Fractal

Σύγχρονοι Ιταλοί ποιητές

Γράφει ο Θεοδόσης Κοντάκης //

 

“ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΟΥ ΦΛΕΒΕΣ” (Σύγχρονοι Ιταλοί ποιητές), Ανθολόγηση – Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου, Εισαγωγή: Σταύρος Δεληγιώργης, Εκδόσεις 24 Γράμματα, Αθήνα 2020

 

Ο τόμος αυτός, ο οποίος εκδόθηκε στο ξεκίνημα της τρέχουσας δίσεκτης χρονιάς, είναι το απόσταγμα πολύχρονης ενασχόλησης της μεταφράστριας και ανθολόγου Ευ. Πολύμου με την ιταλική ποίηση του 20ού (αλλά και του 21ου) αιώνα. Για την ακρίβεια, αποτελεί το ήμισυ της ογκώδους εργασίας της, καθώς επικεντρώνεται σε 15 ποιητές και ποιήτριες της γειτονικής χώρας, που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η εργασία της σχετικά με τους παλαιότερους, τους «μοντέρνους κλασικούς» του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής εποχής, αναμένεται να εκδοθεί και αυτή σύντομα.

Η συγκεκριμένη, πάντως, ανθολογία είναι η πρώτη του είδους της στην ελληνική γλώσσα, καθώς μεταφράζονται και παρουσιάζονται εκτενώς (με την εισαγωγή του Στ. Δεληγιώργη, καθώς και με χωριστά επεξηγηματικά σημειώματα της μεταφράστριας για κάθε ποιητή και ποιήτρια που ανθολογείται εδώ) ονόματα σημαντικά, όσο και άγνωστα στο ελληνικό κοινό. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τους κλασικούς του ιταλικού Μεσοπολέμου που έχουν μεταφραστεί ικανοποιητικά και αρκετά συχνά στα ελληνικά, οι περισσότεροι από όσους περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο υπήρξαν μέχρι πρότινος αμετάφραστοι στη γλώσσα μας, αν όχι παντελώς άγνωστοι.

Η Ευαγγελία Πολύμου, η οποία έχει σπουδάσει Νεοελληνική και Ιταλική Φιλολογία και Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών, της Φλωρεντίας και της Περούτζια, αποδίδει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα επιλεγμένα ποιήματα, εισάγοντας έτσι με τρόπο ελκυστικό τους Έλληνες αναγνώστες στο νέο αυτό ποιητικό πεδίο.

 

 

Για να παρακολουθήσουμε, όμως, καλύτερα το λογοτεχνικό περιβάλλον στο οποίο γεννιούνται οι νεότεροι αυτοί ποιητές, θα ήταν σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε εν συντομία το ποιητικό κλίμα που επικρατούσε στην Ιταλία την επαύριο του Δευτέρου μεγάλου πολέμου.

Την περίοδο, λοιπόν, εκείνη συνεχίζουν με σημαντικές επιτεύξεις περίπου όλοι οι σπουδαίοι ποιητές που είχαν εμφανιστεί κατά τη μεσοπολεμική περίοδο: οι μεγάλοι του ερμητισμού (Εουτζένιο Μοντάλε, Τζουζέπε Ουγκαρέττι, Σαλβατόρε Κουαζίμοντο), αλλά και οι νεότεροι συνεχιστές και ανανεωτές, όπως ο Μάριο Λούτσι και ο Βιτόριο Σερένι, καθώς και οι ιδιαίτερες φωνές των Σάντρο Πέννα και Τσέζαρε Παβέζε. Εμφανίζονται, παράλληλα, νέες φωνές όπως ο Πιερπάολο Παζολίνι, ο Αντρέα Τζαντζότο, ο Λουτσιάνο Έρμπα. Στο ίδιο πλαίσιο, πραγματοποιεί την εμφάνισή της και η ιδιόμορφη από πολλές απόψεις περίπτωση της Άλντα Μερίνι, η πρεσβύτερη από όσους ανθολογούνται.

