Fractal

«Ο πρίγκηπας που δεν έπαψε ποτέ να είναι»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Εμιλί ντε Τυρκέμ «Ο πρίγκηπας με το φλιτζανάκι», Μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδ. Πόλις

 

Το βιβλίο βασίζεται στην πραγματική ιστορία της φιλοξενίας ενός Αφγανού πρόσφυγα από την ίδια την συγγραφέα και την οικογένειά της. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο που με τρομερή ευαισθησία αφηγείται γεγονότα, ενδοσκοπεί και ανακτά χαμένα από καιρό συναισθήματα, διαποτισμένο από συγκίνηση αλλά και βαθιά πίστη στην ανθρωπότητα.

Εικοσιδύο ετών τώρα, ο Ρεζά εγκατέλειψε την εμπόλεμη πατρίδα του πριν από δέκα χρόνια. Ύστερα από απίστευτες κακουχίες και το πέρασμα από πάμπολλες χώρες, καταφέρνει να φτάσει στην Γαλλία σώος και με άδεια παραμονής πλέον.

 

«Ο Ρεζά έχει έναν ιδιαίτερο και γλυκό τρόπο να προφέρει την λέξη «μετανάστης». Όταν λέει μετανάστης, ακούγεται σαν «μεγιστάνας». Στο στόμα του, μετανάστης δεν είναι πια αυτή η ανώνυμη λέξη-σκουπιδοτενεκές που χρησιμοποιείται σε κάθε ευκαιρία, αυτή η λέξη με τις παρωπίδες που αρνείται να μιλήσει για τον πόλεμο, την επιβίωση και την εξορία. Στο στόμα του Ρεζά, μετανάστης σημαίνει εγώ. Είναι εκείνοι που μοιράζονται μέσα στο σώματά τους το μυστικό της φυγής και την δύναμη που τους σπρώχνει να σωθούν. Μετανάστης είναι το πιο ψηλό κλαδί της ζωής τους».

 

Η Εμιλί, ο Φαμπρίς και τα δύο αγοράκια τους, κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να σεβαστούν την διαφορετικότητα και να νιώσει ο Ρεζά οικεία στο σπίτι τους. Τον πηγαίνουν παντού, τον παίρνουν μαζί τους στις διακοπές, του γνωρίζουν τις οικογένειες και τους φίλους τους, τον βοηθούν να μάθει την γλώσσα, πράγμα που μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο. Επιχειρεί να ενσωματωθεί μα ο φόβος, οι δυσκολίες και η ανασφάλειές του τον κατατρύχουν.

 

«Ακούγεται απελπισμένος και αντιλαμβάνομαι ότι το εμπόδιο είναι ανυπέρβλητο. Να μάθει γαλλικά δεν είναι μόνο να μάθει άγνωστες λέξεις κι έναν μυστήριο τρόπο να τις βάζει στη σειρά. Να μάθει γαλλικά είναι να τραβήξει χι σε όλα. Είναι η έσχατη προσπάθεια να ξαναγεννηθεί, αφού προηγουμένως έχει εξαντλήσει όλες του τις δυνάμεις για να επιβιώσει από τον πόλεμο, από μια δεκαετία φυγής, από την απύθμενη δυστυχία να έχει χάσει τα ίχνη της οικογένειάς του».

 

Όσο περνά ο καιρός, ο Ρεζά τούς εμπιστεύεται ολοένα και περισσότερο, φανερώνει ανομολόγητα μυστικά, ανασαίνει ανακουφισμένος με την πρωτόγνωρη ελευθερία τού να μην νιώθει κυνηγημένος. Και τότε,  «ένα παιδικό φως αρχίζει να ξεπηδά από το πρόσωπό του, το τόσο ώριμο και τόσο σοβαρό». Είναι ένας άντρας – παιδί, που αγωνίζεται να επιβιώσει, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να μετριάσει τον ογκόλιθο της ενσυναίσθησης που τον πλακώνει. Κι έτσι, κάθε φορά που πιάνει λεφτά στα χέρια του εργαζόμενος σκληρά καθαρίζοντας πότε παιδικούς σταθμούς και πότε δημόσια κτήρια, αγοράζει σκηνές, σκεπάσματα, ρούχα και τρόφιμα για τους μετανάστες που κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα. Εμπιστεύεται με αθωότητα την ανθρώπινη καλοσύνη, την επίμονη ελπίδα και την αδερφοσύνη, την ίδια στιγμή που στέκεται «κουμπωμένος» και υπερβολικά φοβισμένος μπροστά σε κάθε τι άγνωστο.

