Fractal

Μνημονεύοντας Κώστα Κρυστάλλη

Γράφει o Κώστας Τραχανάς //

 

Ευάγγελος Αυδίκος «Οδός Οφθαλμιατρείου», Εκδόσεις Εστία 2019 σελ. 214

 

Στο βιβλίο αυτό «αισθάνεσαι» τις Ηπειρώτικες λέξεις, δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τον ήχο, δεν είναι το ίδιο με το να συλλαμβάνεις το νόημα και τη δυνατή χρήση τους . «Άκουσε» τις λέξεις, αλλά γράφεις μόνο εκείνες που «νιώθεις», αυτό εφαρμόζει ο συμπατριώτης μας Ηπειρώτης συγγραφέας Ευάγγελος Αυδίκος.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά ο Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης επιστρέφει στην Αθήνα, για να συνεχίσει τη συζήτηση που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Να πει όσα δεν μπόρεσε όσο ζούσε. Ο Κρυστάλλης ξαναζωντανεύει. Επανέρχεται στη ζωή σαν την Ωραία Κοιμωμένη, όταν νιώθει να την αγαπούν. Θάνατος είναι η αδυναμία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους άλλους. Τον επαναφέρει στη ζωή η αγάπη ενός νέου, συμπατριώτη του. Πρόκειται για ένα ταξίδι πρωτίστως συμβολικό, μια περιήγηση στα έγκατα του εαυτού του. Ο Κώστας Κρυστάλλης έφτασε στην Αθήνα από την τραχιά Ήπειρο και στον ώμο του είχε περασμένο το δισάκι και στο χέρι κρατούσε την αγκλίτσα του και την φλογέρα του. Η προφορά του ήταν άξεστη ηπειρώτικη και προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να ζητήσει κάποια πληροφορία. Ήταν κοντός και δειλός. Ήταν χλομός. Τσάκνο ήταν. Ήταν ένας πρόσφυγας. Ήταν ένα αγύριστο κεφάλι. Ο Κρυστάλλης έγινε το σύμβολο όλων των ξεριζωμένων. Ήταν αυτός που τραγούδησε το βουνό και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που η μοίρα τους έφερε στον κάμπο.  Ήταν ο τραγουδιστής της νοσταλγίας των Ελλήνων της περιφέρειας. Ήταν ο ποιητής που ύμνησε την ελευθερία και στιγμάτισε τους κατακτητές. Ξεναγεί τους αμύητους στην ψυχή της τζουμερκιώτικης πέτρας. Στοιχειώνει τα όνειρα των δυνατών και δυναστών. Η δική του ποίηση έφερε τα χρώματα της φύσης. Εκεί στην Αθήνα ο ποιητής Κρυστάλλης θα συναντηθεί με τον εικοσιπεντάχρονο ελληνοαμερικανό Κρυς (Χρήστο) Σούλτις, που αναζητεί τον εαυτό του. Ο ποιητής. Πατριώτης του πατέρα του Κρυς. Και δικός του. Ο Κρυς (Χρήστος) αναζητά την ψυχή ενός ανθρώπου που ταλαιπωρήθηκε. Που δεν είχε να φάει. Ο Κρυς ακούει τη φωνή της λογικής. Ξέρει ότι η Ελλάδα θα τον πληγώσει. Θα στενοχωρηθεί. Ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, αυτός θέλει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Ψάχνει για τον Κρυστάλλη. Ο Κρυστάλλης όμως φεύγει σαν σταυραετός, το αρπακτικό πουλί που συναντιέται στα Τζουμέρκα της Ηπείρου και ο πρόγονός του ποιητής τον δόξασε στον αιώνα τον άπαντα. Παρακαλώ σε, Σταυραετέ, για χαμηλώσω λίγο και πάρε με στις φτερούγες σου, πάρε με απάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος…

