Fractal

Οι γλώσσες των ζώων. Σε αναζήτηση κωδίκων επικοινωνίας.

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Εύα Μέιερ, «Οι γλώσσες των ζώων», μετάφραση από τα ολλανδικά Ειρήνη Παπακυριακού, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2022, σελ. 208

 

«Όσο περισσότερο παρατηρώ αυτή τη δυνατή ουρά, τόσο περισσότερο θλίβομαι για την ανικανότητά μου να την περιγράψω με λόγια. Μερικές φορές κάνει κάποιες κινήσεις που, αν και θα μπορούσαν πράγματι να στολίσουν το χέρι του ανθρώπου, παραμένουν ωστόσο ολότελα ανεξήγητες. Σε ένα μεγάλο κοπάδι, είναι τόσο περίεργες, μερικές φορές, αυτές οι αινιγματικές κινήσεις, που έχω ακούσει φαλαινοθήρες να βεβαιώνουν σοβαρά πως οι κινήσεις αυτές μοιάζουν με τα νεύματα και τις συμβολικές χειρονομίες των Μασόνων· πως, πράγματι, η φάλαινα, με τον τρόπο αυτό, συνομιλεί και καταλαβαίνει τον κόσμο», Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, μτφ. A.K. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα, 2006, σσ. 603-604, τα πλάγια δικά μου.

«Πολλοί άνθρωποι ταξιδεύουν για να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και να αποκτήσουν καινούριες εμπειρίες, καθώς και για να γνωρίσουν νέους πολιτισμούς. Ωστόσο σε κάθε γωνία του δρόμου υπάρχουν αναρίθμητοι πολιτισμοί τους οποίους μπορείς να ανακαλύψεις – από μυρμήγκια και περιστέρια και γάτες, μέχρι κουνέλια και αγελάδες, εξαρτάται πού ζεις» (σ. 11). Η ολλανδή φιλόσοφος και ερευνήτρια Εύα Μέιερ μάς μιλά ακριβώς για αυτούς τους τόσο κοντινούς μας πολιτισμούς, τους οποίους ωστόσο αγνοούμε ή γνωρίζουμε ελάχιστα, και για τις γλώσσες που τους χαρακτηρίζουν, σκιαγραφεί το περίγραμμα διαλόγων που ήδη έχουμε οικοδομήσει ή εκείνους που θα οφείλαμε να αρχίσουμε να οικοδομούμε με τα μη ανθρώπινα ζώα. Από πολλές απόψεις τα ζώα βρίσκονται στη ζωή μας και επομένως θα ήταν πολύ ωφέλιμο να μάθουμε να επικοινωνούμε μαζί τους, να μιλάμε με τους άλλους, με τα άλλα είδη με τα οποία μοιραζόμαστε τον πλανήτη. Μόνο που για να το πετύχουμε, για να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τη νοημοσύνη των υπόλοιπων πλασμάτων δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε μόνο τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας. Είναι απαραίτητο να διευρύνουμε τη σκέψη μας στα άλλα είδη, να αναθεωρήσουμε παραδοσιακές έννοιες και κατηγορίες, να επανεξετάσουμε τη επιστημολογική και μεθοδολογική σκευή που έχουμε στη διάθεσή μας και, αν χρειαστεί, να επινοήσουμε νέα ερμηνευτικά εργαλεία: χρειάζεται ένα γνωσιολογικό και γλωσσικό άλμα, απαραίτητο και θεμελιώδες σε μια ρευστή εποχή η οποία αποτυπώνεται στην πολύπλοκη και πολυεπίπεδη επικοινωνία που βιώνουμε. Θα πρέπει να αντιληφθούμε πως οι απαντήσεις που ο άλλος μάς δίνει εξαρτώνται όχι μόνο από τα ερωτήματα που θέτουμε, αλλά επίσης τόσο από τον τρόπο και τους όρους που τα θέτουμε όσο και από το αν αυτά ενδιαφέρουν τον άλλον, είναι δηλαδή σε θέση να τον υποκινήσουν πραγματικά. Καθώς, όπως γράφει η Μέιερ στις πρώτες σελίδες του σημαντικού αυτού έργου (αρχικός τίτλος: Dierentalen, 2016), η μελέτη της γλώσσας «απαιτεί να εξετάσουμε τις επικρατούσες προκαταλήψεις και, όπου είναι απαραίτητο, να τις τροποποιήσουμε. Τα ερωτήματα που τίθενται καθορίζουν τις απαντήσεις που μπορούν να δώσουν τα ζώα. Αν υποθέσει κανείς πως τα ζώα δεν έχουν γλώσσα και πως η επικοινωνία τους δεν μπορεί να έχει νόημα, η έρευνα που θα κάνει θα αποδείξει πιθανότατα αυτό ακριβώς. Αν όμως υποθέσει πως τα ζώα πράγματι επικοινωνούν, και πιθανόν με σύνθετους τρόπους, θα θέσει διαφορετικά ερωτήματα. Η μελέτη της γλώσσας είναι σημαντική όχι μόνο για να ανακαλύψουμε πώς τα ζώα επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά και για να διερευνήσουμε πώς επικοινωνούν με εμάς» (σ. 23).

Από τη δόμηση των ανθρώπινων κοινωνιών, η ιδέα περί ζώων που έχουν την ικανότητα να μιλάνε είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Σε όλους τους πολιτισμούς έχουν δημιουργηθεί αρκετοί μύθοι και θρύλοι για «γλώσσες» των ζώων, από τη δυτική Αφρική έως και τις Άνδεις, ενώ στην Ελλάδα γνώρισαν (και γνωρίζουν ακόμα) μεγάλη απήχηση οι μύθοι του Αισώπου, οι οποίοι αφορούν δεκάδες ιστορίες με ζώα που έχουν την ικανότητα να μιλάνε και μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Τα ζώα όμως όντως μιλάνε; Εάν η γλώσσα εκληφθεί απλώς ως ένα σύστημα επικοινωνίας και τίποτα παραπάνω, τότε δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που μπορούν να επικοινωνήσουν αλλά και πολλά έμβια όντα. Εξάλλου και οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και άλλα συστήματα για να επικοινωνήσουν πέρα από τη γλώσσα, όπως την παραγλωσσική συμπεριφορά και τη λεγόμενη γλώσσα του σώματος. Όμως τα συστήματα επικοινωνίας που χρησιμοποιούν τα ζώα είναι τα ίδια με τις ανθρώπινες γλώσσες;

