάνουν ετήσιο χορό και η Λίλη, που από μικρή υπηρετεί στο σπίτι τους, τρέχει να τα προλάβει όλα.

Το σπίτι, παλιό, «χτικιάρικο» που η μόνη του χαρά είναι η μικρή Μέρι Τζέην,  ανιψιά του κυρίου Stoney Batter, που νοίκιασε τον πάνω όροφο, πριν τριάντα χρόνια…  Όλοι ασχολούνται με τη μουσική και όλοι δίνουν σημασία σ’ αυτόν τον χορό. Σιγά σιγά, αφού για χορό πρόκειται, πρέπει να φανούν και οι καλεσμένοι αλλά δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα και η ώρα είναι δέκα. Επιτέλους, πρώτος καταφθάνει ο Γκάμπριελ με τη γυναίκα του Γκρέτα, γεμάτος χιόνια. Σε  λίγο και ο μεθυσμένος Μάλινς.

Κι ενώ, το σπίτι εορτάζει, είναι σκοτεινό και παγωμένο.

Τελικά, μαζεύονται όλοι στο σαλόνι. Ακούεται η μουσική από το πιάνο, η  συζήτηση στα συνήθη: η υγεία, ποιος προσέχει τα παιδιά, τι κάνει η Λίλη, αν θα παντρευτεί και ο Γκάμπριελ κοιτάζει τις σημειώσεις του για την ομιλία. Να βάλει μερικούς στίχους του Μπράουνινγκ ή μήπως δεν τους καταλάβουν; Να βάλει Σαίξπηρ ή τις Μελωδίες του Ιρλανδού Τόμας Μουρ (1807-1834) που κάθε σπίτι γνώριζε; (Δεν πρόκειται για τον γνωστό μας Τόμας Μουρ, 1478-1535, της Ουτοπίας, αλλά για τον Ιρλανδό ποιητή, 1779-1852, που ήταν πολύ γνωστός στη χώρα του τον 19ο αιώνα, φλογερός καθολικός πατριώτης και φιλέλληνας). Κι εδώ διαπιστώνουμε πόσο διακριτικά ο Τζόις σνομπάρει, όπως είδαμε και στο Επίμετρο, την παράδοση, αλλά συμβιβάζεται με τα ειωθότα μιας βαρετής, γκρίζας,  παραδοσιακής βραδιάς.

 

James Joyce

 

Ο συγγραφέας γίνεται εξαιρετικά λεπτομερής στην περιγραφή προσώπων και πορτρέτων, τραπεζιών και μπουφέδων, πώς πιάνουν το ποτήρι και τι πίνουν, τι χορεύουν, ποιος προσέχει τη μουσική και ποιος φεύγει διακριτικά, ποιος βαριέται, ποιος ενδιαφέρεται, τα πάντα με πάσα λεπτομέρεια, ώστε να συνειδητοποιήσουμε τη βαρεμάρα της οικογενειακής βραδιάς. Αλλά η συζήτηση με την δεσποινίδα Άιβορς περί διακοπών με τον Γκάμπριελ και η εμμονή της στα εθνικά τοπία τσιτώνει κάπως, τεχνηέντως όμως ο συγγραφέας περνά την τάση του για απομάκρυνση από την πατρώα γη και τον αντιστικτικό λόγο εκείνης- παράδοσης. Το θέμα θα περιπλακεί, όταν η Γκρέτα θα συμφωνήσει με την ιδέα να επισκεφτούν τα τοπία του Galway, από όπου θα προκύψει και η ανάμνηση της Γκρέτας που θα βαρύνει σαν σκιά πάνω στον Γκάμπριελ.

Αλλά ήρθε η ώρα για το  τραπέζι –χήνα, μοσχάρι, χοιρινό, κρέμα, πουρέ μήλου, πατάτες αλευρωμένες πουτίγκα και ζελέ από σμέουρο και πορτοκάλι – και όλοι θα τρέξουν, ενώ ο Γκάμπριελ θα κόψει τη χήνα ως ο αγαπημένος ανιψιός. Ρόλος για οικοδεσπότη!

H συζήτηση θα στραφεί στους τενόρους και το τραγούδι «Let me like a soldier fall!» (εδώ με τον  W.V. Wallace https://youtu.be/dn270K45qCc). Και μετά μουσική. Απέξω ο κόσμος είχε μαζευτεί για να ακούει, ενώ  «το μνημείο του Wellington έξω φορούσε ένα γυαλιστερό κάλυμμα χιονιού, το οποίο έλαμπε προς τη δύση» (με ό,τι μπορεί να υπονοεί αυτή η περιγραφή). Μα εκείνο που, επιτέλους μπαίνει στην ουσία, είναι η ομιλία του για τη σύγκρουση των γενεών, για τους ανθρώπους που λείπουν απόψε και, τέλος, η συζήτηση με τη Γκρέτα για εκείνο το αγόρι που πέθανε κάποτε γι’ αυτήν … έρχεται να αποδείξει στον αγέρωχο Γκάμπριελ πως κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από το παρελθόν στο οποίο και εκείνος θα ενταχθεί…

Πόσο απλό και συγχρόνως πόσο σπουδαίο διήγημα και πόσο υπαινικτικό και ταιριαστό το εξώφυλλο. Και συγχαρητήρια στις Εκδόσεις Νίκας που εκδίδουν κλασικά έργα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top