Fractal

Μετρ του λογικού παραλόγου

Γράφει ο Τάκης Γεράρδης //

 

Δημήτρης Σωτάκης «Ο μεγάλος υπηρέτης», εκδ. Κέδρος, 2019

 

Στον «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» ο Δημήτρης Σωτάκης μας πρότεινε και μια συνταγή ώστε το γεύμα να γίνει απολαυστικό. Ομολογώ πως εμένα μου είχε πέσει λίγο βαρύ, όχι λογοτεχνικά, αλλά γευστικά. Στον «Μεγάλο Υπηρέτη» αποκόμισα την αίσθηση πως  ο συγγραφέας με κάλεσε σπίτι του και μου σερβίρισε ένα καταπληκτικό φαγητό. Διάβαζα το μυθιστόρημα χωρίς βιασύνη, σα να συμμετείχα στην ιεροτελεστία ενός σπάνιου γεύματος. Πριν σπρώξω τη μασημένη τροφή με τη γλώσσα στον οισοφάγο τη μασούσα με αργό ρυθμό. Μέχρι που οι ζωμοί αφού απλώνονταν στον ουρανίσκο και στη γλώσσα μου κυλούσαν ηδονικά στο στομάχι. Τα γουργουρητά της κοιλιάς μού δημιουργούσαν ανυπομονησία, με προδιέθεταν για την ευχάριστη απόλαυση που θα ακλουθούσε.

Μια νοητή γραμμή χωρίζει τον κόσμο των τρελών από τον κόσμο των γνωστικών. Οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν και ισορροπούν πάνω της με άνεση. Ορισμένοι αυτή τη γραμμή την υπερβαίνουν με ευκολία και χωρίς επιστροφή. Κάποιοι άλλοι, καθώς μπλέκουν, θυμώνουν, πληγώνονται, ερωτεύονται, τρομάζουν ή εντυπωσιάζονται την αγνοούν και βαδίζουν προς την απέναντι πλευρά. Το ζήτημα είναι πόσο θα περπατήσουν μέσα στη νεφελώδη περιοχή και για πόσο χρονικό διάστημα θα μείνουν εκεί. Για το συγγραφέα αυτή η νοητή γραμμή γίνεται ένας οικείος και εκτενής τόπος. Εκεί οι ήρωές του κινούνται με άνεση, ερωτεύονται, εργάζονται, υπάρχουν και γίνονται φιλικοί.

Κι αν  διαβάζοντας το μυθιστόρημα στις πρώτες σελίδες έχουμε έναν απόηχο του «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν, καθώς με λεπτότητα σκιαγραφείται ο ήρωας και έμμεσα προετοιμαζόμαστε για τις αλλαγές που θα συμβούν στον κόσμο του,  προχωρώντας την ανάγνωση σκεφτόμαστε τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον δαιμονικό Ντόριαν Γκρέι με το πορτρέτο του, τα οποία πορτρέτο και Ντόριαν μέρα με τη μέρα διαφοροποιούνται αντλώντας το ένα ενέργεια από το άλλο, αλλά στον Μεγάλο Υπηρέτη σε πιο ήπια και αληθοφανή εκδοχή. Ώσπου στη συνέχεια ζούμε μια καφκική μεταμόρφωση που  άλλοτε είναι βαριά και καταθλιπτική, άλλοτε ανάλαφρη και σαρκαστική. Με εξαιρετική μαεστρία ο Δημήτρης Σωτάκης μας κάνει αρκετά συχνά, εκτός των άλλων, να διαβάζουμε και να χαμογελάμε με τις λογικές παραδοξότητες. Και βέβαια θυμόμαστε την σκοτεινή πλευρά ενός μοναδικού λογοτέχνη μας, όταν αυτός ερχόταν αντιμέτωπος απέναντι στην επιθυμητή, αλλά τρομακτική σκέψη πως θα κάνει έρωτα.

Οι ιστορίες του μυθιστορήματος και οι χώροι είναι δοσμένα με έναν απρόσωπο και γενικό τρόπο θα μπορούσαν να διαδραματίζονται σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, οι πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να είναι Έλληνες, Γερμανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Αμερικάνοι.

