Fractal

Από την συλλογική μοναξιά της Λατινικής ηπείρου, στην ιδιωτική μοναξιά του ενός

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

«Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου», Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου. Ψυχογιός, 2019

 

 

Οι μνήμες ενός ηλικιωμένου  ενενηντάχρονου άντρα οι οποίες φτάνουν μέχρι το παρόν του, αποτελούν το υπόβαθρο του βιβλίου ετούτου του μεγάλου Κολομβιανού συγγραφέα. Ο υπερήλικας πρωταγωνιστής του, πλησιάζοντας τα ενενηκοστά του γενέθλια, επιθυμεί να δωρίσει στον εαυτό του μια αξέχαστη νύχτα ευδαιμονίας κοντά σε μια νεαρή παρθένα στο πασίγνωστο και ταυτόχρονα ημιπαράνομο πορνείο και ερωτικό  καταφύγιο της Ρόζα Καμπάρκας. Η τελευταία, από  παλιά γνωστή και αρκούντως έμπιστη στον αφηγητή,  γνωρίζει επακριβώς τις κρύφιες επιθυμίες του γνωστού πελάτη της κατοικίας και επιχείρησής  της. Έτσι αποφασίζει να τον φέρει σε επαφή με μια δεκατετράχρονη μοδίστρα, η οποία χρειάζεται απελπισμένα πρόσθετα κεφάλαια για να στηρίξει τη φτωχή οικογένειά της, αλλά που ήταν ταυτόχρονα τόσο εξαντλημένη από την πολύωρη και συνεχή εργοστασιακή της εργασία. Ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής στο βιβλίο, είναι ένας λογοτέχνης και δημοσιογράφος που βρίσκεται αναπόσπαστα δεμένος με τη συλλογική καρδιά του έθνους του, και θα μπορούσαμε εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος να τον παρομοιάσουμε με τον συγγραφέα Γκάμπο, όπως  ήταν γνωστός σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική από τη συνειδητή συντομογραφία του,  ο  νομπελίστας Κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.  Όπως και ο Γκάμπο, λοιπόν, στα πρώτα χρόνια του, έτσι και ετούτος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι δημοσιογράφος εφημερίδας, ο οποίος εξακολουθεί να γράφει με το χέρι ιστορίες που βασίζονται εν πολλοίς σε παρατηρήσεις του τόπου του και οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων, βρίσκονταν σε έντονη αντίθεση με την περιρρέουσα εκσεσημασμένη  κυβερνητική  διαφθορά.

Στην μικρή όμως παρούσα ιστορία, δεν βρίσκεται τίποτα το κρυφό. Όλα βρίσκονται μπροστά μας, με την εξιστόρηση της απλής ερωτικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, όση τουλάχιστον αυτός ενθυμείται και φέρνει στο προσκήνιο. Είναι, αναμφίβολα, και εραστής της παρατήρησης και της μικρής λεπτομέρειας, αφού κοιτάζοντας μια γιγάντια φωτογραφία σε μια μεγάλη αίθουσα στα γραφεία της εφημερίδας του, βεβαιώνει με φρίκη, για ακόμα μια φορά, πως γερνάει κανείς ολοένα και περισσότερο στις φωτογραφίες, παρά στην πραγματικότητα!

Η Ρόζα Καμπάρκας, από την άλλη μεριά, είναι πιο ψυχρή στις εκτιμήσεις της. Γι’ αυτήν, ο δολοφονημένος πελάτης είναι ένα τεράστιο γυμνό σώμα,  που φορούσε ακόμα τα παπούτσια του, και το οποίο είχε την ασπράδα του αχνιστού  κοτόπουλου στο μουσκεμένο με  αίμα κρεβάτι. Για τον ηλικιωμένο άντρα, όμως, η ζωή δεν είναι κάτι που διαβαίνει σαν το ορμητικό ποτάμι του Ηράκλειτου, και γι’ αυτό μετράει τα χρόνια του με δεκαετίες. Η δεκαετία των πενήντα, ήταν γι’ αυτόν αποφασιστική γιατί συνειδητοποίησε ότι όλος ο κόσμος ήταν μικρότερος απ’ αυτόν,  ενώ η αμέσως επόμενη τον οδήγησε στη σκέψη ότι δεν απομένει πλέον χρόνος για άλλα λάθη. Όσον αφορά εκείνη των εβδομήντα, εδώ εμφιλοχωρεί πάντοτε η πιθανότητα αυτή να είναι η τελευταία!  Κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης δέσμευσης του άντρα με την νεαρή γυναίκα,  την Ντελγαδίνα, οι δυό τους  κάθονται σιωπηλά, χωρίς να έχουν κάτι σοβαρό να συζητήσουν,  πλέκοντας μπλε και ροζ καλτσάκια  για τους μελλοντικούς απογόνους που δεν πρόκειται να αποκτήσουν ποτέ.