 

 

ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΑΛΝΤΑ ΜΕΡΙΝΙ

 

Η Άλντα Μερίνι γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1931 και πέθανε στην ίδια πόλη το 2009. Παρόλο που δεν κατάφερε να σπουδάσει, εμφάνισε από τα εφηβικά της χρόνια σημαντική κλίση στην ποίηση: τα πρώιμα ποιήματά της δημιούργησαν αίσθηση με τον παθιασμένο, μυστικιστικό τους χαρακτήρα. Παράλληλα, όμως, εκδηλώθηκε και η ψυχική ασθένεια που την ακολουθούσε έκτοτε και αποτυπώθηκε με ποικίλους τρόπους στο έργο της. Η Μερίνι έζησε σε ψυχιατρική κλινική για δεκαετίες. Αναπάντεχα, το έργο της, καθώς και η ίδια ως περσόνα, επανήλθε στο προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες, με ευρεία αναγνώριση στην Ιταλία και στο εξωτερικό.

Οι πρώτες συλλογές της είχαν ανταπόκριση στους πνευματικούς κύκλους της Ιταλίας κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ η ίδια συνδέθηκε με σημαντικούς ποιητές της εποχής, όπως ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, ο Εουτζένιο Μοντάλε, ο Λουτσιάνο Έρμπα. Κατά την περίοδο της απομόνωσης και του εγκλεισμού (κυρίως από το 1964 και εξής), σταμάτησε να δημοσιεύει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Μερίνι αναγεννάται δημιουργικά και παραμένει ιδιαίτερα δραστήρια έως το τέλος της ζωής της.

Με την αναγνώρισή της -κυρίως στην Ιταλία- από το ευρύτερο κοινό, η Μερίνι συχνά μυθοποιήθηκε, ενώ δόθηκε έμφαση άλλοτε στο ζήτημα της ψυχικής νόσου, άλλοτε στον μυστικιστικό και άλλοτε στον φεμινιστικό χαρακτήρα του έργου της. Αποφεύγοντας να σχολιάσουμε κατά πόσο τα παραπάνω αποτυπώνονται πράγματι στην ποίησή της, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε πολύ γενικά τα βασικά χαρακτηριστικά της: ιδιάζουσα στην ποίηση της Μερίνι είναι η χρήση του α΄ ενικού προσώπου, που προσδίδει στα περισσότερα ποιήματά της χαρακτήρα δραματικού μονολόγου και παραπέμπει σε μια έκφραση με έντονα εξομολογητικό χαρακτήρα.

Πράγματι, το έργο της Μερίνι διαποτίζεται από ένταση και πάθος, όπου μπορεί να συνδυάζεται ο αισθησιασμός και η σωματικότητα με την πνευματικότητα και τη θερμή δέηση. Έτσι, στο ποίημα “Il mio grande errore” («Το μεγάλο μου λάθος») διαβάζουμε:

 

Λάτρεψα τη γλώσσα της σάρκας

κι άλειψα με λάσπη το κορμί μου,

Η μεγάλη μου δύναμη, κύριε,

ήταν που υπήρξα ένα πήλινο σταμνί

γεμάτο χάρη αχώρητη.

Με τα στοιχεία τούτα συνδέονται και τα βασικά σύμβολα που χρησιμοποιεί η ποιήτρια: συχνά επανέρχονται εικόνες και σύμβολα, όπως ζητιάνοι, μάρτυρες και άγγελοι, μυθολογικές μορφές και, αρκετά συχνά, τα χέρια – απλωμένα σε δέηση ή σε προσφορά:

 

Στολίδια είναι, δες, τα χέρια μου

μια γλώσσα είναι για τη φλογερή αγάπη

αλλά μι’ αλυσίδα ζοφερή τα σφάλισε καλά,

τα σφιχτόδεσε σε πάσσαλο. […]

 

Κατά βάση, η ποίηση είναι για τη Μερίνι δρόμος για την ανακάλυψη του εαυτού, για την αυτογνωσία, τη θεραπεία. Γράφει η Μερίνι στο ποίημα “Le più belle poesie” («Τα πιο όμορφα ποιήματα») που ανθολογείται εδώ:

 

Τα πιο όμορφα ποιήματα

γράφονται πάνω στις πέτρες

με τα γόνατα πληγωμένα

και τα μυαλά οξυμένα απ’ το μυστήριο.

