Fractal

Ένα νοσταλγικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Τζόναθαν Κόου, «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ». Μεταφραστής: Άλκηστις Τριμπέρη, Αθήνα, Εκδόσεις Πόλις, 2020

 

Το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» (Mr Wilder and Me, Viking, 2020), μάλλον διαφέρει αισθητά από το αμέσως προηγούμενο του συγγραφέα, δηλαδή την «Μέση Αγγλία» (Middle England, Viking, 2018). Ενώ, λοιπόν, εκείνο απεικόνιζε μια πανοραμική κοινωνική άποψη της Αγγλίας, καθόλου φυσικά, κολακευτική και επιθυμητή από την πλειοψηφία των κατοίκων της, ετούτο τώρα φαίνεται πως αποτελεί ένα νοσταλγικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, το οποίο εξετάζει τα χρόνια της φθίνουσας πορείας της αποκαλούμενης χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. Όμως, όχι μόνο αυτό! Ο Μπίλι Γουάιλντερ (1906-2002) είναι κυρίως διάσημος σκηνοθέτης για τη δουλειά του εκείνη την ζηλευτή εποχή όταν τα μεταπολεμικά στούντιο είχαν άφθονα μετρητά για να χρηματοδοτήσουν τις πολλαπλώς βραβευμένες κωμωδίες που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γουάιλντερ, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των εμβληματικών του ταινιών «Η Λεωφόρος της Δύσης» (Sunset Boulevard, 1950), «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (Some Like it Hot, 1959), «Μάρτυς Κατηγορίας» (Witness for the Prosecution, 1957) και «Η Γκαρσονιέρα» (The Apartment, 1960). Εδώ, όμως, δεν τον συναντάμε στην ανοδική του πορεία ή στην ακμή της δημιουργίας του, αλλά στη δεκαετία του 1970, μέσα από τα μάτια μιας νεαρής κοπέλας, της αφηγήτριας με το όνομα Καλλιστώ Φραγκοπούλου, στο ελληνικό πλατό  μιας από τις λιγότερο επιτυχημένες ταινίες του, της «Φεντόρα» (Fedora,1978) με κύρια αναφορά σε έναν ηλικιωμένο  αστέρα του αμερικανικού κινηματογράφου. Η Καλλιστώ, κάπου είκοσι χρονών,  ελληνοαγγλίδα υπό εκκόλαψη μουσικός, της οποίας η ζωή απεικονίζεται πλημμυρισμένη από μια ανεκτή πλήξη και που γίνεται αναπάντεχα μεταφράστρια του σκηνοθέτη αφού πρώτα τον συναντήσει μέσω φίλων της στο  Λος Άντζελες, όπου τον αντιμετωπίζει με σχεδόν περίεργα μητρικό βλέμμα. Αναγκάζεται, αργότερα, να του μεταφράζει ανόητες και αφελείς ερωτήσεις σχετικά με τις παλιές ταινίες του από δημοσιογράφους στην Κέρκυρα και βιώνει πρωτόγνωρες εμπειρίες και λεπτομέρειες που αφορούν τα γυρίσματα των κινηματογραφικών ταινιών. Ο Κόου, συγκεντρώνει και διοχετεύει το προσωπικό του χιούμορ στους πολλαπλούς αναγνώστες του μέσω των διαλόγων στους οποίους εμπλέκεται ο Γουάιλντερ. Ο Γουάιλντερ, χαράσσει και παρουσιάζει σε όλο το μήκος του βιβλίου μια τραγική αλλά διασκεδαστική φιγούρα, βγαίνει έξω από τα στούντιο και ανησυχεί για τη νέα γενιά δημιουργών ταινιών και τους αποκαλεί «οι χίπηδες με τα μούσια», όπως ο Σκοτσέζε και ο Σπίλμπεργκ. Κι’ όταν εκείνος ρωτάει κάποιο βράδυ κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε εστιατόριο του Λος Άντζελες, την Τζιλ, την βρετανίδα φίλη της Καλλιστούς, τι είδους ταινίες αρέσουν στους νέους, κι εκείνη απαντά, πως το ‘Jaws’ ήταν πολύ καλό, εκείνος σχολιάζει μακρηγορώντας, «…Έτσι λειτουργεί το μυαλό αυτών των ανθρώπων. Βγάλαμε ένα εκατομμύριο δολάρια με αυτόν τον καρχαρία, χρειαζόμαστε καινούργιο καρχαρία. Χρειαζόμαστε περισσότερους καρχαρίες, χρειαζόμαστε πιο επικίνδυνους καρχαρίες. Η δική μου ιδέα για μια ταινία θα λεγόταν  φωτογραφία που ονομάζεται ‘Jaws in Venice’. Ξέρετε, θα σου έδειχνε ένα κάρο γόνδολες να διασχίζουν πάνω κάτω το Μεγάλο Κανάλι, ένα τσούρμο Ιάπωνες τουρίστες, και μετά να σου καμιά εκατοσταριά καρχαρίες να ξεχύνονται στο κανάλι και να τους ορμάνε. Έριξα μια ιδέα σ’ ένα τύπο της Universal, για πλάκα. Με πήρε στα σοβαρά… Έτσι του είπα, εντάξει, όλη δική σου η ιδέα, τσάμπα, αλλά δεν θα είμαι εγώ ο σκηνοθέτης… Είμαι περισσότερο σκηνοθέτης ανθρώπινων όντων».

