Fractal

«Άνθρωπος-φύση, ένα αδιάσπαστο σύνολο»

Γράφει η Ντίνα Χαντζιάρα // *

 

Πέτρος Φούρναρης «Οι γρίλιες», εκδ. Βακχικόν, σελ. 176

 

Το έργο του Πέτρου Φούρναρη, “Οι γρίλιες” είναι πολυπρόσωπο, ενέχει θεατρικότητα και βιωματικότητα. Άνθρωπος-φύση αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Όλα τα διηγήματα της συλλογής διαπνέονται από φυσιολατρία– και δη αγάπη για τη θάλασσα, τον θαλασσινό ορίζοντα– και δίψα για επικοινωνία. Διαθέτουν επίσης μια ιδιαίτερη αίσθηση ανθρωπογνωσίας: η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, πραγματεύεται θέματα που ξεκινούν απ’ τον άνθρωπο για τον άνθρωπο: Οι σοφιστές πρέσβευαν: «πάντων χρημάτων μέτρον (εστί) άνθρωπος»).

Η χαρακτηρολογία του έργου ποικίλλει: άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης, νησιώτες, παιδιά, άνθρωποι μορφωμένοι, καλλιτέχνες, εργάτες … Το διαπολιτισμικό στοιχείο είναι στοιχείο της Λέρου-τόπος καταγωγής του συγγραφέα, αλλά και αγαπημένο του νησί. Εκεί εκτυλίσσονται τα περισσότερα διηγήματα ή αφορμώνται από κει. Τα περισσότερα από τα πρόσωπα-υπαρκτά ή όχι-είναι δομημένα με αληθοφάνεια. Είναι ρεαλιστικά, νατουραλιστικά grosso modo και ενίοτε χαρακτηρίζονται από μια δόση ρομαντισμού. Η παρουσίαση τους είναι δραματική και καμιά φορά στατική.

Η αφηγηματική οπτική των διηγημάτων ποικίλλει: σε μερικά είναι τριτοπρόσωπη, με μηδενική εστίαση και τότε τα πρόσωπα μοιάζουν με μαριονέτες που τις κινεί ο συγγραφέας/ αφηγητής, αλλά συγχρόνως έχουν και δική τους ζωή, κίνηση (αλλαγή εστίασης). Σε άλλα πάλι Θα έλεγα ότι είναι  αυτοδιηγητική, αφού πίσω από πολλά πρόσωπα της συλλογής βρίσκεται ο ίδιος (χρήση περσόνας) .

Το στυλ γραφής είναι ιδιότυπο: εξομολογητικό, λιτό, αυτοβιογραφικό, λυρικό, κρυπτικό και συνάμα καυστικό σε κάποια σημεία. Του ταιριάζει η μικρή φόρμα, αφού καταφέρνει να προκαλέσει συγκίνηση σε λίγες μόλις γραμμές στα αρχικά κυρίως διηγήματα της συλλογής.

Η γλώσσα είναι δουλεμένη, λιτή, ώστε να μεταφέρει εύκολα το μήνυμα στον αναγνώστη/ακροατή. Συντελεί ιδιαίτερα στη δημιουργία εικόνων (βλ. περιγραφή της τζακαράντας στο «Λιοντάρι της Σάμου», περιγραφή του Ruskin’s view στις «Ηλιόλουστες μέρες» κά). Οι εικόνες είναι φιλοτεχνημένες , σε βαθμό που θυμίζουν ιμπρεσιονιστικούς  πίνακες –μιας και ο συγγραφέας αρέσκεται στο παιχνίδι με το φως (βλ. Δωμάτιο 57, Οι γρίλιες κλπ).

Η πρωτοτυπία της συλλογής είναι ότι ξεκινά με μικρά διηγήματα που ο όγκος τους αυξάνει προοδευτικά μέχρι το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Το σονέτο της βροχής». Μοιάζουν με στιγμιότυπα, που σταδιακά διογκώνονται, μέχρι που παύουν πια να είναι στιγμιότυπα. Υπάρχει κλιμάκωση, ένα crescendo, απ’ το πρώτο διήγημα μέχρι το τελευταίο:  μια απαλή μουσική ακούγεται στο background και στο τέλος δυναμώνει κατακλύζοντας τα πάντα.

Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Ο Καλιγούλας» υπάρχει έντονη θεατρικότητα. Η πρώτη παράγραφος ιδίως («Μεσημέρι… και τη ρωτώ τι ψάχνει») θυμίζει σκηνοθετικές οδηγίες. Σε αυτό συντείνει πάρα πολύ ο διάλογος. Αξιοσημείωτος ο στίχος που παρατίθεται στα γαλλικά και κατόπιν μεταφράζεται: «απόψε η νύχτα είναι βαριά σαν τον ανθρώπινο πόνο». Αποπνέει βαθιά ανθρωπογνωσία και επιβεβαιώνει ότι η ανθρώπινη φύση είναι σύμφυτη με τον πόνο και το θάνατο .

Στην «Κουρούνα»  η σκηνή της φιλονικίας του Νικόλα με τον Μάρκελλο είναι πολύ δυνατή. Ο τελευταίος, αν και παπάς, αποδομείται, απομυθοποιείται και τελικά διαφαίνεται η ανθρώπινη φύση του. Καθαρά νατουραλιστικό το διήγημα αυτό: η ανθρώπινη φύση όντας διττή ρέπει και προς το καλό και προς το κακό, όπως πραγματεύεται ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη».

Η «Συμφιλίωση»  αναφέρεται σε μια μελανή σελίδα της νεότερης ιστορίας του ελληνισμού, τον εμφύλιο και το μετεμφυλιακό κλίμα, που δυστυχώς ακόμα επηρεάζει την Ελλάδα. Εδώ πέφτουν οι μάσκες. Δύο πρόσωπα, συναντιούνται σε ένα απόμερο μέρος και, συζητούν απογυμνωμένοι από την πολιτική τους ταυτότητα. Συγκινησιακά φορτισμένη η σκηνή όπου ο θύτης (ενδεχομένως) έρχεται αντιμέτωπος με ένα από τα θύματά του, έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν. Είναι η ώρα των Ερινύων, της Νέμεσης, της θείας δίκης για ν’ αποκατασταθεί η ηθική τάξη. Και τελικά η συμφιλίωση είναι αμφίβολη. ( βλ. «πολύ αργά για συγγνώμες»).

Ο «Άδειος» θα μπορούσε να είναι ένα πολιτικό, αλληγορικό παραμύθι που μέσω του χαρακτήρα της γιαγιάς δίνεται με έναν τόνο γλαφυρό, αλλά και σκληρό συνάμα. Καθώς ο χρόνος περνά, όλα αλλάζουν, υπάρχει εξέλιξη, ωρίμανση των ηρώων, αλλά η εξέλιξη των φίλων του παππού και της πολιτικής πραγματικότητας είναι καθοδική.

Η «Συμφιλίωση», ο «Αδειος» και ο «Καλιγούλας» ενέχουν στοιχεία πολιτικής, αφού σε όλα φαίνεται η θέαση του κόσμου του συγγραφέα μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Στον «Αδειο» υπάρχει η πολιτική ματαίωση, που είναι διάχυτη στους συγγραφείς της μεταπολεμικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος δε μπορεί να μην έχει διαμορφωμένη κοσμοθεωρία, δεν μπορεί να είναι α- πολιτικό ον.

Πολύ έντονη βιωματικότητα και στοιχεία αυτοβιογραφίας ενυπάρχουν στον «Δάσκαλο». Ο συγγραφέας/ αφηγητής νιώθει νοσταλγία για το παρελθόν, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο αναγνώστης/ακροατής μεταφέρεται σε μια αλλοτινή εποχή όσον αφορά τη σχέση δασκάλου- μαθητή. Η σχέση αυτή καθοριζόταν από το φόβο μπροστά στην αυθεντία και τον αυταρχισμό. Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Υπάρχει δημοκρατικότητα, διάλογος μεταξύ δασκάλου– μαθητή και ο σεβασμός κερδίζεται από τον εκπαιδευτικό , δεν είναι δεδομένος.

