Fractal

Ένας άλλος Παράδεισος μέσα στην Κόλαση για τον Καθένα

Γράφει η Δώρα Μπαγανά //

 

«Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν», Χλόη Κουτσουμπέλη, Μελάνι: 2017

 

«Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα μυθιστόρημα 200 σελίδων μικρού μεγέθους, σε έκδοση του 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι. Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη, με πρώτο το «Ψιθυριστά» του 2002.

Το καλαίσθητο και υποβλητικό εξώφυλλο, σε επιμέλεια της Πόπης Γκανά, με τα δύο μήλα, άσπρο και μαύρο, μισοφωτισμένα, που στιγμιαία ισορροπούν σε κενό χώρου, ταιριάζει απόλυτα με το σκοτάδι του ημιυπόγειου διαμερίσματος, όπου ζει ο ήρωας, και το ημίφως της εισόδου της πολυκατοικίας, όπου ξεκινά να δουλεύει ο ίδιος ως θυρωρός. Τα μήλα μας παραπέμπουν στο βιβλικό δέντρο της γνώσης, το άσπρο και το μαύρο εμφανίζονται και μέσα στο κείμενο ως σύμβολα συμφωνίας, το σκοτεινό πλαίσιο μπορεί να συμβολίζει και την καταβύθιση στα σκοτεινά σημεία της συνείδησής μας.

Το όνομα του πρωταγωνιστή δεν αναφέρεται στον τίτλο παρά μόνο η ιδιότητά του, ως βοηθού, που όμως καθορίζεται από το αφεντικό του, τον κύριο Κλάιν. Το όνομα Κλάιν παραπέμπει στην ξενόγλωσση, την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, είναι γερμανικής προέλευσης και σημαίνει «μικρός». Ωστόσο ο κύριος Κλάιν μόνο μικρός ή αδύναμος δεν είναι, αφού καθορίζει ακόμα και τον χρόνο και τη ροή του. Η επίδραση δε αυτής της κίνησης φαίνεται πάνω στο σώμα και στην πνευματική υπόσταση του ήρωα.

Ταυτόχρονα, ο τίτλος είναι από μόνος του ένα αίνιγμα: ποιος είναι ο βοηθός; Ποιος ο κύριος Κλάιν; Παραπέμπει σε μυθιστορήματα αστυνομικά, μυστηρίου, και αυτή η αρχική εντύπωση δεν διαψεύδεται, αφού ένα φονικό σταδιακά αποκαλύπτεται με όλες τις σκοτεινές πτυχές του και εκθέτει στο φως τα κρυμμένα μυστικά των ενοίκων και του πρωταγωνιστή.

Αυτοί, οι ένοικοι, παρουσιάζονται ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου. Θυμίζει ξεκάθαρα σενάριο δράματος η αναφορά του ξενικού, ας σημειωθεί, ονόματος και της βασικής ιδιότητάς τους καθώς και η τοποθέτησή τους σε καθορισμένο σκηνικό χώρο, που στην περίπτωσή μας είναι τα διαμερίσματα. Η θεατρικότητα αυτή υποστηρίζει τη δεύτερη γραμμή σύνθεσης του έργου πέρα από τον χρόνο, που είναι ο χώρος. Κάθε διαμέρισμα συνιστά ένα πεδίο όπου λαμβάνει χώρα το επιμέρους δράμα. Όλες οι εξελίξεις συντελούνται μέσα στον περιορισμένο χώρο της πολυκατοικίας, όπου συναντώνται και συγκρούονται οι ένοικοι. Ένας χώρος τόσο κοινός για τις αστικές μας εμπειρίες, που τώρα όμως μοιάζει με κύκλους, με βαθμίδες τιμωρίας σε μια δαντικού τύπου χωρική εκδοχή της κόλασης.

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ

                     Από την κατάσταση που έδωσε ο Κύριος Κλάιν στον Στέφαν:

                     Πρώτος όροφος: Οικογένεια Μουρν (Κύριος και Κυρία Μουρν, Ελίζαμπεθ και Μπίλλυ) διαμερ.102.