Δεν σταματά ποτέ να προσπαθεί να μάθει την γλώσσα, να επικοινωνήσει με λέξεις – έστω – λανθασμένες. Διάλογοι ελάχιστης συνεννόησης, που μέσα τους ωστόσο, κάτι υπάρχει που ξεπερνάει το νόημα των λέξεων. Αθόρυβος, αόρατος σχεδόν, ντροπαλός και εξαίσια διακριτικός, κάθε φορά που γελάει με φωνή μαλακιά, αναγκάζει τους άλλους να αισθανθούν μια μοναδικά ευφορική ανάταση, και θέλει κάθε μέρα να πίνει το τσάι του στο ντελικάτο αλλά από καιρό αχρησιμοποίητο σερβίτσιο της γιαγιάς. Αργά αλλά σταθερά, το ζεστό κλίμα της συγκατοίκησης τον ξεκλειδώνει, γίνεται σχεδόν μέλος μιας οικογένειας που δεν είναι η δική του κι όμως, μ’ έναν τρυφερά απλό τρόπο, είναι.

 

«Ο Ρεζά είναι ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι. Εκείνος που έφαγε το φαΐ του μέσα στις λάσπες των προσφυγικών καταυλισμών, εκείνος που από τη στιγμή που έφτασε στους οικοδεσπότες του δεν μπορεί να πιει το τσάι του παρά μόνο μέσα σε φλιτζάνι από φίνα πορσελάνη και ξαναγίνεται ο πρίγκηπας που δεν έπαψε ποτέ να είναι».

 

Émilie de Turckheim

 

Τις σελίδες γεμίζουν σκηνές που συγκλονίζουν, με βάρκες που αναποδογυρίζουν μέσα στη σκοτεινή φουρτουνιασμένη θάλασσα, εκκλήσεις για βοήθεια, ατέρμονο κολύμπι χωρίς σαφή προορισμό. Φόβος, πείνα, αίμα, φυγή, απώλεια και ματαίωση κάθε προσδοκίας. Εκτός από τον υπέροχο τρόπο που προσεγγίζει το μεταναστευτικό ζήτημα και την ξενοφοβία η συγγραφέας, με αφορμή την φιλοξενία του ταλαιπωρημένου, από μια ζωή που δεν επέλεξε, μετανάστη, θίγει ένα ακόμα καίριο ζήτημα της εποχής μας: πόσο ενωμένη είναι πραγματικά η Ευρώπη και κατά πόσο ο Διαφωτισμός άφησε ισχυρό αποτύπωμα στα ανθρώπινα. Δικαιώματα και υποχρεώσεις.

 

«Μεγαλώσαμε μέσα σ’ αυτό το ευρωπαϊκό «εμείς» που είναι τόπος και όραμα μαζί. Σήμερα, μας έχει πάρει το ποτάμι της εποχής στο άγριο ρεύμα του. Το ποτάμι βρυχάται: ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός έσβησε τα φώτα του, η Ευρώπη είναι απλώς μια αγορά με ακριβά και ληγμένα εμπορεύματα, ο στενός τόπος όπου επιμένουν να ξεβράζονται αυτοί που τα έχουν χάσει όλα».

 

Μια πράξη έξω από τα συνηθισμένα αυτή η φιλοξενία, κι από μόνη της καθίσταται αιτία να αφηγηθεί. Με μικρά, απλά κεφάλαια, γλώσσα λιτή, χωρίς ουσιαστική πλοκή (που ωστόσο δεν λειτουργεί στο ελάχιστο ως μειονέκτημα), περιγράφεται μια συμβίωση χωρίς συγκρούσεις, παρά τις έντονες διαπολιτισμικές αντιθέσεις που διαρκώς ενσκήπτουν. Το ρήμα «νοιάζομαι» αποκτά την έννοια που θα έπρεπε να έχει και καταλήγει σε ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί αλλά και σε μια εμβληματική φράση του ήρωα λίγο πριν φύγει για πάντα από την οικογένεια που τον φιλοξένησε:

«Συγγνώμη για όλες τις φορές που δεν κατάλαβα».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top