Fractal

Όλα γύρω από τον Πατέρα

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«O τόπος» της Annie Ernaux, Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ένας πατέρας. Μία κόρη. Ένας τόπος.

Τόπος πραγματικός, ορισμένος  εντός συγκεκριμένων συντεταγμένων. Αλλά και ένας άλλος τόπος που αυτεπάγγελτα σηματοδοτεί την ύπαρξή μας…. Η μνήμη με την άλλοτε γλυκόπικρη και άλλοτε στυφή επίγευσή της, αλώνει ολόκληρο το μυθιστόρημα της Annie Ernaux, ενώ η αφήγηση γίνεται το κλειδί που θα ξεκλειδώσει όχι μόνο το σεντούκι με τα προσωπικά ενθυμήματα της συγγραφέως αλλά, ταυτόχρονα, θα μετατραπεί σε εργαλείο συλλογικής καταγραφής που κατακερματίζει την πραγματικότητα. Διαχειριζόμενη το δίλημμα για το εάν η ανάγκη μας για αναζήτηση ταυτότητας, το παιχνίδι της μνήμης και η αποδοχή της αλήθειας (μας) θέτουν διλήμματα ηθικής σχετικά με το πόσο μακριά μπορούμε να φθάσουμε, πόσα πράγματα είμαστε διατεθειμένοι να αποκαλύψουμε στους άλλους ενόσω εμείς βαδίζουμε προς την επίτευξη της προσωπικής αυτογνωσίας, η συγγραφέας παραδίδει ένα έργο λεπτοδουλεμένο, βαθιά εξομολογητικό, απίστευτα τρυφερό και την ίδια στιγμή ένα σύντομο εγχειρίδιο αστικής κοινωνιολογίας.

Η Annie Ernaux (1940), από τις σημαντικότερες σύγχρονες γαλλίδες συγγραφείς, το έργο της οποίας διδάσκεται στα πανεπιστήμια, γεννήθηκε στην περιοχή της Νορμανδίας και από το 1977 ζει στα περίχωρα του Παρισιού. Δίδαξε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην εξ’ αποστάσεως δια βίου εκπαίδευση. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα το 1974 με το έργο της «Armoires vides». Το έργο της «Ο τόπος» δημοσιεύθηκε το 1983 και τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Το 2008 δημοσιεύει το έργο της «Les Années» το οποίο έλαβε, ανάμεσα σε άλλα, το βραβείο Marguerite Duras και το βραβείο François Mauriac, ενώ η αγγλική του μετάφραση ήταν υποψήφια για το βραβείο Man Booker International. Το πλέον πρόσφατο έργο της είναι το «Mémoire de fille» (2016) όπου περιγράφει τις αναμνήσεις της από την κατασκήνωση το καλοκαίρι του 1958. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ετοιμάζεται στα ελληνικά το έργο της «Μία γυναίκα» (1988) στο οποίο  μιλά για την απώλεια της μητέρας της.

Συγγραφέας μεγάλου βεληνεκούς, με ένα στυλ μοναδικό, η Annie Ernaux επέλεξε νωρίς να αντιμετωπίσει μετωπικά τη σαρωτική δύναμη της καταγραφής ατομικών ιστοριών που με τη σειρά τους διασταυρώνονται με τη συλλογική μνήμη. Εύκολα ο αναγνώστης αναρωτιέται πόσο άραγε δύσκολη, ακόμη και επώδυνη, μπορεί να είναι αυτή η καταβύθιση σε έναν τόπο αυστηρά «ιδιωτικής χρήσης», από τον οποίο αναδύονται αλήθειες που αγγίζουν τον καθένα από εμάς καθώς πλέον γίνονται τόσο οικεία που μοιάζουν να ξεπήδησαν από τις σελίδες του οικογενειακού μας saga.

 

Ήταν Κυριακή, νωρίς το απόγευμα.