 

Και ο κατάλογος συνεχίζει με τα πρόσωπα από το μακρινό παρελθόν του πρωταγωνιστή, κλπ. Το σύνολο των χώρων αυτών συνθέτει ένα δυστοπικό περιβάλλον: η απουσία φωτός, ο ανεξίτηλα θολός καθρέφτης, ο στενός διάδρομος, το υπόγειο διαμέρισμα, όλα σε συνδυασμό με έναν χρόνο που απροσδιόριστα αυξομειώνεται, δίνουν από την αρχή την εντύπωση του παράξενα οικείου και αναγκάζουν τον αναγνώστη να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός με τις λεπτομέρειες για να συμπληρώσει τα ερωτήματα που άμεσα γεννιούνται, ξεκινώντας από την περιγραφή του κυρίου Κλάιν μέσα από την οπτική του φαντασιόπληκτου και καταθλιπτικού πρωταγωνιστή, του Στέφαν.

 

                Ο Στέφαν τον ακολούθησε κι ένοιωσε σαν να κατέβαιναν επίπεδα κάτω από την επιφάνεια

                της γης. [….] Ήταν άραγε πάλι η φαντασία του Στέφαν ή ο κύριος Κλάιν εμφανίστηκε

                ξαφνικά θεόρατος στη μισοσκότεινη είσοδο; Ίσως όμως να τον κάνει τόσο επιβλητικό

                ό τρόπος που ρουφάει τον αέρα γύρω του… (σελ.13)

 

Πίσω από αυτήν την εντυπωσιακή φιγούρα ακολουθεί άνισα ο νεαρός θυρωρός, που αναλαμβάνει να υπηρετήσει τους ενοίκους για 40 εικοσιτετράωρα με μια εκπληκτικά γενναία αμοιβή, που θα λυτρώσει από τα χρέη και την ανυποληψία αυτόν τον μανιακό χαρτοπαίχτη.

Η υποψία ότι πρόκειται για μια μεταφορική εικόνα ενισχύεται από την περιγραφή της παλιάς πόλης, ενός κόσμου παρακμασμένου, σαν μια νεκρωμένη συνείδηση της νέας πόλης, που μας θυμίζει έντονα κινηματογραφικές εκδοχές μελλοντικών κοινωνιών, στο περιθώριο των οποίων επιβιώνουν παρασιτώντας υπολείμματα των παρελθόντων ανθρώπων. Απόλυτα ταιριαστή η μυρωδιά των ψαριών που την χαρακτηρίζει. Όλοι οι ένοικοι και ο κύριος Κλάιν σχετίζονται με αυτόν τον κόσμο και κουβαλούν τη νοσηρότητά του, με κάποιο τρόπο, μέσα στη ζωή τους.

 

          …θυμήθηκε τα κατεστραμμένα αρχοντικά με ξεχυμένα τα έντερά τους στα πεζοδρόμια,

           τις ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες και τα μουχλιασμένα έπιπλα που σάπιζαν μέσα σε

          ακαθαρσίες […] τα γεμάτα σταχτοδοχεία και τις τρύπες από τσιγάρα στην πράσινη

          τσόχα, το νερωμένο ουίσκι στα καταγώγια, τα διάφορα αποβράσματα που οπλοφορούσαν…

          (σελ.18)

 

Το απόσπασμα δείχνει πόσα ανεπαίσθητα, και γι αυτό περίτεχνα, η συγγραφέας περνά από το πραγματικό στο φανταστικό, διαστέλλοντας τα όρια του εδώ-και-τώρα. Έτσι ενώ η αφήγηση εντοπίζεται στο σύγχρονο παρόν, των κινητών, των ουσιών, των κυρίαρχων ΜΜΕ, η εισβολή του φανταστικού οξύνει την αναγνωστική ματιά, χωρίς μάλιστα καθόλου να ενοχλεί.