Τα πιο όμορφα ποιήματα γράφονται

μπροστά σ’ έναν άδειο βωμό,

κυκλωμένα από δυνάμεις

της θεϊκής τρέλας.

 

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΤΑΣΗ: ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΤΑΒΑΝ

 

Η παρουσία τόσων ιδιοφυών «τρελών» στην ιταλική, αλλά και στην παγκόσμια, ποίηση είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο προς μελέτη, κάτι που βέβαια θα ήταν καλό να αποφύγουμε στη σύντομη τούτη παρουσίαση. Ας περιοριστούμε, κάπως υπαινικτικά, να παρατηρήσουμε ένα μοιραίο, παράξενο και γοητευτικό ποιητικό νήμα, το οποίο συνδέει τον μεγάλο -όσο και παραγνωρισμένο για πολλές δεκαετίες- γεννήτορα της μοντέρνας ιταλικής ποίησης, τον δημιουργό των Ορφικών ασμάτων Dino Campana με τη Μερίνι και τον Φεντερίκο Ταβάν∙ για τον οποίο ακριβώς θα μιλήσουμε τώρα.

Κι η μοίρα τους; Αρκετά διαφορετική, καθώς τον Καμπάνα τον κατέβαλε οριστικά το αδυσώπητο κυνηγητό από την πλευρά των συγκαιρινών και συμπατριωτών του∙ η Μερίνι είχε την τύχη να ανακαλυφθεί εκ νέου και να ανακτήσει την έμπνευσή της σε μεγάλη ηλικία, θυμίζοντάς μας λίγο την περίπτωση του δικού μας Γιαννούλη Χαλεπά∙ ο Ταβάν απλώς έσβησε ήσυχα στον ύπνο του το 2013.

Ο Ταβάν γεννήθηκε το 1949 και, ήδη από την αρχή της εφηβείας του, αρρώστησε ψυχικά. Πάντα περιθωριοποιημένος, έγραψε συχνά την ποίησή του στη διάλεκτο του τόπου του, τα φριουλάνικα. Όταν ανακαλύφθηκε ως ποιητής κοντά στα 40 του χρόνια, εντυπωσίασε τους σχετικά λίγους που τον διάβασαν με μια ποίηση πηγαία, αυθόρμητη και πλούσια, στην οποία τραγουδούσε για τ’ αδέλφια του τους περιθωριακούς κι αποκλεισμένους, έγινε δηλαδή ο «ποιητής των αρουραίων» (στους οποίους συγκαταλέγει και τον εαυτό του), όπως φαίνεται στο ομώνυμο ποίημα (“Il poeta delle pantegane – Canto d’amore”):

 

Είμαι ο ποιητής των αρουραίων

που μου λασπώνουν τα χέρια.

Ο υπόνομος μ’ αρέσει

γιατί είναι χαμηλά

όπως η κόλαση.

Τους φωνάζω όλους γύρω μου

με τις ιστορίες του που δεν φτιάχνουν ιστορία

Στη συνέχεια ο ποιητής τους προσφωνεί, μνημονεύοντάς τους έναν-έναν, όσους γνώρισε στον τόπο του, για να απευθυνθεί πάλι δραματικά σε όλους μαζί:

 

Αρουραίοι ιταλικοί (…)

μικροί Χριστοί

χωρίς Χριστό

χωρίς σταυρό

χωρίς Γολγοθά

χωρίς παράδεισο.

