Fractal

Οδυσσέας Ελύτης. Ο ηλιοπότης – και ασπιδοφόρος – μεγάλος νεοέλληνας ποιητής [2. 11. 1911 – 18. 3. 1996]

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

  Της πατρίδας μου*πάλι ομοιώθηκα

                                   μες στις πέτρες άνθισα*και μεγάλωσα

                                   των φονιάδων το αίμα *με φως ξεπληρώνω

                                   μακρινή μητέρα *ρόδο μου αμάραντο

 

 

Οι στίχοι είναι του από το ” ‘Αξιόν εστι “, από το μεγαλόπνοο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη που χάρισε στην Ελλάδα ένα ακόμα Νόμπελ Λογοτεχνίας και τον έκανε ευρύτερα και παγκόσμια γνωστό. Ποιήματά του επίσης πέρασαν στο στόμα και στη συνείδηση του ελληνικού κοινού, χάρη στη μελοποίησή τους από τον Μίκη Θεοδωράκη. Και θα τραγουδιούνται και θα είναι πάντα επίκαιρος ο Ελύτης, γιατί η ποίησή του αγκαλιάζει ολόκληρο τον Ελληνισμό, τον τόπο, την ιδέα της πατρίδας, την πίστη, τον άνθρωπο ως δημιουργό πολιτισμού και ιστορίας. Ο  Ελύτης είναι ανθρωποκεντρικός και ελληνοκεντρικός ποιητής, γιατί εστιάζει,το έργο του στον άνθρωπο και στην Ελλάδα.

 

 

 

 

Η Ελλάδα με το φως της, με τον ήλιο της, με τα νησιά, τα άγρια γυμνά ή δασωμένα βουνά της, τα ποτάμια,τους θεούς, τους μύθους, την ιστορία και όλα τα θαυμάσιά της, που κατόρθωσε στο διάβα των αιώνων της τραγικής της μοίρας. Η  Ελλάδα με τους ανθρώπους της, ήρωες και ταπεινούς, δοξασμένους και ανώνυμους, μα πάντα υπερήφανους και γενναίους. Η Ελλάδα με τα όμορφα ξωκλήσια, τον αέρα κι όλα τα ζωντανά της και ιδιαίτερα τη Γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποί της, είναι τα βασικά στοιχεία που στελεχώνουν το έργο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

 

” Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα”

 

λέει, που σημαίνει πως δεν είναι η πρώτη φορά, που αισθάνεται πως είναι αυτός ο ίδιος η πατρίδα, πως χαίρεται και υποφέρει, όπως ακριβώς η πατρίδα του. Αισθάνεται να γίνεται ποιητής, ζώντας ανάμεσα στις πέτρες:

 

” Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα “,

 

όπως ανθίζουν τα κυκλάμινα “στου βράχου τη σχισμάδα”, που λέει κι ένας άλλος γενναίος ποιητής, συγκαιρινός του. Με τα δώρα που του έδωσε η πατρική του νησιώτικη γη κι ο καταφώτιστος αιγαιοπελαγίτικος χώρος, η αρμύρα της θάλασσας,η αιματοπότιστη γη των πατέρων του. Και πάνω σ’ αυτ συνειδητοποίησε το μεγάλο χρέος του: να ξεπληρώσει το αίμα των κακών φονιάδων, όχι με αίμα πάλι, αλλά με φ ω ς ! Με πολιτισμό, με την ολοφώτεινη και ελληνικότατη ποίησή του, δείχνοντας στον κόσμον όλο, πως δεν είναι πια καιρός για πολέμους, είναι καιρός να δει ο καθένας τον πλαϊνό του και να τον αναγνωρίσει ως άνθρωπο.