Εντούτοις οι ιδέες που αφορούν τους τρόπους με τους οποίους τα ανθρώπινα πλάσματα μπορούν να γνωρίσουν τα υπόλοιπα ζώα μεταβάλλονται σε διαφορετικά ερευνητικά πεδία. Στη βιολογία και στην ηθολογία παρατηρείται ολοένα μεγαλύτερη προσοχή στη ζωική προοπτική, έτσι στη μελέτη των ζωικών γλωσσών η ανθρώπινη γλώσσα δεν λαμβάνεται πλέον ως μέτρο ή κριτήριο σύγκρισης ή ως μοντέλο, αλλά μελετιούνται οι τρόποι έκφρασης που προσιδιάζουν και χαρακτηρίζουν κάθε ξεχωριστό είδος, σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη εξέλιξή του και το περιβάλλον εντός του οποίου διάγει τον βίο του. Ανακαλύψαμε έτσι πως τα ζώα μιλούν, μολονότι κατανοούμε ακόμη ελάχιστα εκείνο που λένε. Για παράδειγμα, οι νυχτερίδες όχι μόνο μιλούν πολύ αλλά και κουτσομπολεύουν· κάποια ζώα μιλούν και για εμάς, όπως οι κότες και οι κυνόμυες· πολλά ζώα δημιουργούν πολιτισμούς, όπως οι ελέφαντες, και χρησιμοποιούν τη γλώσσα, προκειμένου να καλλιεργήσουν και να μεταδώσουν τον δικό τους. To μεγάλο στοίχημα του καιρού μας (στο πλαίσιο της κλιματικής καταστροφής, της απώλειας της βιοποικιλότητας και της εξαφάνισης των ειδών) είναι να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει «ανθρώπινο». Αν κοιτάξουμε με διαφορετικό τρόπο τα ζώα, αυτό το βήμα καθίσταται ένα καθοριστικό βήμα προς μια άλλη κατεύθυνση, λιγότερο ολέθρια. Η γλώσσα μπορεί να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα τα ζώα και έτσι να κοιτάξουμε με νέο βλέμμα τα άλλα ζώα και εμάς τους ίδιους.

Συνηθίζουμε να θεωρούμε τη γλώσσα –μόνο την ανθρώπινη γλώσσα– ως το διαχωριστικό όριο που διατρέχει τις σχέσεις ανθρώπινων και άλλων ζώων. Πώς να ξεχάσουμε την απόφανση του Σταγειρίτη, για τον οποίον ο άνθρωπος «ζώον λόγον έχον και ζώον πολιτικόν»; Εξάλλου «για τον Αριστοτέλη, η καλή γνώση της γλώσσας είναι απαραίτητη για τη διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, και συνεπώς καθοριστική για τη συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα. Σύμφωνα με τον Descartes, από το γεγονός ότι τα ζώα δεν μπορούν να μιλήσουν είναι δυνατόν να συμπεράνουμε ότι δεν σκέφτονται. Ο διαφωτιστής φιλόσοφος Kant συμπέρανε πως τα ζώα δεν διαθέτουν λογική, κι έτσι δεν εντάσσονται στην ηθική κοινότητα. Για τον φαινομενολόγο Heidegger, η γλώσσα είναι τόσο σημαντική για τη θέση μας στον κόσμο, ώστε όσοι δεν μιλούν δεν μπορούν να πεθάνουν και απλώς [ψοφάνε]. Αυτοί οι φιλόσοφοι όριζαν τη γλώσσα ως την ανθρώπινη γλώσσα, εξαιρώντας εξαρχής τα υπόλοιπα ζώα. Η γλώσσα συνδεόταν με τη σκέψη και θεωρούνταν η έκφραση της λογικής» (σ. 20). Για τον Χάιντεγκερ, τα ζώα, επειδή στερούνται γλώσσας, είναι άρρηκτα δεμένα, «αιχμαλωτισμένα», στο περιβάλλον τους, ανίκανα ξεφύγουν από αυτό λόγω των ενστίκτων, των ορμών και της φύσης τους.

Αξίζει να σταθούμε στις απόψεις του ιταλού φιλόσοφου Τζιόρτζιο Αγκάμπεν για το σχετικό ζήτημα, καθώς παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.[i] Ο Αγκάμπεν, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τον Χάιντεγκερ, διέκρινε στη γλώσσα τη γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα, καθώς θεωρεί τη γέννησή της καθοριστική στιγμή της διάζευξης του ανθρώπινου «ως γλωσσικού όντος» από το ζωικό. Επανέρχεται μάλιστα συχνά στην ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ανθρώπου, γλώσσας και πολιτισμού, αναδεικνύοντας την ανθρωποποιητική-ανθρωπογενετική δύναμη της γλώσσας, η οποία, όπως θα υπογραμμίσει, δεν προσδιορίζεται μονάχα από το γεγονός ότι συνιστά το «εργαλείο των εργαλείων», το κατεξοχήν πνευματικό εργαλείο του ανθρώπου και της κυριαρχίας του: η ανθρωπογενετική δύναμή της έγκειται στην ηθική σχέση που δημιουργείται μεταξύ του ομιλούντος και της γλώσσας του. Όντας πρωτίστως ηθική σχέση, η γλώσσα θα αποτελέσει το θεμελιωτικό στοιχείο της δυνατότητας όλων των πολιτιστικών θεσμών, της θρησκείας και του δικαίου, σε ανοιχτή αντίθεση με ό,τι –πάντα κατά τον Αγκάμπεν– παρατηρείται στα υπόλοιπα έμψυχα. Εν ολίγοις η γλώσσα χαρακτηρίζει το ανθρώπινο και η (αρχική) έλλειψή της είναι εκείνο που προσδιορίζει τη ζωική διάσταση του ανθρώπου. Ο Αγκάμπεν δεν υποστηρίζει ότι τα ζώα δεν μιλάνε, και η διαφορά μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων ζώων δεν έχει να κάνει τόσο με την απουσία γλώσσας. Τα ζώα «δεν στερούνται γλώσσας· αντιθέτως είναι πάντα και απολύτως γλώσσα. Τα ζώα δεν εισέρχονται στη γλώσσα: είναι ήδη πάντα εντός αυτής». Ό,τι δηλαδή διακρίνει την ανθρώπινη φύση δεν είναι τόσο ότι «κατέχει τη γλώσσα», αφού αυτό το στοιχείο από μόνο του δεν αρκεί να χαρακτηρίσει το ίδιο του ανθρώπινου, όσο το γεγονός ότι οι άνθρωποι στα πρώτα βήματά τους στερούνται γλώσσας, με τη μορφή του έναρθρου λόγου: αν το ζώο βρίσκεται βυθισμένο πάντοτε εντός αυτής, η εμπειρία της παιδικής ηλικίας είναι μια εμπειρία που βρίσκεται έξω και πριν από την ομιλία, κάτι που σημαίνει ότι στον άνθρωπο η γλώσσα είναι παρούσα πρωταρχικώς μόνο ως δυνατότητα. Ο άνθρωπος είναι το «ζώο που στερείται γλώσσας» και θα πρέπει να την αποκτήσει με την έκθεσή του σε αυτήν, να τη δεχθεί έξωθεν. H έκθεσή του στη γλώσσα αποτελεί εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την εκμάθηση της γλώσσας. Αντίθετα από τα ζώα, που είναι «πάντοτε και απολύτως γλώσσα», ο άνθρωπος, καθώς έχει παιδική ηλικία, καθώς δεν είναι ήδη και πάντα ανέκαθεν ομιλών, ανατέμνει και διασπά αυτή την ενιαία γλώσσα και τίθεται ως εκείνος που, προκειμένου να μιλήσει, οφείλει να καταστεί υποκείμενο της γλώσσας, οφείλει να πει «εγώ», παρεμβάλλοντας αυτό το «εγώ» μεταξύ του εαυτού του και του κόσμου. Είναι σε αυτήν τη διαφορά και σε αυτή την ασυνέχεια που βρίσκει τη θεμελίωσή της η ιστορικότητα του ανθρώπινου είναι και είναι στην απουσία αυτής της ασυνέχειας στο ζώο που οφείλεται το γεγονός ότι το τελευταίο είναι δίχως ιστορία. Μόνο επειδή υφίσταται μια παιδική ηλικία του ανθρώπου, μόνο επειδή η γλώσσα δεν ταυτίζεται με το ανθρώπινο και υπάρχει μια διαφορά μεταξύ ενδιάθετου λόγου (γλώσσας) και ομιλίας, μόνο για τον λόγο αυτόν υπάρχει ιστορία, μόνο για τον λόγο αυτόν ο άνθρωπος είναι ένα ιστορικό ον: επειδή η καθαρή γλώσσα, αυτή καθεαυτή αστορική, είναι, θεωρούμενη στην απολυτότητά της, φύση, και δεν έχει ανάγκη κάποιας ιστορίας. Αν επομένως υπήρχε ένας άνθρωπος δίχως παιδική ηλικία, ένας άνθρωπος ο οποίος –όπως πολλά ζώα– θα γεννιόταν ήδη πάντα ομιλών, αυτός θα ήταν η «καθαρή φυσική γλώσσα», ό,τι ακριβώς συμβαίνει στα ζώα. Κατά συνέπεια, για τον Αγκάμπεν, η ρήξη μεταξύ φύσης και πολιτισμού είναι όλη εσωτερική στη γλώσσα, υπό τον όρο ότι εννοούμε τη φύση ως «καθαρή γλώσσα» και τον πολιτισμό ως σύστημα σημείων. Για τον Αγκάμπεν, και τα ζώα έχουν γλώσσα. Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά είναι ότι τα ζώα δεν φαίνεται να αποδίδουν κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο στη γλώσσα τους. Είναι μια μορφή, μια δραστηριότητα ανάμεσα σε άλλες στην πρακτική τους. Αυτό που ορίζει τον άνθρωπο είναι ότι έκανε την ίδια τη ζωή του, τη φύση του, διακύβευμα της ομιλίας του. Έπαιξε την ύπαρξή του στη γλώσσα. Για τον ίδιο, το να ανάγουμε τις γλώσσες σε ένα πρόβλημα απλώς γνωστικό, επικοινωνιακό, πληροφοριακό, δείχνει μια ανεπάρκεια, μια ανικανότητα να καταλάβουμε τι συμβαίνει με την (ανθρώπινη) γλώσσα.

