Fractal

Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου: Kωμωδία ή οξεία κριτική στη γαλλική κοινωνία του 17ου αιώνα;

Γράφει η Φωστήρα Ιασονίδου //

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η μισανθρωπία είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας (Μένανδρος), μέχρι την ύστερη Αναγέννηση (Σαίξπηρ) αλλά και αργότερα (Γκολντόνι), καθώς θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του θεσμού της κοινωνίας: τη σχέση του ανθρώπου με το κοινωνικό σύνολο. Ο σχετικός προβληματισμός απασχολεί και τον Μολιέρο, τον κορυφαίο Γάλλο δραματουργό του 17ου αιώνα, εφόσον την εποχή κατά την οποία έζησε η εγκαθίδρυση της μοναρχίας απαιτούσε αναπροσδιορισμό των ανθρώπινων σχέσεων.  Στη μελέτη που ακολουθεί θα επιχειρηθεί μια εξέταση  της κριτικής στην αριστοκρατική γαλλική κοινωνία του 17ου αιώνα, τα ήθη και τις συνήθειες της αυλής έτσι όπως τα καυτηριάζει ο Μολιέρος μέσα από τους  χαρακτήρες της κωμωδίας του Ο Μισάνθρωπος,  έτσι ώστε  να ανιχνευθεί ο προβληματισμός του συγγραφέα. Διότι μπορεί κύρια φροντίδα του Μολιέρου να ήταν η ψυχαγωγία  του κοινού, αλλά είχε σαν στόχο ταυτόχρονα να συνδυάζει την ευχαρίστηση με την προβολή μιας βαθύτερης θεώρησης της ανθρώπινης φύσης.

 

 

Έτσι ο Μισάνθρωπος «απεικονίζει μια από τις ζοφερότερες πλευρές της ανθρωπότητας» (Μαυρομούστακος, 2002, σ.30): την αδυναμία κοινωνικής συνύπαρξης που οδηγεί στην απομόνωση, αλλά καυτηριάζει και άλλα ανθρώπινα πάθη όπως η ματαιοδοξία και το κουτσομπολιό. Αφού λοιπόν κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση του θεατρικού έργου και της υπόθεσής του, θα ασχοληθούμε με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής προϊόν της οποίας υπήρξε ο Μισάνθρωπος έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα που απευθύνει την κοινωνική  κριτική που ασκεί μέσω των χαρακτήρων του έργου του ο Μολιέρος.

 

 

Σύντομη παρουσίαση του θεατρικού έργου ο Μισάνθρωπος

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον δημιουργό του, στο Palais Royal τον Ιούνιο του 1666. Ο Μισάνθρωπος δεν είχε την τύχη του προγενέστερου Tartuffe, που απαγορεύτηκε λόγω της οξύτατης κοινωνικής κριτικής που ασκούσε αλλά ούτε και μεγάλη επιτυχία στο κοινό της εποχής του, που περιλάμβανε κυρίως αριστοκράτες, ίσως γιατί αποτελούσε έναν καθρέφτη του εαυτού τους. [1]

Ο Μισάνθρωπος διαιρείται σε πέντε πράξεις, σύμφωνα πάντα με τα πρότυπα της κωμωδίας του Κλασικισμού. Κάθε πράξη χωρίζεται σε σκηνές  (από τέσσερις έως έξι, εκτός από την Α΄ που αποτελείται μόνο από τρεις σκηνές) με κριτήριο την είσοδο και έξοδο των προσώπων. Στην κωμωδία αυτή, ο Μολιέρος, θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα του Μένανδρου (Δύσκολος) και του Σαίξπηρ (Τίμων ο Αθηναίος), πραγματεύεται το ζήτημα της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Πιο συγκεκριμένα τον απασχολεί «η εύθραυστη ισορροπία της κοινωνικής ζωής, η οποία απειλείται τόσο από τον εγωκεντρισμό όσο και από την κενότητα των συναναστροφών» (Jacobzone, 1994, 154).

Η δράση του έργου τοποθετείται από τον συγγραφέα στη σύγχρονή του εποχή, στο σαλόνι της νεαρής και όμορφης αριστοκράτισσας Σελιμένης και διαρκεί μερικές ώρες μόνο. Ο μισάνθρωπος Αλσέστ κατακρίνει τους ανθρώπους του κύκλου του για υποκρισία, ο ίδιος όμως είναι ερωτευμένος με την κοκέτα Σελιμένη που αρέσκεται να ενθαρρύνει πολλούς θαυμαστές γύρω της. Ο πυρήνας της δράσης του έργου κινείται γύρω από την προσπάθεια του Αλσέστ  να κερδίσει τη Σελιμένη με τους δικούς του όρους, χωρίς όμως να καταφέρνει να της αποσπάσει ξεκάθαρη απάντηση. Παράλληλα βέβαια με την ερωτική ιστορία εκτυλίσσονται και άλλα επεισόδια που διαγράφουν τον χαρακτήρα του μισάνθρωπου και των ευγενών που συχνάζουν στο σαλόνι της Σελιμένης. Η ωμή ειλικρίνεια του Αλσέστ προσβάλλει έναν επίδοξο ποιητή της Αυλής, τον Ορόντα, που καταφεύγει στο ανώτατο κρατικό συμβούλιο για να αποσπάσει τη συγγνώμη του επικριτή του. Ταυτόχρονα, βέβαιος για το δίκιο του σε μια δικαστική διαμάχη που είχε με κάποιον που διεκδικούσε το σπίτι του, ο Αλσέστ δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του στη δίκη με αποτέλεσμα να τη χάσει.

