Fractal

Αναζητώντας συλλαβές Φωτός

Γράφει ο Πάνος Νιαβής // *

 

Ελένη Στασινού «Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά», εκδ. Γκοβόστη

 

Οι εστίες μας για αιώνες στη διάβα της ανθρώπινης ιστορίας ήταν και παραμένουν η σταθερή αναφορά των ανθρώπων. Η φυγή ή απομάκρυνση συνήθως για βιοποριστικούς λόγους δημιουργεί πόνο και τη νοσταλγία  της επιστροφής στην Εστία, στην Ιθάκη μας.

Στα μέχρι σήμερα διαβάσματά μου συνάντησα δυο συγγραφείς που οι προθέσεις τους είναι η αποκήρυξη του νόστου της επιστροφής στην πατρογονική Ιθάκη. Συμπωματικά και οι δύο είναι γυναίκες!

Η πρώτη είναι η Μπάρμπαρα Κάσσεν με το δοκίμιο για τη Νοσταλγία με τον τίτλο «Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΠΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ;»

Η συγγραφέας σκαλίζει ολόκληρη την ευρωπαϊκή γραμματεία, από τα Ομηρικά έπη έως τις μέρες μας, θυμίζοντας μας χαρακτηριστικούς νοσταλγούς: τον Οδυσσέα, τον Αινεία, την Άρεντ. Το δοκίμιο ξεκινά καταθέτοντας το προσωπικό της βίωμα.

Η Εβραίο-Γαλλίδα μεγάλη ελληνίστρια φιλόσοφος μας καθιστά γνωστό εξ αρχής πως δεν έχει κανένα δεσμό νοσταλγίας με το γενέθλιο Παρίσι αλλά με το Πίνο ένα ψαροχώρι στις ακτές της Σαρδηνίας!

Η λαχτάρα της και η νοσταλγία της για επιστροφή, Το «σπίτι» της, δεν είναι λοιπόν τα πατρογονικά της, η γενέθλια γη, αλλά ο καρπός μιας ελεύθερης και αμοιβαίας επιλογής!

Η δεύτερη είναι Η Ελένη Στασινού! Με το νέο της μυθιστόρημα «Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά»!

Είχα την καλή τύχη με την σύσταση του κοινού μας φίλου, του συγγραφέα Μιχάλη Σπέγγου να είμαι σήμερα εδώ σε τούτη την τιμητική θέση να σας μιλήσω για το καταπληκτικό τούτο μυθιστόρημα που έχετε  στα χέρια σας.

Ο ήρωάς της, ο οδηγός του τρένου, που έχει μετατρέψει το τρένο σε εστία, μια κάποια μέρα το εγκαταλείπει στην μέση του πουθενά! Αφήνει  ημιτελές το δρομολόγιο του, αφήνει στην τύχη του τους επιβάτες της αμαξοστοιχίας των οποίων φέρει την ευθύνη της ασφαλούς μεταφοράς στις καθημερινές τους Τροίες για τον πόλεμο της κάθε μέρας ή την επιστροφή στις Ιθάκες τους, τους προορισμούς τους, τις εστίες τους!

Την ίδια στιγμή ο οδηγός του τρένου απαρνείται την καθημερινή του επιστροφή στην εστία και την Ιθάκη του, εγκαταλείπει την εργασιακή του σταθερότητα και χάνεται στην αφιλόξενη έρημο του άγνωστου και ταυτόχρονα δημιουργεί σε μας άλυτες απορίες.  

Εγώ βρήκα απάντηση και προσωπική ερμηνεία στη θέση του Ζωρζ Μπατάιγ, που τονίζει στο βιβλίο του «εσωτερική εμπειρία» πως «Ο εαυτός δεν απελευθερώνεται παρά έξω του εαυτού».

Πως ένας άνθρωπος με σταθερές τροχιές στη ζωή του που διασχίζει αστικά και αγροτικά τοπία και Ζει καλώς ή κακώς μες στον κόσμο, είτε βρέχει, είτε χιονίζει, με ξάστερες και πανσέληνες νύχτες, ηλιόλουστες ή βροχερές μέρες πάντα πίσω από το τζάμι του τρένου που λειτουργεί με διπλή ιδιότητα. Το τζάμι τον χωρίζει από τον έξω κόσμο και τη σφύζουσα ζωή αλλά είναι ταυτόχρονα οιονεί τα κάγκελα της  προσωπικής του φυλακής.