Η μητέρα μου εμφανίστηκε στο πάνω μέρος της σκάλας. Σφούγγιζε τα μάτια της με τη χαρτοπετσέτα που σίγουρα είχε πάρει μαζί της όταν ανέβηκε στο δωμάτιο μετά το γεύμα. Με άχρωμη φωνή είπε : «Τελείωσε». (σελ. 15)

Στο έργο της «Ο τόπος» η Annie Ernaux με μία ψύχραιμη ματιά που κρύβει με περισσή δεξιοτεχνία μια ανομολόγητη, σχεδόν, τρυφερότητα και ευαισθησία, έχοντας πλήρη γνώση της ευθύνης της που προκύπτει από την τοποθέτηση σε κοινή θέα όχι μόνο  των δικών της ενθυμήσεων αλλά ακόμη και αυτών του πατέρα της, θέτει τους κανόνες ενός ιδιαίτερου τρόπου γραφής: «Όχι λυρικές αναπολήσεις, όχι θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας. Αυτός ο ακύμαντος τρόπος γραφής μού ταιριάζει εκ φύσεως, είναι το ύφος που χρησιμοποιούσα όταν έγραφα άλλοτε στους γονείς μου για να τους λέω τα σημαντικά νέα.» (σελ. 25).

Ένας πατέρας που γεννιέται σε μία φτωχή εργατική οικογένεια, αγράμματος, ξέφυγε νωρίς από την χειρωνακτική εργασία αφότου έγινε ιδιοκτήτης ενός καφε-παντοπωλείου που εξυπηρετούσε τις εργατικές οικογένειες σε μία μικρή πόλη της περιοχής της Νορμανδίας. Ο θάνατός του, μόλις δύο μήνες μετά την επιτυχία της συγγραφέως στις εξαιρετικά απαιτητικές εξετάσεις για την πιστοποίηση Capes (αποτελεί το πιστοποιητικό με το οποίο κανείς μπορούσε εκείνη την εποχή να διοριστεί ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση), αποτελεί σημείο εκκίνησης για ένα ταξίδι στο παρελθόν, στα όσα, σε πρώτη ανάγνωση, υπήρξαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε έναν πατέρα και μία κόρη, ανάμεσα σε μία γενιά και σε μία άλλη, ανάμεσα σε μία χαμηλότερη κοινωνική τάξη και σε μία άλλη ανώτερη, όχι μόνο από οικονομικής αλλά, κυρίως, από πλευράς πνευματικής καλλιέργειας και ευκαιριών.

Η κυκλική αφηγηματική διαδρομή, σαν ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, ξεκινά και τελειώνει με το θάνατο του πατέρα. Ανάμεσα παρεμβάλλονται γεγονότα, μνήμες πολλαπλές, συναισθήματα, η ιστορία ολόκληρη μίας γενιάς που ήρθε στο φως πριν τον πόλεμο, ο αγώνας μίας τάξης να βρει τη θέση της σε μία κοινωνία που αλλάζει σταδιακά, ένας άλλος, άγνωστος, κόσμος που απολαμβάνει την άνεση ενός στρώματος Dunlopillo ή την ομορφιά ενός κομό-αντίκα. Η αφήγηση επίπεδη, αφοπλιστικά ειλικρινής, χωρίς στολίδια ή προσπάθεια εντυπωσιασμού, φαίνεται να κρατά τις αποστάσεις, ο ρυθμός στρωτός, η αρχική αίσθηση μίας αξιωματικά αντικειμενικής γραφής.

Με πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατό του. Περαματάρης από τη μια όχθη στην άλλη, με ήλιο και βροχή.

Ίσως η πιο μεγάλη του περηφάνια, ή ακόμα και ο λόγος της ύπαρξής του: το γεγονός ότι ανήκω στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει. (σελ. 105)

Η πολυσημία εδώ βρίσκεται στην καλύτερή της μορφή ήδη από τον τίτλο: «Ο τόπος» ερμηνεύεται πολλαπλά καθώς σε όλη τους τη ζωή οι γονείς της συγγραφέως αναζητούν τη θέση τους εντός της κοινωνίας στην οποία κινούνται, υποκύπτοντας στη βαθιά, σχεδόν εμμονική τους επιθυμία να αυτοπροσδιορισθούν σε σχέση με τον έτερο και όχι σε σχέση με τις δικές τους προσωπικές επιδιώξεις ή αξίες. Παράλληλα, η συγγραφέας αναζητά μέσα από την αφήγησή της να ξεδιαλύνει πόσο χώρο, τελικά, στη ζωή της είχε ήδη καταλάβει ο πατέρας της προτού η ίδια το συνειδητοποιήσει.