Σταδιακά η Καλλιστώ τον πειράζει με μικρές, διαλείπουσες οικειότητες  και συμπεριφορές και διαπιστώνει πόσο στοιχειωμένος είναι από το παρελθόν του. Ένας Αυστριακός Εβραίος, ο οποίος έφυγε από την Ευρώπη πριν από τον πόλεμο και δεν έχει ιδέα τι συνέβη στη μητέρα του, αναζητώντας τώρα πλάνα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο στενός του διαχρονικά συνεργάτης, Ντάιαμοντ, είναι κατηγορηματικός όταν ισχυρίζεται πως, «… κάποιο όφελος πρέπει να υπάρχει. Αυτή η ιστορία μάλλον έχει κάτι που σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Πρέπει να κρύβεται κάτι εδώ που έχει ανάγκη να βγάλει από μέσα του. Αλλά ανάθεμά με άμα ξέρω τι είναι»! Ακριβώς κάτω από το γέλιο, όμως, βρίσκεται ένας υφέρπων  και μαλακός  πόνος που ενοχλεί. Το χιούμορ είναι και η πανοπλία του και η απελευθέρωσή του, ακόμα και από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος.  «Η ζωή είναι άσχημη», λέει στην Καλλιστώ, κάποια στιγμή που βρέθηκαν μόνοι με τη συνοδεία κάποιων ποτών. «Όλοι το ξέρουμε. Δεν χρειάζεται να πας σινεμά για να μάθεις ότι η ζωή είναι άσχημη. Πηγαίνεις επειδή εκείνες οι δύο ώρες θα δώσουν στη ζωή σου μια μικρή σπίθα, είτε αυτό είναι κωμωδία ή γέλιο ή απλώς… κάτι τέλος πάντων- μια σπίθα που δεν υπήρχε πριν. Μια σπίθα χαράς ίσως».

 

Τζόναθαν Κόου

 

Ο Γουάιλντερ και ο Κόου μπορούν να αποφύγουν σκόπιμα, ιδίως σε ένα μάλλον έξυπνο κεφάλαιο που αφορά το Μόναχο, όπου ο Γουάιλντερ επιστρέφει σε μια χώρα και μια πόλη όπου πριν από τριάντα χρόνια τού είχαν διαλύσει την οικογένειά του, με περιγραφές και λήψεις στρατοπέδων, ως σενάριο ταινίας, αλλά χωρίς περαιτέρω εκφάνσεις και περιγραφές και το βασικότερο αποφεύγοντας και απομακρύνοντας τα επώδυνα στοιχεία από το προσκήνιο. Δεν παύει όμως, να στηλιτεύει κάποια ουσιώδη θέματα της χώρας αυτής όταν εντυπωσιάζεται γιατί κάθε φορά που επιστρέφει μεταπολεμικά στη Γερμανία, οι ναζί να είναι ως εκ θαύματος εξαφανισμένοι, ενώ οι άλλοι, οι συνηθισμένοι και καθημερινοί άνθρωποι, εκείνοι τουτέστιν που επέτρεψαν να διαδραματισθούν όλα εκείνα, να παριστάνουν όλοι τους αντιστασιακούς! Τελικά, «ίσως έχουμε ανάγκη κάποιον ξένο», αναφωνεί ένας δευτερεύων χαρακτήρας στο βιβλίο, προσθέτοντας «για να παρουσιάσει την πραγματική μας εικόνα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την τέχνη, τελικά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τις ταινίες»!