Αυτή η ταύτιση ανθρώπου και γλώσσας, που στην προέκτασή της καθίσταται και στον Αγκάμπεν συμπόρευση φιλοσοφίας και ποίησης, είναι ασφαλώς χαϊντεγκεριανής προέλευσης,[ii] καθώς, για τον γερμανό φιλόσοφο, «η γλώσσα είναι ο οίκος του Είναι. Ο άνθρωπος ζει κάτω από τη στέγη της. Οι στοχαστές και οι ποιητές είναι οι φύλακες αυτής της στέγης… Η γλώσσα… είναι ο οίκος της αλήθειας του Είναι… Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι μόνο ένα ζωντανό πλάσμα που ανάμεσα σε άλλες ικανότητες διαθέτει και τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι μάλλον ο οίκος του Είναι, όπου ο άνθρωπος διαμένει εκ-στατικά, ανήκοντας στην αλήθεια του Είναι και προστατεύοντάς την». Εξάλλου πώς αλλιώς θα πρέπει να εκληφθεί η θέση του Χάιντεγκερ πως «ο άνθρωπος είναι ο ποιμήν του Είναι», αν όχι ότι μόνο στον άνθρωπο, και όχι σε κάποιο άλλο ζωντανό ον, φανερώνεται η αλήθεια του Είναι, αφού είναι το ίδιο το Είναι που «επιλέγει» τρόπον τινά τον άνθρωπο; «Το Είναι ορίζει τον άνθρωπο ως ποιμένα του, ως προστάτη του… “δίνεται” τρόπον τινά στην ανθρώπινη προστασία… το Είναι παρέχει το πρώτον στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αναλάβει το Είναι υπό την προστασία του». Η γλώσσα χαράσσει ακόμη βαθύτερα τη διαχωριστική γραμμή ανθρώπινου/ζωικού και αυτή η ασυνέχεια απαντά και στο πεδίο της ιστορικότητας: η διανοιχτότητα στην ιστορία είναι αποκλειστικά ανθρώπινη και ως τέτοια η ιστορία και όλα όσα προκύπτουν από αυτήν (πολιτισμός, πολιτική, κουλτούρα και πάει λέγοντας) απαντούν μονάχα μεταξύ των ανθρώπινων όντων.

 

Eva Meijer

 

Ωστόσο η παρούσα εργασία της Μέιερ έρχεται να ρίξει ένα διαφορετικό φως σε αυτά τα ζητήματα και προπαντός επιδιώκει να δει το ζήτημα της γλώσσας υιοθετώντας ένα άλλο βλέμμα: εκείνο των μη ανθρώπινων πλασμάτων. «Η γλώσσα μπορεί να μας παραπλανήσει – η μορφή της εξισώνει πράγματα που δεν είναι ίδια. Πάρτε π.χ. τη λέξη “ζώα”. Μοιάζει να δημιουργεί την αίσθηση ότι υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ανθρώπους από τη μια πλευρά και όλα τα άλλα ζώα από την άλλη» (σ. 17) εφιστά την προσοχή μας δικαιολογημένα η Μέιερ. Υφίσταται μια γραμμή που χωρίζει την ανθρώπινη γλώσσα (κι έπειτα, ποια από όλες;) και τον χορό των μελισσών – οι οποίες με κυκλικούς χορούς και οκτάρια δείχνουν στις συντρόφισσές τους τη φύση, την απόσταση ή την κατεύθυνση της τροφής, ενώ με άλλα είδη χορού μπορούν «να υποδείξουν στις άλλες μέλισσες ότι πρέπει να βοηθήσουν στη συλλογή του νέκταρ, την έναρξη και τη διακοπή της αναζήτησης τροφής, την τοποθεσία για μια νέα φωλιά» ή να δώσουν άλλες πληροφορίες (σσ. 141-142); Ή τα πολύπλοκα χρωματικά μοτίβα που τα καλαμάρια της Καραϊβικής ζωγραφίζουν στο κορμί τους χάρη στη βιολογική χρωστική ουσία που περιέχουν τα κύτταρά τους – και μπορούν έτσι να εκφράσουν από τη μια πρόσκληση για ζευγάρωμα προς το θηλυκό και από την άλλη επιθετικά μηνύματα προς ένα άλλο αντίζηλο αρσενικό (σ. 73); Ή ακόμα τους διαφορετικούς ήχους που οι κυνόμυες χρησιμοποιούν, προκειμένου να περιγράψουν διαφορετικούς εισβολείς (περιγράφουν τον εισβολέα με λεπτομέρειες, χρησιμοποιούν ρήματα, ονόματα και επιρρήματα σε δομές που έχουν νόημα ή φτιάχνουν νέους συνδυασμούς, όπως «άγνωστη οβάλ απειλή») (σσ. 56-61); Το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει μια ανάλογη γραμμή και όπως η έρευνα των τρόπων συνύπαρξης ανθρώπου-ζώου οδηγεί μάλλον στον επαναπροσδιορισμό πολλαπλών και τεμνόμενων μεταξύ τους γραμμών και όχι σε ένα ανυπέρβλητο όριο που χωρίζει τον sapiens από όλα τα άλλα είδη, έτσι και η έρευνα των «γλωσσικών παιγνιδιών» μεταξύ ανθρώπων και ζώων θα μπορούσε να μας ωθήσει να αναθεωρήσουμε τη σφαίρα και τον ορισμό της γλώσσας στο σύνολό τους.