Τα βαγόνια γεμάτα κόσμο που ερωτεύεται, νυστάζει, σκέφτεται, αναπολεί, μισεί ή απλώς ταξιδεύει λαγοκοιμώμενος κι αφημένος στην κούραση της καθημερινότητας του.

Το τζάμι είναι ταυτόχρονα και ο καθρέπτης του στο ημίφως των νυχτερινών του δρομολογίων βλέπει στο τζάμι τη μορφή του και ολόκληρη τη ζωή του, με τα Λάθη, τις ακυρώσεις, τις διαψεύσεις, τις  άσβεστες επιθυμίες, τις προσδοκίες, τη φθορά και φυσικά τη θνητότητά του.

Η καταπίεση της καθημερινής ρουτίνας παγώνει το είδωλό του. Η ζωή του διαστρεβλώνεται μες το τζάμι σαν κακή φάρσα. Το προσωπικό του σύμπαν, φαντάζει ανυπόφορο και ξένο.

Αισθάνεται να τον πολιορκεί το αβάστακτο της ματαιότητας και εγκαταλείπει το τρένο και την μέχρι τώρα ζωή του στη μέση του πουθενά.  

Αρκεί, λοιπόν μια στιγμή, ίσως και κάτι λιγότερο ή κάτι το άρρητο να γλιστρήσει κανείς έξω από τον κόσμο και να χαθεί;

Κάπου εδώ έπιασε δουλειά η Ελένη Στασινού. Η συγγραφέας ετοιμάζει τη διαδρομή και μας αφήνει να βρούμε τις απαντήσεις. Γιατί ο καθένας έχει τις δικές του απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η Ζωή ή η συγγραφέας.

Έχοντας την εδραία πεποίθηση πως γράφει για τις δικές της ανάγκες, όπως κάνουν εξάλλου, όλοι οι γραφιάδες!

 Και μετά για εμάς τους αναγνώστες της. Γράφει γιατί θέλει να ξεχάσει τη σκληρότητα της βιοτής. Γράφει γιατί θέλει, ως Δημιουργός, να χαράξει ξανά την μοίρα των ηρώων της απ’ την αρχή μες τον νυχτερινό ουρανό, να ξημερώσει την αυριανή μέρα με τους δικούς της χρωματισμούς.

Να τους δώσει μια αίσθηση αιωνιότητας μες τις σελίδες της, κι ας ξέρει καλά πως θα μαραθούν σαν τα δρεπτά άνθη κάτω από τον αφόρητο ήλιο του επόμενου μεσημεριού, όπως γίνεται και με τους ανθρώπους αιώνες και αιώνες τώρα.

Διψά για ορίζοντα και να μεθύσει μες την αχανή απεραντοσύνη του ουρανού.

Αναζητά και μας προσφέρει αιθρία και φως να το χαρίσει άπλετο σε όλους μας.

Παλεύει ως μεταλλωρύχος να εισχωρεί στις ρωγμές της ζωής των ηρώων της για να φωτίσει προθέσεις, σκέψεις, έννοιες, καταστάσεις, γεγονότα, διαθέσεις. Να τους αλαφρύνει από το άχθος και το βάρος της τριβής που παράγει η καθημερινότητα και οι ασφυκτικές κοινωνικές νόρμες, στις οποίες δεν αποδέχονται εύκολα και αγόγγυστα.

Αναζητά εναγωνίως για τους ήρωες της και κατά επέκταση για μας συλλαβές Φωτός και ουσία αισιοδοξίας για να τανύσει το εύρος των  αυταπατών μας αν κι εκείνη και εμείς ξέρουμε καλά πως δεν υπάρχει τίποτα στην σκοτεινή τους πλευρά, όσο κι αν το ψάχνουμε. Μας καλεί να σκεφτούμε ξανά το ηθελημένο της ανελευθερίας που μας οδηγεί ενστικτωδώς η φύση μας προς τη βολή μας, και μας σπρώχνει να σηκώσουμε το κεφάλι αναζητώντας την ελευθερία μας και τις διακινδυνεύσεις του άγνωστου πέρα από τα σύνορα του οικείου μας.

