Fractal

Η πρόσκαιρη ανατροπή της πλήξης και της ηρεμίας στην επαρχιακή Λα Ροσσέλ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Simenon, Georges, «Οι δαίμονες του πιλοποιού» Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα, 2019

 

Η πληθώρα και ποικιλία των μυθιστορημάτων του Ζωρζ Σιμενόν, είναι σε γενικές γραμμές γνωστή σε όλους τους αναγνώστες του. Βιβλία που έχουν ως ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ ή όχι, με τους γνωστούς αντίστοιχα χαρακτηρισμούς. Ετούτο είναι σίγουρα κάτι διαφορετικό και ίσως πιο μεγάλο σε έκταση από τα συνήθη. Ένας άλλος επιτυχημένος τίτλος που ανήκει στα ‘σκληρά’ μυθιστορήματα, ας πούμε στα πιο ‘σοβαρά’ βιβλία του, σε  αντίθεση με αυτά που εκείνα που ο ίδιος θεωρούσε ως τα δημοφιλή φαντασιακά του δημιουργήματα. Μεταξύ αυτών των μυθιστορημάτων περιλαμβάνονται τα πασίγνωστα, ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’, τα ‘Κόκκινα φώτα’, ‘Το χιόνι ήταν βρώμικο’ και ‘Η φυγή του κυρίου Μοντ’. ‘Οι δαίμονες του πιλοποιού’ (‘Les Fantomes du chapelier’, στο πρωτότυπο) είναι  ένα άλλο αρκετά ενδιαφέρον μυθιστόρημα ψυχολογικού εγκλήματος που είδε το φως της δημοσιότητας στη γαλλική γλώσσα στα 1949, και στη δική μας φέτος (2019) από τις Εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση της Αργυρώ Μακάρωφ.

 

Στενοσόκακο στην παλιά πόλη της Λα Ροσσέλ

 

