Fractal

Πεθαίνοντας για την αλήθεια

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Αλμπέρ Καμύ «Ο ξένος», μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου – Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου – Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 144

 

Ο Καμύ στο μυθιστόρημά του αυτό δημιουργεί  έναν ήρωα τον Μερσώ, που από τις αντιδράσεις του, φαίνεται να είναι  ένας άνθρωπος κυνικός, χωρίς συνείδηση, χωρίς όνειρα και προσμονές, να διεκδικεί μόνο το σήμερα, χωρίς μελλοντικές βλέψεις, και να δέχεται την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς ιδιαίτερες αναμονές. Φαίνεται να είναι μοναχικός, αδιάφορος και ολοκληρωτικά παραιτημένος από κάθε διεκδίκηση.

Η μητέρα του Μερσώ πεθαίνει κι αυτός πρέπει να ταξιδέψει ογδόντα χιλιόμετρα απ’ το Αλγέρι προς το Μαρένγκο, όπου βρίσκεται το γηροκομείο, που έμενε η μητέρα του, για να βρεθεί στην ολονυχτία και στην ταφή της. Το βράδυ δεν την ξενύχτισε μόνος, ήταν ο θυρωρός, μία νοσοκόμα και οι τρόφιμοι φίλοι της αποθανούσας. Δεν έδειχνε ιδιαίτερα συγκινημένος, συνομιλούσε άνετα με τον θυρωρό, κάπνιζε και κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Στη νεκρώσιμη ακολουθία όμως, εκτός από τον Μερσώ, παραβρέθηκαν μόνο ο διευθυντής, η νοσοκόμα υπηρεσίας και ο κος Τομά Περέζ, που ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τη μητέρα του. Μόλις τελείωσε η κηδεία ο Μερσώ έφυγε αμέσως για το Αλγέρι. Ευτυχώς ήταν Σάββατο και δεν θα πήγαινε στην δουλειά. Έτσι αποφάσισε να πάει στη θάλασσα για να ξεπεράσει τη ζέστη της ημέρας. Εκεί συνάντησε μια παλιά του γνώριμη την Μαρί Καρντονά και πέρασαν μαζί όλη την ημέρα και το βράδυ μετά τον κινηματογράφο την οδήγησε σπίτι του, όπου κοιμήθηκαν μαζί.

Την άλλη ημέρα η φίλη έφυγε κι έμεινε μόνος να περάσει την βαρετή Κυριακή. Την επομένη στη δουλειά, δούλεψε αρκετά, πρωί και απόγευμα και όταν σχόλασε πήγε χαρούμενος στο σπίτι για να μπορέσει να ξεκουραστεί. Όμως μπαίνοντας στο σπίτι πρώτα συνάντησε έναν γείτονά του, τον γέρο Σαλαμάνο με το γέρικο σκυλί του, που το μάλωνε και το χτυπούσε συνέχεια και αμέσως μετά συνάντησε άλλον έναν γείτονά του τον Ρεμόν Σιντές, που τον κάλεσε στο σπίτι του να φάνε λουκάνικα. Τρώγοντας, ο Ρεμόν του διηγήθηκε την ιστορία του με την ερωμένη του, που τον απατούσε και τον παρακάλεσε να γράψει μια επιστολή σκληρή στην ερωμένη του, για να μπορέσει να την συναντήσει και να την τιμωρήσει. Εκείνο το βράδυ ο Ρεμόν του είπε πως έγιναν φίλοι, χωρίς ωστόσο να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ο Μερσώ για την φιλία του.

Το επόμενο Σάββατο η Μαρί ξαναπήγε σπίτι του, όμως ακούγοντας φωνές και γυναικεία ουρλιαχτά από το σπίτι του Ρεμόν, βγήκαν να δουν τι συνέβη. Ωστόσο είχε έρθει η αστυνομία και αφού έδιωξαν τη γυναίκα να πάει σπίτι της είπαν στον Ρεμόν να πάει στο τμήμα. Όταν έφυγε η Μαρί, ο Μερσώ πήγε στο σπίτι του Ρεμόν να μάθει τι έγινε και του είπε ότι ένιωθε ικανοποιημένος, γιατί ξυλοφόρτωσε την ερωμένη του και πήρε την εκδίκησή του. Ο Ρεμόν άρπαξε την ευκαιρία που είδε τον Μερσώ στο σπίτι του εκείνη την ώρα και του ζήτησε να πάει μαζί του στο τμήμα για μάρτυρας. Όταν ο Μερσώ γύρισε στο σπίτι βρήκε τον Σαλαμάνο στις σκάλες να κλαίει, γιατί ο σκύλος του το έσκασε.