Τελικά, οι επίδοξοι εραστές της Σελιμένης, με τη βοήθεια της σεμνότυφης φίλης της Αρσινόης, ξεσκεπάζουν τη διπλοπροσωπία και το παιχνίδι που έπαιζε σε όλους και την εγκαταλείπουν. Ο Αλσέστ, απογοητευμένος από τη δικαστική απόφαση και την απώλεια του σπιτιού του, αποφασίζει να αποτραβηχτεί στο κτήμα του και την παρακαλεί για τελευταία φορά να τον ακολουθήσει για να εισπράξει την άρνησή της. Ο μισάνθρωπος δεν δέχεται ούτε την πρόταση της σεμνής Ελιάνθης, που με τη σειρά της αποφασίζει να στραφεί στον φίλο του, Φιλώτα. Μαζί οι δυο τους μάταια επιχειρούν να τον εμποδίσουν να απομονωθεί.

 

Το κοινωνικό περικείμενο του 17ου αιώνα

Έχοντας στόχο να κατανοήσουμε καλύτερα την κριτική  που ασκεί ο Μολιέρος  μέσω του έργου του στην αριστοκρατική κοινωνία της οποίας άλλωστε αποτελούσε μέρος (σαν ευνοούμενος του Λουδοβίκου), πρέπει να ρίξουμε λίγο φως στα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής του συγγραφέα και να στρέψουμε την προσοχή μας στα θέματα που έμμεσα θέτει ο μεγάλος δραματουργός στον Μισάνθρωπο. Το 1666, χρονιά που παρουσιάζεται για πρώτη φορά επί σκηνής η κωμωδία αυτή, απόλυτος μονάρχης της Γαλλίας ήταν ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, ή αλλιώς βασιλιάς  Ήλιος[2]. Θέλοντας να εξουδετερώσει μια από τις κυριότερες απειλές του θρόνου, αυτής  των ευγενών που μέχρι το 1647 αρνιόντουσαν να υποταχθούν στη μοναρχία, ο Λουδοβίκος τους απομάκρυνε εύσχημα από τους πύργους τους στην επαρχία και τους συγκέντρωσε στο νεόκτιστο, υπερπολυτελές παλάτι των Βερσαλλιών, ώστε να μπορεί να τους ελέγχει. Αποκομμένοι όμως από τα κτήματά τους, οι ευγενείς ζούσαν μια ζωή ανενεργή και αργόσχολη μέσα στην αυλή του Λουδοβίκου. Ο βασιλιάς τους ανέθετε μικρά καθήκοντα με ιεραρχική σειρά οικειότητας προς το πρόσωπό του, αλλά τον περισσότερο χρόνο τον περνούσαν στήνοντας ερωτικές και πολιτικές πλεκτάνες διεκδικώντας την εύνοια του μονάρχη.

Η ζωή στην αυλή ακολουθούσε αυστηρό πρωτόκολλο (étiquette).  Χώρος για προσωπική ζωή σχεδόν δεν υπήρχε. Ο βασιλιάς από τη στιγμή που ξυπνούσε μέχρι την ώρα που πήγαινε για ύπνο περιστοιχιζόταν από αυλικούς, τους οποίους παρακολουθούσε (και τον παρακολουθούσαν) διαρκώς. Ο τρόπος συμπεριφοράς  ένδυσης και ομιλίας του καθενός αποτελούσε διαρκές αντικείμενο παρακολούθησης και συζήτησης. Η λεπτομερής και προσεκτική διερεύνηση των χαρακτηριστικών και των ιδιοτροπιών κάθε ευγενούς από τους υπόλοιπους είχε αναχθεί σε απολαυστική τέχνη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο αυλικός όφειλε να εναρμονίζει συνεχώς τη συμπεριφορά, τη διάθεση, την εμφάνιση και την έκφρασή  του με τα πρότυπα της αυλής και της ετικέτας και να υιοθετεί ένα αδιαπέραστο εξωτερικό προσωπείο ευγένειας, ακόμα και απέναντι σε εχθρικά πρόσωπα. Στην πραγματικότητα όφειλε να παίζει διαρκώς έναν ρόλο. Από την άλλη πλευρά  ήταν αναγκαίο να αναπτύξει και την τέχνη της λεπτής παρατήρησης ώστε να διαπερνά τη μάσκα που φορούσαν όλοι οι όμοιοί του.  Αυτή η υποκρισία που βασίλευε  στην βασιλική αυλή και που γνώριζε  πολύ καλά αφού την επισκεπτόταν συχνά και εξαρτιόταν οικονομικά  από αυτήν, του παρείχε τις εμπειρίες που θα αποτυπώσει στον Μισάνθρωπο,  στηλιτεύοντάς την μέσα από την ακραία προσωπικότητα κυρίως του Αλσέστ.