Είναι λοιπόν η γλώσσα αποκλειστική ιδιότητα του ανθρώπινου είδους; Μπορούμε να αποκαλούμε γλώσσα την επικοινωνία μεταξύ των ζώων; Μπορούμε να μιλήσουμε με άλλα ζώα και, αν ναι, πώς; Είναι η γλώσσα των ανθρώπων ιδιαίτερη ή μήπως είναι όλες οι γλώσσες ιδιαίτερες; Είναι η γλώσσα αυτό που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα, όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί; Μήπως τα ζώα μιλούν τις δικές τους γλώσσες, μεταξύ τους και προς εμάς; Πρέπει να προσεγγίζουμε τα ζώα διαφορετικά, τώρα που φαίνεται πως είναι γλωσσικά όντα; Τι είναι τελικά η γλώσσα; Αυτά είναι μόνο ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτει και στα οποία επιχειρεί να δώσει απαντήσεις η Εύα Μέιερ στο εξαιρετικό και βαρύνουσας σημασίας για τη σημερινή συζήτηση σχετικά με τα δικαιώματα των ζώων βιβλίο της, προσφέροντας μια πλούσια και πολλαπλή εικόνα των μορφών επικοινωνίας στον ζωικό κόσμο που να «παντρεύει» τη στιβαρή ηθολογική σκευή με μια προσέγγιση που φανερώνει αληθινή ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη.

H Μέιερ αντλεί παραδείγματα από έναν τεράστιο αριθμό ζωικών ειδών, προκειμένου να μας δείξει την αξιοσημείωτη πολυπλοκότητα και τη θαυμαστή ικανότητα των ζώων να μεταδίδουν μηνύματα μεταξύ τους, αλλά και προς άλλα είδη (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου), και να επικοινωνούν με τρόπους οι οποίοι διαφέρουν από τους ανθρώπινους, των οποίων τα νοήματα όχι μόνο δεν καταλαβαίνουμε, αλλά αδυνατούμε ακόμη και να αντιληφθούμε ότι λαμβάνουν χώρα ή τα αντιλαμβανόμαστε μονάχα με τη χρήση κατάλληλα ρυθμισμένων οργάνων. Πρόκειται για γλώσσες οι οποίες εμπλουτίζονται με χημικά, οσφρητικά ή οπτικά σήματα, με χορούς και γενικότερα με μηνύματα που μεταδίδει η γλώσσα του σώματος. Με ποιον τρόπο εμείς αλληλεπιδρούμε με αυτόν τον τύπο επικοινωνίας, επηρεαζόμαστε από αυτόν ή τον επηρεάζουμε; Σε ποιον βαθμό αυτή η γλώσσα αποτελεί μέρος εκείνου που θεωρούμε «ο κόσμος μας»; Η Μέιερ επιμένει στην αξία της μελέτης των γλωσσών, όχι μόνο για να ανακαλύψουμε πώς λειτουργεί ο «διάλογος» μεταξύ ζώων, αλλά και για να διαπιστώσουμε τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούν μαζί μας και για να μας δείξουν κόσμους της ζωής που όχι μόνο αγνοούμε, αλλά δυσκολευόμαστε να φανταστούμε – αν δεχτούμε πως θέλουμε πραγματικά να τους φανταστούμε.

Πολλοί άνθρωποι κάνουν διάκριση ανάμεσα στην επικοινωνία και στη γλώσσα και πιστεύουν πως τα άλλα ζώα είναι σε θέση μόνο για το πρώτο, ενώ τα ανθρώπινα και για τα δυο. Για παράδειγμα, οι συμπεριφοριστές θέλουν η επικοινωνία ανάμεσα στα ζώα να είναι ένα κλειστό σύστημα (πομπός, παραλήπτης, σήμα) όπου όλα συμβαίνουν βάσει ενστίκτου και οι αντιδράσεις με έναν εκ των προτέρων προγραμματισμένο τρόπο. Από την άλλη, η γλώσσα είναι ένα ανοιχτό σύστημα που προσφέρει διαφορετικές επιλογές ερώτησης και απάντησης, όσον αφορά τόσο τον εσωτερικό κόσμο του ζώου όσο και τον εξωτερικό κόσμο. Ωστόσο, όπως στα σπονδυλωτά βρέθηκε το γονίδιο FOXP2, το γνωστό και ως γονίδιο της γλώσσας, έτσι ενδέχεται και τα ασπόνδυλα να διαθέτουν ένα παρόμοιο γονίδιο, καθώς στα ζώα που έχουν εξελιχθεί διαφορετικά παρατηρούμε μερικές φορές πως το σώμα τους έχει βρει διαφορετική απάντηση στο ίδιο ερώτημα (για παράδειγμα, ο διαφορετικός εγκέφαλος των πουλιών και των ανθρώπων). Για τον ηθολόγο Μαρκ Μπέκοφ, «ο οποίος ερευνά πολύ τα συναισθήματα, την ηθική και τη δικαιοσύνη ανάμεσα στα ζώα, ό,τι έχουμε εμείς το έχουν και αυτά. Όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά στο ίδιο πνεύμα» (σ. 80). Τα σήματα των ζώων δεν είναι τυχαία, αλλά καθορίζονται από κάποιους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες. Από εξελικτική άποψη αυτό έχει νόημα, γιατί όλα τα ζώα χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να αφομοιώσουν, να κατηγοριοποιήσουν και να οργανώσουν τις πληροφορίες, και είναι σημαντικό να το κάνουν αυτό με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.