 

 

Στο μεταξύ, τα νέα ρεύματα είχαν ήδη κυλήσει στο ποτάμι της ιταλικής ποίησης, δημιουργώντας συχνά αναταράξεις. Κατά τη δεκαετία του 1960 κυριαρχεί η γλωσσοκεντρική, πειραματική και πρωτοποριακή ποίηση, με ποιητές όπως ο Εντοάρντο Σαγκουινέττι και ο Αντόνιο Πόρτα, παράλληλα με την ιδιαίτερη φωνή της Αμέλια Ροσσέλι. Μόλις κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίζονται ποιητές «νέο-ορφικοί», που επιχειρούν να επανασυνδεθούν με τη μεσοπολεμική παράδοση του ερμητισμού – κυρίως ο Μίλο ντε Άντζελις και ο Τζουζέπε Κόντε. Την ίδια εποχή αναδύεται το ιδιόμορφο άστρο του πιο γνωστού σήμερα (μαζί με τον ντε Άντζελις) εν ζωή Ιταλού ποιητή, του Βαλέριο Μαγκρέλλι.

Εμείς, όμως, θα μιλήσουμε εδώ για έναν παραγνωρισμένο, συνομήλικο των τελευταίων, ποιητή, τον Φραντσέσκο Μαρόττα, με αφορμή την παρουσίαση και μετάφραση ποιημάτων από τον ανά χείρας τόμο, αλλά και παραθέτοντας αποσπάσματα από μια αποκαλυπτική συνέντευξη του ποιητή στη μεταφράστρια, που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ποιείν.[1]

 

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΜΑΡΟΤΤΑ

 

Ο Μαρόττα γεννήθηκε στη Νοτσέρα το 1954 και εμφανίστηκε με την πρώτη του συλλογή ποιημάτων το 1986. Έκτοτε έχει εκδώσει πολυάριθμες συλλογές, ενώ με το ηλεκτρονικό περιοδικό RebStein, το οποίο ίδρυσε και διευθύνει ο ίδιος, δίνει βήμα σε αρκετούς άλλους εξίσου παραγνωρισμένους αλλά αξιόλογους ομοτέχνους του.

Ο Μαρόττα, με την οραματική ποίησή του, έχει πλάσει ένα στέρεο ποιητικό οικοδόμημα, το οποίο υπηρετεί με θαυμαστή καλλιτεχνική και ηθική συνέπεια. Για κείνον, η ποίηση είναι μια διαρκής αντίσταση, σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους μηχανισμούς που τείνουν να ευτελίσουν τον ανώνυμο άνθρωπο. Ο τελευταίος αποτελεί για τον ποιητή, αταλάντευτα, το επίκεντρο της στόχευσής του. Όπως αναφέρει ο ίδιος:

Η ποίηση, λοιπόν. Για μένα […] είναι μία από τις υψηλότερες μορφές έκφρασης αντίστασης, κατά κύριο λόγο προς την εξουσία, τα εμβλήματά της, τα είδωλά της, τις μάσκες της και τα τελετουργικά της: εν ολίγοις, αντιπολίτευση σε όλα όσα ανέκαθεν αρνούνται το ανθρώπινο σε κάθε του εκδήλωση και διαφοροποίηση.

 

Ευαγγελία Πολύμο

 

Ο ποιητής θα πρέπει να είναι σε θέση να εδραιώσει μια μοναδική και διαχρονική ηθική σχέση με τη λέξη. […] Προσπαθώ, στα όρια του εφικτού, να κάνω, ή τουλάχιστον να υπονοήσω, μια διαφορετική διαδρομή, διακινδυνεύοντας το απόλυτο σκοτάδι, την αέναη περιπλάνηση της αίσθησης, μόνο και μόνο για να ξεφύγω από τις αυτο-απαλλακτικές λογικές.