Τώρα λέω συχνά «εμείς», επειδή σκεφτόμουν για καιρό με τον δικό του τρόπο και δεν θυμάμαι πότε έπαψα να το κάνω. (σελ. 59)

 

Annie Ernaux

 

Κάτω από μια ακαδημαϊκού τύπου γραφή, κάτω από πολλαπλές στρώσεις αντικειμενικότητας, γυμνής αλήθειας, σκληρής κριτικής, κρύβεται μία πολυδιάστατη αλήθεια: η συγγραφέας καταφέρνει να αποτινάξει κάθε προφανή συναισθηματικότητα, μένει σταθερά προσηλωμένη στην αλήθεια (τόσο του πατέρα της όσο και της ίδιας),  ακολουθεί υπόγειες λογοτεχνικές διαδρομές, μετουσιώνει σε πράξη αυτό που ανέφερε ο Roland Barthes στο έργο του «Ο Βαθμός Μηδέν της Γραφής»: «Πρέπει να ξεπεράσει κανείς το όριο της λογοτεχνίας, περιοριζόμενος σε μία γλώσσα βασικού τύπου, ενδεικτική…». Η μέριμνα της συγγραφέως να εγγυηθεί μέσω της αφήγησής της μία αλήθεια κοινωνικά αποδεκτή την οδηγεί στη δημιουργία ενός απέριττου τύπου γραφής που οδηγεί τον αναγνώστη ολοένα και εγγύτερα σε μία βιωμένη αλήθεια την οποία αισθάνεται ως άμεση και οικεία, διανύοντας την απόσταση μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού.

Η Αnnie Ernaux αντιλαμβάνεται ότι το να γράψει με τόσο αποκαλυπτικό τρόπο για τους γονείς της είναι μία μορφή προδοσίας. Η δική της μετάβαση από μία οικογένεια χαμηλής κοινωνικής στάθμης σε έναν κόσμο ανώτερο κοινωνικά και πνευματικά, μοιάζει σαν να εντείνει ακόμη περισσότερο την προδοσία αυτή. Όμως εκείνη αποφασίζει να πληρώσει το τίμημα γιατί κάτω από την φαινομενικά επίπεδη γραφή της κρύβεται μία συγκλονιστική αποκάλυψη:  η γυμνή αλήθεια δεν αφορά μόνο τον πατέρα της αλλά, και εδώ βρίσκεται η ουσία του βιβλίου αυτού, αφορά ΚΑΙ την ίδια…..

Μια μέρα, κοιτώντας με περήφανα, είπε: «Δεν σε ντρόπιασα ποτέ». (σελ. 88)

Καθώς η αφήγηση προχωρά, ο αναγνώστης, ασυναίσθητα σχεδόν, ανακαλύπτει τα καλά κρυμμένα μυστικά της: η ματιά της Annie Ernaux είναι πρωτίστως ψυχολογική και δευτερευόντως κοινωνική, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο έργο της. Η λεπτοδουλεμένη σκηνοθεσία του έργου της εστιάζει σε μία εναλλαγή ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Πιστή σε μία ένα γοητευτικό, νηφάλιο και απόλυτα ελεγχόμενο αφηγηματικό ύφος, η συγγραφέας παρουσιάζει τους βασικούς χαρακτήρες του έργου της, ανάμεσα σε αυτούς και τον εαυτό της, σε ένα παιχνίδι που άλλοτε τους φέρνει ξεκάθαρα στο προσκήνιο ενώ άλλοτε τους τοποθετεί εντός ενός κοινωνικού πλαισίου που τους καθορίζει ερήμην τους.  Και στο βάθος, κάτω από πολλαπλές στρώσεις ακύμαντης αφήγησης, γινόμαστε μάρτυρες μίας βραδυφλεγούς αντίδρασης που απελευθερώνει κύματα συγκίνησης και μίας αξεπέραστης  νοσταλγίας και τρυφερότητας για αυτούς που αφήνουμε πίσω μας.