Όταν ξανασυναντήθηκε με τη Μαρί, εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν και τον ρώτησε αν την αγαπά. Της είπε ότι αφού αυτή το θέλει και του το ζητά δεν έχει αντίρρηση, όμως δεν την αγαπούσε και ότι θα ήταν πρόθυμος να παντρευτεί οποιαδήποτε γυναίκα του το ζητούσε. Εδώ ο ήρωας δείχνει να αδιαφορεί για οτιδήποτε του συμβαίνει καθημερινά, γιατί πιστεύει, πως έτσι όπως πορεύεται στη ζωή του είναι ευχαριστημένος και ότι τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Μάλιστα το αφεντικό του, του ζητά να πάει στο Παρίσι για το συμφέρον της εταιρείας βεβαίως, αλλά πίστευε ότι αυτό θα τον χαροποιούσε, γιατί θα του βελτίωνε τη ζωή. Όμως αυτός δεν ένιωσε ενθουσιασμένος, αλλά ούτε είδε την πρόταση αυτή τόσο καλή, για να του αλλάξει τη ζωή, μια και δεν είχε φιλοδοξίες, γι’ αυτό δεν του απάντησε αμέσως. Το μόνο που έκανε ήταν να ρωτήσει τη Μαρί αν θα ήταν διατεθειμένη να τον ακολουθήσει στο Παρίσι μετά τον γάμο.

Την επόμενη Κυριακή ξεκίνησαν με τον Ρεμόν, να πάνε στο σπίτι του Μασόν σ’ ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στην παραλία, έξω από το Αλγέρι. Καθώς έβγαιναν από το σπίτι, είδαν πως στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν μια παρέα από Άραβες και ανάμεσά τους ο αδελφός της ερωμένης του Ρεμόν.

Όταν έφτασαν βούτηξαν στην θάλασσα, και γεύτηκαν την ομορφιά του ήλιου και της θάλασσας και λίγο αργότερα, γεύτηκαν τα ολόφρεσκα ψάρια που είχε ψαρέψει ο Μασόν συνοδεία κρασιού. Αργότερα βγήκαν να περπατήσουν και στο δρόμο συνάντησαν τους Άραβες που τους επιτέθηκαν και τραυμάτισαν τον Ρεμόν στο μπράτσο και στο στόμα. Οι Άραβες έφυγαν και ο Ρεμόν πήγε στον γιατρό για να του περιποιηθεί τα τραύματα, που ευτυχώς δεν ήταν σοβαρά.

Στην επόμενη βόλτα τους, ξανασυνάντησαν τους Άραβες, όμως αυτή τη φορά, ο αδελφός της ερωμένης του Ρεμόν, έπαιζε φλογέρα, ενώ ο Ρεμόν ήταν έτοιμος να τον σημαδέψει με το όπλο. Τότε ο Μερσώ του είπε πως δεν πρέπει να τον πυροβολήσει τώρα, αλλά να περιμένει να βγάλει πρώτα το μαχαίρι και μετά. Μάλιστα ο Μερσώ του ζήτησε να πάρει αυτός το περίστροφο, ώστε αυτοί να μπορέσουν να εξηγηθούν σαν άντρες. Οι Άραβες όμως οπισθοχώρησαν και κρύφτηκαν και αφού δεν μπορούσαν να τους βρουν έφυγαν για το σπίτι. Ο Μερσώ βέβαια δεν έμεινε στο σπίτι ήθελε να συνεχίσει τη βόλτα του κοντά στη θάλασσα. Όμως ο καυτός ήλιος και η καυτή άμμος δεν τον άφηναν σε ησυχία, οπότε διέκρινε από μακριά τον όγκο του βράχου και κατευθύνθηκε προς τα εκεί να λυτρωθεί από τον ήλιο. Όταν όμως έφτασε εκεί είδε τον Άραβα ξαπλωμένο ανάσκελα μες στον ίσκιο του βράχου. Μόλις όμως ο Άραβας είδε τον Μερσώ, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και δεν το έβγαζε. Ο Μερσώ καθώς ήταν μες στο λιοπύρι ένιωθε να καίνε τα μάγουλά του, κι ένιωθε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, ο Άραβας έβγαλε το μαχαίρι από την τσέπη του και η λεπίδα του μαχαιριού άστραψε από τον ήλιο μες στα μάτια του Μερσώ. Τότε ο Μερσώ τράβηξε το όπλο και πυροβόλησε, χωρίς σχεδόν να το καταλάβει και μάλιστα μετά πυροβόλησε άλλες τέσσερις φορές στο πεθαμένο κορμί του Άραβα. Μέσα σε λίγες στιγμές χάλασε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που είχε περάσει αυτήν την ημέρα. Όταν τον συνέλαβαν τον έστειλαν στον ανακριτή, ο οποίος του όρισε έναν δικηγόρο αυτεπαγγέλτως.