Ο Λεόν Λαμπέ, πιλοποιός στο επάγγελμα, έχει μια μυστική ζωή που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή και με την παραμικρή υποψία. Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ βρισκόταν σε γνωστό συνοικιακό καφενείο της πόλης, ο γείτονάς του απέναντι στο δρόμο, ένας δειλός, ντροπαλός, ταπεινός  και συνεσταλμένος ράφτης, ο Κασουντάς, βλέπει ένα μικροσκοπικό κομμάτι χαρτιού που βρίσκεται κολλημένο στο ρεβέρ του παντελονιού του Λαμπέ. Ήταν ένα προσεκτικά κομμένο χαρτί με ψαλίδι, που έφερε πάνω του τα γράμματα ‘τ’ και ‘ν’, το οποίο ο Κασουντάς, άφησε ασχολίαστο. Ο Λαμπέ το παίρνει από το ρεβέρ με σχετική αδιαφορία και ευχαριστώντας τον ράφτη. Αργότερα το βράδυ, ως μέρος της νυχτερινής του ρουτίνας, ο Κασουντάς ακολουθεί τον Λεόν Λαμπέ από το καφέ και γίνεται τυχαίος μάρτυρας ενός βίαιου εγκλήματος. Ο Λαμπέ, εμφανίζεται ξαφνικά και λέει, σαν προειδοποίηση περισσότερο, στον γείτονά του, Κασουντάς, ‘…  Μάλλον κάνετε λάθος, Κασουντάς’! Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε τον Λαμπέ  στο σπίτι του να κάθεται σε ένα τραπέζι με μια εφημερίδα από την οποία σχολαστικά αποσπάει γράμματα, λέξεις και μερικές φορές ολοκληρωμένες φράσεις και να τα κολλάει όλα, προσεκτικά, σε ένα φύλλο χαρτιού. Αυτή είναι μια από τις πολλές ανώνυμες επιστολές όπου περιγράφει λεπτομερώς το πιο πρόσφατο ‘ανδραγάθημά’ του, αργά εκείνη τη νύχτα.  Είναι ο άνθρωπος που οι εφημερίδες έχουν ονομάσει ‘στραγγαλιστή’ και έχει δολοφονήσει πολλές ηλικιωμένες γυναίκες με μια χορδή βιολοντσέλου στερεωμένης σε δυό κομματάκια ξύλου στις άκρες, εργαλείο που ο στραγγαλιστής είχε καλά κρυμμένο στις τσέπες του. Ο Λαμπέ είναι σίγουρος ότι ο γείτονάς του έχει συνδέσει το κομματάκι του χαρτιού με αυτές τις ανώνυμες επιστολές, οι οποίες και αποτέλεσαν αντικείμενο σχολίων και άρθρων στις τοπικές εφημερίδες και εκτενών συζητήσεων μεταξύ των πολιτών για τις επαναλαμβανόμενες ειδεχθείς δολοφονίες στους παλιούς δρόμους της πόλης Λα Ροσσέλ στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού.  Αυτό λοιπόν  που ξεκινάει σαν μια ρουτίνα μελέτης ενός δολοφόνου και των εγκλημάτων του, γίνεται σταδιακά μια πιο απορροφητική μελέτη ενός εγκληματία που εξελίσσεται σε θύμα της δικής του νοσηρής φαντασίας. Η όλη ιστορία δείχνει πώς ο Λαμπέ, ο πιλοποιός, δημιούργησε έναν κόσμο κατάλληλο, καθώς και την αποτελεσματική καθημερινή ρουτίνα, καταστάσεις που να καλύπτουν αποτελεσματικά τον αληθινό δολοφονικό εαυτό του. Εκτός από τις πολλές ηλικιωμένες γυναίκες που σκότωσε, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι έχει κατασκευάσει έναν περίπλοκο και περίτεχνο γρίφο στο άμεσο περιβάλλον του στον οποίο δείχνει ότι η σύζυγός του είναι ακόμα ζωντανή, παρόλο που και αυτή υπήρξε ένα από τα θύματα του για τους βαθύτερους λόγους που προσφέρονται μέσα στο κείμενο. Ένα μέρος της νυχτερινής ρουτίνας του πιλοποιού, είναι και η παρατήρηση του Κασουντάς, στο διακριτικό του μικρό  διαμέρισμα, σχεδόν δίπλα από το δικό του. Ο ράφτης είναι τόσο φτωχός ώστε κανένα από τα παράθυρά του να μην έχει κουρτίνες, γεγονός που διευκολύνει τον Λαμπέ να κατασκοπεύει όποτε επιθυμεί τα μέλη της οικογένειας του Κασουντάς. Όπως και τα καπέλα που χειροτεχνεί και περιποιείται  στην καθημερινή του εργασία, ο Λαμπέ κατασκευάζει μια περίεργη διαπροσωπική σχέση με τον ράφτη στον οποίο οι δύο τους γίνονται ταυτόχρονα φίλοι και εχθροί. Ο πιλοποιός παράλληλα ονειρεύεται να προσθέσει τον Κασουντάς στον κατάλογο των θυμάτων του, ενώ όλοι σκέφτονται την πιθανότητα αμοιβής των είκοσι χιλιάδων φράνκων. Το παιχνίδι του που δρομολογείται με τον ράφτη, είναι με το ξεδίπλωμα του κειμένου συχνά πιο επίβουλο απ’ ότι οι πραγματικές δολοφονίες. Ο Σιμενόν ασχολείται εκτεταμένα με το μοτίβο του εγκληματία που τον απασχολεί με εμμονή, το πώς οι άλλοι στο στενό και ευρύτερο περιβάλλον της μικρής επαρχιακής γαλλικής πόλης τον αντιλαμβάνονται και τι συγκεκριμένα σκέφτονται γι’ αυτόν. Η ονειροπόληση γίνεται μολυσμένη και δηλητηριάζεται μέχρις ότου μετατραπεί σε τρελή φαντασία που διατρέχει τον τόπο και το χρόνο άγρια και δαιμόνια. Προσπαθώντας να διατηρήσει μια πρόσοψη κανονικότητας, ο πρωταγωνιστής του Σιμενόν θα θυσιάσει την ακεραιότητα, την ηθική και συχνά τη λογική του.  Η γοητεία του μυθιστορήματος βρίσκεται στην ανάγνωση τού πώς η πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να ανταποκριθεί στα σχέδια και τις ιδέες του, και πώς η συντριπτική ενοχή του συνήθως τον οδηγεί σε ένα τραγικό τέλος. Αυτό βεβαίως είναι το θέμα που είναι εύκολο να βρεθεί σε μεγάλο αριθμό και άλλων αστυνομικών μυθιστορημάτων και μάλιστα με  αξιοσημείωτη ομοιότητα. Και όταν έρχεται το τραγικό τέλος, ως επί το πλείστον, το γεγονός είναι, όσο και να φαίνεται ακραίο και περίεργο, η μεγαλύτερή τους ανακούφιση και η ανάλογη ψυχολογική αποφόρτιση να παρουσιάζονται επιθυμητές παράμετροι.