Όπως γράφει στο ποίημά του με τον ελληνικό τίτλο “Hairesis” («Αίρεσις» – με τη διπλή σημασία της επιλογής και της απόσχισης):

 

να γράφεις είναι μια ώρα που τρέφεται από τη μοίρα

το αγκάθι που καθηλώνει το σώμα σε πλέγματα

από χαραυγές μέσα στη νυχτιά

και τρυπά ψηλαφά συρράπτει τραύματα ανοιχτά

ξεσχίζει τη σάρκα

μέχρι να ματώσουν ακόμη και τα όνειρα

μέχρι η εικόνα ν’ ανθίσει στους ήχους της πηγής

οι σβολιασμένες αλφαβήτες μέσα σε μια κραυγή

 

Οι εικόνες στην ποίησή του συχνά αντλούνται από τον φυσικό κόσμο, καθώς -όπως αναφέρει ο ίδιος- εξωτερικεύει μέσω αυτών το φορτίο των προσωπικών του βιωμάτων, από το αγροτικό περιβάλλον που τον διαμόρφωσε. Με τούτο το περιβάλλον είναι δεμένοι αναπόσπαστα και οι απλοί άνθρωποι που γνώρισε:

 

Εγώ τους είδα να ζουν και ν’ αγωνίζονται

να καλλιεργούν σπόρους ελπίδας

μέσα σε αυλάκια άρρωστα από εγκατάλειψη

να γίνονται ένα με τα φύλλα

στην άγια θλίψη

των φθινοπώρων

να κατοικούν σπίτια δίχως τοίχους

(“Testimoni silenziosi” / «Σιωπηλοί μάρτυρες»)

 

Τούτους τους «σιωπηλούς μάρτυρες» μνημονεύει με εξαιρετική συνέπεια στο έργο του ο Μαρόττα, καθώς συχνά συνθλίβονται από την εξουσία και από τα βάρη της καθημερινότητας∙ κι όμως η ζωή τους δεν είναι στερημένη από ποίηση, θυμίζοντάς μας τα λόγια του Χαίλντερλιν, ότι «γεμάτος μόχθος, ποιητικά όμως, κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σε τούτη τη γη». Αναφέρει σχετικά ο ίδιος ο ποιητής:

«Με ενδιαφέρει όποιος εκτίθεται, μέρα με τη μέρα, στους δρόμους, στους τόπους όπου εκκολάπτεται η σύγκρουση, η διαλεκτική· όποιος βυθίζεται στις αντιφάσεις και στους σπαραγμούς και τα βιώνει στο πετσί του· όποιος αισθάνεται τον εαυτό του ως μέρος της ίδιας περιθωριοποιημένης και δίχως φωνής ανθρωπότητας.»

Ολοκληρώνοντας το μακρό αυτό ποίημα, το αφιερωμένο στη μητέρα του, γράφει χαρακτηριστικά ο Μαρόττα:

 

Μιλώ για σας

σιωπηλοί μάρτυρες

καθώς στον ουρανό περνάει

από αποστάσεις θλίψης

η προσευχή των σωμάτων

που ανυψώνονται

στο φέγγος του πρωινού

[…]

Κι ό,τι απομένει από σας είναι

η κάθε σκιά

μεσ’ απ’ την κοφτερή ματιά σας

που απ’ τους γεμάτους φωνές κόλπους της

σπέρνει χαραυγές

στις πόλεις του κενού.

 

 

Προς τα πού τραβάει η ποίηση σήμερα; Ποια η τροχιά της; Φτάσαμε, λοιπόν, στον 21ο αιώνα∙ εποχή που οι μεγάλες αφηγήσεις, καθώς και οι πιο ριζοσπαστικές πρωτοπορίες, είναι πια Ιστορία – στην Ιταλία κι αλλού.

Η ποίηση του αιώνα μας μόλις που ακούγεται μέσα στο συρφετό των πληροφοριών: μια φωνή αμυδρή. Δύσκολα πιάνει κανείς το σφυγμό της σύγχρονης ποιητικής γενιάς – στην Ιταλία κι αλλού.