Η επιστημονική έρευνα καταδεικνύει πως τα ζώα επικοινωνούν, πως το κάνουν με πιο σύνθετο τρόπο απ’ ό,τι πιστεύαμε παλιότερα και πως κάποια χαρακτηριστικά σε συγκεκριμένα είδη αντιστοιχούν στην ανθρώπινη γλώσσα. «Τα δελφίνια που ζουν ελεύθερα στη φύση αποκαλούν το ένα το άλλο με το όνομά του. Οι κυνόμυες (είδος σκίουρου) έχουν ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο για να ειδοποιήσουν για ανθρώπους εισβολείς, το οποίο χρησιμοποιούν για να περιγράψουν το μέγεθός τους, το χρώμα των ρούχων τους, οποιαδήποτε αντικείμενα μπορεί να έχουν πάνω τους, καθώς και το χρώμα των μαλλιών τους. Οι ελέφαντες σε αιχμαλωσία μιλούν με ανθρώπινες λέξεις. Οι άγριοι ελέφαντες έχουν μια λέξη για τον “άνθρωπο”, που δηλώνει κίνδυνο. Οι γλώσσες των φαλαινών, των χταποδιών, των μελισσών και αναρίθμητων πουλιών έχουν γραμματική. Η γαρίδα-μάντης επικοινωνεί με χρώματα και διαθέτει δώδεκα κανάλια χρωμάτων, ενώ ο άνθρωπος έχει μόλις τρία. Οι σκύλοι, σε αντίθεση με τους λύκους, τα άγρια ξαδέρφια τους, μπορούν να κατανοήσουν χειρονομίες και να διαβάσουν συναισθήματα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Οι πίθηκοι μάρμοζετ αφήνουν τον άλλο να ολοκληρώσει τη φράση του και μαθαίνουν το ίδιο και στα παιδιά τους» (σ. 13). «Οι νυχτερίδες χρησιμοποιούν σύνθετη επικοινωνία όχι μόνο στον έρωτα, αλλά και στην υπεράσπιση της επικράτειάς τους, στον καθορισμό της κοινωνικής θέσης, στην ανατροφή των μικρών τους, στην απομάκρυνση των εισβολέων και στην αναμεταξύ τους αναγνώριση… Ένα άλλο ζώο που τραγουδάει σε συχνότητες στα όρια της ακοής μας και πέρα από αυτά είναι το ποντίκι… Τα εργαστηριακά ποντίκια μαθαίνουν τραγούδια το ένα από το άλλο και το καθένα έχει το δικό του τραγούδι, ακόμη και όταν είναι γενετικά σχεδόν πανομοιότυπα… Κάποια έντομα, όπως οι σκόροι και οι ακρίδες, επικοινωνούν όπως τα ποντίκια – με πολύ υψηλούς ήχους για τα ανθρώπινα αυτιά» (σσ. 146-147).

Όλα τα προηγούμενα αμφισβητούν τη μοναδικότητα της ανθρώπινης γλώσσας και θέτουν το ερώτημα τι ακριβώς είναι η γλώσσα και ποιος το αποφασίζει. Ίσως να υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά στις γλώσσες των ζώων τα οποία δεν διαθέτει η ανθρώπινη γλώσσα: για παράδειγμα, θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε τις λεπτές διαφορές στην επικοινωνία μεταξύ χρωματικών μοτίβων ή χημικών οσμηρών σημάτων; Οι ορισμοί της γλώσσας, όπως έχουν τεθεί από τους ανθρώπους, θα ευνοούν πάντα τους τελευταίους, οπότε θα έπρεπε να περιλάβουμε και άλλα χαρακτηριστικά, όταν σκεφτόμαστε τις γλώσσες των ζώων. Οι μελέτες των γλωσσών των ζώων μπορούν να μας παράσχουν πληροφορίες και γνώσεις πάνω στις δομές αυτών των γλωσσών και πιθανούς παραλληλισμούς με την ανθρώπινη γλώσσα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να μας προσφέρει νέες γνώσεις για τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις τους και τις ζωές τους και να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε καινούργια ερευνητικά ερωτήματα.

Για καιρό η ευφυΐα των ζώων μετρούνταν βάσει της ανθρώπινης. Σε πειράματα μελετήθηκε πόσο καλά, για παράδειγμα, μπορούν τα ζώα να λύσουν γρίφους σε σχέση με τους ανθρώπους. Ωστόσο πολλά ζώα δεν θα έχουν ποτέ τόσο καλά αποτελέσματα, γιατί οι αισθήσεις τους είναι διαφορετικά αναπτυγμένες και χρειάζονται άλλες ικανότητες για να επιβιώσουν. Ισχύει ασφαλώς και το αντίστροφο: ο άνθρωπος δεν είναι πολύ έξυπνος σε σχέση με τα μυρμήγκια, αφού δεν ξέρει να συνεργάζεται εξίσου καλά, ή με τους σκύλους, καθώς είναι ανίκανος να προσανατολιστεί με την όσφρηση. Ας δούμε την έρευνα για την παρουσία της ανθρώπινης γλώσσας σε άλλα πρωτεύοντα – ή τη δυνατότητα να μπορούν να τη μιλήσουν. «Η ιδέα… ήταν πως οι άνθρωποι είναι ένα είδος πολύ εξελιγμένων πρωτευόντων –το αποκορύφωμα της δημιουργίας– και πως τα άλλα πρωτεύοντα μάς παρέχουν ενδείξεις και γνώσεις για την ιστορία μας. Ωστόσο εξελικτικά αυτό δεν είναι σωστό· οι άνθρωποι και τα άλλα πρωτεύοντα κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο, αλλά οι άνθρωποι δεν κατάγονται από τα άλλα εν ζωή πρωτεύοντα. Η εικόνα που έχει δοθεί για τα άλλα πρωτεύοντα είναι επίσης προβληματική. Δεν είναι αποτυχημένοι άνθρωποι· είναι πλάσματα με τις δικές τους ικανότητες. Οι άνθρωποι και τα άλλα πρωτεύοντα είναι όμοιοι από πολλές απόψεις και διαφορετικοί από άλλες. Αν θέλουμε να ξέρουμε ποιες είναι αυτές οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές, πρέπει να κάνουμε έρευνα με αφετηρία τη δική τους άποψη για τον κόσμο» (κεφ. 1 «Μιλώντας την ανθρώπινη γλώσσα», το απόσπασμα σσ. 35-36).

Σήμερα στη βιολογία ευφυΐα θεωρείται η ικανότητα αντιμετώπισης συγκεκριμένων για το κάθε ζωικό είδος προκλήσεων. Η επικοινωνία των ζώων είναι προσαρμοσμένη στο ιδιαίτερο περιβάλλον διαβίωσής τους και προέρχεται από τις σωματικές και γνωστικές δεξιότητές τους. Για παράδειγμα, οι φάλαινες χρησιμοποιούν πολύ τον ήχο, επειδή ταξιδεύει γρήγορα μες στο νερό, ενώ η όσφρηση και η όραση είναι λιγότερο χρήσιμες· οι νυχτερίδες χρησιμοποιούν πολύ υψηλούς τόνους, για να κατανοήσουν το περιβάλλον τους: αυτά τα ζώα, όπως και πολλά άλλα, έχουν αναπτύξει πολύ σύνθετα συστήματα επικοινωνίας, τα οποία σε συγκεκριμένες πτυχές τους είναι παρόμοια με την ανθρώπινη γλώσσα. Επομένως απαιτείται μία σε μεγαλύτερο βάθος εξέταση των γλωσσών των ζώων (κεφ. 2 «Ο έμβιος κόσμος»).