Ένα μυθιστόρημα 360 σελίδων με δύο ήρωες. Ο ένας αναφέρεται σαν Μάριος, ο άλλος είναι ο αφηγητής. Μια κοπέλα η Άννα, ένας σκύλος ο Πίγκου κι αυτά είναι τα μοναδικά ονόματα του μυθιστορήματος, δεν χρειάστηκε ο συγγραφέας περισσότερα. Αναφέρεται ένας θείος, ένας ξάδερφος, δυο φίλοι, όλοι ανώνυμοι και κακοφωτισμένοι. Το φώς πέφτει λιγότερο πάνω στην Άννα, κυρίως όμως διαχέεται άπλετα στον Αφέντη και στον Υπηρέτη. Αλλά και ο τόπος που διαδραματίζεται η πλοκή είναι απαλλαγμένος από περιττές λεπτομέρειες, ούτε αυτός λέγεται με το όνομά του. Μόνο μιας γειτονικής πόλης μαθαίνουμε το όνομα, Κορίν. Δυο σπίτια, δυο κήποι και μια μεγάλη σχετικά πόλη, την οποία οι ήρωες του Σωτάκη επισκέπτονται βιαστικά, κάνουν τις δουλειές τους κι επιστρέφουν στο σπίτι. Σε αυτό το σπίτι εστιάζει ο συγγραφέας και η όλη πλοκή που δεν έχει σημαντικές εξωτερικές σκηνές, κάνει την αφήγηση να αποκτά μια θεατρικότητα. Τον Σωτάκη περισσότερο τον ενδιαφέρουν οι σκέψεις των ηρώων και οι αλλαγές που προκύπτουν στο χαρακτήρα τους.

Το άγχος ενός νέου και επιτυχημένου επαγγελματικά άντρα τον κυριεύει καθώς σκέφτεται μια πιθανή ερωτική συνεύρεση και τον κάνουν να στραφεί για βοήθεια στον Υπηρέτη του, με τον οποίον μοιάζουν φυσιογνωμικά. Ο Σωτάκης έμμεσα υπονοεί μια συγγένεια μεταξύ τους, άλλωστε όλα τα παράλογα που συμβαίνουν στις σελίδες του βιβλίου είναι αληθοφανή, εξηγήσιμα και πειστικά.

Η ομοιότητα στα χαρακτηριστικά δεν υπονοεί και ομοιότητα στους χαρακτήρες. Και οι εσωτερικές πιέσεις του «αφηγητή – Αφέντη» τον οδηγούν απέναντι στη «μάσκα – Υπηρέτη». Αυτό το όμοιό του προσωπείο θα χρησιμοποιήσει για να λύσει τα προβλήματά του. Ακόμη η εξουσία που απορρέει από τις έννοιες αυτάρκης, αφέντης, κύριος υπονομεύεται μεθοδικά και ανατρέπεται. Χαράσσονται νέα όρια σε αυτές τις έννοιες, δίνεται μια άλλη διάσταση σε όσα ως τώρα γνωρίζουμε.  Εδώ βρίσκεται και η νοητή γραμμή που προανέφερα, την οποία ο Δημήτρης Σωτάκης με τέχνη λεπτουργού αγνοεί ή καταργεί με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο και την μετατρέπει σε μεγάλη και ευρύχωρη περιοχή. Και κατά τη διάρκεια όλων όσων συμβαίνουν στο βιβλίο είναι σα να παρακολουθούμε μια τραμπάλα με δυο παιδιά στις άκρες της. Κι όταν το ένα παιδί ανεβαίνει το άλλο κατεβαίνει.

