Fractal

«Η συλλογική αμνησία είναι που μ’ εξοργίζει»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Μαρία Γαβαλά «Ο μικρός Γκοντάρ», εκδ. Πόλις

 

«Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο για να υπερασπιστείς μια ιδέα, δεν είναι υπεράσπιση της ιδέας, είναι ο φόνος ενός ανθρώπου.»

Ζαν Λυκ Γκοντάρ 

 

 

«Δεν με νοιάζει τόσο η ποιητική αίσθηση ούτε η κοινωνική και πολιτική κριτική, αλλά πώς θα αποδώσω το ενδιαφέρον μου για τις ψυχές που χάθηκαν. Η συλλογική αμνησία είναι που μ’ εξοργίζει, δεν μ’ ενδιαφέρει η παρηγοριά μέσα από λόγια και δάκρυα, αλλά πώς θα συμβάλω ώστε οι σκιές των νεκρών να επιστρέψουν λιγότερο θλιμμένες στους τάφους τους. Κι ούτε με απασχολεί πια το ίδιο η αμεροληψία του ντοκιμαντέρ. Δεν νιώθω καθόλου ότι βρίσκομαι σε ουδέτερη ζώνη.[…] Είμαι θύμα λογοκρισίας, αυθαιρεσίας, φίμωσης και ακρωτηριασμού, με τη σειρά μου, και γι’ αυτό πολύ θυμωμένος». 

Μαρία Γαβαλά

        

Η Λουκία Βακαρή είναι η αφηγήτρια αυτού του σαγηνευτικού μυθιστορήματος της πολυγραφότατης Μαρίας Γαβαλά, συγγραφέως μυθιστορημάτων, διηγημάτων, σεναρίων για τον κινηματογράφο και μεταφράστριας ξένης λογοτεχνίας.

Παρίσι 1969, στον απόηχο του ξεσηκωμού της χρονιάς που προηγήθηκε και άφησε παγκοσμίως το ιστορικό της αποτύπωμα. Οι πανεπιστημιακές κοινότητες ακόμη σε αναβρασμό που οι φοιτητές ονόμαζαν χαριτολογώντας οι μεταξύ μας διαφορές.

Ο Γκασπάρ Φρενέλ, νεαρός κινηματογραφιστής, που παρά το γεγονός ότι ζει ουσιαστικά στο περιθώριο της Παρισινής κοινωνίας, περιστοιχιζόμενος από φτωχούς βορειοαφρικανούς μετανάστες, παρά τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει, φιλοδοξεί να αποτυπώσει σε φιλμ, με την απλή 16άρα κάμερά του, σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν, ή συνέβησαν και άφησαν το αιματηρό ιστορικό αποτύπωμά τους. Μεγαλωμένος σε ανάδοχες οικογένειες κρατά μυστικά μέσα του το τραύμα της παιδικής ηλικίας, σταματά τις σπουδές πριν καν τελειώσει το λύκειο, ζει σε μια θλιβερή σοφίτα μ’ ένα στρώμα στο πάτωμα και κοινόχρηστη τούρκικη τουαλέτα.

Σ’ αυτή τη θλιβερή σοφίτα, πάνω στο πολυκαιρισμένο στρώμα και τις διάχυτες μυρωδιές μούχλας και αμμωνίας επιδιδόταν με τη Λουκία Βακαρή σε κατά συρροήν συνευρέσεις, μετά ατέλειωτους ποδαρόδρομους και τρεχαλητά από τις αναταραχές που εξαπλωνόταν παντού σαν επιδημία.

Η Λουκία Βακαρή, σπουδάστρια κινηματογράφου στο Παρίσι ενηλικιώνεται με οδυνηρό τρόπο μέσα από προσωπικά και κοινωνικοπολιτικά βιώματα που την στιγματίζουν επιταχύνοντας την ωριμότητά της. Γόνος δύο οικονομικά ξεπεσμένων από την αποβιομηχάνιση και άλλους παράγοντες, μεγαλοαστικών αθηναϊκών οικογενειών, ζει με τους διδύμους Μιλτιάδη και Στέφανο Βακαρή. Ο πρώτος, πατέρας της, αδρανής προσωπικά και κοινωνικά οδοντίατρος, και ο δεύτερος καλλιτεχνίζων και έμπρακτα αναμεμειγμένος στην αντίσταση κατά της χούντας των Συνταγματαρχών θείος και νονός της. Η μητέρα της, μία ιδιόμορφη προσωπικότητα, απέναντι στην οποία στέκεται επικριτικά η Λουκία. Αρχικά εξαφανισμένη μαζί με κάποιον “βίκινγκ” εραστή, επιστρέφει,- γίνεται δεκτή και διαφεντεύει-, στην οικογενειακή εστία λίγο πριν από τη σύλληψη και εξορία του Στέφανου, από τη χούντα, γεγονός που πλήγωσε βαθιά τη Λουκία.