Η Καλλιστώ, ωστόσο, δεν φέρει στο βιογραφικό της τέτοια τραύματα και ο διφορούμενος τόνος της την αφήνει μερικές φορές, λίγο φανερά, αδιάφορη. Παρ’ όλα αυτά, η δική της ιστορία πλαισιώνει όλο το βιβλίο, αλλά πάντα ως ένα όχημα για να δρομολογηθεί στις ράγες του η ιστορία του σκηνοθέτη Μπίλι Γουάιλντερ. Ακόμα και όταν ο Κόου ειρωνεύεται τα θέματα του, αυτό γίνεται πάντα με οικεία ζεστασιά και όχι με απόμακρο χλευασμό. Είναι φυσικό τα πράγματα να αλλάζουν, αλλά ακόμα και λυπημένα κάποιες στιγμές, ειδικά όταν συμβαίνουν. «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», είναι ένα γοητευτικό, γλυκόπικρο βιβλίο και μια τέλεια υπενθύμιση της αξίας της τέχνης σε έντονες και δραματικές  εποχές. Το βιβλίο ξεκινά με την αφήγηση της ηλικιωμένης πλέον Καλλιστούς στο σύγχρονο Λονδίνο, σε μια μονοκατοικία στο Χάμερσμιθ, όπου ζει με τον άντρα της Τσέφρι και τις δύο κόρες της, την Φραντσέσκα ή Φραν, χαϊδευτικά, και την Άριαν. Την πρώτη τώρα να είναι έγκυος από έναν πιτσιρικά που δεν ήθελε να έχει σχέση με την όλη ιστορία, και τη δεύτερη να αναχωρεί για προσωπικούς λόγους στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας. Η Καλλιστώ εμφανώς στεναχωρημένη στον τερματικό σταθμό 3 του Χίθροου, όταν η Άριαν την ρώτησε αν και η δική της μητέρα έκανε έτσι όταν η Καλλιστώ στα εικοσιένα της έφευγε για την Αμερική, δεν μπόρεσε να μην ανακαλέσει στην μνήμη της εκείνο το μακρυνό συμβάν, την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, του έτους 1976.

Και φυσικά τελειώνει με την αποδοχή των νεότερων επαγγελματιών, ανθρώπων, χαρακτήρων, στην ιστορία πέρα από μια βαθύτερη, προσωπική και άσβεστη απογοήτευση του σκηνοθέτη, γνωρίζοντας καλά, πως το τέλος του πλησιάζει και πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στους νεοφερμένους σκηνοθέτες, εκείνους με τα μούσια που ανήκουν σε άλλες διαφορετικές γενιές, υιοθετώντας έστω εν μέρει την άποψη, ότι ίσως τα θέματά του να είναι πια ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα. Νοσταλγικό το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, προσπαθεί να ρίξει με γλυκύτητα προστατευτικές σκιές εμποδίζοντας τις συνήθεις τύψεις των ηλικιωμένων που τους κυριεύουν συχνά πυκνά, με το να τις εξοστρακίζουν με την ιδέα μιας καινούργιας ζωής, όπως αυτές περιγράφονται πάλι στο Λονδίνο του 2020, στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος και αφορούν την οικογένεια της ηλικιωμένης πλέον Καλλιστούς. Το έργο λέει η αφηγήτρια, «…αντιμετωπίζει πολύ σπλαχνικά τους χαρακτήρες: ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους χαρακτήρες-είτε είναι άντρες είτε  είναι γυναίκες-που αγωνίζονται να βρουν έναν ρόλο στον κόσμο, ο οποίος νοιάζεται μονάχα για τα νιάτα και τη φρεσκάδα»!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top