 

Ο Ελύτης με την ποίησή του έφερε κάτι νέο στην Ελλάδα. Άνοιξε καινούργιους δρόμους στην ποίηση και χρησιμοποίησε εκφραστικούς τρόπους, που ήταν άγνωστοι στο χώρο αυτό ως την εποχή εκείνη. Δηλαδή, ο Ελύτης, όπως κι ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κι ο Βρεττάκος,  έθεσε στο κέντρο της ποίησής του τον άνθρωπο και την Ελλάδα, χωρίς να αποχωριστεί τη φύση και τη γλώσσα του λαού του, όπως ο μέγας Όμηρος, ο Σολωμός και η Δημώδης ποίηση.  Τίποτα στην ποίηση του Ελύτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ξέχωρα από τη φύση κι από τη γλώσσα μας.Να πώς ορίζει ο ίδιος τους άξονες της ποίησής του:

 

      “Η ποίησή μου είναι ενιαία. Υπάρχει σ’ αυτήν μια εσωτερική 

      ενότητα,  μια αλληλουχία, όπου γλώσσα, θέμα, νόημα

      συνυπάρχουν αρμονικά και αλληλένδετα”.

 

Και σε κάποια άλλη περίπτωση κάνει κάποια ερμηνευτικά σχόλια, σχετικά με τη φιλοσοφία του:

 

“Θεωρώ την ποίησή μου πηγή αθωότητας, γεμάτης επαναστατικές δυνάμεις

Αποστολή μου είναι να κατευθύνω τις δυνάμεις αυτές κατεναντίον ενός κόσμου,

που δεν μπορεί να αποδεχτεί η συνείδησή μου,

έτσι ακριβώς, ώστε μέσω διαδοχικών μεταμορφώσεων

να φέρω τον κόσμο αυτόν σε αρμονία με τα όνειρά μου.

Αναφέρομαι εδώ σ’ ένα σύγχρονο είδος μαγείας,ο μηχανισμός της οποίας

οδηγεί στην αποκάλυψη της αληθινής πραγματικότητας(…).

Ελπίζοντας στην επίτευξη μιας απελευθέρωσης απ’ όλα τα δεσμά

και μιας δικαιοσύνης που θα ταυτιζόταν με το απόλυτο φως, είμαι

ένας ειδωλολάτρης που, αθέλητα,καταλήγει στη χριστιανική αγιότητα”.

 

Για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη όλα είναι αθώα και αγνά. Οι αισθήσεις είναι αθώες,  όπως και το ανθρώπινο σώμα. Μιλάει για τα μικρά και για τα μεγάλα με σοβαρότητα και με στοργή. Και προσπαθεί να μιλάει όσο γίνεται σωστά, μένοντας πιστός και επιμένοντας στην μακραίωνη παράδοση της γλώσσας μας:

 

“Προσπαθώ αυτό που έχω να πω, να το πω όσο γίνεται καλύτερα.

Μου αρκεί. Δεν περιμένω τίποτα και από κανέναν…”

 

είπε κάποτε και το εννοούσε. Ο Ελύτης έμεινε προσηλωμένος στις μεγάλες του έγνοιες, έζησε μέσα σε μια δημιουργική,  γονιμοποιό σιωπή. Μια σιωπή, ωστόσο, αηδονολαλούσα, που του έδωσε τη δυνατότητα να αυτοκαλλιεργηθεί, σπουδάσει τη φύση και τη γλώσσα και να δώσει ένα έργο συμπαγές, ένα έργο διαχρονικό, που σημαίνει, ένα έργο με διάρκεια  στο χρόνο. Γιατί το έργο αυτό είναι θεμελιωμένο βαθιά στο χώμα και στη μοίρα της πατρίδας,  έχει τις ρίζες του στην αρχαία ποιητική παράδοση.