Οφείλουμε όμως να στρέψουμε την προσοχή μας και σε ένα άλλο φαινόμενο της εποχής του Μολιέρου, τις δίκες, εφόσον από τη μια  μας βοηθούν να κατανοήσουμε το διακύβευμα του έργου και από την άλλη έχουν σημαντικές συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ των ηρώων. Εξαιτίας τους πλανάται μια απειλή που ολοένα και βαραίνει καθόλη τη διάρκεια της δράσης. Κάποιες από αυτές διεξάγονταν στο στρατιωτικό δικαστήριο των Μαρεσό, ένα από τα πιο έγκυρα της εποχής και πολύ κοντά στο βασιλικό περιβάλλον. «Το γεγονός ότι μια διαφωνία για ένα σονέτο καταλήγει σε ένα τόσο σημαντικό δικαστήριο, δίνει το μέτρο μιας κοινωνίας κωδικοποιημένης στο έπακρο, όπου το παραμικρό λάθος βήμα μπορούσε να έχει οδυνηρές συνέπειες» (Hemleb, 2008). Για το κοινό της εποχής αυτοί οι υπαινιγμοί ήταν γεμάτοι νόημα και ο Μολιέρος τους χρησιμοποιεί για να δείξει σε ποιο σημείο οι σχέσεις εξουσίας και επιρροής μπορεί να παίξουν κυρίαρχο ρόλο και να ρυθμίσουν το κοινωνικό παιχνίδι. Έτσι, μπορεί ο Μισάνθρωπος να είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά αυτή η προσκόλλησης στους κώδικες επιρροής και εξουσίας κάνει παραπάνω από φανερό το πλαίσιο δημιουργίας του.

 

 

 

   Οι χαρακτήρες του έργου και η κριτική στην κοινωνία που ασκείται μέσα από αυτούς

            Κεντρικό θέμα του έργου είναι όπως ήδη αναφέραμε η μισανθρωπία, η άρνηση/αδυναμία δηλαδή του ατόμου να συμβιώσει με τους συνανθρώπους του στους κόλπους μιας κοινωνίας. Βασικός  λοιπόν στόχος του συγγραφέα είναι η διαγραφή του πορτρέτου ενός μισάνθρωπου: του   Αλσέστ.  Μέσα από το χαρακτήρα αυτό στόχος του Μολιέρου δεν είναι να δημιουργήσει μια κωμωδία καταστάσεων που απλώς να διασκεδάζει το κοινό, αλλά να  προκαλέσει προβληματισμό για τα ήθη και τους κοινωνικούς τύπους της εποχής του. Η μισανθρωπία αντιμετωπίζεται  από τον συγγραφέα σαν ένα σύνθετο ζήτημα. Ο Αλσέστ αν και αποτελεί μέρος της αριστοκρατικής κοινωνίας της εποχής του απολαμβάνοντας τα προνόμια της ανώτερης τάξης στην οποία ανήκει (τίτλοι ευγένειας, περιουσία, άνετη ζωή), δεν μπορεί να υιοθετήσει τον τρόπο ζωής του αυλικού που ήδη περιγράψαμε.

Θα μπορούσε κανείς να δώσει δίκιο στον Αλσέστ που αρνείται να συμβιβαστεί με την κοινωνική υποκρισία της εποχής του (Α΄ πράξη 1η σκηνή, σ. 9): « Σιχαίνομαι τ’ ανάξια τα καμώματα, που οι άνθρωποι του κόσμου συνηθάνε. Σιχαίνομαι της μέσης τα τσακίσματα, τα ψεύτικα φιλιά και κομπλιμέντα. Θαρρείς κι αγώνα σταίνουν ποιος τον άλλον θα ξεπεράσει στην υποκρισία.»  Ο Αλσέστ διαφέρει από τους ανθρώπους του κύκλου του: δεν επικρίνει  αυτούς που τον περιστοιχίζουν  κουτσομπολεύοντας αλλά έχει το σθένος να το κάνει κατά πρόσωπο. (Α΄ πράξη 2η σκηνή, σ. 30 «Στο συρτάρι σας κλείστε το για πάντα. Μιμηθήκατε πρότυπα γελοία.»). Θα μπορούσαμε επίσης να συνταχθούμε μαζί του όταν λέει ότι σιχαίνεται την εποχή του και «Το φριχτό της γούστο!» ιδιαίτερα όσο αφορά τον τρόπο έκφρασης και γραφής το οποίο χαρακτηρίζουν «Ύφος μακαρονίστικο, μεγάλη εκζήτηση και ματαιοφροσύνη. Παιχνίδια λέξεων, στόμφος και προσποίηση.» (Α΄ πράξη 2η σκηνή, σ. 31). Ο καθένας μας θα περίμενε και θα ήθελε να  ακούσει από το στόμα του, αυτά τα λόγια ωμής ειλικρίνειας, έστω και αν δεν  τολμούσε να τα ξεστομίσει όπως ο Αλσέστ.