Ο δικηγόρος εμφανίστηκε στην φυλακή και του είπε ότι οι ανακριτές ψάχνοντας για να βρουν πληροφορίες για τη ζωή του, ανακάλυψαν ότι πρόσφατα είχε πεθάνει η μητέρα του και πήγαν στο γηροκομείο μάζεψαν κάποιες αρνητικές πληροφορίες για το άτομό του, όπως ότι είχε δείξει αναισθησία τη μέρα της κηδείας και ότι αυτοί οι άνθρωποι που έδωσαν αυτές τις πληροφορίες θα είναι και μάρτυρες στη δίκη. Οπότε ο δικηγόρος του είπε να σκεφτεί σοβαρές δικαιολογίες για να αντικρούσει τις κατηγορίες. Ο Μερσώ αρνιόταν να σκεφτεί τέτοιου είδους δικαιολογίες, γιατί θα ήταν ψεύτικες. Άλλωστε του είπε ότι πολλοί άνθρωποι αγαπούν τους γονείς τους, όμως δεν παύουν να επιθυμούν και το θάνατό τους. Αυτές οι κουβέντες εξόργισαν τον δικηγόρο, γιατί αν δεν στήριζε τον εαυτό του πως ήθελε να τον στηρίξει αυτός.

Την επομένη ο ανακριτής τον ρωτούσε πάλι πώς έγινε ο φόνος και να περιγράψει τη σκηνή, πράγμα που τον δυσανασχέτησε, γιατί έπρεπε να λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια. Η άλλη ερώτηση ήταν αν αγαπούσε τη μαμά του και απάντησε: «Ναι, όπως όλοι οι άνθρωποι». Οι επόμενες ερωτήσεις ήταν γιατί πυροβόλησε πολλές φορές, αφού η πρώτη σφαίρα τον είχε ήδη σκοτώσει. Απάντησε λόγω του ήλιου, που είχε πέσει στο πρόσωπό του, όμως ο ανακριτής δεν έδειχνε να κατανοεί την αιτιολόγηση της ενέργειας  και τον πίεζε να απαντήσει κάτι που θα βοηθούσε την πορεία της δίκης. Τέλος τον ρώτησε αν πιστεύει στο Θεό και η αρνητική απάντηση του Μερσώ, έκανε τον ανακριτή να σωριαστεί στην καρέκλα του και να πει πως δεν είχε συναντήσει ποτέ του άνθρωπο να έχει τόσο σκληρή ψυχή. Η ανάκριση είχε κρατήσει έντεκα μήνες με τον Μερσώ να εμμένει στις ίδιες απαντήσεις που είχε δώσει ή να σιωπά.

Η φυλακή για τον Μερσώ στην αρχή ήταν βασανιστήριο, γιατί του έλλειπε η ελευθερία του, η γυναίκα και τα τσιγάρα του. Σιγά σιγά όμως παραδέχτηκε ότι όλα είναι μια συνήθεια και για να μπορεί να σκοτώνει τις ατέλειωτες ώρες της κλεισούρας του, σκέφτηκε να καταφύγει στις αναμνήσεις του. Έτσι κατάφερε να περνά ολόκληρες ώρες καταγράφοντας στο μυαλό του τι υπήρχε στην κάμαρά του. Κατάφερε επίσης να ρυθμίσει και τις ώρες του ύπνου του, οπότε κοιμόταν δεκαοχτώ ώρες κι έτσι του έμεναν πολύ λίγες ώρες για σκέψεις.