 

 

Χρησιμοποιεί αρχέγονα στοιχεία: το νερό, το φως, τον αέρα, το χώμα, τη φωτιά, τη θάλασσα, που είναι η μοίρα των Ελλήνων. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ο Ελύτης γεννήθηκε στην Κρήτη από γονείς Λέσβιους και τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στις Κυκλάδες, όπου απόκτησε και γνήσια νησιώτικη συνείδηση. Μέσα του είναι ένας αιώνια θαλασσινός, που το “Τρελοβάπορό” του, η ποίησή του η συμβολική, με τη θαυματουργή, τη μαγική της δύναμη, μπορεί να πλέει και στους γαλανούς αιθέρες, να ταξιδεύει παντού και πάντα, ν’ αρμενίζει σε στεριές και σε πελάγη και να φτάνει ως στους εφτά και τους δώδεκα ουρανούς της μνήμης και της δόξας του. Να διαιωνίζεται, γιατί έχει γερό σκαρί, όπως η Αργώ του πρώτου θαλασσόλυκου και θαλασσοπόρου ΄Ελληνα!

 

Όλα στην ποίησή του είναι αθώα και μαγικά και τρυφερά. Ό,τι αγγίζει με το σώμα του ή με τη σκέψη, με το νου του, το αγγίζει αθώα και με ευλάβεια, όλα στο νου του είναι αγνά και μοναχικά, μοναδικά. Είναι άδολα βρέφη και πονούν το νου του, όπως συμβαίνει με “το βρέφος της άνοιξης”:

 

“Αγγίζει το νου μου και πονεί το βρέφος

της άνοιξης…”

 

Η μοναξιά κι η σιωπή είναι δυο αγάπες που τον ακολούθησαν σ’ όλη τη μακροχρόνια πορεία του στη ζωή και στην τέχνη. Ο Ελύτης ό, τι είχε να πει και όπως μπόρεσε να το πει, το έπραξε μέσα από το έργο του. Δεν βγήκε στους δρόμους να διακηρύξει τα πιστεύω του και να λάβει μέρος σε κάθε λογής κοινωνικούς αγώνες, όπως έκαμαν άλλοι ομότεχνοί του:

 

“Ο καθείς και τα έργα του”,

 

λέει. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί, αρκεί να μην βλάπτει την πατρίδα του, τη γλώσσα του και το λαό του…Έζησε μέσα σε μια αξιόπρεπη φυσική και μεταφυσική μοναξιά υπομονετικά, με ευλάβεια και πίστη στην αποστολή, που του ανέθεσε η ίδια η ζωή κι η μοίρα του ποιητή. Μια σκληρή και δύσκολη δοκιμασία πρέπει να ήταν όλη του η κλειστή ζωή, που δικαιολογεί τον αποκαλυπτικό στίχο του:

 

“Τη μοναξιά την άντεξα σαν το χαλίκι…”,

 

που το γλείφει στην ερημιά του η αρμύρα του κύματος, που το δέρνουν στις ακροθαλασσιές της μοίρας οι άνεμοι, που το σαρακώνει η υγρασία και το πελεκάει με το αιχμηρό δόντι του “ο ήλιος ο ηλιάτορας, που το  λειαίνει η παλίρροια στην απεραντοσύνη της αιωνιότητας του πόντου. Έτσι κι ο ποιητής έζησε μακριά, ερήμην ενός κόσμου, που ύμνησε. Έζησε σαν τον ασκητή και τον προφήτη, είχε κάτι από την αγιότητα και το μυστήριο του ερημίτη, αυτός ο ποιητής μας.’ Ο,τι άρπαξε από τη φύση της νησιώτικης μοίρας, του τον ακολούθησε στη μοναξιά και στις ερημιές του νου του. Όλον το βιο της ελληνικής οικουμένης, που αξιώθηκε να αποθησαυρίσει μέσα του, ζώντας ανάμεσα στα θαλασσόβρεχτα βράχια του ηλιοκαμένου ελληνικού αρχιπελάγους, το πέρασε και το έκλεισε στο έργο του,  όλα τα ύμνησε. Περισσότερο από κάθε άλλον ΄Ελληνα ποιητή, ο Ελύτης ατενίζει πάντα το θείο, το μοναδικό ύψιστο σημείο. Ακολουθεί πιστά τους Αρχαίους ήρωες του λόγου και συμπορεύεται μαζί τους. Μένει πιστός στη δικαιοσύνη της γλώσσας, του ήλιου, της θάλασσας και της δοξαστικής μυρσίνης.

