Fractal

Το μεταλλικό νερό της λήθης

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη, “Ωδίνες της Ποίησης”, εκδόσεις στίξις, 2018

 

[όταν η Ποίηση έρχεται γυμνή

γιατί τη θεωρείς εύκολη;]

 

Ίσως γιατί έχουν εδραιωθεί τα αρχέτυπα, τα στερεότυπα, οι πεποιθήσεις. Οι ιδεοληψίες. Γιατί η γύμνια θεωρείται αμαρτία. Γιατί της προσάπτεται πονηριά, δόλος. Γιατί μετά από το στάδιο αυτό, όλα θεωρούνται εύκολα. Γιατί έχουμε μάθει να πλάθουμε τους δικούς μας μύθους και να ζούμε μέσα τους, σε ένα περιβάλλον φτιαγμένο στα μέτρα που μας βολεύουν. Γιατί με ευκολία κρίνουμε τους άλλους τη στιγμή που με πολλαπλάσια δυσκολία τους αναγνωρίζουμε (ή αρνούμαστε) το δικαίωμα να κρίνουν την αφεντιά μας.

 

Όταν εμείς όμως μείνουμε γυμνοί, είμαστε βέβαιοι ότι δεν είμαστε εύκολοι. Εκεί συνειδητοποιούμε ότι για εμάς έχουμε θεσπίσει άλλα μέτρα και σταθμά. Εμείς αποτελούμε εξαίρεση. Βέβαια,

 

[υπάρχουν εποχές που ξυπνάμε γυμνοί

μέσα σε σιδερόβεργες και χαρτιά

μετά σκαρφαλώνουμε στα σπλάχνα μας].

 

Η Ποίηση ευτυχώς, είναι μια γερή ανατροπή. Κόβει τη συνήθεια σαν μαχαίρι, φέρνει νέες οπτικές και οδηγεί σε νέες προοπτικές, χωρίς να κλείνει τα μάτια στον πόνο:

[τι κοιτάς τις λέξεις;

κόβουν οι συλλαβές σαν ξυράφι

πάνω στο ματωμένο χαρτί].

 

Υπερβολή; Αυτά δεν γίνονται; Πόση δύναμη μπορούν να έχουν οι λέξεις;

 

[όλα μπορεί να συμβούν

στις λέξεις που νομίζεις

πως είναι όλες ίδιες].

 

Γιατί οι λέξεις ποτέ δεν είναι ίδιες. Μόνες ή όταν βρίσκονται μαζί με άλλες, είναι πάντα μοναδικές. Με άλλη σειρά, σε διαφορετική θέση, κάτω από χι ή ψι αλληλουχία, η ενέργειά τους μεταβάλλεται, το νόημά τους ενδυναμώνεται ή αποδυναμώνεται, η μουσικότητά τους – αν υπάρχει –αναδεικνύεται ή σιωπά.

 

Η ποιητική συλλογή Ωδίνες της Ποίησης, του Γιώργου Γκανέλη, εκδόσεις στίξις, 2018, αποτελείται από «Ποιήματα για την Ποίηση», όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στον εσωτερικό υπότιτλο της συλλογής.

 

Γιώργος Γκανέλης

 

Πρόκειται για μία ιδιόμορφη ποιητική συλλογή, αφού κυρίαρχο είναι το πρώτο πρόσωπο, κάτι ασυνήθιστο και από πολλούς κατακριτέο. Όμως πολλές φορές είναι προτιμότερο ένα ξεκάθαρο εγώ, παρά ένα «εγώ» κρυμμένο πίσω από ένα εύκολο και υποκείμενο σε πολλές ερμηνείες «εμείς», ή από ένα «αυτός». Με τη χρήση πρώτου ενικού, το πλεονέκτημα είναι ότι δίνεται απευθείας το προσωπικό στίγμα του γράφοντος και ο αναγνώστης είναι σαν να συνομιλεί μαζί του, σαν να μετέχει σε έναν ποιητικό διάλογο.

Αν κατορθωθεί το εγώ του γράφοντος, να εκληφθεί (περάσει) με φυσικό τρόπο ως εγώ του αναγνώστη, τότε υπάρχει Λογοτεχνία. Αν επιπλέον ακουστεί η μουσική των λέξεων, αν δονηθεί ο αναγνώστης από έναν ανεξήγητο ρυθμό, ο οποίος έρχεται από το υπερπέραν της ανθρώπινης φύσης φτάνοντας ως εδώ με τα τύμπανα των λέξεων και τον κρουστικό συντονισμό των συλλαβών τους στην αρμονική του στίχου (τι άλλο είναι οι συλλαβές παρά ο χορός των συμφώνων με τα φωνήεντα;), τότε υπάρχει Ποίηση.

Στο βιβλίο, υπάρχει και δεύτερο ενικό πρόσωπο, αλλά και άλλα πρόσωπα, σε μια προσπάθεια ανοίγματος διαλόγου, ως ανάσα μετά τους μονολόγους του εγώ.