Πώς είναι ο σίγουρος ο Κρυς πως μπορεί να βρει την ψυχή του Κρυστάλλη; Μπορούν οι πεθαμένοι να μιλήσουν για την αγάπη; Ο Κρυς ήταν βουτηγμένος στα πνευματικά λεπίδια. Θα τον βοηθήσει να ωριμάσει πνευματικά η συνάντηση με τον Κρυστάλλη. Αναζητούσε τον τραγουδιστή στην Αθήνα. Τους δρόμους που περπάτησε. Εκεί που δοκιμάστηκε. Ο Κρυς δεν φοβάται τους νεκρούς. Αυτοί επιστρέφουν όταν νιώθουν αγάπη. Κι από παράπονο. Ο ποιητής ζούσε στον κόσμο των ασφοδέλων. Ήταν μια σκιά. Οδός Οφθαλμιατρείου. Εδώ, άρχισε να σκάβεται ο τάφος του ποιητή. Τι ήταν τότε εκεί; Ένας δρομάκος. Εκεί δούλευε ο ποιητής, στο τυπογραφείο του Παπαγεωργίου. Στο υπόγειο. Έγινε τυπογράφος. Το αντιμόνιο ήταν δηλητήριο που τρώει τα σώθικά του. Το προτίμησε. Όταν το μάτι ασπρίζει από την πείνα οι επιλογές είναι λίγες. Έζησε όμως με αξιοπρέπεια. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές που πέρασε τις πρώτες μέρες στην Αθήνα. Πείνα! Όλη του τη ζωή εισέπνεε γνώση. Αυτό ήταν το ψωμί του. Αυτό και το οξυγόνο. Έγνοιά του ήταν οι λέξεις. Είχε ανάγκη από τροφή της ψυχής. Από πνευματική τροφή. Να πετάξει το μυαλό του στον κήπο της λογοτεχνίας. Να μάθει. Ήταν ταμένος στη δημιουργία. Η δημιουργία συντρίβει τα δεσμά του θανάτου. Η δημιουργία τον ταξιδεύει δρασκελίζοντας τα σύνορα και τον χρόνο. Βρέθηκε στην κορυφή  Τσουκαρέλα και στην πανύψηλη Κακαρδίτσα ν’ ακούσει τον κάμπο, να χορτάσει νερό στον Χρούσια, να συναντηθεί με τα κόκαλά του στην Άρτα, που θάφτηκε χωρίς ελληνική ταυτότητα. Αγναντεύει τους Καλαρρύτες και το Συρράκο, κοιτάζει τον Ασπροπόταμο, τον Άραχθο, τον Αμβρακικό, την Γκούρα και την Μπουλιάνα. Θα ακούσει την λαλιά του τόπου του, θα χορέψει και θα δονήσει το κορμί του το κλαρίνο και θα κλάψει με το ηπειρώτικο μοιρολόι. Ο Κρυς ήθελε να γράψει ποίηση. Αλλά αν δεν συγκλονίζονται τα σωθικά του πώς μπορούσε να γράψει ποίηση; Ο Κρυς δανείζει το στόμα του και τη σκέψη του στον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Η ποίηση του Κρυστάλλη, έδωσε στον Κρυς, τη γλώσσα να εκφράσει τα συναισθήματά του. Να ωριμάσει. Η ποίηση του Κρυστάλλη του έμαθε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Να τον κοιτάει κατάματα. Τον συμφιλίωσε με τον εαυτό του. Ο Κρυς ξέρει ότι η γνώση είναι άσκηση. Η τέχνη είναι ασκητική. Δεν είναι πανηγύρι. Έχει σωματικό πόνο .Και ψυχικό. Σαν τη γέννα. Εκεί που κολυμπούσε στους αριθμούς ο Κρυς, ο Κρυστάλλης του έδωσε μια άλλη θάλασσα. Ένα παράθυρο στα Τζουμέρκα που ως τότε είχε βγάλει από τη ζωή του. Η αμερικανίδα φίλη του, Κόνυ, είχε ξεθεμελιώσει τη ζωή του. Το σώμα της τον προκαλούσε. Ο Κρυστάλλης του έμαθε να διαβάζει το γυναικείο σώμα. Ο Κρυστάλλης του πρόσφερε το κλειδί που είχε ανάγκη. Του δάνεισε τις λέξεις για να λυθεί η ψυχή του. Ένιωσε να λύνεται η γλώσσα του, να απελευθερώνεται το μυαλό του. Η καρδιά του μπόρεσε να γευτεί τον ανεπίδοτο έρωτά του. Η Κόνυ ήταν η δική του νεράιδα.