Επειδή τα ζώα συνήθως δεν εκφράζονται σε κάποια ανθρώπινη γλώσσα, μερικές φορές πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι σκέφτονται. Κατανοούμε τους ανθρώπους επειδή μιλούν· η γλώσσα μάς βοηθάει να αντιληφθούμε τον εσωτερικό τους κόσμο. Τα ζώα δεν μπορούν να μιλήσουν, έτσι θα παραμείνουν για πάντα μυστήριο. Θα μπορούσαμε όμως επίσης να αναρωτηθούμε εάν οι άνθρωποι μπορούν πράγματι να κατανοήσουν αυτό που σκέφτονται ή αισθάνονται άλλοι άνθρωποι. Γιατί η γλώσσα συχνά μπορεί να είναι παραπλανητική και δεν είναι μονοσήμαντη: κάποιος μπορεί να πει ότι μας αγαπάει και έπειτα να το αρνηθεί ή ενώ εμείς να το ερμηνεύσουμε ερωτικά αυτός να το εννοεί φιλικά. Δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε αδιάσειστα στοιχεία για το τι σκέφτονται οι άνθρωποι. Παράλληλα θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί το γεγονός ότι ανήκουμε σε συγκεκριμένο είδος θα έπρεπε να καθορίζει ή να προκαταλαμβάνει την κατανόηση του άλλου. Οι άνθρωποι αρέσκονται στις κατηγοριοποιήσεις και, παρόλο που τα άλλα ζώα εκφράζονται και αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφορετικά, είναι πολλά αυτά που μοιραζόμαστε μαζί τους. Όταν γνωρίζεις ένα ζώο καλά, μπορείς να το κατανοείς θαυμάσια, ίσως καλύτερα από έναν άνθρωπο που προέρχεται από έναν εντελώς διαφορετικό πολιτισμό. Στο σημείο αυτό η συγγραφέας εξετάζει τη συγκατοίκηση με τα ζώα και τη γλώσσα μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων ζώων, όπως επίσης τον ρόλο του σώματος στη σκέψη και την έρευνα που αφορά τη γλώσσα και τη σκέψη για (αλλά και μαζί με) τα άλλα ζώα (κεφ. 3 «Τα κατοικίδια ζώα» και κεφ. 4 «Ο έξυπνος Χανς – Να σκέφτεσαι με το σώμα σου»).

Για πολύ καιρό θεωρούνταν πως μόνο οι ανθρώπινες γλώσσες είχαν γραμματική και πως αυτές των ζώων ήταν κυρίως μια άμεση έκφραση των συναισθημάτων τους. Ωστόσο πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως αυτό δεν ισχύει, πως οι γλώσσες των ζώων μερικές φορές έχουν σύνθετη δομή, μπορούν να είναι συμβολικές και αφηρημένες και να αναφέρονται σε καταστάσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος ή, με κάποιον τρόπο, και σε καταστάσεις που δεν αφορούν τα συγκεκριμένα ζώα. Ένα από τα μέσα με τα οποία τα ζώα επικοινωνούν το ένα με το άλλο είναι το παιγνίδι. Και, παίζοντας, τα ζώα μπορούν να πουν κάτι για το ίδιο το παιγνίδι τους. Αυτό αποκαλείται μετα-επικοινωνία: επικοινωνία περί της επικοινωνίας» (κεφ. 5 «Δομή, γραμματική και αποκρυπτογράφηση» και κεφ. 6 «Μετα-επικοινωνία: Από το παιγνίδι στη δικαιοσύνη»).

Επειδή πάλι ίσως να μοιάζει παρατραβηγμένο να θέλουμε να μιλήσουμε για τη γλώσσα/ τις γλώσσες των ζώων, γιατί ίσως σκεφτόμαστε ότι ένα τεράστιο χάσμα τη/ τις χωρίζει από τη γλώσσα των ανθρώπων, η οποία είναι «ανώτερη» και σε αυτή δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση τα ζώα, η συγγραφέας προβαίνει σε έναν εύστοχο στην απτότητά του παραλληλισμό, θυμίζοντας ότι κατά το παρελθόν και διάφορες ανθρώπινες ομάδες έμεναν αποκλεισμένες από τον στενό κύκλο των προνομιούχων: «Στο σχετικά όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οι γυναίκες θεωρούνταν παράλογες και ανίκανες να πάρουν πολιτικές αποφάσεις. Στην εποχή της αποικιοκρατίας οι μη δυτικοί πληθυσμοί δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη ως συνομιλητές. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας των Αβορίγινων στην Αυστραλία π.χ. δεν αναγνωριζόταν γιατί δεν ταίριαζε στο σύστημα κανόνων και νόμων των Ευρωπαίων αποίκων» (σ. 17). Έτσι θα οδηγηθεί να εξετάσει τον ρόλο της γλώσσας στην πολιτική και κυρίως της γλώσσας των ζώων και της χρήσης της γλώσσας με τα ζώα στη δημιουργία νέων κοινοτήτων και σχέσεων μαζί τους (κεφ. 7 «Πρέπει να συνομιλήσουμε με τα ζώα»).

Δεδομένου, όπως έχουν πλέον αποδείξει οι πιο πρόσφατες μελέτες (για παράδειγμα, εκείνες του Φρανς ντε Βάαλ), ότι τα ζώα είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ καλού και κακού, γιατί τότε –αναρωτιέται η Εύα Μέιερ– δεν μπορούν να γίνουν ένα πολιτικό υποκείμενο; Οι έρευνες πάνω στις συλλογικές αποφάσεις μάς λένε πως είναι σε θέση ακόμη και να ψηφίσουν και τα όσα υπογραμμίζει η συγγραφέας είναι εξαιρετικής σημασίας. «Όταν μιλάμε για τα ζώα και την πολιτική, ακούμε συχνά το αστείο ότι τα ζώα δεν μπορούν να ψηφίσουν. Ωστόσο η έρευνα σχετικά με τις ομαδικές αποφάσεις των ζώων δείχνει ότι μπορούν και ότι το κάνουν εντός των κοινοτήτων τους… στις κοινότητες των μελισσών [για τη λήψη αποφάσεων ακολουθείται] μια διαδικασία που μπορεί να θεωρηθεί η ζωική εκδοχή αυτού που ο Γερμανός φιλόσοφος Habermas αποκαλεί διαβούλευση: Πολλά άτομα συζητούν τις διαθέσιμες επιλογές και επιλέγουν συλλογικά την καλύτερη. Τα κόκκινα ελάφια μετακινούνται όταν πάνω από το 62% των ενηλίκων σηκώνεται. Τα βουβάλια λαμβάνουν επίσης ομαδικές αποφάσεις σχετικά με το πότε θα σηκωθούν και πού θα πάνε. Τα θηλυκά της ομάδας αποφασίζουν τι θα κάνουν σηκώνοντας το κεφάλι τους, κοιτάζοντας προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ξαπλώνοντας ξανά. Εάν οι προτιμήσεις διαφέρουν πολύ, η ομάδα μερικές φορές χωρίζεται σε μικρότερες ομάδες. Οι ερευνητές παλιότερα πίστευαν ότι τα βουβάλια απλώς σηκώνονταν για να τεντώσουν τα πόδια τους, ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι πρόκειται πραγματικά για τη λήψη απόφασης. Στις ομάδες των περιστεριών η ιεραρχία είναι ελαστική. Διαφορετικά άτομα βρίσκονται στην υψηλότερη ιεραρχικά θέση σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και καθορίζουν πού θα πετάξουν. Οι κατσαρίδες πιθανόν έχουν λιγότερο προηγμένες μορφές λήψης αποφάσεων από τις μέλισσες και τα μυρμήγκια. Ωστόσο δεν ενεργούν χαοτικά ή χωρίς λογική» (σσ. 174-175).