 

Αλλά το κυριότερο που τον απασχολεί είναι η γλώσσα η ελληνική, που την αναζήτησε αιώνες μέσα του, αντλώντας τους θησαυρούς της από τις παιδικές του μνήμες, από τη ζωή του στα νησιά κι από τις συναναστροφές του με τους ομιλίκους του στα παιγνίδια και στις σκανταλιές τους, όπως την άκουγε από τους προγόνους του και από τον απλό λαό. Αλλά κι όπως τη σπούδασε αργότερα στην Αθήνα. Κι ύστερα, στο Παρίσι συναναστρεφόμενος με λογίους και καλλιτέχνες, με σοφούς και σπουδαγμένους ο ορίζοντάς του πλάτυνε. Περισσότερο όμως,  όπως ομολογεί μέσα από τους στίχους του:

 

“Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ’ απύθμενα

με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας

νύχτες και νύχτες

το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση

του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα

τη χαρά ως την άκρα απόγνωση…”

 

Οι στίχοι αυτοί που δείχνουν πόσο πάλαιψε, πόσο αγωνίστηκε, πόσο ιδροκόπησε και πόσο πόνεσε ο ποιητής. Πόσο δάκρυ έχυσε και με πόση ένταση αναζήτησε “το λευκό” ως την έσχατη ένταση του σκοταδιού άλλοτε παίρνοντας χαρά κι άλλοτε τον κυρίευε η απόγνωση, ώσπου να φτάσει στην αποδοχή του ίδιου του του εαυτού, στην αυτογνωσία, αλλά και να κατακυριέψει, να κατακτήσει τη γλώσσα του λαού του, να της επιβληθεί και να την κάμει όργανό του και μέσο για να εκφράσει ό,τι κουβαλούσε στη μνήμη του, όλον τον κόσμο από τη φύση κι από τη ζωή του λαού του:

 

” Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων

και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός ο μέγας…”

για να γίνει ποίηση και να αξιωθεί να πει τελεσίδικα και μοναδικά:

“Τη γλώσσα μου έδωκαν ελληνική…”

 

 

 

 

 

 

Ο Ελύτης τα βλέπει όλα να πλέουν μέσα σ’ ένα κάτασπρο ελληνικό άρρητο φως αιωνιότητας, όλα είναι μαγικά, ερωτευμένα με τη Ζωή ωσάν:

 

“Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο

(…)να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα

(…)μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων

ή άλλα λόγια του Ιουλίου…”

 

και ψάχνει στα σκοτεινά τη μοίρα και το πεπρωμένο του, ώσπου του αποκαλύπτεται το μέγα μυστήριο της ιστορίας και της γλώσσας και βρίσκει τον προορισμό του ως οδηγού του λαού του κι αυτό τον κάνει περιχαρή κι ευτυχισμένο, δίνει νόημα στη ζωή και στην τέχνη του:

 

“Ποιας φυλής ανύπαρχτης γόνος νάμουν

τότε μόνο ενόησα…

(…)Πέρασε μέσα μου ΄Εγινε

αυτός που είμαι…

(…)Αυτός εγώ λοιπόν

και ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!”

 

Ο ποιητής βρίσκεται πλέον ενώπιος ενωπίω με τον κόσμο. Ταυτίζεται μετο λαό και με τον τόπο, την ιστορία και τη γλώσσα του, με τον κατακερματισμένο υπερήφανο λαό των αθώων, που είναι πάντα θύματα και βορά των κάθε λογής αρπακτικών:

 

“Μοίρα των αθώων, είσαι και δική μου μοίρα!” Λέει.