Η δίκη είχε οριστεί για τα τέλη του Ιούνη. Η αίθουσα που τον οδήγησαν ήταν γεμάτη. Έγινε γρήγορα η ανάγνωση του κατηγορητηρίου και άρχισε η κλήτευση των μαρτύρων. Μέσα στην αίθουσα ήταν και οι ένορκοι, οι οποίοι θα διατύπωναν την ετυμηγορία τους με πνεύμα δικαιοσύνης.

 

Αλμπέρ Καμύ

 

Ό,τι είπαν οι μάρτυρες από το γηροκομείο ήταν εις βάρος του Μερσώ. Ο μάρτυρας Σελέστ, που ήταν ο εστιάτορας, που σύχναζε στο μαγαζί του ο Μερσώ είπε καλά λόγια γι’ αυτόν, αλλά μην ξέροντας τίποτα για το πώς και γιατί έγινε ο φόνος, υποστήριξε πως ήταν η κακιά ώρα. Η Μαρί σαν μάρτυρας δεν βοήθησε και πολύ τον Μερσώ, γιατί είπε ό,τι έκαναν το Σάββατο που επέστρεψε από την κηδεία και ο Εισαγγελέας βέβαια με τεντωμένο δάχτυλο αναφωνούσε ότι ήταν απαράδεκτα όλα αυτά, που γίνηκαν τη δεύτερη μέρα μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο Ρεμόν και ο Σαλαμάνο είπαν απλά ότι ήταν ένας καλός άνθρωπος. Όμως ο Εισαγγελέας έμαθε πως ο Ρεμόν ήταν μαστροπός και μαθαίνοντας για το γράμμα που ο Μερσώ είχε γράψει στην ερωμένη του Ρεμόν ο εισαγγελέας έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Μερσώ ήταν συνεργός και φίλος του Ρεμόν, που σκότωσε για ασήμαντη αφορμή, για να ξεκαθαριστεί μια υπόθεση ηθικής. Ο Μερσώ στεναχωρήθηκε, γιατί δεν μπορούσε να επέμβει  και μάλιστα έβλεπε ότι αποφάσιζαν άλλοι για την τύχη του δίχως  να ζητούν τη γνώμη του.

Ο Εισαγγελέας που ήταν πεπεισμένος ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο, άρχισε ν’ αγορεύει και να παρουσιάζει το θέμα όπως αυτός το είχε καταλάβει και το είχε πλάσει στο μυαλό του, κατηγορώντας τον Μερσώ ότι ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν ένας άκαρδος άνθρωπος, που διασκέδαζε μετά το θάνατο της μητέρας του κι έπραξε ένα στυγερό έγκλημα, χωρίς ούτε λεπτό να δείξει μεταμέλεια, οπότε ζητούσε την κεφαλή του με ελαφριά καρδιά.

Ο Μερσώ ένιωθε πολύ αμήχανος ακούγοντας όλα αυτά από τον Εισαγγελέα, ήθελε να πει τη δική του αλήθεια και το μόνο που είπε ήταν ότι έπραξε έτσι εξαιτίας του ήλιου. Το ακροατήριο γέλασε βέβαια, γιατί δεν κατάλαβε τι εννοούσε, χρησιμοποιώντας αυτήν την έκφραση.

Ο δικηγόρος ζήτησε να επαναληφθεί το απόγευμα η δίκη, γιατί ο κατηγορούμενος ήταν πολύ κουρασμένος. Το απόγευμα κατά την αγόρευσή του, ο δικηγόρος, προσπάθησε να υπερασπιστεί τον πελάτη του, ανέφερε πως ήταν έντιμος άνθρωπος, συνεπής στην εργασία του, πονετικός, αγαπητός σε όλους και μάλιστα ήταν υποδειγματικός γιος και είχε συμπαρασταθεί στη μητέρα του όσο μπορούσε.