Το βιβλίο αυτό είναι μια έρευνα του συγγραφέα Ευάγγελου Αυδίκου που μετατρέπει την εις βάθος ανίχνευση του παρελθόντος σε πηγή οδυνηρής, πλην απελευθερωτικής αυτογνωσίας.

Ποιος θυμάται σήμερα τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη; Τους νεκρούς που επειδή έχουν λησμονηθεί, είναι σαν να μην υπήρξαν, σαν να μην γεννήθηκαν ποτέ. Πρόκειται για ένα περίτεχνο παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Τι είναι καλύτερο: να θυμάται κανείς ή να ξεχνά; Η τέχνη ενισχύει τη μνήμη, αλλά ένα μέρος της ζωής την αφαιρεί. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα άτομα, τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά και τις περιοχές και τις πόλεις. Αυτό που μας μαθαίνει το βιβλίο του Ευάγγελου Αυδίκου είναι, πως το παρελθόν μπορούμε να το αλλάξουμε. Για πολλά χρόνια κουβαλούσε μέσα του ιστορικά γεγονότα γύρω από τον ποιητή, καταβάλλοντας προσπάθεια να μην ξεχάσει τίποτα από αυτόν: λέξεις του, ποιήματά του, μυρωδιές του, ακούσματά του, αναπολήσεις του, συναισθήματά του, τον ίδιον τον άνθρωπο Κρυστάλλη. Τελικά μας λέει, δεν μπορούμε να ξεγράψουμε το παρελθόν, μπορούμε όμως να το ξαναγράψουμε. Με το βιβλίο του αυτό, δίνει φωνή σε αυτόν που δεν έχει. Αυτόν που δεν έπρεπε να ξεχαστεί από τους νέους Έλληνες, τους ηλικιωμένους, τους αναγνώστες, το κράτος. Η ανάκληση της μνήμης του Κώστα Κρυστάλλη, συνιστά ιχνηλασία, που οδηγεί τον κάθε άνθρωπο και τον Κρυς μαζί, στην αυτογνωσία. Η μνήμη είναι το κλειδί της αυτογνωσίας. Η μνήμη όμως δεν είναι μόνο ανάκληση αλλά απολογισμός και κρίση. Ποιος υπήρξε ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, ποιους συναντούσε, με ποιους αλληλογραφούσε, τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή του, ποιες τσούπρες ερωτεύτηκε; Και μαζί με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος παρελαύνουν και πλήθος τόποι: της Αθήνας, του Συρράκου, των Ιωαννίνων, της Άρτας. Αν ο αναγνώστης έχει κάποια εξοικείωση με τους τόπους που περιγράφει ο συγγραφέας, θα γοητευτεί από το βιβλίο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα συμβεί το ίδιο και με εκείνον που τα μέρη στα οποία κινεί τα πρόσωπα του ο συγγραφέας του είναι άγνωστα. Έτσι στην πραγματεία αυτή συμβαίνει η αντιμετάθεση του παρελθόντος και του παρόντος, τα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια υπερβαίνονται, ώστε ο νεκρός ποιητής επιστρέφει στη ζωή. Μια μικρή ποιητική αφήγηση, ένας όμορφος τραγουδιστής της φύσης με ηπειρώτικο χρώμα, ένας κόσμος γλυκόπικρος, ρυθμισμένος μουσικά όπως οι στίχοι του και τα τραγούδια του κι ένα τοπίο παραδεισιακό, αν και βουτηγμένο στη μελαγχολία.. Άλλωστε τα τραγούδια, οι ποιητές, όπως και η ποίηση διαπερνά όλο το βιβλίο.