 

Ζει την κάθε μαρτυρική περίοδο του έθνους και του λαού. Θεμελιώνει το έργο του στη μνήμη:

 

“Θεμέλιωσα τα σπίτια μου*στη μνήμη μόνος”

 

Μένει γαντζωμένος στη μνήμη, ζει το πάθος των Ελλήνων για ζωή, για έρωτα και για ελευθερία, μόνιμα χαρακτηριστικά των Ελλήνων, που πάντα σήκωσαν στους ώμους τους αγώνες δύσκολους για να ζούνε ελεύθεροι. Κι ο ποιητής με το δικό του τρόπο μας δίνει μια έξοχη βιβλική εικόνα:

 

“Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους

και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος…”

 

Εικόνες και σχήματα που θυμίζουν βιβλικά τοπία και οδηγούν σε μια παγκοσμιότητα. Γιατί μόνο έτσι θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές ηρώων στους αιώνες των αιώνων κάτω από το μάτι της δικαιοσύνης του ήλιου, όπου κι ο θάνατος μετατρέπεται σε φως ζωής κι ο ποιητής αναγνωρίζει τον εαυτό του:

 

“Ο καημός του θανάτου τόσο πολύ με πυρπόλησε, που η λάμψη

μου επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και

του αιθέρος,

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι !”

 

Ανακάλυψε τον εαυτό του ο ποιητής τη στιγμή που:

 

“Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι…”

 

Η ποίηση του Ελύτη έχει διαύγεια, καθαρότητα, είναι φωτοπλημμυρισμένη και γεμάτη αρώματα, αρμύρα και μαγεία. Όλα είναι πάναγνα, δροσερά και διάφανα, ακόμα και τα πιο θλιβερά γεγονότα περιβάλλονται από μια διάφανη τραγικότητα, που απαλύνει την πίκρα και ομορφαίνει το θάνατο, όπως στο “΄Ασμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” που τον βλέπει με τα μάτια της ψυχής του να:

 

“Ανεβαίνει μοναχός κι ολόλαμπρος

τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του

φαίνεται μέσ’ στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός

και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα…

(…)Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος…”

 

κι ο θάνατος δεν είναι για τον ποιητή το τέλος της ζωής, είναι το πέρασμα σε μιαν άλλη διάσταση, είναι το κλείσιμο ενός κύκλου, του βιολογικού. Είναι το όριο, από όπου αρχίζει μια άλλη πραγματικότητα, η μικρή, η μεγάλη αιωνιότητα. Ο θάνατος δεν είναι ανίκητος. Είναι:

 

“΄Αοσμος κι όμως πιάνεται

όπως άνθος από τα ρουθούνια…”

 

και δεν θέλει να τον φαντάζεται κακομούτσουνο, αλλά άνθος.

 

Τον είπαν ποιητή της χαράς και των χρωμάτων. Και είναι, όπως είναι και ποιητής του φωτός, των νησιών και των θαλασσών, ποιητής των μικρών και των μεγάλων συνθέσεων. Έγραψε και ποιήματα που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται από μικρούς κι από μεγάλους. Όπως: Ο ήλιος ο ηλιάτορας” και “Τα ρω του έρωτα” ΄Εγραψε πολλά χαριτωμένα τραγούδια, όπως η “Πορτοκαλένια”  που τη μέθυσε ο ήλιος και στάθηκε αθώα και πάναγνη, γυμνή μπροστά στους τριανταδυό ανέμους, η μικρή “η Μάγια η αστραφτερή”, η πιο μικρή από τα εφτά παιδιά της μικρομάνας Πούλιας, το “Δελφινοκόριτσο”, η ” Ποδηλάτησσα” και άλλα.