Ωστόσο, σταδιακά συνειδητοποιούμε ότι ο δημιουργός του δεν υπερασπίζεται την ωμή   ειλικρίνεια του Αλσέστ. Μπορούμε να διακρίνουμε μέσα από το διάλογό  του με τον Φιλώτα, που τηρεί μια μετριοπαθή στάση, ότι η ειλικρίνεια του μετατρέπεται σε εγωιστική συμπεριφορά. Όπως υποστηρίζει πειστικά ο Φιλώτας: «Την αδύναμη πλάση των ανθρώπων/ και τα πλήθια ελαττώματα ας κοιτάμε / με λίγη καλοσύνη και συμπάθεια [….]. Η τέλεια λογική αποφεύγει τα άκρα/ και το μέτρο ζητάει παντού και πάντα […] πρέπει να προσαρμόζεται ο καθένας με τα συνήθεια του καιρού» ( Α΄ πράξη,  1η σκηνή, σ. 14). Ο Αλσέστ όμως αρνείται να δει με κατανόηση την ανθρώπινη αδυναμία. Η αδιαλλαξία του τον οδηγεί  στο σημείο  να μισεί το ανθρώπινο γένος στο οποίο ανήκει,  θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή που είναι το ζητούμενο. Ειδικά όταν λέει: «Να με αγαπάει δε θέλω ο που αγαπάει/ ολάκερο το γένος των ανθρώπων» ( Α΄ πράξη,  1η σκηνή, σ. 10), γίνεται φανερό ότι η ειλικρίνειά του έχει εγωιστικό κίνητρο. Το γεγονός ότι δηλώνει απερίφραστα ότι δεν τον ενδιαφέρει να χάσει τη δίκη «Πολύ θε να χαρώ τη δίκη μου να χάσω», αρκεί να αποδειχθεί αληθινή η αντίληψή του για την αδικία του κόσμου προς το πρόσωπό του (Α΄ πράξη,  1η σκηνή, σ. 18). Τον άμετρο αυτό εγωισμό τον εκδηλώνει και στον τρόπο με τον οποίο αγαπά τη Σελιμένη, αφού απαιτεί από αυτήν να αφήσει τα πάντα και να ακολουθήσει τον δικό του τρόπο ζωής: «Αφού δε φτάνει η αγάπη σας να βρίσκει / το παν σ’ εμέ, καθώς κ’ εγώ τα πάντα/ σε σας, πια δεν σας θέλω» (Ε΄ πράξη,  4η σκηνή, σ. 125).

Σύμφωνα με την Erika Fischer-Lichte (2012, 233),  ο Αλσέστ καταδικάζει τους άλλους, γιατί φορούν διαρκώς μια μάσκα, αλλά ο ίδιος στην ουσία φορά τη μάσκα της ειλικρίνειας. Η θεατρολόγος -όχι αδικαιολόγητα –  τον θεωρεί εγωμανή. Το μίσος του για τους άλλους απορρέει από την αδυναμία του να επιβάλει το δικό του εγώ πάνω στους άλλους, φορώντας της μάσκα της αρετής «Το ‘χει η μοίρα μου να με παραγκωνίζουν[…] Τα τάλαντα μου ; Ισάδα κ’ ειλικρίνεια.» Είναι ένα άλλο είδος Ταρτούφου, μόνο που εδώ η μάσκα δεν αντιπροσωπεύει την «ευσέβεια», αλλά την «ειλικρίνεια». Ο Μολιέρος μέσα από τη μάσκα της ειλικρίνειας του Αλσέστ και της υποκρισίας των υπολοίπων, επισημαίνει και επικρίνει την αντίθεση του «είναι» και του «φαίνεσθαι»  ή όπως το θέτει ο Αλσέστ «ο κόσμος πάντα πιο πολύ πιστεύει/ τα φαινόμενα πάρεξ την ουσία» (Γ΄ Πράξη, 4η σκηνή, σ. 72). Στην κοινωνία του 17ου αιώνα δεν αρκεί να είσαι ευσεβής ή ενάρετος, κυρίως πρέπει να δείχνεις ότι είσαι. Μήπως άλλωστε αυτό έπαψε ποτέ να ισχύει;

Έτσι στο πρόσωπο του Αλσέστ, ο δραματουργός  προσδίδει όλες τις δυνατές συμπεριφορές της μισανθρωπίας σε σημείο υπερβολής. «Δε συγχωρνάω κανένανε… μάχομαι ολάκερη τη φάρα των ανθρώπων… Μισώ τους πάντες και τα πάντα (Α΄ πράξη,  1η σκηνή, σ. 12-13) . Όμως επειδή πρόκειται για κωμωδία και με σκοπό από τη μια να αναδείξει την εγγενή αντίφαση της στάσης του, αλλά και για να δώσει από την άλλη το μέτρο της ανθρώπινης αδυναμίας, ο Μολιέρος εκτός από την υπερβολή του προσθέτει μια αδυναμία: ο μισάνθρωπός μας είναι τρωτός  στον έρωτα της Σελιμένης,  μιας ματαιόδοξης υποκρίτριας νεαρής γυναίκας. Τι ειρωνεία: αυτός που υποτίθεται λατρεύει την ειλικρίνεια γοητεύεται από το «φαίνεσθαι» παραβλέποντας το «είναι».

