Fractal

Μαραγκοτεχνήματα

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

Κώστας Κουτρουμπάκης, “Ο μαραγκός”, εκδ. Ενύπνιο, 2018

 

Είναι σκληρά τα πιο πολλά θέματα του Κουτρουμπάκη, της παλιάς νατουραλιστικής κοπής, δηλωτικά μιας πεζογραφικής συνείδησης με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, που τόσο μα τόσο ανάγκη έχει η σύγχρονη λογοτεχνική γραφή.

Υπάρχει λοιπόν μια ενότητα θεμάτων αντλημένων απ’ το σήμερα που αφορά μοναχικούς ηλικιωμένους, τη σιωπή των διαμερισμάτων, κάδρα νεκρών, πνιγμένα προσφυγόπουλα, πεινασμένους μετανάστες, μαθητές εσπερινών σχολείων και υπάρχει μια άλλη ενότητα θεμάτων αντλημένων απ’ την οικογενειακή ιστορία, που αφορά παιδικές αναμνήσεις, αγαπημένα πρόσωπα που λείπουν, το πέρασμα στην εφηβεία, τη συμμετοχή των παιδιών στην καθημερινή βιοπάλη.

Η αφήγηση ξεκινά κατά κανόνα από μια μνήμη, μια σκέψη, ένα στιγμιότυπο και ακολούθως ξεδιπλώνει το υλικό της αξιοποιώντας την περιγραφή, το σχόλιο, ενίοτε και τον διάλογο. Στη διάρκειά της ο αφηγητής σαν να στέκεται στην άκρη αρκούμενος σε μια αποστασιοποιημένη παρατήρηση, για να βγει στην επιφάνεια προς το τέλος του κειμένου και να κλείσει την μικροϊστορία του με το αποτύπωμα που το αφηγούμενο περιστατικό άφησε στη συνείδησή του. Έτσι κάθε μικροϊστορία, περιλαμβάνοντας το περιστατικό και εμμένοντας στις δονήσεις του, μοιάζει να είναι ένα επεισόδιο εμβάθυνσης, διαπλάτυνσης και ανακούφισης όπως θα πω παρακάτω αυτής της συνείδησης.

Επανέρχομαι στα θέματα. Ο γειωμένος ρεαλισμός τους έχει σαν αντιστάθμισμα τη λυρική επεξεργασία τους. Οπτικοακουστικές εικόνες, παπαδιαμαντικής έμπνευσης περιγραφές και η αθωότητα της παιδικής ματιάς λειαίνουν την  τραχύτητα και την οδύνη του περιεχομένου. Κι εκεί που νιώθεις ότι κάποιοι κόμποι σφίγγουν τη φωνή του αφηγητή έρχεται πάντα η ποιητικότητα της γραφής για να αποσοβήσει τις συναισθηματικές εξάρσεις, να ξορκίσει τη ρηχή αισθηματολογία και να διοχετεύσει τα λιμνάζοντα αισθήματα, επιτελώντας τη γνωστή λειτουργία που εδώ και αιώνες ασκεί η τέχνη σαν μέσο ανακούφισης από την οδύνη της πραγματικότητας.

Στέκομαι λίγο ακόμη σε αυτήν τη λειτουργία της γραφής. Υπάρχει μια ορατή και ηθελημένη βεβαίως αντίστιξη ανάμεσα στο τι και στο πώς της αφήγησης του Κουτρουμπάκη, που παίζει κύριο ρόλο στην αναγνωστική απόλαυση των κειμένων του. Εννοώ ότι με την αναβλύζουσα ποιητικότητα των περιγραφών, τη μελωδική μουσική των ακουστικών εικόνων, την οικειότητα και την ειλικρίνεια του ύφους ο αφηγητής σαν να θωπεύει γλωσσικά το δύσκολο θέμα που κάθε φορά εξιστορεί, είτε πρόκειται για τραυματική μνήμη της παιδικής ηλικίας είτε για ένα μελανό στιγμιότυπο της σύγχρονης ζωής, ώστε να καταστήσει λιγότερο οδυνηρή την αναγνωστική πρόσληψή του.

Ιδιαίτερη δε αναφορά πρέπει να γίνει στη γλώσσα του Κουτρουμπάκη. Το γνωστό δίλημμα που πάντα ταλανίζει την πεζογραφία ανάμεσα σε μια γλώσσα απλό όχημα της ιστορίας ή σε μια γλώσσα που παράγει αισθητική αξία είναι ξεκάθαρα απαντημένο από τον συγγραφέα, πράγμα που συνιστά την πιο σημαντική αρετή του βιβλίου του. Δίχως να βαραίνει υπερβολικά το ύφος, δίχως να ταλαιπωρεί με ωραιολογίες την έκφραση και δίχως να προσφεύγει στην ευκολία της επιτήδευσης αντιμετωπίζει τον λόγο όχι σαν απλό χαλί και σαν απλό εργαλείο της αφήγησης, αλλά σαν ένα παράλληλο με την αφήγηση αισθητικό μέγεθος που δικαιούται την ανάλογη αισθητική επεξεργασία. Οι μετακινήσεις των λέξεων στον συνταγματικό άξονα της πρότασης, οι αναστροφές, οι βραχυλογίες, οι ελλείψεις, ο ονοματικός λόγος, η μικροπερίοδη σύνταξη, οι ιδιωτισμοί, οι διαλεκτικοί τύποι δεν ζωντανεύουν απλώς και δεν ομορφαίνουν μόνο το ύφος γραφής, αλλά κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν την ποιητικότητά του, να υποστηρίξουν το υποβλητικό του κλίμα και να προσφέρουν αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη.

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα από τα βασικά, στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη, κριτήρια γλωσσικής και αφηγηματικής δεινότητας εδώ καλύπτεται με μεγάλη ευκολία. Λέω για τα διαλογικά μέρη, που σε αντίθεση με ό,τι συχνά συμβαίνει ακόμη και σε προβεβλημένους συγγραφείς δεν έχουν στην προκειμένη τίποτα το παράταιρο, καθόλου δεν μπατάρουν, καθόλου δεν κλωτσάνε, αλλά παίρνουν τον μίτο της αφήγησης και το ίδιο υποβλητικά, το ίδιο μελωδικά, το ίδιο ποιητικά τον προχωράνε.

 

Κώστας Κουτρουμπάκης

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top