Ήδη οι Σου Ντόναλντσον και Γουίλ Κίμλικα στο σημαντικό έργο τους Ζωόπολις[iii] είχαν υποστηρίξει πως οι διαφορετικές ομάδες ζώων θα έπρεπε να θεωρηθούν ως πολιτικές κοινότητες, απέναντι στις οποίες οφείλουμε να υιοθετήσουμε διαφορετικές στάσεις. Τα άγρια ζώα, τα οποία αποφεύγουν τους ανθρώπους, θα πρέπει να θεωρούνται μέλη ανεξάρτητων και κυρίαρχων κοινοτήτων· αντίθετα στα εξημερωμένα και οικόσιτα ζώα θα έπρεπε να αποδοθεί η ιδιότητα του πολίτη και να τους αναγνωριστούν σχετικά δικαιώματα· τέλος υπάρχουν εκείνα τα ζώα οριακής ταξινόμησης τα οποία, αν και ζουν ανάμεσά μας, δεν είναι εξημερωμένα (για παράδειγμα, σκίουρος, κοράκι, περιστέρι και αποδημητικά) και σε αυτά θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το δικαίωμα διαμονής, αλλά όχι την πλήρη ιδιότητα του πολίτη. Με άλλα λόγια, το εγχείρημα των δύο φιλόσοφων πρότεινε νέες και εξαιρετικά ρηξικέλευθες οπτικές διαειδικής συνοίκησης, οι οποίες δεν θα πρέπει να προσπεραστούν δίχως να τις μελετήσουμε σε βάθος. Εξού και η Μέιερ αφιερώνει στο Ζωόπολις ένα μέρος του δικού της έργου (σσ. 176-178), αλλά προχωρώντας ακόμη παραπέρα και υπογραμμίζοντας τόσο τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν σχετικά τα «γλωσσικά παιγνίδια» όσο και τη σημασία των μελετών του Τζέισον Χρίμπαλ για την ταξική και ενσυνείδητη πολιτική ματιά των ζώων.

Όπως σε άλλα κείμενά της έτσι και εδώ η Μέιερ ρίχνει τις βάσεις για μια νέα θεωρία της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων, για μια θεωρία σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τις έννοιες που επεξεργάστηκε στις τελευταίες εργασίες του ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και ιδιαίτερα από τη θεωρία του για τα «γλωσσικά παιγνίδια». Πρόκειται, όπως σημειώνει, για μια θεωρία που θα θεμελιώνεται στη δημιουργία νέων γλωσσών τις οποίες θα συμμερίζονται όλες οι πλευρές.[iv] «Τα κοινά γλωσσικά παιγνίδια μπορούν να παράσχουν ένα μέσο για να σκεφτούμε καινούριους τρόπους συμβίωσης και δημιουργίας κοινοτήτων, ή να υποστηρίξουμε ιδέες σχετικά με αυτό το θέμα. Το είδος δεν καθορίζει την ποιότητα της επικοινωνίας ή την εγγύτητα μιας σχέσης» (σ. 103). Η προσέγγιση και η ερμηνεία της γλώσσας ως ενός συνόλου γλωσσικών παιγνιδιών συνιστά ένα καλό σημείο εκκίνησης για να στοχαστούμε τις ζωικές γλώσσες και να επεξεργαστούμε έναν τρόπο επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπινων και άλλων ζώων που θα συμμερίζονται οι δύο πλευρές, στον βαθμό που επιτρέπει να συλλάβουμε το πλήθος και την πολυμορφία των γλωσσικών αλληλεπιδράσεων που υφίστανται μεταξύ τους. Αυτός είναι ενδεχομένως και ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αναδυθούν εκείνες οι ομοιότητες που λανθάνουν ή μας διαφεύγουν από τη στιγμή που συνήθως τα ζώα δεν χρησιμοποιούν ανθρώπινες λέξεις. Η θεωρία των γλωσσικών παιγνιδιών που η Μέιερ προτείνει θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για την ανάπτυξη μιας πολιτικής επικοινωνίας και συνεπώς να θεωρηθεί ένα είδος πολύτιμης προσθήκης στη θεωρία των Ντόναλντσον και Κίμλικα, προσθήκης που μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Τωόντι χάρη στην πολιτική επικοινωνία με τους ανθρώπους τα ζώα μπορούν να επηρεάσουν τους όρους και τις συνθήκες στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι διάφορες μορφές αλληλεπίδρασης, αποκαλύπτοντας και τα όρια των πολιτικών παραδειγμάτων-μοντέλων φιλελεύθερου και ακαδημαϊκού προσανατολισμού. Μία θεωρία της πολιτικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων ειδών που θεμελιώνεται στην πολλαπλότητα των αλληλεπιδράσεων που ήδη συντελούνται θα μας βοηθήσει και να σκεφτούμε νέες μορφές και νέους τρόπος δημοκρατικής αλληλεπίδρασης με τα ζώα.