 

Βασικά συστατικά των ποιημάτων είναι

α) οι βιωμένες εμπειρίες

 

[κι όπως έσκαβα στο δέρμα

με βρήκαν μεσάνυχτα

να καταπίνω ποτάμια λέξεις]

ή

 

[καμιά φορά σκοτώνω τα λόγια μου

μπροστά στα ανοιχτά πόδια σου

αγγίζω το καλσόν σου και βάζω φωτιά]

 

β) η ειρωνεία:

 

[έτσι που πενθείς, κύριε τάδε

πίσω απ’ τα κοκάλινα γυαλιά

με προσοχή να μη σπάσει

καμιά σιδερωμένη ρυτίδα]

 

γ) ο σαρκασμός:

 

[θαύματα δεν υπάρχουν

μόνο αχόρταγα στόματα

να καταπίνουν ποιητές]

ή

 

[μια μέρα που λέτε

θα πλημμυρίσει ο αέρας

με δημιουργικές γραφές

και σεμινάρια στίχων

(μαντρώνεται η Ποίηση;)]

 

δ) ο αυτοσαρκασμός

 

[είμαι τόσο έτοιμος να αυτολογοκριθώ

όσο διαρκεί αυτό το απαίσιο ποίημα]

ή

 

[τόση ανάγκη για αυτοσαρκασμό

δεν είχα ούτε κατά την κηδεία μου]

 

ε) η αινιγματική διατύπωση

 

[χιλιάδες λέξεις πάνω στο χαρτί

τελικά μόνο μία ερωτεύτηκα

– δεν ξέρω αν κατάλαβες ποια –]

 

και

στ) το παιχνίδι με το παράλογο ή το ξενίζον:

 

[πώς γίνεται να είμαι νεκρός

και να μου ζητάνε εισιτήριο;]

 

Άφθονα ακόμη στοχαστικά στοιχεία, υπαινιγμοί, ρητές προσωπικές αλήθειες.

Διαπραγμάτευση κάποιων θεμελιωδών εννοιών, όπως λ.χ. του χρόνου:

 

[ο χρόνος είναι ορφανοτροφείο

της κάθε εγκαταλελειμμένης λέξης]

 

και της τέχνης

 

[τέχνη είναι το μεταλλικό νερό της λήθης

κι ο υπερβάλλων ζήλος του ωρολογοποιού].

 

Ο λυρισμός, όταν εμφανίζεται, είναι τόσο ζωντανός που σε κερδίζει αμέσως:

 

[όταν θα πέσεις λιπόθυμος στο χώμα

από τη φωτοχυσία κάποιου πρωινού

αγόρασε έναν πιο μεγάλο υπνόσακο

κι άρχισε να ανηφορίζεις στο φεγγάρι].

 

 

Αυτοαναφορικά ομιλώντας, αποκαλύπτει το μυστικό όσων επιμένουμε να γράφουμε Ποίηση:

 

[οι στίχοι δεν είναι τίποτα άλλο από στίχοι

είναι ο εαυτός σου τη στιγμή της γραφής].

 

Πότε όμως γράφεται Ποίηση; Κάτω από ποιες συνθήκες; Πώς; Τι γίνεται κατά τη διάρκεια της γραφής;

Σαφής, καθολική και επαρκής απάντηση δεν υπάρχει. Το μόνο που κατά γενική ομολογία συμβαίνει είναι ότι μπορεί εντελώς ξαφνικά να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με τη Μούσα της Έμπνευσης. Τότε πριν προλάβεις να καταλάβεις τι και πώς, έχεις μπει στη διαδικασία της γραφής:

 

[οι ωδίνες του τοκετού όταν πιάσουν

πηδάνε οι στίχοι από το παράθυρο].

 

Αν αυτή η (ερωτική) επαφή είναι τόσο άμεση και τόσο δοτική, ο καρπός της θα είναι υπέροχος, αυτονομημένος εξαρχής:

 

[τα αρτιμελή ποιήματα

δε χρειάζονται δεκανίκια].

 

Σε δεύτερη, τρίτη ή και πολλοστή ματιά, μπορεί να διαπιστώσεις όμως ότι χρειάζεται παρέμβαση, συνόρθωση, βοτάνισμα. Ειδικά όταν

 

[κάποιες φορές νιώθω στα χέρια

τη διγλωσσία της γραφής μου].

 

Υπάρχουν και άλλα ποιήματα:

 

[φόρος τιμής στα ποιήματα

που τελείωσαν πριν γραφτούν

και στα άλλα τα ανέκδοτα

που πέθαναν από εγκατάλειψη].

 

Άγραφα κι όμως πονάνε:

 

[αυτά που δεν αποτυπώνονται ποτέ στο χαρτί

πονάνε περισσότερο από μια αρνητική κριτική].

 

Μα, αφού δεν αποτυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, είναι ποιήματα; Εννοείται αποτύπωση σε χαρτί βιβλίου ή ότι δεν έχουν γραφεί καν; Μήπως διαισθάνεται ο Γιώργος Γκανέλης, κάτι που αρκετοί ποιητές συμμερίζονται, ότι δηλαδή το ποίημα υπάρχει έτσι κι αλλιώς, στον δικό του γαλαξία, και μόνο αν «τύχει» και συναντηθεί με τον ποιητή, κατεβαίνει στη γη; Πώς γίνεται να πονάει αυτό; Επειδή η Μούσα αναχώρησε πρόωρα; Ή επειδή δεν επισκέφθηκε καν τον (έστω και επίδοξο) ποιητή; Ή μήπως επειδή προσπέρασε;

 

Κάποιες απαντήσεις, μαζί με ακόμη περισσότερες ερωτήσεις, σε συνδυασμό με εντρύφηση σε μια έντονα προσωπική γραφή, η οποία έχει μεταμοντέρνες ρίζες και φυτρώνει με θράσος ακόμη και εκεί που δεν την σπέρνουν: στο βιβλίο.

 

Στην ονοματισμένη θάλασσα κάθε μιας ποιητικής συλλογής, ο ποιητής έχει, ή είχε τρία ενδεχόμενα να αντιμετωπίσει: να πλεύσει εκ του ασφαλούς πάνω σε κάποιο σκαρί, να κολυμπήσει ή να ναυαγήσει. Το να την αποφύγει, αμέσως θα ακύρωνε την ιδιότητά του. Ίσως έτσι εξηγείται

 

[γιατί κι οι ναυτικοί στα ναυάγια

συμπεριφέρονται σαν ποιητές].

 

Ίσως όμως κι αλλιώς…

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top