Fractal

Η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«Οι κερασιές που ήθελαν να ανθίσουν» της Sun-Mi Hwang, Μετάφραση: Αναστασία Καλλιοντζή, Εκδόσεις Διόπτρα

 

Υπάρχουν βιβλία που με τρόπο απροσδόκητο, σχεδόν μαγικό, καταφέρνουν να γεμίσουν την καρδιά μας με μία ζεστασιά, μία τρυφερότητα, ένα κρυφοκοίταγμα στην παιδική μας ηλικία, σε τόπους και χρόνους αναπάντεχα παρόντες ενώ εμείς ήδη βαδίζουμε μπροστά, σε μονοπάτια που οδηγούν ολοένα και μακρύτερα και, ταυτόχρονα, ολοένα και εγγύτερα….. Ένα τέτοιο βιβλίο μιλά για ένα σπίτι πάνω ψηλά στην κορυφή του λόφου με τις κερασιές το οποίο γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των παλαιότερων και των νεότερων κατοίκων της περιοχής ενώ ένας ηλικιωμένος, άρρωστος σοβαρά, αναζητά ένα μικρό αγόρι, χαμένο δεκαετίες πίσω, μία κούνια κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο αιωρείται κόβοντας ξάφνου κάθε όνειρο μίας βασανισμένης  παιδικότητας. Κότες και πετεινοί, σκυλιά και γάτες, παιδιά και ενήλικες έχουν στήσει ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι σε μία αφήγηση που κατακτά την καρδιά του αναγνώστη με μία ευκολία αναπάντεχη και, ταυτόχρονα, τόσο διεισδυτική.

Το νέο μυθιστόρημα της Sun-Mi Hwang θα αποτελέσει ακόμα ένα «κλασσικό» έργο καθώς έρχεται να καταθέσει μία μαρτυρία γεμάτη ανθρωπιά και ευαισθησία για αλήθειες που αγγίζουν όλες τις ηλικίες, με μία αφηγηματική τεχνική που αφήνει να ξεχυθούν η ίδια σοφία και το ίδιο κομψό χιούμορ που την έκαναν ευρύτερα γνωστή στο αναγνωστικό κοινό με τα έργα της «Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει» και «Ο σκύλος που τόλμησε να ονειρευτεί» και τα δύο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

Συγγραφέας με μοναδική δεξιοτεχνία, η Sun-Mi Hwang γεννήθηκε στη Νότια Κορέα το 1963 και έχει κερδίσει πάρα πολλά λογοτεχνικά βραβεία τόσο στη χώρα της αλλά και στο εξωτερικό, ενώ έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 50 βιβλία για παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Πέρασε την παιδική της ηλικία σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να φοιτήσει στο Γυμνάσιο. Χάρη σε έναν καθηγητή της ο οποίος της έδωσε το κλειδί μίας σχολικής αίθουσας, μπορούσε να επισκέπτεται το σχολείο, εκτός ωρών διδασκαλίας, και να διαβάζει οτιδήποτε ήθελε. Πέρασε στο Λύκειο δίνοντας εξετάσεις και αποφοίτησε από το Τμήμα Λογοτεχνίας του Seoul Institute of the Arts (Gwangju University) και στη συνέχεια απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από το Chung-Ang University. Ζει στη Σεούλ και διδάσκει λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών. Έγινε διάσημη με το βιβλίο της «Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει» το οποίο από τη δημοσίευσή του το 2000 παρέμεινε για μία δεκαετία στην κορυφή των bestsellers, έχει πουλήσει πάνω από 2 εκατ. αντίτυπα, έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, και, παράλληλα, ενέπνευσε ταινία κινουμένων σχεδίων με τις μεγαλύτερες εισπράξεις στο κορεάτικο box office, αποτέλεσε τη βάση για θεατρικό έργο, musical και puppet show.

Με απαράμιλλη ικανότητα η συγγραφέας παραδίδει μαθήματα για το πώς ένα έργο που σε πρώτο επίπεδο απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες (πρώτη εφηβική ηλικία) μπορεί να αποτελέσει ένα βαθυστόχαστο ανάγνωσμα για ηλικίες που καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος δεκαετιών, ενώ πραγματεύεται ζητήματα που αγγίζουν ανθρώπινες αξίες και ερωτήματα ζωής όπως συγχώρεση, ελπίδα, ανθρωπιά, οικογένεια, αγάπη, φύση, γηρατειά, απώλεια, θάνατος, στην εξαιρετική μετάφραση της Αναστασίας Καλλιοντζή.

Σ’ ένα έργο που διαβάζεται με μία ανάσα, η συγγραφέας ξετυλίγει τη, φαινομενικά, απλή ιστορία της: Ο Κανγκ Νταέσου (στα κορεάτικα, όπως και σε άλλες ασιατικές γλώσσες, το επίθετο προηγείται του κυρίου ονόματος) μαζί με τον κύριο Καρούμπαλο (έναν όγκο στον εγκέφαλο), αρχιτέκτονας και αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας μίας κατασκευαστικής εταιρείας, έρχεται στο σπίτι πάνω στο λόφο με τις κερασιές, σκοπεύοντας να περάσει ήσυχα όσο χρόνο του απομένει. Μόνο που λογάριαζε χωρίς τους γείτονές του, καθώς όλο το κοτέτσι σύσσωμο, οι γάτες του κήπου που σουλατσάρουν, σκύλοι και παιδιά που «εισβάλλουν» ανερυθρίαστα από μυστικά περάσματα, αποτελούν τους απροσδόκητους διεκδικητές ενός κόσμου που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του φράκτη. Εκεί ακριβώς που σκοπεύει ο Κανγκ Νταέσου να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει.