Η Λουκία ενώ επιθυμεί τον Γκασπάρ, τρέφει αμφιβολίες για τους πραγματικούς σκοπούς της ζωής του, τον σχολιάζει έως σαρκαστικά, μέχρι που, ο παράφορος με τον στόχο του ντοκιμαντερίστας, μικρός Γκοντάρ, πέφτει από ένα δέντρο στην προσπάθεια να αποτυπώσει σε φιλμ την πορεία ενός μεγάλου συλλαλητήριου.

  

«Αυτός που πηδάει στο κενό δεν χρωστάει καμιά εξήγηση σ’ αυτούς που στέκονται και παρακολουθούν»    

Ζαν Λυκ Γκοντάρ

       

Η Λουκία τον συμπονεί, τον βρίσκει στο εφηβικό του κρεβάτι στο σπίτι της τελευταίας ανάδοχης μητέρας του. Μετά τη μερική αποθεραπεία του εξαφανίζεται  μαζί με την ομάδα των αλγερινών φίλων- συνεργατών του. Η Λουκία πληροφορείται από ένα φιλικό ζεύγος αλγερινών που διατηρούν ένα καθαριστήριο, -στο οποίο συχνά συναντώνται οι αλγερινοί πρόσφυγες-  και από την ηχολήπτρια αραβικής καταγωγής Ρασίντα, ότι βρίσκονται στο Αλγέρι για αποτύπωση σε φιλμ εμπειριών αλγερινών που έζησαν τον αιματηρό πόλεμο. Κάποιοι από τους συνεργάτες επιστρέφουν, μεταξύ των οποίων και η Ρασίντα, όμως τρεις ανάμεσά τους και ο Γκασπάρ κρατούνται στο Αλγέρι από τις αρχές, οι οποίες καταστρέφουν το φιλμ.

«…ο Γκασπάρ δεν ενδιαφέρεται να κάνει δημοσκόπηση. Ενδιαφέρεται να κινηματογραφήσει μάρτυρες που αφηγούνται, μπροστά στον φακό, ό,τι έζησαν και ό,τι είδαν. […]Όταν κάποιος πάει να του πει οι άτιμοι γιατί με τιμώρησαν έτσι; τον κόβει.[…] Να λες τι έπαθες, όχι να αναρωτιέσαι γιατί το έπαθες. Μόνο έτσι θα βρεθεί η αλήθεια».

Στο μεταξύ η Λουκία περιμένοντας, περιδιαβαίνει τις συνοικίες των μεταναστών, βρίσκεται αντιμέτωπη με φασαρίες, προσωπικές έριδες και ξυλοδαρμούς ανάμεσα σε περιθωριακούς- ολοκληρωτικά ακυρωμένους ως πολίτες- βιώνει μέσω αυτών την προσφυγιά τους ως εμπειρία και πληγή, τον αναβρασμό, απότοκο του τρομερού πολέμου, αντιλαμβάνεται τους λόγους του ξεσηκωμού τους κι αναρωτιέται:

«Αν δεν υπήρχε ο Γκασπάρ και η ταινία του, αν δεν υπήρχαν οι Αλγερινοί φίλοι του, αν δεν υπήρχε η ηχολήπτρια Ρασίντα Τζαμάλ-Μαλέκ με το πλούσιο, κυματιστό στήθος και τα δυο ονόματα των νεκρών συγγενών της να σχηματίζουν το δικό της επαγγελματικό όνομα, θα ενδιαφερόμουν με τόση ζέση γι αυτή την ιστορία;»

Με αφορμή ένα γράμμα της μητέρας της, αυτής της ζουρλοπαντιέρας, σύμφωνα με τον παππού Αντρίκο, επιστρέφει νοερά στην παιδική ηλικία, την οικογενειακή ιστορία, που σημαδεύτηκε από τα ιστορικά γεγονότα, το κτίσιμο και τον ξεπεσμό των οικογενειακών επιχειρήσεων.

Επανέρχεται με διαρκή flash back σε όμορφα βιώματά της, σκέψεις για να ζεστάνει τις κρύες παλάμες της. Με το νου της ταξιδεύει στην Αθήνα της χούντας, της αποβιομηχάνισης και της ανεργίας, της χούντας που έστειλε εξορία τον θείο της.