 

Στα ποιήματα του Ελύτη συχνά το πνεύμα παίρνει τη μορφή ενός κοριτσιού, που έχει φτερά και μπορεί να πάει παντού με κείνο το “Τρελοβάπορό” του. Να τρέξει στον απέραντο πλημμυρισμένο με φως κόσμο του, μεσα στο φως της αθωότητας σαν:

 

“Νά ‘χει ο κόσμος όλος αθωωθεί…”

 

κι είναι σαν ο ποιητής και το κορίτσι να μαθαίνουν τον κόσμο “απ’ τα πουλιά” και να τον ντύνει μ’ “ένα φύλλωμα λέξεων/ελληνικά να μοιάζει” απείραχτο από το θάνατο, που θα είναι όλα αρμονικά ταιριασμένα με την ανατολή και με το ηλιοβασίλεμα. Μέσα από απλούς στίχους φέρνει μηνύματα. Σ΄ένα από τα τραγούδια του “΄Ηλιου του ηλιάτορα”, λέει με το στόμα μιας χαροκαμένης μάνας:

 

“΄Ονειρα πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π’ ανάθρεψα

ποιος τόλεγε πως θε να μού

τα στείλουνε του σκοτωμού….

……Τ΄άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

πήραν να καίγονται οι στεριές

κι όλες οι πάνω γειτονιές.…”

 

Ο ποιητής μιλάει με τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, απλά για με γάλα και τραγικά,όπως είναι ο πόλεμος που σκοτώνει τα παιδιά, και παίρνουν φωτιά “θάλασσες και στεριές/ και “καίγονται /κι όλες οι πάνω γειτονιές”. Όπως και στην περίπτωση του κοριτσιού, που διαιωνίζει τη φλόγα της ζωής και την ελπίδα μέσ’ από το παιχνίδι των λέξεων και των εικόνων παίζοντας πεντόβολα:

 

“Δυο εσύ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο”,

 

μα για τους δυνατούς που έχουν την εξουσία στα χέρια τους:

 

“γι’ αυτούς δεν έχει εγώ και συ…”,

 

έχει μονάχα εγώ. Και δίνει θάρρος στις γυναίκες, που γεννούν παιδιά για να σκοτώνονται άδικα στους πολέμους:

 

“Κουράγιο περιστέρες κι ανεμώνες μου

(…) Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση…”

 

Και προτρέπει να μην το βάζουν κάτω και να μην ξεχνούν τις κακές μέρες, αλλά να πολεμούν το φονιά με το φως της γνώσης και με το τραγούδι:

 

“Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

τι με το “χα”και με το “νο” και με το “νται”

όλα του κόσμου τ’ άδικα  ξ ε χ ά ν ο ν τ α ι !

 

Η μνήμη είναι η ίδια η ιστορία. Η μνήμη πρέπει να κρατηθεί. Για να σταθεί το έθνος κι η φυλή. Για να σταθεί ο κόσμος μας ολόρθος κι ο άνθρωπος να βγει από την τέφρα ελεύθερος και δυνατός, νικητής κι αυτού ακόμα του θανάτου,  να μείνει η “ζωή ατραυμάτιστη στον αιώνα” και νά είναι η κάθε μέρα “Η καθημερινή σελίδα του μετα-θανάτου”, μια ζωή ατελεύτητη. Ο ποιητής μόχθησε μια ζωή για τούτη τη νίκη:

 

“Περασμένα μεσάνυχτα σ’ ‘ολη μου τη ζωή.

(…)Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω…”

 

Ο ποιητής ζει και θα ζει μέσα από το έργο του για να δείχνει το δρόμο στις μελλούμενες γενιές, προς ό,τι υψηλό και αγνό και αθωό, ωραίο και ηθικό, προς το θείο. Και θα δέεται πάντα στις δυνάμεις που εξουσιάζουν το ελληνικό σύμπαν να θυμούνται, να μην εγκαταλείψουν τη χώρα του:

 

“Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη εσύ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου…”

 

 

Παλαιό Φάληρο 1998

 

 

 

* Πρόκειται για κείμενο που γράφτηκε αποκλειστικά ως θέμα ομιλίας για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη σε εκδήλωση της Βιβλιοθήκης Καίτης Λασκαρίδη, τότε στο Νέο Φάληρο, τέλη δεκαετίας του 1991-1999.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top