 

Ελένη Στασινού

 

Γράφει ποιητικά η Ελένη Στασινού με τον τρόπο του νομπελίστα Σουηδού ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ:

Σκοτεινοί πίνακες πάνω στο νερό,

κρεμασμένοι απόμερα.

Σαν παιδικά παιχνίδια που γιγαντώθηκαν
και μας κατηγορούν
για ό,τι δεν γίναμε. (Τουμας Τρανστρέμερ)

 

Αρχίζει να διασχίζει την απόσταση.

Διακρίνει τώρα μεγάλη ουρά ανθρώπων

Με γυρισμένες πλάτες

Ή σκυφτές.

Όλοι άνδρες

Κάποιους αναγνωρίζει.

Άλλοι παίζουν νευρικά τα καπέλα στα χέρια τους.

Από μακριά μοιάζανε δεντράκια στη νέκρα του χωραφιού. (Ελένη Στασινού, σελ. 58)

Εδώ θέλω να σας εξομολογηθώ, πως όπως προχωρούσα μες τις σελίδες  του βιβλίου το μυαλό μου πήγε σε μια ρήση του Προύστ.

«Σε κάνει να μετακομίσεις στην εποχή της ανθισμένης νιότης, σαν κάποιος που αλλάζει χώρα για να γιατρέψει μια παλιά ασθένεια».

Επιστρέψτε μου δε να διευκρινίσω πως δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Μιλώ ως αναγνώστης. Που όμως δεν είμαι άσχετος, θεωρώ πως είμαι πεπειραμένος της αναγνώστης, στην κατά Έκο κλίμακα κατάταξης των αναγνωστών.

Θέλω δε να καταστήσω σαφές πως η κολακεία δεν είναι στα προτερήματά μου. Το βιβλίο της Ελένης Στασινού είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα, που το χαρακτηρίζει μια παιγνιώδη στοχαστικότατα και το κατατάσσει ψηλά στη λίστα των φετινών μυθιστορημάτων που ξεχωρίζουν μέσα σε μια πληθωριστική εποχή εκδιδόμενων βιβλίων.

Σου δίνει την εντύπωση ενός εύκολοανάγνωστου βιβλίου, βαδίζοντας το σελίδα-σελίδα εισέρχεσαι χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις σε ένα πυκνό δάσος νοημάτων, ποιητικότητας και οντολογικών ερωτημάτων. Και το σπουδαιότερο αυτό γίνεται με μια παιγνιώδη διάθεση.

Επιτρέπει δε, στον αναγνώστη του πολλαπλούς δρόμους ανάγνωσης.

Ο Α αν θέλει κρατά την παιγνιώδη ατμόσφαιρα που διαχέεται στις σελίδες του.

Η Β μπορεί να το περιδιαβεί παίρνοντας το μονοπάτι του σαρκασμού του.

Κάποιος άλλος ή άλλη να κολυμπήσει στα βαθιά νερά της αλληγορίας και της παραμυθίας.

Ο νιοστός αναγνώστης να ταυτιστεί με την ωμότητα του ρεαλισμού του  ενώ εγώ που θεωρώ πως είμαι ο Ν Συν 1 αναγνώστης, μπορώ να πω με βεβαιότητα μου διέγειρε το συναίσθημα αλλά αφύπνισε και τη λογική μου. Είδα μέσα στις γραμμές της τη μάχη της ανάγκης ενάντια στις επιθυμίες, τα παιχνίδια της ζωής ανάμεσα στο αναγκαίο και το επίπλαστο και μας, δηλαδή τους ήρωές της να χάνονται μες τα άδυτα των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Λες και παλεύει η τυχαιότητα με τη μοίρα μας.

Επίσης δεν δίνει μεγάλη σημασία στα βασικά επιμένοντας όμως με πάθος στις λεπτομέρειες.

Δικαιώνει τα καθημερινά σε βάρος των μακροπρόθεσμων σχεδίων.

Σε κάνει να νοιώθεις ό,τι η ιστορία διαδραματίζεται καιρό πριν, κι άλλοτε σήμερα και λίγο παρακάτω σε ένα μελλοντικό χρόνο. Ξέρει να παίζει αριστοτεχνικά με το φερμουάρ του χρόνου, τραβώντας το σμίγει το χτες και το αύριο σε ένα διαρκές αυτά συμβαίνουν σήμερα, τώρα, εδώ δίπλα μου.