Παράδοξα όμως, ο λόγος για τον οποίο ο Κανγκ Νταέσου επιστρέφει στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας δεν είναι η νοσταλγία. Ελάχιστα συντηρημένο, περιτριγυρισμένο από μία τεράστια καταπράσινη έκταση, αγόρασε το σπίτι αυτό πριν πολλά χρόνια από τους προηγούμενες ιδιοκτήτες του. Ως παιδί μεγάλωνε σε ένα μικρό σπιτάκι, σχεδόν παράγκα πια, στο οποίο έμενε με τον πατέρα του ο οποίος εργαζόταν για λογαριασμό της πλούσιας ιδιοκτήτριας οικογένειας. Μία δυστυχισμένη παιδική ηλικία, μόλις μετά τον πόλεμο, χωρίς μητέρα και, εν τέλει, χωρίς πατέρα, στέλνεται στο εξωτερικό, υιοθετημένο παιδί μίας αμερικάνικης οικογένειας, υπομένοντας bullying, μοναξιά και δυσκολίες. Παρόλα αυτά, καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του και το αγόρι που μεγάλωσε δίχως να γνωρίζει τι σημαίνει να έχει κανείς ένα δικό του σπίτι, καταφέρνει να γίνει ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας που φτιάχνει σπίτια. Μοναδικός λόγος για τον οποίο αγόρασε το σπίτι και επιστρέφει τώρα σε αυτό: η εκδίκηση.

 

Sun-Mi Hwang

 

Ο μοναχικός και ιδιότροπος ιδιοκτήτης ξεκινά την αντιπαράθεση με τους γείτονές του, απομακρύνοντας με την άτεγκτη συμπεριφορά του και τον πιστό του γραμματέα, τον κύριο Παρκ. Καθώς η ζωή του αναστατώνεται καθημερινά από μικρές παραβιάσεις της ιδιοκτησίας του και μέσα από μη επιδιωκόμενη συναναστροφή με τα μέλη της μικρής αυτής κοινότητας, ο Κανγκ Νταέσου μαθαίνει, εν τέλει, πως η δική του, πληγωμένη, εκδοχή για το παρελθόν του είναι ελλιπής, γεμάτη λανθασμένες και ημιτελείς υποθέσεις. Ξαναβρίσκοντας την ανθρωπιά και την πίστη του στον καλύτερο εαυτό του, γκρεμίζει την ασπίδα προστασίας που τον κρατά σε απόσταση (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από τους συνανθρώπους του για να βρει ότι ακόμη και στη δύση της ζωής μας υπάρχει περιθώριο για αποδοχή, για αγάπη, για συγχώρεση (των άλλων αλλά, κυρίως, του ίδιου μας του εαυτού).

Γεμάτο βαθιά και ουσιώδη νοήματα, γραμμένο με τρόπο ανάλαφρα κομψό και ανεπιτήδευτο, το βιβλίο συγκινεί και παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι ενδοσκόπησης, βαθιά στον κόσμο του ασυνείδητου, του ονείρου και της παιδικής μας ηλικίας, χωρίς καν να γίνεται κάτι τέτοιο αντιληπτό. Όπως αναφέρει η συγγραφέας, το έργο αυτό ολοκληρώθηκε σε ένα ταξίδι της στη Βιέννη, μία πόλη κρύα και άγνωστη γι΄ αυτή, καθώς συνάντησε, κατά τύχη, σε έναν από τους μοναχικούς της περιπάτους, μία άδεια καρέκλα κάτω από ένα δέντρο. Η καρέκλα αυτή της θύμισε μία άλλη καρέκλα, απομεινάρι μνήμης σε ένα σπίτι φτιαγμένο από μπαμπού, παρέα με άδεια μπουκάλια λικέρ, βίδες, μία μάσκα οξυγονοκόλλησης και όλα όσα συμπλήρωναν τα κομμάτια της μνήμης της σχετικά με τον πατέρα της. Ενός πατέρα που τον αντίκριζε πια χαρούμενο και φωτεινό, καθώς αναπαυόταν στην ίδια αυτή καρέκλα γραφείου, η οποία έγινε δική του αφού κάθισαν σε αυτή και τα πέντε παιδιά του.

Η μνήμη της παιδικής ηλικίας, τόπος ανεξιχνίαστος, καταδίκη και καταφύγιο την ίδια στιγμή, είμαστε όσα ζήσαμε, η ενήλικη ζωή μας ως απόδειξη, διάψευση ή και αυταπάτη, σε ένα ασυνήθιστο έργο ενηλικίωσης, που καταγράφει όχι μόνο μία ταραχώδη πορεία μέσα στη ζωή αλλά, κυρίως, πόσο ουσιαστικότερη και δυσκολότερη, τις περισσότερες φορές, είναι η άλλη πορεία, εντός μας, συντροφιά με ό,τι απομένει από τον παιδικό μας εαυτό. Κάθε λέξη, κάθε σελίδα, ένα βελούδινο άγγιγμα, μία τρυφερή εξομολόγηση, ένα χαμόγελο ελπίδας. Ένα βιβλίο συγκλονιστικά αγαπητικό, λυτρωτικό, μαγεύει τον αναγνώστη και απευθύνεται σε κάθε ηλικία, φύλο ή φυλή, με μία απαράμιλλη απλότητα, συγκινησιακά φορτισμένο και την ίδια στιγμή χαρούμενο και ανάλαφρο, αισιόδοξο και τρυφερό, ενσταλάζει στην ψυχή μας τη δροσιά μίας υπόσχεσης και τη ζεστασιά μίας καρδιάς που πάλλεται από τη χαρά της εκπλήρωσης.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top