 

Δημήτρης Σωτάκης

 

Η πλοκή πιάνεται από απλά αντικείμενα και συνηθισμένες κινήσεις. Όλοι μας θα μπορούσαμε να είμαστε είτε ο Μάριος είτε ο Αφηγητής. Μια τηλεόραση, ένας καναπές, η κουζίνα, το καθημερινό φαγητό, η περιποίηση του κήπου, η περιήγηση στο ιντερνέτ, οι πεζές επαγγελματικές υποχρεώσεις γίνονται αξιόλογα εργαλεία στην πένα του Δημήτρη Σωτάκη. Ο οποίος στοχάζεται και φιλοσοφεί χωρίς να αμπελοφιλοσοφεί. Οι παρατηρήσεις του στους ήρωες είναι διεισδυτικές και πάντοτε χρήσιμες στην δραματουργία. Ούτε μια περιττή αράδα δεν βρίσκει κανείς στις τόσες χιλιάδες λέξεις του μυθιστορήματος.

Πόσες φορές πιεζόμενοι δεν βρεθήκαμε στην ανάγκη να κατασκευάσουμε έναν ιδεατό κόσμο, έναν κόσμο βολικό σε εμάς και μέσα σε αυτόν τον κόσμο που τον πιστέψαμε για αληθινό να ζήσουμε; Σε αυτή την ιδιωτική μας κατοικία όλα όσα επιθυμούμε πραγματοποιούνται και με τον τρόπο που εμείς θέλουμε. Ο Δημήτρης Σωτάκης, σαν ένας μετρ του λογικού παραλόγου, κέντησε λέξη με τη λέξη έναν τέτοιον κόσμο που το καταπληκτικό ιδίωμα που έχει είναι να μας χωρά όλους.

Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε 10 κεφάλαια κι ένα εμβόλιμο που φέρει το όνομα «ο λαβύρινθος». Ο λαβύρινθος είναι ατέρμων, αδιέξοδος, τρομακτικός. Ο ήρωας έχει εγκλωβιστεί σε αυτό που ονομάζει ως τότε «ζωή» του κι αυτή είναι απελπιστικά μονότονη, χωρίς ενδιαφέρον, κουραστική, μοναχική και απελπιστική. «…ποτέ δεν εμφανίστηκε κανείς, ούτε συνοδοιπόρος, ούτε επισκέπτης, ούτε υποψία ανθρώπου ζώντος, κανένας ήχος, καμία σκιά ή αντανάκλαση». Μόνη διέξοδος από τον λαβύρινθο είναι η αποδοχή του. Ουσιαστικά ο λαβύρινθος είναι μέρος ενός μεγαλύτερου λαβυρίνθου κι αποτελεί το τίμημα για την επίτευξη των στόχων του ήρωα. Η σχέση του με την Άννα πηγαίνει καλά, οι δουλειές του ανθίζουν, γι’ αυτό και πρέπει να πληρώσει κι αυτός το αντίτιμο. Αφού ο ήρωας περνά από πολλές  περιπλανήσεις, απελπίζεται και πέφτει σε αδράνεια. Τότε λειτουργεί η φαντασία και μέσα σε αυτόν τον τρομακτικό και εξουθενωτικό λαβύρινθο η λύση που σχεδιάζει στο νου του ο ήρωας δείχνει μια λύση ανθρώπινη και αποδεκτή, όμως πάντα παραμένει μια λύση εντός ενός λαβυρίνθου.

Η ζωή του Αφηγητή-Αφέντη περιγράφεται απλή, χωρίς τα πολλά και χαοτικά της ζωής ενός νέου ανθρώπου. Μια σχέση να ευοδώσει αναζητά και μια καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας του. Έτσι απλά αυτά τα δύο στοιχεία γίνονται οι άξονες που γύρω τους περιστρέφονται οι σκέψεις και οι ενέργειές του. Όμως αυτό «διαβάζει» μόνο επιφανειακά ο αναγνώστης. Ο Δημήτρης Σωτάκης δεξιοτεχνικά αναφέρεται και σε άλλες πλευρές της σκέψης του ήρωά του, δήθεν σαν ήσσονος σημασίας, πολλές φορές τις υποβιβάζει με χιούμορ και σαρκασμό, ώσπου στην ώρα τους αυτές οι παραμελημένες σκέψεις λειτουργούν κυρίαρχα και καθοριστικά.

Εν κατακλείδι: Ο Μεγάλος Υπηρέτης είναι ένα μυθιστόρημα που μένει και έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να είναι το βιβλίο μιας ολόκληρης δεκαετίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top