 

 

Μεταθανάτιο πορτραίτο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, από τον Ricardo Martinez.

 

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους και αφηγητές του εικοστού αιώνα, με ξεχωριστό ταλέντο. Δεν διστάζει να ξεκινήσει την αφήγησή του, με τη φράση, ‘ Το χρόνο που έκλεινα τα ενενήντα μου χρόνια, θέλησα να δώσω στον εαυτό μου το δώρο μιας νύχτας τρελού έρωτα με μια   έφηβη παρθένα’. ‘Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου’, είναι μια σύντομη και περίεργη νουβέλα, μια ιστορία, στην πραγματικότητα, για τον  ρομαντισμό που μπορεί να αναπτυχθεί στο χώρο ενός πορνείου, και για τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας πραγματικής αγάπης σε μεγάλη βιολογική ηλικία.  Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής του Γκαρσία Μάρκες, είναι ένας παροπλισμένος στην ουσία δημοσιογράφος που ζει στο πατρικό  σπίτι σε μια παράκτια πόλη της Κολομβίας. Άσχημος, ντροπαλός και αναχρονιστικός, είναι παλαίμαχος της περιοχής εκείνης της πόλης του με τα κόκκινα φανάρια,  και όπως εξηγεί και μας εκμυστηρεύεται, από το εικοστό έτος της ηλικίας του, είχε τη συνήθεια να κρατάει έναν κατάλογο με το όνομα, την ηλικία, τον τόπο και μια σύντομη αναφορά για τις περιστάσεις και το στυλ κάθε μιας από τις πεντακόσιες δεκατέσσερις γυναίκες με τις οποίες συνευρέθηκε τουλάχιστον μία φορά. Την ίδια στιγμή μας εξηγεί ότι η πληρωμή ήταν ζήτημα τιμής γι’ αυτόν, αφού λέει ότι δεν πλάγιασε ποτέ με γυναίκα χωρίς να την πληρώσει, κι’ ακόμα και εκείνες που δεν ήταν του  συγκεκριμένου επαγγέλματος, τις έπειθε με τη λογική ή με τη βία να δεχτούν τα χρήματα, ακόμα κι’ αν στη συνέχεια, όπως λέει, τα πετούσαν στα σκουπίδια.  Μαζί με την καθημερινή του απασχόληση, βρήκε και αφιέρωσε όλον αυτόν το χρόνο να ασχοληθεί με τις εκατοντάδες γυναίκες, τουτέστιν με την ικανοποίηση των συνήθων σωματικών του αναγκών, αντί να ξαναδιαβάσει τους κλασσικούς συγγραφείς και να ακούσει μουσική  που τόσο επιθυμεί, αλλά την παραμονή ετούτων των ενενηκοστών γενεθλίων του, η επιθυμία γι’ αυτές επιστρέφει τόσο επειγόντως ώστε να φαίνεται κυριολεκτικά σαν μήνυμα από τον Θεό. Ανίκανος ή απρόθυμος να προχωρήσει περαιτέρω με αυτήν τη μικρή, παρατηρεί απλώς τον ύπνο του σώματός της, της τραγουδάει, τη φιλά, και τέλος πηγαίνει να κοιμάται δίπλα της, φεύγοντας την αυγή πριν ξυπνήσει. Το εν λόγω μοτίβο, φυσικά,  επαναλαμβάνεται κάποιες φορές, έως ότου την ερωτευτεί.

 

Ο Γκαρσία Μάρκες, υπήρξε δημοφιλής τόσο ως συγγραφέας όσο και ως προσωπικότητα από ολόκληρο τον ισπανόφωνο και όχι μόνο κόσμο.

 