Είναι αλήθεια είναι ότι ο συγγραφέας μέσα από την υπερβολή γελοιοποιεί σε κάποιο βαθμό την εμμονή του πρωταγωνιστή του για ειλικρίνεια. Ο πραγματικός φίλος του Φιλώτας, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί τη φωνή της λογικής και του δημιουργού στο έργο , καταρρίπτει τα επιχειρήματά του «Η τέλεια λογική αποφεύγει τ’ άκρα και το μέτρο ζητάει παντού και πάντα» ( Α΄ Πράξη, 1η σκηνή, σ. 15),  γελώντας  και του επισημαίνει: «Η αρρώστια σου σε κάνει κωμικό· τόση μανία ενάντια στις συνήθειες του καιρού μας κινάει παντού τα γέλια» ( Α΄ Πράξη, 1η σκηνή, σ. 13). Εξάλλου, ένα ακόμη κωμικό στοιχείο που βασίζεται στην υπερβολή είναι η υπέρμετρη έκκριση μαύρης χολής που διαταράσσει  την ισορροπία της διάθεσης, του συνήθως μελαγχολικού και απαισιόδοξου Αλσέστ: «Αυλή και πολιτεία μού δίνουνε στα νεύρα και χολιάζω. Δαιμονίζομαι, γίνομαι άνω-κάτω» (Α΄ Πράξη, 1η σκηνή, σ. 12). Το κωμικό λοιπόν στοιχείο στο πρόσωπό του είναι ότι επιμένει να είναι απόλυτα ειλικρινής και αυστηρά σοβαρός αποτελώντας όμως μέρος του κόσμου της Αυλής όπου η ζωή περνά με διασκεδάσεις, υποκρισία, κουτσομπολιό και γέλιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εμμονή του Αλσέστ για ειλικρίνεια φαντάζει ουτοπική. Επιμένοντας σε αυτή, απλά δεν ήταν δυνατό να έχει θέση μέσα στο περιβάλλον του παλατιού.

Μέσα από τον προβληματισμό του Μολιέρου πάνω στην εύθραυστη ισορροπία των κοινωνικών σχέσεων, η οποία απειλείται τόσο από τη μισανθρωπία αυτών που απεχθάνονταν το κοινωνικό παιχνίδι των ρόλων όσο και από την κενότητα των συναναστροφών που απέρρεε από αυτό το παιχνίδι, διαφαίνεται η πικρία του για την απαγόρευση του Ταρτούφου, έργο με το οποίο είχε ασκήσει δριμεία κριτική στους ψευτοθρησκευόμενους υποκριτές.   Ο θεατράνθρωπος, ήταν βέβαια αναγκασμένος να έρχεται σε συνεχή επαφή με την Αυλή, διότι από αυτή εξαρτιόταν η καλλιτεχνική επιβίωσή του, σιχαινόταν όμως το ψεύδος, την υποκρισία, τις ίντριγκες και την κολακεία  που επικρατούσαν σε αυτό το περιβάλλον. Έτσι τα στηλιτεύει μέσω του αμετροεπή Αλσέστ, αλλά και μέσω του φρόνιμου Φιλώτα που αποτελεί μέρος του κοινωνικού αυτού παιχνιδιού, όχι γιατί του αρέσει αλλά γιατί βλέπει σε αυτό το συμβιβασμό τον μόνο τρόπο να συνυπάρξει με το κοινωνικό του περιβάλλον.   Επειδή παρόλα αυτά  ο συγγραφέας δεν θέλει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για κωμωδία (λίγο πικρή ίσως, αλλά σίγουρα κωμωδία) το leitmotif του γέλιου εμφανίζεται σε διάφορα σημεία σύμφωνα με τον Gérard  Defaux (1992, 167)  όπως στις σελίδες 38, 47, 52, 53, 89 και 96. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι σχέση με τις άλλες κωμωδίες του Μολιέρου, στις οποίες εισδύουν πολλά στοιχεία φάρσας, ο Μισάνθρωπος είναι μια σοβαρή κωμωδία. Η γελοιοποίηση των ανθρώπινων ελαττωμάτων δεν είναι τόσο  αδυσώπητη όπως στον Αρχοντοχωριάτη, στον Κατά φαντασίαν ασθενή και στον Γιατρό με το στανιό.