Το βιβλίο αυτό δεν είναι μίζερο, ούτε δυσοίωνο, αντιθέτως, ο συγγραφέας φαίνεται να γιορτάζει περισσότερο την ορμή και το πάθος του Κώστα Κρυστάλλη που, μοιραία κάποια, στιγμή, θα γίνει παρελθόν και μνήμη. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται με λυρικότητα μοναδική, στις αγωνίες του ποιητή και στα όνειρά του, και τα στάδια μιας δύσκολης νοερής επιστροφής, την εξιδανικευμένη εικόνα της σκλαβωμένης μητέρας πατρίδας, την έλλειψη του πατρικού συμβόλου και στις προσπάθειές του να ξεφύγει από μια ζωή βαρύθυμη, φιλάσθενη, με περιορισμένες ευκαιρίες και κλειστούς ορίζοντες. Παρακολουθεί τις πρώτες αγάπες του ποιητή, την ερωτική του αφύπνιση και τα ερωτικά του συναισθήματα. Θα ζήσει τις τελευταίες μέρες του ποιητή και αυτές οι μέρες θα αποκτήσουν μια μελαγχολική γλυκιά αχλή, όπως κάθε τέλος όταν πια είναι αναπόφευκτο. Σπάνια στη ζωή δίνεται η ευκαιρία να διασταυρωθεί η μεγάλη Ιστορία με ένα ιδιωτικό πεπρωμένο.

 

Βαγγέλης Αυδίκος

 

Ο Κώστας Κρυστάλλης είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας. Πρέπει να αγαπάμε και νιώθουμε δικούς μας τον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Κρυστάλλη, τον Ελύτη, τον Καρυωτάκη, τον Κοτζιούλα, τον Ροίδη, τον Εμπειρίκο, τον Γκανά, τον Ελιγιά, τον Περάνθη, τον Μπράβο, τον Βρετάκο, τον Μαβίλη, τον Μητσάκη, τον Δάλλα, τον Δημητρίου, τον Παπαντωνίου, τον Μαρκόπουλο, τον Πατρίκιο, τον Λειβαδίτη, τον Παπαδίτσα, τον Ρίτσο, τον Ρούφο, το Σαχτούρη, τον Σικελιανό, τον Σινόπουλο, τον Χατζόπουλο, τον Χουλιάρα, τον Χρηστοβασίλη, αλλιώς είμαστε αγράμματοι και απολίτιστοι. Γιατί ο Κρυστάλλης δεν υπάρχει στα βιβλία των σχολείων; Σήμερα τα νέα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν τον Σεφέρη και τον Κρυστάλλη. Να λένε «Κρυστάλλης» και να ξέρουν τι είναι, μέσα σε μια κοινωνία, την ελληνική, που συνήθως «ξέρει» χωρίς να ξέρει. Ξέρει τον Μαρξ και τον Παπαδιαμάντη χωρίς ποτέ να τους έχει διαβάσει, ξέρει τον Ελύτη επειδή έχει ακούσει ένα ποίημά του…

Ένας πνευματώδης συγγραφέας ο Βαγγέλης Αυδίκος, με ιδιαίτερη άνεση στον μυθιστορηματικό λόγο και ενός έργου που μέσα από ένα πλήθος μικρο-αφηγήσεων και παρεκβάσεων, ένα πεδίο-μάρτυρας συγκλονιστικών συμβάντων, ένα πλήθος συνομιλιών με άλλους παλιότερους και σύγχρονους ποιητές και συγγραφείς, εξερευνά βαθιά ανθρώπινα αισθήματα και διλήμματα. Μας επιφυλάσσει μεγάλα αποθέματα λυρισμού , αισιοδοξίας, πίστης στις ανθρώπινες αξίες και γίνεται ένας ύμνος, στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στον έρωτα, στη φύση, στην ξενιτιά, την προσφυγιά και την ελευθερία. Σε αυτό το βιβλίο προβάλλεται μια εμφανή διακειμενικότητα, που διαστίζει τα κείμενα του βιβλίου και δηλώνει εμφανείς κληρονομιές, αλλά κυρίως ένα είδος διαλόγου με άλλους ποιητές. Μια αριστοτεχνική και επίκαιρη μυθιστορηματική πραγματεία περί ποιήσεως, ερωτικής επιθυμίας, ασθένειας, πόνου, ματαιότητας της δόξας, μοναξιάς, ανωνυμίας, ανυπαρξίας, ανθρώπινης αδιαφορίας, ανθρώπινης ελευθερίας, συγκρούσεις μεταξύ γενεών, αναμέτρηση με το άχθος της αυτογνωσίας, προσφυγιάς, θανάτου.          Συχνά στο κείμενο αυτό ακούγονται φωνές, με τη βαρύτητα και τη δραματικότητα της προσωπικής μαρτυρίας, φωνές που μοιάζουν να προβάλλουν διασχίζοντας τα ποιήματα-μνήματα του ποιητή, σαν ο εκάστοτε ομιλών να απομακρύνεται από έναν ιδεατό χορό, προκειμένου να διεκδικήσει τον ρόλο του περιστασιακού κορυφαίου…