 

George Simenon

 

Πόσο σημαντικός συγγραφέας, λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, είναι ο Ζωρζ Σιμενόν, που πολλοί τον συγκρίνουν με τον  Μπαλζάκ τουλάχιστον για την ποικιλία των θεμάτων και των χαρακτήρων του, γνωστού όντος ότι έγραφε μαζικά πολλά κείμενα ετησίως; Εδώ, βέβαια, υπεισέρχονται οι γνωστοί διάλογοι και προβληματισμοί για τα ‘σκληρά’ μυθιστορήματα, από τη μια μεριά,  και τις περισσότερο δημοφιλείς αστυνομικές ιστορίες με ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, από την άλλη, με τους ανάλογους, βεβαίως, θιασώτες ένθεν κακείθεν. Ωστόσο, όταν κάποιος κοιτάζει τα κείμενα αυτών των σκληρών μυθιστορημάτων, είναι ξεκάθαρο ότι προέρχονται από μια μακρά γαλλική και συγκλονιστική παράδοση. Η τέχνη και η τεχνική συνίστανται στη δημιουργία εντυπωσιακού υλικού με φυσικές λεπτομέρειες και με επίμονη ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων που καταφέρνει να επιβάλει στους αναγνώστες την αποδοχή μιας συχνά περίεργης κατάστασης, όπως και στους  ‘δαίμονες του πιλοποιού’, όπου ο Λαμπέ έξι εβδομάδες πριν από το ξετύλιγμα της ιστορίας, σκότωσε την ανάπηρη και ανίσχυρη σύζυγό του, Ματίλντ, και την έθαψε στο κελάρι κρύβοντας έξυπνα τον θάνατό της, όσον αφορά τα γεύματά της και χειριζόμενος ένα ξύλινο κεφάλι σε μια πολυθρόνα που να παραπέμπει εκ του μακρόθεν σε αυτή. Επίσης, πριν αρχίσει η ιστορία, σκότωσε άλλες έξι γυναίκες, επειδή ήταν όλες στο σχολείο με την Ματίλντ και θα έρχονταν να την δουν την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως συνήθιζαν. Στη συνέχεια, το κύριο μέλημα του βιβλίου είναι η σχέση μεταξύ των δύο ανδρών και η αυξανόμενη συναισθηματική εμπλοκή του Λαμπέ στις υποθέσεις του Κασουντάς. Όταν ο ράφτης αρρωστήσει, ο πιλοποιός είναι βαθιά ενοχλημένος και όταν πεθάνει, έρχεται ανεπιστρεπτί και το τέλος του Λαμπέ. Η ανησυχία του δολοφόνου για τον ράφτη γίνεται αξιόπιστη, συγκινητική και καλά πιστευτή. Σε πολλά από τα χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του Σιμενόν, έχουμε διαβάσει πως ο πρωταγωνιστής επιχειρεί να ξεφύγει από τον οικονομικό ή σεξουαλικό ιστό που τον περιβάλλει. Στην προκειμένη περίπτωση, ‘…ποιος θα το είχε πιστέψει… ότι ο κύριος Λαμπέ υπήρξε πιλότος; Και όμως υπήρξε πιλότος στον πόλεμο του ’14. Είχε καταρρίψει εχθρικά αεροπλάνα, σαν να ήταν σε σκοπευτήριο του λούνα-πάρκ και είχε αποκομίσει πολλές διακρίσεις…’. Συχνά ο βασικός χαρακτήρας αποτυγχάνει, μερικές φορές οδηγείται σε δράσεις ή σε μια σχέση που είναι παράλογη αλλά φαινομενικά εύλογη. Το ερώτημα όσον αφορά το εάν ο πρωταγωνιστής είναι στα καλά του και λογικός, πολλές φορές εγείρεται, για να ανατραπεί περιστασιακά, αλλά ως επί το πλείστον παραμένει ανοικτό για όποιες υποθέσεις. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου  ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’, για παράδειγμα, εγκαταλείπει την αξιοσέβαστη ζωή του προχωρώντας σε βιασμό και δολοφονία, πεθαίνοντας σε άσυλο. Αυτά τα βιβλία και βεβαίως όλα εκείνα που ασχολούνται με τις ψυχολογικές πιέσεις με την ανάλογη φόρτιση σε άτομα με, κατά το μάλλον ή ήττον, ασταθή χαρακτήρα που μετακινούνται εγκαταλείποντας τις συνηθισμένες καθημερινές τους δραστηριότητες, είναι αναμφισβήτητα και τα πιο φιλόδοξα έργα του Ζωρζ Σιμενόν. Το εν λόγω βιβλίο, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, όπως είπαμε στην αρχή, το 1949, αφού η συγγραφή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1948 στην Τουμακακόρι, έναν μικρό οικισμό στην έρημο της Αριζόνας,  ανάμεσα από την πόλη Τουσόν και το Νογκάλες, στα σύνορα της Πολιτείας της Αριζόνας και Μεξικού.