«Κι ύστερα, ονειρευόμουν νησιά, αμέτρητα νησιά, σπαρμένα στη φουρτουνιασμένη ελληνική θάλασσα, να πετάγονται σαν ναυάγια μέσα από τους αφρούς των κυμάτων. Και διάφορα κεφάλια ανθρώπων, εκτοπισμένων σε κείνα α άγονα μέρη, να ξεμυτούν πάνω από τις ξερολιθιές των χειμαδιών σαν κεφαλάκια αγριοκουνελιών που κόβουν κίνηση στα βραχώδη και δύσβατα μέρη για να δουν τι γίνεται με τις οχιές και τους αετούς. Τι τρέχει με τους αρουραίους και τους κουρσάρους».

Η Λουκία γράφει επιστολές προς τη μάνα, τον θείο Στέφανο, τον Γκασπάρ, επιστολές που κρατά στο συρτάρι της.

Ο Γκασπάρ επιστρέφει στο Παρίσι. Η Λουκία τον βρίσκει ανάμεσα σε άλλους κινηματογραφιστές να διατυπώνουν απόψεις για τις δυνατότητες του κινηματογράφου:

«Κυρίως ο πολιτικός κινηματογράφος μπορεί να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, την υλικότητα της σάρκας και να διατυπώνει τον λόγο του σώματος… Και δεν είναι η πρώτη φορά που η τέχνη συγκρούεται με την τιμωρητική εξουσία, ενόσω αναδύεται μέσα από την καταστολή και τον εξαναγκασμό.» […]

«…η πραγματικότητα δεν αποσυνδέεται και δεν είναι ανεξάρτητη από τα μέσα με τα οποία γίνεται αντιληπτή. Γι’ αυτό ακριβώς οι ταινίες δεν αποκαλύπτουν τόσο την ίδια την πραγματικότητα, όσο έναν τρόπο να την κοιτάζουμε και να την κατανοούμε, ακόμα κι όταν μας εμποδίζουν να την ακουμπάμε».

Ο Γκασπάρ διατυπώνει την άποψή του για το ντοκιμαντέρ και τον ντοκιμαντερίστα:

«Το σημαντικό γεγονός υπάρχει. Είναι καταγραμμένο στις χαμένες μαρτυρίες των ανθρώπων. Μπορεί να έχουν εξαφανίσει αρχεία, ντοκουμέντα, φωτογραφίες ή ανθρώπινα κορμιά, μπορεί να κατέστρεψαν τα πλάνα που τραβήξαμε, την εικόνα που είχαμε στα χέρια μας, όμως ακόμα και το παραμικρό ίχνος αλήθειας εξακολουθεί να υπάρχει κάπου έξω και το πιο πιθανό είναι ότι μας περιμένει να το αξιοποιήσουμε. Στεκόμαστε απέναντι σε έναν πόλεμο από τους πιο σκληρούς και απάνθρωπους. Όχι, όμως, δεν κάνουμε ταινία στρατευμένη υπέρ των μεν και κατά των δε. Δεν είμαστε ούτε πολιτικοί αναλυτές ούτε ιστορικοί πολέμων. […] Τι να καταλάβεις από την κόλαση του πολέμου. Ο διάβολος μόνο μπορεί να απαντήσει.» 

Τα αισθήματα της Λουκίας απέναντι στον Γκασπάρ μεταβάλλονται, ενθουσιάζεται από το πάθος του, τον ερωτεύεται, παρά το έντονο γι’ αυτήν ερώτημα αν ένας καλλιτέχνης μπορεί να διαχειριστεί χωρίς απώλειες τα αδιανόητα που συμβαίνουν σε κάθε πολεμική σύρραξη, σε κάθε φυλετικό διωγμό, κάθε γενοκτονία. Το πείσμα του να αποτυπώσει σε φιλμ την ομορφιά της ζωής, τον οδήγησε σ’ ένα δεύτερο ατύχημα, τον έστειλε στο νοσοκομείο σακάτη, γεγονός που τελικά αναζωπύρωσε τις υπαρξιακές αναρωτήσεις της Λουκίας. Η συμβίωση, η περίθαλψη, οι αφηγήσεις των Σενεγαλέζων συγκατοίκων στο μικρό διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Γκασπάρ, επέσπευσαν την ψυχική της ωρίμανση, διεύρυναν τους ορίζοντες της σκέψης της, αύξησαν τις αναζητήσεις της. Όλα πλέον κάτω από ένα νέο πρίσμα.                                                                                                                                                                                                                              Οι στόχοι του Γκασπάρ παρά τις περιπέτειες της υγείας του παραμένουν ανεξάντλητοι, δεν σταματούν στον Μάη του ’68, στα ανεπούλωτα τραύματα του πολέμου της Αλγερίας, στη γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, στους βίαιους εξισλαμισμούς στη Σενεγάλη, στη δικτατορία των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα.

Ο επιμένων νικά τελικά;  

«Η εξαθλίωση δεν χρειάζεται απλούς θεατές, έστω μη απαθείς, ούτε μικρούς συμπονετικούς στρατιώτες, αλλά αληθινούς μαχητές για να περιφρουρήσουν τον ξεπεσμό».