H εργασία της ολλανδής φιλοσόφου και καλλιτέχνιδας πάνω στις γλώσσες των ζώων παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί υπονομεύει και αμφισβητεί ευθέως πολλές από τις αντιλήψεις μας και τις έως σήμερα ακλόνητες πεποιθήσεις μας για τη γλωσσική επικοινωνία των ζώων, μεταξύ τους και με εμάς, και την απουσία πολιτικής σε αυτά. Η Μέιερ δείχνει ότι, αν μελετήσουμε και στοχαστούμε τις γλώσσες των ζώων και τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούμε μαζί τους, αυτό θα μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε νέες κοινότητες και νέες σχέσεις και να υιοθετήσουμε μια νέα οπτική ως προς τη θέση των ζώων στην κοινωνία μας. Για τη Μέιερ, έφτασε η στιγμή να σταματήσουμε να θεωρούμε τη σκέψη ως μια δραστηριότητα του ανθρώπινου ζώου που αφορά μόνο στο ανθρώπινο είναι και να αρχίσουμε να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στα ζώα στο πεδίο της ηθικής, της πολιτικής και της φιλοσοφίας της γλώσσας. Υπό την οπτική αυτή κάποιες φιλοσοφικές έννοιες και κατηγορίες ή θα πρέπει να εγκαταλειφθούν τελείως ή να οριστούν εκ νέου, δεδομένου ότι η απλή διεύρυνσή τους ίσως δεν επαρκεί: αλλά δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούν να υπάρχουν ή να χρησιμοποιούνται με τους τρόπους του παρελθόντος. Οι ανατροπές που θα προέκυπταν θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνες που προκλήθηκαν, όταν οι γυναίκες και μη δυτικοί πληθυσμοί έπαψαν να αντιμετωπίζονται ως πλάσματα άλογα και ανάξια να λάβουν πολιτικές αποφάσεις, δίνοντας έτσι μια άλλη διάσταση στην έννοια των δικαιωμάτων: «Μπορούμε να μελετήσουμε την ιστορία των εννοιών και να ερευνήσουμε ποια επίδραση έχουν οι κοινωνικές σχέσεις στην αλλαγή των αντιλήψεων. Πάρτε π.χ. την έννοια των “δικαιωμάτων”. Στην ελληνική πόλη-κράτος μόνο οι ελεύθεροι άντρες είχαν δικαίωμα στις πολιτικές αποφάσεις. Οι σκλάβοι και οι γυναίκες δεν είχαν· και οπωσδήποτε ούτε τα ζώα ή τα παιδιά. Στη Δύση πολλά κινήματα –όπως το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και το γυναικείο κίνημα– φρόντισαν τα δημοκρατικά δικαιώματα να έχουν εφαρμογή σε όλους τους ενήλικες. Νέα δικαιώματα δόθηκαν και η σημασία του “δικαιώματος” διευρύνθηκε από κάτι που αφορά συγκεκριμένες ομάδες σε κάτι που αφορά όλους τους ανθρώπους. Τα δικαιώματα των ζώων σίγουρα δεν είναι γενικά αποδεκτά, αλλά, εάν τα ζώα αποκτούσαν δικαιώματα, τότε η έννοια των δικαιωμάτων θα άλλαζε και πάλι» (σ. 50). Έτσι επιτακτική γίνεται η ανάγκη ενός νέου πλατύτερου και λιγότερο ανθρωποκεντρικού ορισμού της γλώσσας, γιατί οι κυρίαρχες απόψεις στο ζήτημα της γλώσσας στα ζώα και στον άνθρωπο περιχαρακώνονται σε μια στατική αντίληψη της «φύσης» των πρώτων –την οποία κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν οι σύγχρονες ηθολογικές μελέτες– σε αντίθεση με την ιστορική δυναμική πορεία του δεύτερου. Κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να προσδιορίσουμε εκ νέου –και όχι απλώς να διευρύνουμε– τις έννοιες της υποκειμενικότητας, της ενσυνείδητης δράσης (agency) και της πολιτικής δράσης. Γιατί, όπως είδαμε, και τα ζώα σκέφτονται πολιτικά και λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις: «Αυτό που σήμερα θεωρούμε πολιτική έχει επηρεαστεί και επηρεάζεται από τα άλλα ζώα. Η πολιτική δεν λαμβάνει χώρα μόνο στα δημοτικά συμβούλια ή στα κοινοβούλια. Πρακτικές που αμφισβητούν την κυβερνώσα εξουσία έχουν επίσης πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει προσωπικές σχέσεις ανθρώπων και ζώων στις οποίες τα ζώα θέτουν κάποια αιτήματα, κοινωνικά κινήματα τα οποία μπορούν να επικαιροποιηθούν από την αλληλεπίδραση με τα άλλα ζώα και αμέτρητους άλλους τρόπους με τους οποίους τα ζώα επηρεάζουν τη ζωή και τις προοπτικές των ανθρώπων… Οι διάφορες μορφές πολιτικής αλληλοεπηρεάζονται και τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άλλα ζώα παίζουν ρόλο σε αυτές» (σσ. 175-176). Να γιατί ο Τζέισον Χρίμπαλ εστιάζει τόσο το ενδιαφέρον του σε υποκειμενικότητες που αντιστέκονται και δραπετεύουν και μας διηγείται τις αποδράσεις, τις επιθέσεις, τα αιτήματα και τα μποϊκοτάζ – όλες κινήσεις διαμαρτυρίας, μολονότι τις περισσότερες φορές αποβαίνουν άκαρπες, απέναντι στις αδικίες. Να επίσης γιατί η Μέιερ εμφανίζεται διστακτική και έχει αμφιβολίες απέναντι σε απόπειρες να χαρτογραφηθούν και να ταξινομηθούν νέες πολιτικές κοινότητες ξεκινώντας από όρους και έννοιες που αντλούνται από το ιστορικό-θεσμικό πλαίσιο του δυτικού έθνους-κράτους: εξάλλου την αποτελεσματικότητά τους μπορούμε να τη διαπιστώσουμε καθημερινά στα διαμελισμένα σώματα των μεταναστών, των απόκληρων, όσων αντιστέκονται στις βίαιες κανονιστικές νόρμες.

Ένα δυνατό απτό παράδειγμα της δικής της πρότασης μας δίνει η συγγραφέας εξετάζοντας την εμπειρία του φυσικού καταφυγίου Μπουκίτ Τιμά στη Σιγκαπούρη, όπου άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο ειρηνικά συμβιώνουν άνθρωποι και μακάκοι (σσ. 180-182) και οι ζωογεωγράφοι μελετούν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν κάτοικοι-μακάκοι και κάτοικοι-άνθρωποι, προκειμένου να φωτίσουν και να επεξεργαστούν κοινές πρακτικές και τελετουργίες: «Ο σχεδιασμός αυτής της αλληλεπίδρασης, τόσο η εκμάθηση της γλώσσας των πιθήκων όσο και η καθιέρωση πολιτικών τελετουργιών (ξεκινώντας από τους χαιρετισμούς), θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία ενός μοντέλου στο οποίο θα είχαν λόγο τόσο οι πίθηκοι όσο και οι άνθρωποι, και έτσι θα έρχονταν πιο κοντά ο ένας στον άλλο ή θα καθόριζαν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα όρια. Οι μακάκοι ασκούν ήδη άμεση πολιτική δράση: Αμφισβητούν την ιεραρχία και επικοινωνούν με τους ανθρώπους. Οι λύσεις που προτείνουν οι Yeo και Neo [οι οποίοι διερεύνησαν αυτή την πραγματικότητα] αφορούν κυρίως την αύξηση της γνώσης των ανθρώπων (π.χ. με την τοποθέτηση πινακίδων που προειδοποιούν ότι το τάισμα των πιθήκων τούς κάνει επιθετικούς). Μια άλλη πρακτική που θα μπορούσε επίσης να συμβάλει είναι η αμοιβαία εκμάθηση από το κάθε είδος των μορφών επικοινωνίας του άλλου είδους» (σσ. 181-182). Ανάλογα παραδείγματα πολιτικής επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ σκύλων και ανθρώπων μάς προσφέρουν οι εμπειρίες του Λόρελ Κάνιον Ντογκ Παρκ και του μετρό της Μόσχας (σσ. 182-184).

Εν κατακλείδι, η σπουδαιότητα και το βάρος του βιβλίου της Εύα Μέιερ έγκεινται ακριβώς σε αυτό: για να κατανοήσουμε τη γλώσσα των ζώων, οφείλουμε να αλλάξουμε προοπτική, να σκεφτούμε μια νέα σύνθεση εντός της οποίας όλα τα έμψυχα, ανθρώπινα και μη, έχουν το ίδιο και εξίσου δικαίωμα στον λόγο και στη «γλώσσα».

 

 

* Ο Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

 

__________________

[i] Αναλυτικότερα, βλ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, «Η σκέψη του Αγκάμπεν απέναντι στο ζώο», στο Giorgio Agamben, Το ανοιχτό. Ο άνθρωπος και το ζώο, μτφ.-επίμ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Κυαναυγή, Αθήνα, 2021, σσ. 173-225, απ’ όπου και οι παραπομπές στη συνέχεια του κειμένου.

[ii] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό, εισ.-μτφ. Γιώργος Ξηροπαΐδης, Ροές, Αθήνα, 2000.

[iii] Sue Donaldson & Will Kymlicka, Ζωόπολις. Μια πολιτική θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων, μτφ. Γρηγόρης Μολύβας, Πόλις, Αθήνα, 2021.

[iv] Eva Meijer, «Political Communication with Animals», Humanimalia, 5(1), 2013 και http://www.depauw.edu/site/humanimalia/issue09/meijer.html).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top