Ταυτόχρονα με τις επιδιορθώσεις των υλικών βλαβών από τον καινούριο θυρωρό, ξετυλίγεται η αποκάλυψη των ψυχικών βλαβών, πολλές φορές ανήκεστων. Οι άνθρωποι ωστόσο αναζητούν διέξοδο, ανοίγουν τις πόρτες μαζί με τις ψυχές τους σ αυτόν τον θυρωρό, που έχοντας νεκρωμένη από τύψεις και πόνο συνείδηση, αναλαμβάνει να ξαναζήσει μέσα από τις ζωές του 102, του 202, του 302, κλπ. Ποικιλία ανθρώπινων ζωών, προσώπων, κορμιών, ιστοριών, ηλικιών μπαινοβγαίνουν στα διαμερίσματα αυτά, συνθέτοντας μια ρεαλιστική μικρογραφία κόσμου και αποδίδοντας ως εικόνα αυτό που η συγγραφέας προβάλλει περιγράφοντας στο κεφάλαιο «Οι πόρτες που ξεκλειδώνουν».

 

           «Τι συμβαίνει, αγαπητέ Στέφαν, δεν είσαι καλά;»

           «Πολύ πόνος σ’ αυτή την πολυκατοικία». Η φωνή του ακούγεται βραχνή και κουρασμένη.

           «Πολύς πόνος παντού, αγαπητέ Τι θα ᾿λεγες να έρθεις να φάμε μαζί το βράδυ για

            να τον ξορκίσουμε;» (σελ.126)

 

Η αφηγηματική φωνή είναι τριτοπρόσωπη. Ο αφηγητής ωστόσο επιλέγει να κρύβεται πίσω από την αντίληψη και τη μνήμη του Στέφαν. Έτσι παρακολουθούμε εκ των έσω τον αγώνα του ήρωα να κάνει μια νέα αρχή, να φανεί πρόθυμος και εργατικός αλλά και τη σταδιακή ενεργοποίηση της μνήμης του, την πάλη και τη συντριβή του μπροστά στη γνώση του εαυτού του.

Κάθε κεφάλαιο μάλιστα ξεκινά με τον πρωταγωνιστή να ξυπνά. Εφτά ξυπνήματα, εφτά μέρες: άλλη μια φορά ένα βιβλικός αριθμός με σημασία. Μόνο ένα κεφάλαιο διαφοροποιείται: είναι η αφιέρωση της συγγραφέως στο νεκρό προσφυγόπουλο, στο νεκρό παιδί όλου του κόσμου, το οποίο και μιλά. Πώς γίνεται αυτό; Για τη Λογοτεχνία δεν έχει σημασία.

Πρώτα, κομμάτι από το μότο, στη γλώσσα της ιατρικής:

 

          ΠΩΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ Ο ΠΝΙΓΜΟΣ:

           … Ο λαρυγγοσπασμός διαρκεί δύο με τρία λεπτά και μετά προκύπτει χαλάρωση

            μυών σώματος, άνοιγμα της επιγλωττίδας […] με επακόλουθο την είσοδο του νερού…(σελ.159)

 

          Θυμάμαι να χτυπώ απεγνωσμένα τα χέρια και τα πόδια και να παλεύω για να πάρω

           αέρα […] και ύστερα εκείνο το διαυγές φως που σκέπασε τα πάντα. (σελ.168)

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Ο χρόνος φαίνεται να κυλά γραμμικά, ξεκινώντας από την πρώτη από τις σαράντα μέρες για τις οποίες προσλαμβάνεται ο βοηθός. Ωστόσο η ροή του μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στη συμβατικότητα του ανθρώπινου χρόνου, σαν να αλλοιώνεται μέσα στο χωροχρόνο του κλειστού σύμπαντος, που ορίζει η πολυκατοικία. Επίσης, οι αναδρομές στο τραυματικό παρελθόν τόσο της παιδικής όσο και της ενήλικης ζωής του πρωταγωνιστή, διαστέλλουν όχι μόνο τον χρόνο αλλά και το ψυχικό εύρος των προσώπων, καθιστώντας τα ήρωες – πρωταγωνιστές ατομικών δραμάτων.