Επιστρατεύει αρκετή δόση αυτογνωσίας και με αυτοκριτική διάθεση μας παρασέρνει να τριχοτομηθούμε με ειλικρίνεια. Να οδηγήσουμε δηλαδή τον εαυτό μας σε μια νοητή δικαστική αίθουσα και να είμαστε  ταυτόχρονα κατηγορούμενοι, δικαστές και συνήγοροι μας.

Το βιβλίο της Ελένης Στασινού μου αρέσει και για ένα ακόμη λόγο, λάτρης κι εγώ της τεχνοτροπίας του Μαγικού ρεαλισμού, ακολουθεί πιστά τους κανόνες του.

Το μυθιστόρημά της δεν έχει τοπικό πλαίσιο αναφοράς, παρ’ ότι για κάποιο λογοτεχνικό λόγο χρησιμοποιεί για τους ήρωες της Εβραϊκά ονόματα, δεν υπάρχει κανένας χωρικός συσχετισμός με την αρχαία Ιουδαία ή το σημερινό Ισραήλ. Και το χρονικό πλαίσιο παραμένει ασαφές. Μας αφήνει να εικάζουμε πως η άθεη ηρωίδα της που αναζητά να ανυψωθεί από τη άγραφη νηπιότητα στη δόξα του φωτός και στην αιθρία και τον κυματισμό του αληγούς αγέρα που περιδιαβαίνει την ιστορία, αφήνοντας σαφή υπονοούμενα κόντρα στην ακαμψία των θρησκειών και των ιδεολογιών, μπορεί να αλωνίζει τις αχανείς επικράτειες της Ινδικής ενδοχώρας ή και την ασφυκτική επικράτεια της αθάνατης Ελληνικής επαρχίας λίγα χρόνια νωρίτερα.

Και εικάζω πως η συγγραφέας επιχειρεί με μεγάλη μαεστρία να εντάξει στο κέντρο του συγγραφικού της σύμπαντος την ανθρώπινη υπόσταση. Ξέροντας καλά και από προσωπική εμπειρία, που λόγω της επαγγελματικής μου δραστηριότητας έχω γυρίσει τον κόσμο. Τα ανθρώπινα δεν έχουν τόπο.

Τα πάθη και τα βάσανα, η παραφορά, η έξοδος από τον κόσμο των χαμένων ψευδαισθήσεων, η σύγκρουση με την πεζότητα της καθημερινής βιοτής γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε γωνία τούτου του πλανήτη.

Έτσι η συγγραφέας αφήνει στον αντισυμβαλλόμενο τούτης της σχέσης, του γραφιά με τον αναγνώστη να ακολουθήσει με ελευθερία τις προσωπικές του αναγωγές σύμφωνα με τα βιώματα, τις κοινωνικές του προσλήψεις, να βιώσει το ανάγνωσμα της συγγραφέως με τη δική του διάθεση ή προδιάθεση.

Την ώρα που τελείωσα την ανάγνωση, στην Αταλάντη, η μέρα έγερνε ηττημένη από το επικείμενο σκοτάδι  της επερχόμενης νύχτας. Η σιωπή είχε εισχωρήσει στον κήπο, πέρα η θάλασσα γνοφερή σαν μακρινός πόντος. Καθισμένος στην βεράντα μου ένοιωσα το θρόισμα της πλατύφυλλης μουριάς να ψιθυρίζει τα ονόματα των ηρώων του βιβλίου.

ο Δολιανός ο Δ!, του γένους των Δολιανών, που κυβερνούν αιώνες τούτο τον τόπο, νοιώθει   ο κυρίαρχος, με στραμμένα τα μάτια, στους καταυλισμούς των παρανόμων αναζητά φτηνά εργατικά χέρια…

ο Ζακχαρία, υπνωτισμένος, κρεμασμένος από τα μάτια του μηχανικού!

