Fractal

Ποιος απ’ τους δυο τους θα περάσει το ποτάμι

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

George Simenon «Ο πάτος του μπουκαλιού», Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, σελ. 240

 

«Η όλη επιχείρηση έμοιαζε λιγάκι με ραντεβού. Όσο περνούσε η ώρα, ο Π. Μ. δεν είχε την εντύπωση ότι έψαχνε αλλά ότι βάδιζε προς ένα καθορισμένο σκοπό».

«Οι δύο αδελφοί απ’ το Άπλετον, κοντά στο Φαίρφηλντ, οι δυο γιοι του γερο- Άσμπριτζ, αναζητούσαν ο ένας τον άλλον, οπλοφορώντας και οι δυο, σε μια κοιλάδα των μεξικανικών συνόρων».

«Ο πάτος του μπουκαλιού» είναι ένας Σιμενόν σχεδόν άγνωστός μας. Το «σκληρό» αυτό μυθιστόρημα «από την αμερικανική περίοδο του βίου», δεν έχει φόνο, δολοφόνο, αστυνόμο. Διαθέτει, όμως, στο μέγιστο ψυχολογικό σασπένς, νουάρ ατμόσφαιρα Νότου, καλός και κακός που εναλλάσσονται σε θύμα ή θύτη αναλόγως, και κάνει βουτιά στο μέγιστο μυστήριο της συγγενικής σχέσης, αυτή των αδελφών.
Δύο αδέλφια, που έκαναν διαφορετικές επιλογές και ακολούθησαν άλλη πορεία στη ζωή τους – ο ένας έγινε πετυχημένος δικηγόρος και κτηματίας, ο άλλος, που έζησε στη φτώχεια, σκότωσε και δραπέτευσε απ’ τη φυλακή-, βρίσκονται μέσα σε μία αποχαλινωμένη φύση, ο Ντόναλντ επισκέπτεται τον Π.Μ. την εποχή που φουσκώνει και ξεχειλίζει ο ποταμός «για να τον περάσει απέναντι» και ό,τι ακολουθεί αγγίζει τα όρια και τους όρους αρχαίας τραγωδίας.

Στην αρχή, τον κρύβει και τον παρουσιάζει με άλλο όνομα ως κάποιο γνωστό. Στην πορεία ξεθάβουν κι οι δυο τους ό,τι κρυμμένο. Ο αναγκαστικός εγκλεισμός και ο μικρός περίγυρος εκείνων που μόχθησε ο Π. Μ. να κάνει «κύκλο του», «φίλους» και «γνωστούς», ξυπνά ανταγωνισμούς, μίση και έρωτες θαμμένους και ξεχασμένους. Θα φτάσουν και οι δυο μέχρι «τον πάτο του μπουκαλιού» και η Κάθαρση θα έρθει να τους βρει σαν ραντεβού στο ποτάμι.

Ο Ζωρζ Σιμενόν (πλήρες όνομα Ζωρζ Ζοζέφ Κριστιάν Σιμενόν, 13 Φεβρουαρίου 1903 – 4 Σεπτεμβρίου 1989) γαλλόφωνος Βέλγος συγγραφέας, ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού δημοσίευσε περισσότερες από 200 νουβέλες και πλήθος μικρότερων έργων, έγινε γνωστός κυρίως από τον ήρωα των αστυνομικών του μυθιστοριών, τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ και το ο 1966 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου του και την προσφορά του στην αστυνομική λογοτεχνία, με το Βραβείο Grand Master από την «Εταιρεία Αμερικανών συγγραφέων μυστηρίου», σ’ αυτό εδώ το βιβλίο δεν έχει Μαιγκρέ. Διαθέτει, όμως, όλη την εμπειρία του από τη συναναστροφή του με την εργατική τάξη και τα φτηνά ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα μπαρ της πόλης, τη σχέση του με τις γυναίκες (διασημότερη των οποίων φημολογείται ότι ήταν η Τζόζεφιν Μπέικερ) και τις μεγάλες εναλλαγές που και ο ίδιος βίωσε στη ζωή. Τη βαθιά του γνώση, όσον αφορά την πολυπλοκότητα, σχεδόν άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, την κατανόηση των κινήτρων και τον αγώνα δρόμου των εκάστοτε ηρώων.

Σε σημείο που να αναρωτιέσαι μέχρι την ύστατη στιγμή, ποιος είναι ο εγωιστής και ποιος αγαπά, αν αγαπάει, εντέλει, τον άλλον.

Με διαλόγους θεατρικά αποκαλυπτικούς και σκηνές βιβλικές αποδεικνύει, τελικά, ότι κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί απολύτως ότι γνωρίζει τον άλλον. Η έκπληξη που καραδοκεί θα ξαφνιάσει διπλά και τα αδέλφια αλλά και τον αναγνώστη.

 

George Simenon

 

Είναι γραμμένο όλο σχεδόν με το μοιρογνωμόνιο. Μικρό δείγμα: «Υπήρχε ένας γέρος άνδρας που είχε έρθει από την Ιρλανδία, που τους έφερε η ζωή, και που ακόμη και τώρα έχτιζε σπίτια σε μια ακτή της Φλόριντα, για να τα νοικιάζει λεφτά. Υπήρχε η Έμιλυ που ζούσε σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο Μπέβερλυ Χίλς και η κύρια απασχόλησή της ήταν τα προϊόντα ομορφιάς. Υπήρχε ο Μίλντρεντ, ο μεγάλος γιος ο Φρανκ, που προσπάθησε να γίνει λουστράκος στο δρόμο, η κόρη η Άννυ, που πρέπει να έμοιαζε της μητέρας της, με άχρωμες κοτσίδες να πέφτουν στους ώμους, και ο μικρός Τζων που τον σήκωναν στα χέρια για να μπορεί να μιλήσει στον πατέρα του απ’ το τηλέφωνο…. Υπήρχαν αεροπλάνα στον ουρανό, καράβια στη θάλασσα, τρένα που διέσχιζαν έρημες ακτές… Υπήρχαν αυτοί που κάλπαζαν πίσω απ’ τα σκυλιά…. Υπήρχε ο Π.Μ. που προχώρησε μπροστά…»

Υπάρχουν σημεία που θυμίζουν την Γένεση στη Βίβλο. Αποδεικνύοντας ότι για μια σκηνή, τη μοιραία συγκεκριμένη ύψιστη Σκηνή έχει ο Καθένας μας γεννηθεί και την ακολουθεί σχεδόν υπνωτιστικά, αποδεικνύοντας ό,τι ήταν και έκρυβε, αγνοώντας ενδεχομένως, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Κατά την ταπεινή μας γνώμη, παίζει και να είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του εργατικού Τζων Σιμενόν [υπήρξαν εποχές που έγραφε περίπου 80 σελίδες την ημέρα και, στο χρονικό διάστημα 1921 – 1933 είχε εκδώσει περίπου 200 βιβλία χρησιμοποιώντας 16 διαφορετικά ψευδώνυμα].

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top