Ένα θαυμάσιο βιβλίο με πειστικότητα, γλαφυρότητα, ζωντάνια, αφηγηματική ροή, υπόκωφη κι υπόγεια, συνέπεια ύφους και συνεκτικότητα περιεχομένου, λιτότητα εκφραστικών μέσων, υψηλών λογοτεχνικών απαιτήσεων, με θαυμάσιες περιγραφές, με επιλογή σκηνών, συμβάντων, καταστάσεων από τα έγκατα της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, ατμοσφαιρικό, ελεγειακό, λυρικό, μια μικρή φόρμα, ένα μπονζάι, ένα πεζό κείμενο με ποιητικά πετάγματα, ένα νέο είδος γραφής, ένας ύμνος στην ποίηση και στην τέχνη της αφήγησης, μια υγιής εμμονή στην ηπειρωτική γλώσσα, ένα λεπτοδουλεμένο κείμενο, που του προσδίνει ένα ιδιαίτερο υφολογικό στίγμα, μια απόπειρα μείξεων και νέων προκλήσεων, που εμβαθύνει στην έννοια της γραφής, στη χρήση της γλώσσας και των λέξεων, στην ποίηση. Η συγκίνηση προκύπτει αθόρυβα, συχνά ανεπαίσθητα.

Τα λόγια δεν είναι ποτέ αρκετά για να εκφράσουν την πραγματικότητα, είναι όμως το μόνο που έχουμε και η σημασία τους πολλαπλασιάζεται όταν είναι τα τελευταία.

Στη σημερινή εποχή όπου υπερσυντηρητικές και μισαλλόδοξες φωνές προωθούν την ακραία εσωστρέφεια, την απομόνωση και το χτίσιμο συνόρων πραγματικών και νοερών,  εξωστρεφή πνεύματα όπως ο καθηγητής Βαγγέλης Αυδίκος απευθύνουν μια πανανθρώπινη έκκληση για ουσιαστικό πλησίασμα και ειλικρινή επικοινωνία με τον Συρρακιώτη ποιητή και όχι μόνο. Οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου θα νιώσουν ότι είναι έτοιμοι να εξερευνήσουν τις μαγευτικές διαδρομές του Συρράκου, τις πηγές του, τα ποτάμια του, τις ψηλές κορυφές των βουνών του, την ποίηση του πρόωρα χαμένου ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, με το καθαρό πάντοτε βλέμμα αυτού του ποιητή του Σταυραετού, που ατενίζει το σημείο όπου ο ατελείωτος δρόμος  χάνεται στον απέραντο Ηπειρώτικο ορίζοντα…  

 

 

Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα και σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι τίτλοι: Η Θράκη και οι άλλοι. Ιχνηλατώντας τα πολιτισμικά όρια και την ιστορική μνήμη (Οδυσσέας 2007), Ήταν μια φορά κι έναν καιρό αλλά μπορεί να γίνει και τώρα. Η εκπαίδευση ως χώρος vδιαμόρφωσης παραμυθάδων (Ελληνικά Γράμματα 1999), Το παιδί στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία (Ελληνικά Γράμματα 1996), Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις (Οδυσσέας 1994).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top