 

«Ο μικρός Γκοντάρ» είναι ένα πραγματικά σαγηνευτικό μυθιστόρημα, γραμμένο με μεγάλη εικονιστική δύναμη, μέσα στο οποίο διακρίνουμε βαθιά ψυχογραφημένους χαρακτήρες ηρώων, με εξαιρετικά διατυπωμένες ποικίλες απόψεις πάνω σε σημαντικά ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, ευρείας κλίμακας, είτε αυτά συμβαίνουν στο αφηγηματικό παρόν του βιβλίου, είτε αναφέρονται μέσα από καταγραφές μαρτυριών και  ντοκουμέντων.

Η αποφασιστικότητα και η υπέρμετρη φιλοδοξία του Γκασπάρ να υλοποιήσει τον στόχο του ξεπερνώντας προσωπικές αδυναμίες, οικονομικές δυσκολίες, και αντικειμενικά εμπόδια, είναι αφορμή για στοχασμό πάνω στη δύναμη της τόλμης, την πίστη στο όραμα, και στην αποφασιστικότητα υλοποίησής του.

Το μυθιστόρημα θέτει προς σκέψη και άλλα καίρια ζητήματα, χωρίς διάθεση διδακτισμού.

Η αδράνεια π.χ. αφορμή για στοχασμό πάνω στην ανάγκη υπέρβασης των δισταγμών, όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις μια κακοτυχία.

Η βουτιά στην πραγματικότητα, η αναλυτική σκέψη, η εξέταση όλων των εκδοχών για την τελική απόφαση χωρίς να παραμερίζεται το συναίσθημα.

Η επανεξέταση κάποιων πληγωτικών προς τρίτους ακραίων λαθών: «Αρκεί  να ξεχώριζε κανείς τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην παρόρμηση κατάδυσης στα νερά της αυτοκαταστροφής και στο ένστικτο αυτοσυντήρησης και διάσωσης, όχι του εαυτού αλλά και των αγαπημένων σου».

Ο ένας στοχασμός γεννά έναν άλλο, σε όλη την αφήγηση παρ’ όλο ότι, το κεντρικό διακύβευμα είναι, αν διασώζεται η ιστορική μνήμη μέσα από εικόνες και αφηγήσεις με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι μαρτυρίες είναι αδιάψευστες. Ποιος μπορεί όμως να το κρίνει;

Εν τέλει πιστεύω ότι το κείμενο απαντά θετικά στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος που τίθεται στο οπισθόφυλλο: Έχει ο κινηματογράφος τη δύναμη να συλλαμβάνει με ακρίβεια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων, ή αυτό είναι μόνο εν μέρει εφικτό; Προς επίρρωσιν υπάρχει και η ρήση του ίδιου του Γκοντάρ:

Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου!

 

 

Μαρία Γαβαλά

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΑΛΑ 

 

Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού “Σύγχρονος Κινηματογράφος” (1980-84) δημοσίευσε πολλά κείμενα για τον κινηματογράφο. Κινηματογραφικά κείμενά της υπάρχουν επίσης δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Έγραψε σενάρια, γύρισε ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: “Περί Έρωτος” (1981). Τιμήθηκε με βραβείο στο “Φεστιβάλ Γυναικείου Κινηματογράφου” της Φλωρεντίας, το 1983, “Άρωμα βιολέτας” (1985) και “Το μαγικό γυαλί” (1989). Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Κινηματογράφου, την ίδια χρονιά. Δόκιμη πεζογράφος, μετά το 1994, έχει στο ενεργητικό της επτά μυθιστορήματα (“Η υπηρέτρια των αγγέλων”, 1994, “Η κυρία του σπιτιού”, 1996, “Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα”, 1999, “Στη δροσιά των κήπων μου”, 2001, “Ακραία καιρικά φαινόμενα”, 2003, “Τα κορίτσια της πλατείας”, 2006, “Ο λεμονόκηπος”, 2012) και μία συλλογή διηγημάτων (“Από γυαλί”, 2011). Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Επίσης, έχει μεταφράσει θεωρητικά κείμενα για τον κινηματογράφο και σύγχρονα μυθιστορήματα, πάντα από τη γαλλική γλώσσα. 

Μυθιστορήματα:
Η υπηρέτρια των αγγέλων (1994), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Η κυρία του σπιτιού (1996), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα (1999), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Στη δροσιά των κήπων μου (2001), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ακραία καιρικά φαινόμενα (2003), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τα κορίτσια της πλατείας (2006), Πόλις
Ο λεμονόκηπος (2012), Κέδρος
Κόκκινος σταυρός (2018), Πόλις
Ο μικρός Γκοντάρ (2022), Πόλις

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top