 

Ακόμα και τώρα δεν μετανιώνει γι’ αυτό που έκανε. Όσο κι αν θυμάται τη Λούσυ

              να σπαράζει μετά για την απώλεια. Ευτυχώς είχε πιστέψει με την πρώτη το παραμύθι

             που της σέρβιρε, ότι δηλαδή η εξώπορτα τάχα δεν είχε κλείσει καλά κι η Εσμεράλδα

             γλίστρησε έξω χωρίς να την καταλάβουν [….] μέσα στο σακούλι που την έκλεισε

            για να την μεταφέρει στη συνέχεια με το αυτοκίνητο στο τέλος της Παλιάς Πόλης,

            όπου την απελευθέρωσε και την άφησε στη μέση του δρόμου να γλείφεται απορημένη,

            σαν να μην περίμενε ότι θα ήταν δυνατό κάποιος να της φερθεί τόσο άνανδρα. (σελ.137)

 

Δίπλα ωστόσο στο δράμα και στον κρυφό ή ομολογημένο πόνο, υπάρχει μια φωτεινή γραμμή που ο αναγνώστης αναγνωρίζει από τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Ενδεικτικός είναι ο διάλογος μιας ιδιαίτερης ενοίκου με τον Στέφαν:

 

          «Ο καημένος ο Στέφαν… “Δεν είμαι σαν τα άλλα τα παιδιά. Μπουχουχού. Η μητριά μου

           κλειδώνει το ψυγείο. Μας δέρνει.” Ω τον καημενούλη τον μικρό Στέφαν. Αυτό το αγοράκι

          … που υποφέρει. Όλα θα του τα συγχωρήσουμε, όλα. Αφού έχει υποφέρει τόσο».…

          «Ποιος διάολος είσαι; Φύγε αποδώ μέσα. Διεστραμμένη»….

          «Η ορφάνια. Η ιερή πληγή. Η δικαιολογία. Η πρόφαση για όλα. Η αφετηρία. Η επιστροφή.

          Η κοίτη. Σκέφτηκες ποτέ, Στέφαν, ότι ήταν το δώρο σου;»…

          «Τι εννοείς; Να πάρει ο διάολος, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς!».

          «Ναι, καταλαβαίνεις. Εδώ μέσα τώρα πια καταλαβαίνεις».

          Ο Στέφαν σιώπησε. Γιατί πραγματικά καταλάβαινε.

          «Εδώ μέσα όμως βοήθησα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου βοήθησα».

          «Αυτό είναι αλήθεια. Βοήθησες και, βοηθώντας, βοηθήθηκες». (σελ.177)

 

Υπάρχει τελικά μια διέξοδος στη γνώση που λυτρώνει; Η απάντηση είναι θετική, αρκεί ο άνθρωπος να υποστεί τη δοκιμασία. Ποια είναι αυτή; Διαφέρει για τον καθένα. Για τον πρωταγωνιστή, αυτόν τον άνεργο δικηγόρο, τον παθιασμένο χαρτοπαίκτη, τον βεβαρυμμένο με ανομολόγητα λάθη, η δοκιμασία είναι απουσία του «εγώ» και η προσφορά της μέρας του, του χρόνου του, των σκέψεών του, της προσπάθειάς του στους άλλους. Οδηγείται στο τελευταίο σκαλί του υπογείου ή της κοινωνικής θέσης: υπάρχει μόνο για τους άλλους, για να υπηρετεί ως θυρωρός τους άλλους. Μέσα από την ταπείνωση αυτή του «εγώ» ξεπροβάλλει ο δρόμος της μεταμέλειας για αυτόν, τον γιο του ιερέα.

Για τους αναγνώστες αναδύεται σιγά-σιγά το συγκρατημένα αισιόδοξο μήνυμα της Κουτσουμπέλη: η σωτηρία βρίσκεται στην κοινωνική προσφορά, στην ανάληψη της κοινωνικής μας ευθύνης απέναντι όχι απλά στον άγνωστο, ανώνυμο συνάνθρωπο αλλά στον οικείο, στον διπλανό, στον γείτονα. Ή όπως κλείνει, με ποίημα της Emily Dickinson, το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η καρδιά» (σελ.204):

 

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει

                                              Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

Ή αν βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη

 

                                             Να μπει ξανά μες στη Φωλιά

                                             Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top