 

 

Είναι και θεωρείται πάντως δεδομένο πως τα βιβλία με ήρωα τον Μαιγκρέ, είναι λιγότερο φιλόδοξα και έτσι διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο αναγνωστικής, εκδοτικής και εμπορικής αποτυχίας, αφού ο χαρακτήρας του επιθεωρητή είναι περισσότερο ουσιαστικός από κάθε άλλη προσωπικότητα που προσφέρουν τα ‘σκληρά’ του μυθιστορήματα. Οι ικανότητες ωρίμανσης του συγγραφέα Σιμενόν φαίνονται σαφέστερα στην ανάπτυξη του ίδιου του Μαιγκρέ, με την πάροδο των ετών, και ειδικά στον ελαφρώς κουρασμένο και περισσότερο φιλοσοφημένο άνθρωπο  των τελευταίων χρόνων και βιβλίων. Οι ιστορίες του Μαιγκρέ  της δεκαετίας του 1930, είναι συχνά πολύ έξυπνες, εφευρετικές και αρκούντως πειστικές μέσα στην πληθώρα των συνήθων αστυνομικών ιστοριών εκείνης της περιόδου, αλλά η μετατόπιση από αυτά σε μια περισσότερο ρεαλιστική σχεδίαση, γραφή και ψυχολογία αρκετών  βιβλίων αργότερα, είναι πραγματικά σημαντική. Οι ιστορίες με τον Μαιγκρέ  πάντως έφτασαν στο αποκορύφωμά τους κατά τη δεκαετία του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ο Σιμενόν στα βιβλία του σεβόταν τον Νόμο αφηρημένα και ο Μαιγκρέ είναι η πιο εντυπωσιακή ενσάρκωση του Νόμου στη σύγχρονη μυθοπλασία. Ο Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989), τελειώνοντας,  μπορεί να μην υπήρξε ο μεγαλύτερος συγγραφέας εποχής του, αλλά σίγουρα δημιούργησε αργά, σταδιακά και φιλόδοξα, το αρχέτυπο του επίσημου αστυνομικού του εικοστού αιώνα.

 

Βιβλιογραφία για πληρέστερη ενημέρωση

  • David Hare: the genius of Georges Simenon. The Observer. Sun. 25 Sep 2016.
  • Jane Eblen Keller: ‘They Have Everything!’ Georges Simenon in Arizona. Journal of the Southwest. 44, No. 4 (Winter, 2002), pp. 449-516.
  • Joan Acocella: The dilemma of Georges Simenon. The New Yorker. October 3, 2011.
  • William W. Stowe: Simenon, Maigret, and Narrative. The Journal of Narrative Technique. Vol. 19, No. 3 (Fall, 1989), pp. 331-342.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top