«Ο τόπος» είναι ένα έργο μοναδικής ομορφιάς και χάρης, μία απολογία συγγνώμης για όσα δεν μπορέσαμε έγκαιρα να αντιληφθούμε, ένα μανιφέστο αγάπης και αποδοχής του εαυτού (μας), η ίδια η συγγραφέας βρίσκει πλέον τον δικό της «τόπο» χάρη σε όλα όσα πήρε ή και αρνήθηκε να πάρει από τον πατέρα της. Κάθε φορά που τον θυμάται, κάθε φορά που ανακαλεί στη μνήμη της όλα τα μικρά θραύσματα που συναποτελούν την έννοια «πατέρας» για εκείνη, οι αλήθειες βρίσκονται μέσα σε τούτο δω το μικρό βιβλιαράκι, μόλις 107 σελίδες, που συγκλονίζει με τον απατηλό τρόπο που θα φθάσει βαθιά στην καρδιά του αναγνώστη. Η εξαιρετική μετάφραση της Ρίτας Κολαϊτη υπογραμμίζει την ευαισθησία και την ομορφιά του έργου αυτού.

Κλείνοντας, το βιβλίο «Ο τόπος» είναι ένα έργο εξομολόγησης, πραγματεύεται με τρόπο αριστοτεχνικό ένα εγώ διαπροσωπικό ενώ, την ίδια στιγμή, σε μία διαδικασία συγγραφής που υπήρξε τόσο επώδυνη με αποτέλεσμα να διαρκέσει περίπου μία δεκαετία, η Annie Ernaux επαναπροσδιορίζει τον ρόλο της λογοτεχνίας και την έννοιά της ως πρακτική. Βασιζόμενη σε γεγονότα κοινωνικά, οικογενειακές συζητήσεις, αναμνήσεις γεγονότων, τόσο δικών της όσο και του ίδιου του πατέρα της, μεταστρέφει μία απλή, ασήμαντη, καθημερινή ζωή σε ένα έργο οικογενειακής εθνογραφίας. Συναισθανόμενη πως η μετατροπή του πατέρα της σε ήρωα βιβλίου και η περιγραφή της μοίρας του θα αποτελούσε ένα είδος απιστίας προς εκείνον, βάζει με τόλμη και τον εαυτό της μέσα στο κάδρο, αναλαμβάνει να μετατρέψει το δικό της εγώ σε λογοτεχνική αφήγηση, αναζητώντας τα σημάδια που θα την οδηγήσουν πέρα από τα γνώριμα όρια της λογοτεχνίας, στο ανεξερεύνητο ίσως ακόμη σύνορο μεταξύ αυθεντικής, προσωπικής οικογενειακής αλλά και κοινωνικής ιστορίας που πάλλεται από μία αδιόρατη, αναπάντεχη, συναισθηματική ένταση.

Πατέρες και κόρες στην καλύτερη λογοτεχνική στιγμή τους.

«Ξαναβλέπω τα χέρια των προγόνων μου στη φωτογραφία του γάμου των γονιών μου. Κάθε φορά που κοιτάζω τη φωτογραφία αυτή, δεν μπορώ να ξεκολλήσω τη ματιά μου από τα χέρια τους, χέρια μεγάλα και δυνατά, τόσο αυτά των γυναικών όσο και αυτά των ανδρών. Προέρχομαι από αυτά τα χέρια και από έναν κόσμο όπου η δουλειά δεν είχε παρά μία μορφή και μία έννοια: δουλειά με τα χέρια μας.». Annie Ernaux

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top