Δίπλα στον ασυμβίβαστο Αλσέστ, ο Μολιέρος παρατάσσει μια σειρά στερεοτυπικών χαρακτήρων της εποχής του, που κάτω από τη μάσκα της κοινωνικότητας κρύβουν προσεκτικά ένα υπέρμετρο «εγώ». Σκιαγραφώντας τους δε με υπερβολή, δίνει αφορμή για κριτική στα κακώς κείμενα της αριστοκρατικής κοινωνίας:

Καταρχήν η ματαιόδοξη, «κακόγλωσση»,  υποκρίτρια, επιπόλαιη  Σελιμένη,  ένας  θηλυκός Δον Ζουάν που αρέσκεται να περιτριγυρίζεται από ένα κύκλο επίδοξων εραστών  και έχει καλλιεργήσει την ικανότητα της χειραγώγησης τους σε σημείο που να το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Αλσέστ: «Είναι τεχνίτρα, ξέρει ν’ αγαπιέται» (Α΄ πράξη,  1η σκηνή, σ. 20).  Αλλά και στην Δ΄ πράξη, στην 3η  σκηνή θα πρέπει να σημειώσουμε τον τρόπο  με τον οποίο ο Μολιέρος παρουσιάζει το αδιέξοδο και την αγανάκτηση του πρωταγωνιστή εξαιτίας των επιδέξιων απαντήσεων της Σελιμένης. Ενώ βρίσκεται δίπλα στην αγαπημένη του, ο Αλσέστ ξαφνικά αρχίζει να παραμιλά απευθυνόμενος στον εαυτό του. Στην αρχή του διαλόγου τους είναι αυτός  που επικρίνει  τη Σελιμένη για τη διπλοπροσωπία της, ελέγχοντας την κατάσταση. Στο τέλος, όμως, η σχέση αντιστρέφεται και θύμα της επίκρισης γίνεται ο ίδιος. Λόγω δε της απογοήτευσής  του και της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει τη συνομιλήτριά του  καταφεύγει στη σύμβαση του κατ’ ιδίαν λόγου που μας αποκαλύπτει τις πιο προσωπικές σκέψεις και προθέσεις του ομιλητή στο κοινό, χωρίς υποτίθεται να γίνονται αντιληπτές από τον συνομιλητή του.

Αλλά και στην τέταρτη σκηνή της Β΄ πράξης παρακολουθούμε την αυτάρεσκη και διπρόσωπη Σελιμένη, να γελοιοποιεί κουτσομπολεύοντας με κακεντρέχεια τα ελαττώματα των απόντων γνωστών της και τέλος, σε ένα γράμμα της, να κάνει το ίδιο και για όσους ήταν παρόντες στην παραπάνω σκηνή (Ε΄ πράξη,  4η σκηνή). Έτσι λειτουργούσε η ζωή στην Αυλή  και μέσω της Σελιμένης ο Μολιέρος δεν χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει την διπροσωπία που κυριαρχούσε.

Η Σελιμένη βέβαια σε αντίθεση με τον Αλσέστ που αποφεύγει τους ανθρώπους, κάνει ό,τι μπορεί για να τους έχει γύρω της, όχι όμως γιατί τους αγαπάει αλλά γιατί εξυπηρετούν τον  εγωκεντρισμό της. Σύμφωνα με την Fischer-Lichte (2012, σ.235) χρησιμοποιεί το σαλόνι της σαν ένα μέσο αντίστασης στον φόβο της μοναξιάς και της πλήξης, αλλά και σαν όπλο για να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των άλλων πάνω της. Αποδίδει δε το γεγονός ότι αποφεύγει να επιλέξει έναν άνδρα, στο ότι θα έχανε τη συντροφιά των άλλων, δηλαδή στην ανασφάλειά της και την ανάγκη επιβεβαίωσης.  Αντίθετα, η Claudine Jacobzone (1994, 155) βλέπει στη Σελιμένη  μια γυναίκα που προσπαθεί να διατηρήσει όσο δυνατόν περισσότερο την ανεξαρτησία της σε μια εποχή που η γυναίκα ανήκε στη δικαιοδοσία των ανδρών. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Lukas Hemleb, ο οποίος θεωρεί σαν μεγάλη πρωτοτυπία  του συγγραφέα το γεγονός ότι στο Μισάνθρωπο  τα πρόσωπα του έργου εμφανίζονται έξω από κάθε οικογενειακή επιρροή. «Είναι ιδιαίτερα τολμηρό για τις γυναίκες οι οποίες δεν παρουσιάζονται ούτε σαν σύζυγοι, ούτε σαν αδερφές, ούτε σαν κόρες. Η Σελιμένη είναι μια νεαρή χήρα,  η οποία δεν αναφέρει ποτέ τον προηγούμενο γάμο της και που φαίνεται να απολαμβάνει μια απόλυτη ανεξαρτησία.» Με αυτόν τον τρόπο ίσως ο Μολιέρος αμφισβητεί μια κοινωνία τόσο  ανελεύθερη για τις γυναίκες.

Η κοκέτα Σελιμένη βέβαια δεν είναι η μόνη γυναίκα του έργου. Δίπλα της ο Μολιέρος τοποθετεί τον τύπο της σεμνότυφης Αρσινόης, μιας γυναίκας ώριμης που δυστυχώς για την ίδια δεν διαθέτει την απαραίτητη γοητεία για να συγκεντρώσει τα βλέμματα των ανδρών που τόσο επιθυμεί. Εκδηλώνει την απογοήτευσή της αυτή πικρόχολα. (Γ΄ Πράξη, 4η σκηνή,  σελ. 77), όταν όμως νιώσει προσβεβλημένη προσπαθεί να πάρει εκδίκηση  συμβάλλοντας  στην έκπτωση της ματαιόδοξης «φίλης» της από τον κύκλο των θαυμαστών της. Οι φιλίες άλλωστε στον κόσμο της βασιλικής αυλής δεν έχουν μεγάλη διάρκεια.