Όταν οι δικαστές ρώτησαν τον Μερσώ τι είχε να προσθέσει απάντησε γρήγορα, πως δεν είχε να προσθέσει τίποτα, γιατί  αφ’ ενός μεν είχε τόσο πολύ κουραστεί και βιαζόταν να πάει στο κελί του, αφ’ ετέρου εκείνη την ώρα  ένας παγωτατζής περνούσε με την τρομπέτα του και του ξύπνησε τέτοιες αναμνήσεις, απλές μεν, αλλά πολύ δυνατές, όπως οι μυρωδιές του καλοκαιριού, η αγαπημένη του γειτονιά, ο βραδινός ουρανός, το γέλιο και τα φορέματα της Μαρί, οπότε ήθελε πολύ γρήγορα να πάει στο κελί του να τα σκεφτεί όλα αυτά με την ησυχία του.

Η ετυμηγορία διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο, ο οποίος δήλωσε ότι θα του έκοβαν το κεφάλι σε μια δημόσια πλατεία εν ονόματι του γαλλικού λαού.

Αφού δεν είχε τίποτα να προσθέσει τον πήγαν στο κελί του.

Αυτή η ετυμηγορία τον στοίχειωσε και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει αίτηση χάριτος, αλλά φοβόταν μην απορριφθεί. Μόλις απέρριψε μέσα του την αίτηση χάριτος, άρχισε να ηρεμεί και δεν δέχτηκε ούτε τον ιερέα, γιατί δεν τον είχε ανάγκη. Το μόνο που αναρωτιόταν ήταν ότι τον εκτελούσαν για φόνο ή για το ότι δεν είχε κλάψει στην κηδεία της μητέρας του. Επίσης τι σημασία είχε που ο Ρεμόν ήταν φίλος του, όπως ο Σελέστ άλλωστε, αλλά γιατί ο Σελέστ άξιζε περισσότερο. Όλα αυτά τα φώναζε στον παπά πολύ εκνευρισμένος και με δάκρυα στα μάτια του γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

Όταν έμεινε μόνος στο κελί του, όπου μυρωδιές νύχτας, θόρυβοι καλοκαιριού έμπαιναν μέσα του, αυτή η οργή που ένιωσε προηγουμένως τον είχε εξαγνίσει από το κακό, τον είχε αδειάσει από ελπίδα, όπου ένιωθε ότι ήταν ακόμα ευτυχισμένος και παρακάλεσε να μαζευτεί πολύς κόσμος την ημέρα της εκτέλεσής του και να τον υποδεχτούν με κραυγές μίσους.

Επίλογος: Διαβάζοντας όμως όλο το μυθιστόρημα καταλαβαίνουμε πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ήταν κάπως αδιάφορος σε κάποια πράγματα, όμως έπαιρνε τη ζωή από την ελαφριά της μορφή, δηλαδή όχι πολλές φιλοδοξίες και περιττή πολυτέλεια. Είχε βέβαια και μία δόση απαισιοδοξίας λέγοντας πως τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει στη ζωή του. Ήταν τυπικός στη δουλειά του, ευχαριστημένος με αυτά που έκανε και με το μισθό που έπαιρνε, δεν ήθελε τίποτε παραπάνω, εύρισκε την ευτυχία στα απλά πράγματα, ήθελε να έχει μια γυναίκα που να νιώθει καλά μαζί της κι ας μην ήταν ερωτευμένος μαζί της. Δεν μπορούσε να πει ψέματα, γιατί έλεγε τα πράγματα όπως ήταν, ασχέτως αν δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι άλλοι την αλήθεια του. Ήταν ευαίσθητος, ονειροπόλος, είχε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο κι ας τον πρόδωσε στο τέλος ο άνθρωπος. Δεν ένιωθε την ανάγκη κάποιας θρησκείας γι’ αυτό δεν πίστευε στο Θεό και ως προς το κομμάτι της αγάπης για την μητέρα του, πιστεύω ότι από αγάπη την έστειλε στο γηροκομείο, διότι αυτός με τον μισθό που είχε δεν μπορούσε να πάρει γυναίκα για να φροντίζει, όταν αυτός δούλευε (πρωί και απόγευμα) κι επί πλέον θα ήταν απομονωμένη στο σπίτι ενώ εκεί βρήκε φίλους και πέρναγε καλύτερα. Ως προς το γιατί δεν έκλαψε ή γιατί πήγε για μπάνιο και σχετική διασκέδαση την επομένη, πιστεύω ότι πολλές φορές από την πολλή στεναχώρια στερεύουν τα δάκρυα και επί πλέον η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να προχωράμε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top