Άστρα που μοιάζουνε σβησμένα προτού καν λάμψουν, οι ποιητές του σήμερα∙ κι όμως μπορεί κανείς ακόμα ν’ αφουγκραστεί – κάποτε, μάλιστα, είναι σπουδαίος ο ψίθυρός τους.

Από τους πιο νέους ποιητές που περιλαμβάνονται στην ανθολογία, διαλέγουμε έναν από τους πιο χαμηλόφωνους, αλλά (ίσως γι’ αυτό) και πιο αξιοπρόσεκτο. Ιχνηλατώντας την τροχιά τούτου του αμυδρού άστρου, θα κλείσουμε τη σύντομη αυτή παρουσίαση.

 

 

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΤΟΜΑΝΤΑ

 

Ο Φραντσέσκο Τομάντα γεννήθηκε το 1966 στην περιοχή της Γκορίτσια, στα σύνορα με τη Σλοβενία. Στην ποίησή του προβληματίζεται για την έννοια των ρευστών ορίων που τόση διχόνοια προκαλούν. Έτσι, στο ποίημα “L’Italia (è un melograno)” / «Η Ιταλία (είναι μια ροδιά)» διαβάζουμε:

 

τα σύνορα θα ’πρεπε να ’ναι σαν τους ορίζοντες […]

να σε κάνουν πάντα να νιώθεις στο κέντρο του κόσμου

 

και πατρίδα είναι όπου

ένας άνθρωπος φυτεύει μια ροδιά

και μπορεί να προσδοκά να δρέψει τους καρπούς της

 

Το υλικό των περισσότερων ποιημάτων του Τομάντα αντλείται από το χώρο του προσωπικού βιώματος. Ο τόνος του είναι, βασανιστικά κάποτε, εξομολογητικός. Παράλληλα, η ιστορική μνήμη συνδυάζεται με την προσωπική περιπέτεια του ανώνυμου ανθρώπου, με συσχετισμό στενό αλλά και τόσο αδιόρατο, ώστε μοιάζει σαν να χάνονται τα όρια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν – ή το μέλλον:

 

Όταν σε δυο χιλιάδες χρόνια σκάψουν αυτό εδώ το χώμα

τότε θα βρουν τα σώματά μας απολιθωμένα στην ίδια στάση που κοιμόμαστε […]

 

και ποτέ δε θα μάθουμε αν η ευτυχία μας

ήταν τόσο μεγάλη ώστε να υπερβεί το χρόνο

ή αν ήταν η συνήθεια των επαναλαμβανόμενων κινήσεων

που σκλήρυνε τον έρωτα

μέχρι που τον μετέτρεψε σε πέτρα

(“Pompei” / «Πομπηία»)

Ο Τομάντα εμφανίστηκε σε ώριμη ηλικία, με την πρώτη συλλογή του που εκδόθηκε το 2005 στην επαρχιακή γενέτειρά του. Από την αρχή έδινε έμφαση στο μικρό και φαινομενικά ασήμαντο, με έναν ήρεμο τόνο συγκατάβασης∙ στην πιο πρόσφατη συλλογή του, Δεν επιβάλλεται το χρώμα σ’ ένα ρόδο, η οποία κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση (μεταφρασμένη στα ελληνικά από την Ευ. Πολύμου), ο τόνος του γίνεται κάπως πιο σκοτεινός, καθώς ο ποιητής εισέρχεται στη μέση ηλικία… Ένα σύντομο, χαρακτηριστικό, απόσπασμα από τούτο τον τόμο ας είναι εδώ ο επίλογος:

 

αγαπώ είναι ένα ρήμα που έχει νόημα μονάχα στο παρόν

έτσι προτού να ξεστρώσεις το τραπέζι

απλώνω το χέρι μου για να σφίξω το δικό σου

σαν τα παιδιά που δεν θέλουν να κοιμηθούν

επειδή φοβούνται μήπως

δεν ξαναξυπνήσουν

(“Viene buio presto” / «Σκοτεινιάζει νωρίς»)

 

 

____________

[1]  www.poiein.gr

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top