Εκτός από τα γυναικεία στερεότυπα όμως ο Μολιέρος μας προσφέρει και ανδρικά: τους μνηστήρες της Σελιμένης. Τον επίδοξο ποιητή  Ορόντα, που η σημαντική θέση που κατέχει στο παλάτι, μαζί με την επιπολαιότητα που τον χαρακτηρίζει ενισχύουν την αυταπάτη για την προσωπική του αξία (σσ. 24-25). Τον κακόγλωσσο και ανέμελο Ακάστη που επίσης έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και τον φιλάρεσκο Κλείτανδρο  που δίνει μεγάλη σημασία στην εμφάνισή του προσέχοντας πολύ το ντύσιμό του. Μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες που τόσο εύγλωττα πλάθει ο συγγραφέας αντιλαμβανόμαστε ότι τα επικριτικά σχόλια, η μικροπρέπεια, η φιλαρέσκεια και η επιπολαιότητα δεν ήταν γυναικεία προνόμια.

Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχουν ως αντίβαρο στη ματαιοδοξία και επιπολαιότητα των τύπων αυτών, η  σεμνή και μυαλωμένη  Ελιάνθη και ο μετριοπαθής Φιλώτα. Η Ελιάνθη, φρόνιμη και ειλικρινής χωρίς ποτέ να καταφεύγει σε προσβολές, είναι σταθερή και καλοσυνάτη. Η ίδια και ο Φιλώτας αποτελούν πρότυπα συνετής κοινωνικής συμπεριφοράς: δέχονται να παραμερίζουν τον εγωισμό  για χάρη της κοινωνικής συνύπαρξης (Fischer-Lichte, 2012, σ. 235), αντίθετα από τους άλλους χαρακτήρες που με τα ελαττώματά τους δείχνουν να απειλούν  τον κοινωνικό ιστό. Αντιπροσωπεύουν τον κανόνα της μέσης οδού, του μέτρου. Ο Φιλώτας λέει: «Άμα κανένας ζει στην κοινωνία,  θα κάνει και θα φέρνεται όπως όλοι»  (Α΄ Πράξη, 1η σκηνή, σ. 10). Είναι  άλλωστε και θέμα λογικής, έννοια η οποία αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κλασικισμού. Πράγματι :«Η τέλεια λογική αποφεύγει τ’ άκρα και το μέτρο ζητάει παντού και πάντα» ( Α΄ πράξη, 1η σκηνή, σ. 15).

Ενώ όμως ο Φιλώτας και η Ελιάνθη κάνουν χρήση του κανόνα της μέσης οδού και της λογικής, αυτή δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει τον Αλσέστ ειδικά σε ότι αφορά τον έρωτά του για τη Σελιμένη. Ο μισάνθρωπος την ερωτεύεται κόντρα στις προσωπικές του αρχές και τις επιταγές της λογικής. Ωστόσο το γεγονός ότι  επικαλείται κατ’ επανάληψη τη «λογική» μέσα στο έργο  αποτελεί οξύμωρο και εύρημα του Μολιέρου για να τονίσει ότι η αδυναμία είναι έμφυτη στην ανθρώπινη συμπεριφορά (σ. 15, 21, 86, 93, 94). Άλλωστε έρωτας και λογική δεν συμβιβάζονται.

Ο συγγραφέας επίσης σχολιάζει αρνητικά το φαινόμενο της δικομανίας που κυριαρχεί στην κοινωνία της εποχής όπως ήδη το επισημάναμε. Και ο Αλσέστ και η Σελιμένη εμπλέκονται σε δίκες και μάλιστα ο πρώτος χάνει το σπίτι του, έστω κι αν έχει το δίκιο με το μέρος του. Άρα στο πρόσωπο της δικαιοσύνης  ο Μολιέρος  βλέπει έναν αναποτελεσματικό θεσμό, που οδηγεί τους ανθρώπους σε αδιέξοδα, χρονοβόρες διαμάχες,  επιτείνοντας τις κοινωνικές διαφορές αντί να τις αμβλύνει.

Αρνητικά επίσης βλέπει και το ρόλο που διαδραματίζουν στην αριστοκρατική κοινωνία τα κοσμικά σαλόνια της εποχής, φέρνοντας για παράδειγμα αυτό της Σελιμένης που λειτουργεί σαν μέσο εκπλήρωσης των φιλοδοξιών και της ματαιοδοξίας της. Λειτουργεί σαν μια μικρογραφία του κόσμου της Αυλής, όπου η παραμικρή κίνηση του κάθε μέλους περνάει από το μικροσκόπιο των άλλων. Την εγκρίνουν ή την αποδοκιμάζουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Σίγουρα στα σαλόνια της εποχής δεν βλέπουμε ένα χώρο όπου πλέκονται φιλικοί δεσμοί, αλλά ένα χώρο που ευνοεί την υποκρισία, τη μάσκα και το παιχνίδι ρόλων.