Το επόμενο διήγημα, το «Ένα Πρόσωπο» , που ο συγγραφέας αφιερώνει στον φίλο του ζωγράφο Μichael Winters, αφορμάται από το ΚΘΛ  (Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου), και αγγίζει το ευαίσθητο θέμα του εγκλεισμού και των ψυχικά ασθενών. Η αντιμετώπιση τους από την κοινωνία και τους γιατρούς δεν είναι πάντα η ενδεδειγμένη. Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του γιατρού, που είναι ήρεμο κι απαθές, αντιπαραθέτει το πρόσωπο του ασθενούς που είναι παραμορφωμένο από τον πόνο. Το δωμάτιο με τις δεκάδες γύψινες μάσκες επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Οι ασθενείς δεν ήταν πάντα ασθενείς, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι βάλσαμο για την βασανισμένη ψυχή. Ένα διήγημα γροθιά στο στομάχι, γιατί ποιος είναι τελικά λογικός και ποιος ψυχικά άρρωστος;

 

Πέτρος Φούρναρης

 

Ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα είναι «Η Πόρτα». Καταρχήν, φαίνεται η φιλοτεχνία που διαπνέει τη Λέρο, ένα παρεξηγημένο νησί. Πρόκειται – κατά τη γνώμη μου – για έναν τόπο φιλόμουσο και διαπολιτισμικό. Το κείμενο κινείται ξεκάθαρα μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού. Εδώ ένα ζευγάρι επισκέπτεται το εργαστήρι μιας χαράκτριας και η τυφλή γυναίκα κατορθώνει να δει στο ατέλειωτο ακόμα έργο της χαράκτριας ό,τι δεν είχε δει η ίδια η καλλιτέχνιδα. Τελικά, τα μάτια βλέπουν την ουσία; Μήπως τελικά η καταφυγή στη φαντασία οδηγεί στην αλήθεια; Χρειάζεται να επιστρατεύουμε κι άλλες αισθήσεις για τη σύλληψη της ουσίας της ζωής; Ξεκάθαρη αντίθεση του «φαίνεσθαι» και του «είναι» , ξεκάθαρη και η απόκρυψη της ουσίας , του νοήματος της ζωής από τα πολλά «μαλάματα» , τα «φτιασιδώματα» σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου.

Ο ρόλος της μνήμης είναι πολύ σημαντικός στην « Πέτρα», (βλ. Ημερομηνίες ,1943, 17 – 5- 1947, 1951). Η μνήμη είναι σημαντική τόσο για το άτομο όσο και για το ανθρώπινο σύνολο. Εδώ η πέτρα μετεμψυχώνεται, παίρνει ζωή μέσα από την ανθρώπινη διαχείριση. Αδιάσπαστη ενότητα φύσης– ανθρώπου, αντίληψη βαθιά ριζωμένη στην ινδιάνικη φιλοσοφία. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, το σπίτι που χτίζεται απ’ την αρχή είναι τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, που πρέπει να χτιστούν απ’ την αρχή με βάση την αυτοθυσία, τον αλτρουισμό.

Το παιχνίδισμα του φωτός καθορίζει την ατμόσφαιρα στο «Δωμάτιο 57» και συνάδει με τη φράση του οπισθόφυλλου «πριν το φως περάσει για να βρει το δρόμο του στη σκοτεινή κάμαρα». Το άπλετο φως ξεσκεπάζει τη σκληρότητα, την ασχήμια, ενώ το σκοτάδι καλύπτει τη νοσηρή πραγματικότητα.

Οι «Ηλιόλουστες μέρες» διαδραματίζονται στην αγγλική επαρχία και η πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε ταξιδιωτική ανάμνηση. Διαβάζοντάς το, όμως, κανείς στη συνέχεια και καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, καταλαβαίνει ότι πραγματεύεται την ίδια τη ζωή, το γήρας και τα συμπαρομαρτούντα, την απόλαυση της ζωής, και σε τρίτο πλάνο το «δέσιμο» που μπορεί να συμβεί ακόμα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο  ανθρώπων(συγγραφέας / αφηγητής – Τζεφ) ή μεταξύ ανθρώπων και ζώων (συγγραφέας – Μπίρης). Στο πρόσωπο του ζωγράφου Τζεφ Νόουλαντ αποτυπώνεται κατά βάθος η θέληση για ζωή και η αγάπη για την τέχνη (του).