Οποιαδήποτε νέα δημοσίευση από τον Γκαρσία Μάρκες,  ήταν σπουδαίο εκδοτικό  γεγονός, όχι μόνο για την Κολομβία και τον ισπανόφωνο κόσμο, αλλά και για όλους. Στο γράψιμό του, οι οίκοι ανοχής συνήθως αντιπροσωπεύουν μια γενναιόδωρη, θαρραλέα σεξουαλική πράξη αγάπης, παρά, αντίθετα, την εκμετάλλευση των γυναικών και την ντροπή, και σε αυτή τη σύντομη ιστορία,  οι πόρνες, μικρές και μεγάλες,  σπάνια είναι μελαγχολικές. Όπως έκανε και ο Μάρκες στην αυτοβιογραφία του, έτσι και ο αφηγητής εδώ θυμάται  με αγάπη  την πρώιμη σχέση του με τις γυναίκες, και την πρώτη φορά που βρέθηκε  στα χέρια μιας θαυμάσιας πόρνης και την εισαγωγή του στον σαθρό, ευτελή, αλλά και ανδρείο ταυτόχρονα κόσμο όπου οι γυναίκες προσκαλούσαν τους φτωχούς πελάτες τους στο δωμάτιό  τους, τους δάνειζαν το σαπούνι τους, ασχολούνταν με τους πονόδοντους που πιθανόν υπέφεραν, ενώ σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις τους έδειχναν ένα διαφορετικό πρόσωπο, γεμάτο  φιλανθρωπία, στοργή  και  αγάπη. Η περίεργη συνύπαρξη περίπλοκων ενεργειών και πρωτόγονων ορμών, είναι ένα μεγάλο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Μάρκες, όπως άλλωστε και στα πασίγνωστα  ‘εκατό χρόνια μοναξιάς’. Πολλοί αναγνώστες μπορεί να διαπιστώσουν ότι το εντυπωσιακό πάθος ενός ενενηντάχρονου άντρα για μια μικρή πόρνη, είναι, εγγενώς και σε γενικές γραμμές, ένα μη ελκυστικό θέμα, αλλά ο Μάρκες φαίνεται εν προκειμένω να έχει διαφορετική γνώμη, αφού το δωμάτιο όπου συναντιούνται, ο αφηγητής το διακοσμεί ακόμη και με τα έργα της μητέρας του, υπαινισσόμενος ότι πρόκειται για μια αγνή πραγματικά αγάπη.  Στη συνέχεια, βεβαίως, το δωμάτιο επέστρεφε στην ‘αρχική απογοήτευση για τη θλιβερή αγάπη των περιστασιακών πελατών’, και ο γέρος της νουβέλας μαθαίνει γρήγορα ότι το σεξ είναι η ‘παρηγοριά που έχεις όταν δεν μπορείς να αγαπάς’! Σε όλο το μήκος του κειμένου, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με φράσεις που μπερδεύεται κατά πόσο αποτελούν αποστάγματα σοφίας, ή απλώς ενδείξεις ή εκδηλώσεις γεροντικής άνοιας του πρωταγωνιστή πλημμυρισμένες από διαλογισμούς γύρω από την αγάπη, τη νοσταλγία και τη θνησιμότητα.

Αληθινή στη μορφή της, η τελευταία νουβέλα του Μάρκες διαβάζεται γρήγορα και εύκολα.  Αλλά στο μικρό ετούτο μυθιστόρημα εμφιλοχωρούν πολλά. Μαγικός ρεαλισμός, ερωτισμός, αναμνήσεις, νοσταλγία, θάνατος, μυθοπλασία, τροπική ζέστη, οίκοι ανοχής και αποφθέγματα, όπως εκείνο που λέει ότι το πρώτο σύμπτωμα των γηρατειών είναι όταν αρχίζεις να μοιάζεις με τον πατέρα σου,  και φυσικά πολλά άλλα που αναφέρονται στο πέρασμα του παντοδύναμου χρόνου, και με τα οποία θέματα  είναι εξοικειωμένοι οι  αναγνώστες των παλαιότερων βιβλίων του συγγραφέα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η περαιτέρω συζήτηση, αν γίνει, θα εστιασθεί  στο εάν και κατά πόσο η ιστορία ετούτη, η οποία επικεντρώνεται στην αγάπη του ενενηντάχρονου για ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, είναι πορνογραφία ή πραγματική ιστορία αγάπης. Μήπως αυτό είναι εκείνο που οι γιατροί αποκαλούν γεροντική άνοια, αναστενάζει σε δεδομένη στιγμή η επίσης ηλικιωμένη κυρία που διαχειρίζεται το πορνείο! Αλλά αργότερα τον συμβουλεύει να μη χάσει αυτό το πλάσμα, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή από το να πεθάνει μόνος. Η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη γη να γυρίζει, λέει κάπου αλλού ο αφηγητής, με αφορμή την προσωπική του περιπέτεια, δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι συναντούν εμπόδια.

Αν στα μυθιστορήματά του, ο Γκαρσία Μάρκες,  απεικόνισε την υπαρξιακή αγωνία ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, την παράλογη βία και συμπεριφορά των απολυταρχικών καθεστώτων, σε τούτο το έργο, μεταφέρει την μοναξιά σε πρώτο πρόσωπο, την εστιάζει στον έναν, με τον έρωτα και το θάνατο αναμφίβολους πρωταγωνιστές.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top