Τέλος, η κριτική και ανατρεπτική διάθεση του Μολιέρου κατά τη συγγραφή της κωμωδίας του αυτής δεν αρκείται στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, αλλά διευρύνεται και στα δομικά  της χαρακτηριστικά που τόσο αυστηρά όριζε ο κλασικισμός: ενώ στην κωμωδία σχεδόν επιβεβλημένο είναι το ευτυχισμένο τέλος και η αποκατάσταση της τάξης μετά τις περιπέτειες των ηρώων, στο Μισάνθρωπο, η αδιαλλαξία του πρωταγωνιστή τον οδηγεί στην  απώλεια της αστικής περιουσίας του και στην απομόνωσή του από το κοινωνικό σύνολο. Έτσι παρακάμπτεται η αυστηρή δομή του Κλασικισμού, ο οποίος απαιτούσε κλιμακούμενη πλοκή, ώστε να παρουσιαστεί μια σειρά από στερεοτυπικούς χαρακτήρες της εποχής

Ο Μισάνθρωπος, μια πικρή κωμωδία

Ο Μολιέρος τοποθετώντας στο κέντρο της κωμωδίας του αυτής, τη φιγούρα του μελαγχολικού εραστή, τονίζει την αναντιστοιχία ανάμεσα στο μίσος για τους ανθρώπους και την αγάπη για τη γυναίκα, ανάμεσα στη λογική, την αγάπη και την φιλαυτία και όλα αυτά σε ένα αυστηρά κωδικοποιημένο περιβάλλον αυτό της αυλής και των σαλονιών. Εντάσσοντας την αντικοινωνική στάση του αριστοκράτη Αλσέστ μέσα στο παιχνίδι των ρόλων της Αυλής των Βερσαλλιών, ο συγγραφέας πραγματεύεται το ζήτημα της στάσης ενός πληγωμένου ανθρώπου  που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να προσαρμοστεί  σε μια κοινωνία της οποίας αποτελεί μέρος (και η οποία βέβαια αποτελείται από άλλους εξίσου προβληματικούς ανθρώπους). Ο Μισάνθρωπος εξεγείρεται εναντίον των συγχρόνων του και μιας κοινωνίας που άλλαξε δραματικά με τη συγκέντρωση των ευγενών στις Βερσαλλίες και τη δημιουργίας ενός παντοδύναμου αυλικού περιβάλλοντος που επηρεάζει όλη την κοινωνική ζωή, ακόμα και τη δικαιοσύνη. Η λύση που προτείνει ο συγγραφέας δεν είναι η μετωπική σύγκρουση με την υποκρισία και η απομόνωση, αλλά η μέση οδός, μια κοινωνική συνύπαρξη που δεν αλλοτριώνει το άτομο, η «τέλεια λογική» που αποφεύγει τ’ άκρα και «το μέτρο ζητάει παντού και πάντα».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Defaux, G., 1992, Molière ou les métamorphoses du comique, Klincsieck, Paris, Βιβλιοθήκη Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Ταξινομικός Αριθμός: PQ 1865.D4 1980

 

Fischer – Licte, E., 2012, Ιστορία Ευρωπαϊκού δράματος και θεάτρου, τόμ. Α΄ Από την Αρχαιότητα στους Γερμανούς Κλασικούς, μετ. Γ. Καλιφατίδης, Πλέθρον, Αθήνα

 

Molière, 1994, Le Misanthrope, texte intégral, éd. par Cl. Jacobzone, Bordas, Paris

Hemleb L., « Le Misantrope, Jeux de miroir», 2008, διαθέσιμο στο διαδίκτυο στο: https://www.pedagogie.ac-aix-marseille.fr/upload/docs/application/pdf/2011-10/dossier_misanthrope.pdf  (τελευταία πρόσβαση 14/9/2018)

 

Μαυρομούστακος, Π., 2002, Μολιέρος, Επικαιρότητα, Αθήνα, 2002.

Μολιέρος, 1982 Ο Μισάνθρωπος, μετ. Κ. Βάρναλης, Κέδρος, Αθήνα

Parot  J.-F., La vie à la cour, Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο : http://www.nicolaslefloch.fr/Vie-Paris/vivre-a-la-cour-au-18e-siecle.html (τελευταία επίσκεψη 12/9/2018)

[1] Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα της Comédie –Française και το εκτενές αφιέρωμά της στο Μισάνθρωπο διαθέσιμο στο: http://www.comedie-francaise.fr/images/telechargements/lagrange_misanthrope1314.pdf

 

[2] Οι πληροφορίες  αντλήθηκαν από το site του συγγραφέα Jean-François Parot, διαθέσιμο στο διαδίκτυο στο: http://www.nicolaslefloch.fr/Vie-Paris/vivre-a-la-cour-au-18e-siecle.html

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top