Τα «Μαθήματα Ανατομίας» και ο «Αποχαιρετισμός» πραγματεύονται το θάνατο και την απώλεια αγαπημένων προσώπων, ζητήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά. Η ζωή και ο θάνατος είναι αξεδιάλυτα δεμένα. Ο τρόπος, όμως, που αντιδρά ο καθένας στην απώλεια είναι καθαρά προσωπικός: τα «Μαθήματα Ανατομίας» είναι στην ουσία συμπεριφορές μπροστά στο αναπόφευκτο: ο φοιτητής της Ιατρικής αντιδρά επαγγελματικά, ο φίλος του τάχατες αδιαφορεί. Ο “δυνατός” τσιγγάνος κλαίει. Η ανιψιά ανησυχεί. Η  ανήλικη που πουλάει τριαντάφυλλα στους πενθούντες φαίνεται να μην πτοείται, όμως τελικά υποκύπτει συνειδητοποιώντας ίσως για πρώτη φορά το αναπόφευκτο.

Καθαρά προσωπική, εξατομικευμένη είναι και η διαχείριση του χρόνου μετά το θάνατο των αγαπημένων. Στον «Αποχαιρετισμό»  μια φιγούρα που εμφανίζεται ξαφνικά μέσα στο διήγημα και που δεν παίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο στην εξέλιξή του φωνάζει  παραδόξως «δε μπορείς, δε μπορείς». Τοποθετημένη από τον συγγραφέα μέσα σε ένα διάδρομο του πλοίου αναρωτιέται κανείς αν είναι η προσωποποίηση του χρόνου που  κανείς δε μπορεί να  παραβιάσει γυρνώντας τον πίσω αφού είν’ ανηλεής , αδυσώπητος , και στο διάβα του σβήνει τα πάντα ,όντας δεμένος με τη φθορά. Η αρχαιοελληνική σκέψη είχε αποτυπώσει το «εφήμερο» της ανθρώπινης ύπαρξης, τη μηδαμινότητα και την ανθρώπινη ασημαντότητα. Ας θυμηθούμε τον Στησίχορο και τον Όμηρο με το «οη περ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί νδρν»(= η γενιά των ανθρώπων μοιάζει με αυτή των φύλλων) και τον Πίνδαρο που είπε ότι ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.

          «Οι γρίλιες», το ομώνυμο διήγημα, κινείται σαφώς μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού και είναι καθοριστικό για την κατανόηση όλης της συλλογής. Οι γρίλιες είναι το πέπλο που καλύπτει την αλήθεια, την πραγματικότητα, είναι ο φόβος μας να κοιτάξουμε μέσα απ’ αυτές. Αργά ή γρήγορα , όμως, τόσο η Υακίνθη, ο γιος της όσο και ο αναγνώστης θα αναγκαστούν να κοιτάξουν και «ν’ αφήσουν το φως να λούσει τη σκοτεινή κάμαρα».

Το επιλογικό διήγημα, «Το σονέτο της βροχής» , είναι και το πιο μακροσκελές. Ο ίδιος ο τίτλος είναι λυρικός, αφού τόσο το σονέτο όσο και η βροχή δηλώνουν ήχο και μουσικότητα. Βαθιά ανθρώπινο, αναφέρεται σ’ έναν ποιητή στη δύση της ζωής του. Εδώ η μουσική για άλλη μια φορά δυναμώνει και κατακλύζει τα πάντα. Στο διήγημα αυτό, προφανώς από επιλογή του συγγραφέα κι όχι λόγω τυπογραφικού λάθους δεν υπάρχει τελεία,

γιατί όλα είναι εφικτά όσο η ζωή συνεχίζεται…

 

 

 

* Η Ντίνα Χαντζιάρα είναι φιλόλογος

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top