ο Χανταγκά και η Ταμάρ, το ζευγάρι που ζει με εξευτελιστική κατάσταση και καμώνεται πως όλα είναι μια χαρά.( Πες πως με πιστεύεις, τη λέει ο Χανταγκά, έχω ανάγκη την πίστη σου»)

ο Ζοχάρ, με την πίστη του πως τα βιβλία, «υπόσχονται ταξίδια στις άπειρες γνώσεις, και ενώ επεφύλασσε στον εαυτό του το ρόλο του μύστη έγινε κι ο ίδιος προσκυνητής τους»!

Η Χάνα, «Τότε αγαπημένε μου, ένα απομένει .Να απλώσουμε γύρω μας τόση αγάπη, ώστε, όπου δεν υπάρχει να αποτελεί τη λύση»

ο Μοζέ, σε αντίστιξη, «η μάνα μου πέθανε από το πολύ μίσος»

η Μισιρλού, (εγώ απλώς γνωρίζω τον τρόπο της αποπλάνησης) ,

ο Κεφά, Σκληρός άνθρωπος ο Κέφας, όνομα και πράμα, «βράχος»

η Ταβιθά, «..Σαν ο άντρας της ήθελε, γινόταν καλός, έτσι ενώ ρίχνει στο καυτό λάδι την πρώτη κουταλιά ζύμης. Η γυναίκα εύχεται να είναι μια από αυτές τις φορές..»

ο Αντρέ! Ο κάθε Αντρέ, ο πρώτος έρωτας, που τα κορίτσια στη νεανική αθωότητα τον θεωρούν την απόλυτη παρένθεση να περικλείσει τη ζωή τους.

Κι έρχεται αργά ή γρήγορα η προδοσία να βάλει τέλος στις νεανικές φενάκες

Γιατί η προδοσία είναι, όπως έγραψε στο «Αγάπη και προδοσία» ο Άλντο Καροτενούτο, πράξη απαραίτητη προκειμένου η ψυχή, έγκλειστη ακόμη σε μια παρθενικότητα ασυνείδητη και χωρίς ενδοσκόπηση να μπορέσει να μυηθεί στο μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Πράγματι, προδίδω και «προδίδομαι», σημαίνει «παραδίδομαι» σε ένα πεπρωμένο αναζήτησης που διανθίζεται από πτώσεις και ήττες. Σημαίνει αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως το ξεχωριστό εκείνο ον, που για να επαναδομηθεί πρέπει να ελευθερωθεί από συλλογικά μοντέλα και προσταγές, δηλαδή να «προδώσει».

Έτσι και η Ελί, της Ελένης Στασινού χρειάστηκε την προδοσία του να γίνει ενήλικη και σοφότερη ως Ελίσα πια!

η Ελί (ή Ελίσα), «νοιώθει όμως και τεμαχισμένη» με πολλές πληγές και χαρακιές, και φωνάζει μεγαλόφωνα, «οι αισθήσεις είναι πηγή σφαλμάτων φυλαχτείτε».

Κι ο αινιγματικός Σημ Γκατένιο, που μονολογεί «…τα όνειρα χωράνε παντού..»

Ένα σμάρι συναισθημάτων κατέκλυσαν τη σκέψη μου για αυτές τις ξένες ζωές που σε τρείς μέρες μου έγιναν τόσο οικείες, όσο κράτησε η ανάγνωση του βιβλίου.

Αφέθηκα μες το μούχρωμα της μέρας και πέρασα από την αφηρημάδα στην έκπληξη, ήταν εκεί μαζί μου, σε μια εσωτερική εμπειρία, που μόνο το θαύμα του Λόγου, μπορεί να σε οδηγήσει σε μια τόσο ριζική ανάκληση της πραγματικότητας, διαστέλλοντας τα όρια της εκμάγευσης για  να αγγίξεις το σύμπαν της αληθινής απόδρασης που έχουμε τόσο ανάγκη στην πεζή εποχή που ζούμε.

Κι αυτό μόνο η καλή λογοτεχνία το προσφέρει απλόχερα.

Σε ευχαριστώ πολύ Ελένη Στασινού, για αυτή την εμπειρία που μου χάρισες διαβάζοντας το μυθιστόρημά σου «Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά»!

 

 

 

Πάνος Νιαβής  21.09.2022

Από την παρουσίαση του βιβλίου στον κήπο του Νομισματικού ταμείου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top