Fractal

Πέρα από την Ηθική

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας //

 

Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ “Ο Ξένος” (1942)

 

Συχνά κάνουμε την υπόθεση, ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος έχει διαφορετικά συναισθήματα και διαφορετικές ηθικές αντιλήψεις από τις δικές μας – ότι ο λεγόμενος “προ-λογικός” τρόπος σκέψης διαφέρει από τον δικό μας και ως προς αυτούς τους παράγοντες. Αναμφίβολα [ο πρωτόγονος άνθρωπος], έχει έναν διαφορετικό ηθικό κώδικα. Όταν κάποιος μαύρος φύλαρχος ερωτήθηκε σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού, είπε: “Όταν εγώ αρπάζω τις γυναίκες τού εχθρού μου, αυτό είναι καλό, όταν όμως αυτός κλέβει τη δική μου, αυτό είναι κακό.” Σε πολλές περιοχές, θεωρείται τρομερή προσβολή το να πατήσεις πάνω στη σκιά κάποιου άλλου ανθρώπου, σε άλλες αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα το να γδάρεις το δέρμα μίας φώκιας με ένα μαχαίρι που είναι φτιαγμένο από σίδηρο κι όχι από πυρόλιθο. Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς. Μήπως κι εμείς δεν θεωρούμε αξιόμεμπτο το να φάμε ψάρι χρησιμοποιώντας ένα μαχαίρι που είναι φτιαγμένο από ατσάλι, να μπούμε σε ένα δωμάτιο χωρίς να βγάλουμε το καπέλο μας ή να χαιρετήσουμε μία κυρία, ενώ έχουμε το πούρο μας στο στόμα; Μ’ εμάς, όπως και με τον πρωτόγονο άνθρωπο, αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική καθαυτήν. Υπάρχουν αληθινοί και πιστοί κυνηγοί κεφαλών κι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι επαναλαμβάνουν απάνθρωπα τελετουργικά με ευλάβεια και με μεγάλη επιμέλεια, όπως και άνθρωποι, οι οποίοι φτάνουν στο έγκλημα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι πράττουν κάτι το δίκαιο και το ηθικά σωστό. Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν είναι λιγότερο έτοιμος από εμάς στο να αξιολογήσει μία ηθική στάση. Το ‘καλό’ του είναι εξίσου ‘καλό’ με το δικό μας και το δικό του ‘κακό’ είναι εξίσου ‘κακό’ με το δικό μας. Μόνο οι μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται το καλό και το κακό αλλάζουν̇ η διαδικασία τής ηθικής αξιολόγησης είναι ακριβώς η ίδια.

(C.J. Jung, Modern Man in Search of a Soul, Trans. W.S. Dell & Cary F. Baynes, Harcourt, Orlando, Florida, 1955, p. 128).

 

Φυσικά και σκότωσε. Προφανώς και δικαίως τον θεωρούν ένοχο. Αξίζει να τιμωρηθεί, όπως και κάθε άλλος κοινός εγκληματίας. Βεβαίως, αυτό που έκανε είναι κάτι το ειδεχθές, μία αξιόμεμπτη πράξη και σίγουρα πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτήν. Αυτό που δεν μπορεί όμως να δεχτεί, είναι όλη η υπόλοιπη περιττή μεταφυσική. Όλη αυτή η κούφια ρητορική που του πετάνε κατάμουτρα, για λόγους εντελώς άσχετους με το έγκλημα που έχει διαπράξει. Έκπληκτος αρχικά, παντελώς αδιάφορος στη συνέχεια, ακούει τους δικαστές και τον εισαγγελέα να τον δικάζουν με τη μεγαλύτερη δυνατή σκληρότητα, όχι τόσο για το ότι έχει σκοτώσει, αλλά γιατί σε όλη του τη ζωή υπήρξε ένας άνθρωπος ‘χωρίς καρδιά’: “Ποτέ μου δεν συνάντησα ψυχή τόσο σκληρή σαν τη δική σας,”[i] του λέει ο ανακριτής. Κι ο εισαγγελέας, τον προγράφει οριστικά, ρίχνοντας στο κεφάλι του τη λαιμητόμο, πολύ πριν από την ημέρα της εκτέλεσης: “Δήλωσε ότι δεν είχα θέση σε μια κοινωνία της οποίας περιφρονούσα τους θεμελιώδεις κανόνες και ότι δεν θα μπορούσα να επικαλεστώ την ανθρώπινη καρδιά, αφού αγνοούσα τις στοιχειώδεις αντιδράσεις της.”[ii]

Μα, όχι γιατί σκότωσε τον αθώο Άραβα σε μία κακιά στιγμή, όπως εξηγεί στο δικαστήριο ο φίλος του Σελέστ.[iii] Και όντως, ο Σελέστ έχει από μία άποψη δίκιο. Δεν σκότωσε τον Άραβα ορμώμενος από κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο. Η ‘φιλία’ του με τον νταβατζή Ρεμόν τον άφηνε εξίσου παγερά αδιάφορο με οτιδήποτε άλλο. Σίγουρα δεν θα σκότωνε ποτέ άνθρωπο στο όνομα ανόητων ιδανικών όπως η ‘φιλία’. Η αλήθεια είναι, ότι μετά την πρώτη τους συμπλοκή με τους Άραβες στην παραλία – για μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον Ρεμόν και όχι τον ίδιο – θέλησε να επιστρέψει για λίγο στη δροσερή πηγή όπου είχε λάβει χώρα η αψιμαχία, μόνο και μόνο για να δροσιστεί από την κάψα τού μεσημεριού που είχε γίνει αφόρητη κι εκεί, συνάντησε και πάλι τον Άραβα, που εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει. Έκανε να πλησιάσει στην πηγή κι ο Άραβας δεν υποχώρησε. Αντίθετα, έβγαλε μαχαίρι. Όμως αυτός έπρεπε οπωσδήποτε με κάποιον τρόπο να δροσιστεί. Η δυσφορία του από τη ζέστη είχε φτάσει στα όριά της και “Τότε ακριβώς όλα τρεμούλιασαν.”[iv] Έβγαλε το πιστόλι που του είχε δώσει ο Ρεμόν και πυροβόλησε, όχι μία, αλλά πέντε φορές τον Άραβα. Αυτό υπήρξε το πραγματικό κίνητρο της αποτρόπαιας πράξης του κι όχι η υποτιθέμενη δολοφονική του φύση, όπως του προσάπτει ο Εισαγγελέας: “Είπα στα γρήγορα, μπερδεύοντας λιγάκι τα λόγια μου κι έχοντας πλήρη συναίσθηση του γελοίου, πως το έκανα εξαιτίας του ήλιου. Ακούστηκαν γέλια στο ακροατήριο.”[v]

Μα ο Εισαγγελέας σχεδόν παρακάμπτει τον φόνο που διέπραξε. Αυτό που δεν μπορεί να ανεχτεί είναι η σκληρότητα κι η αδιαφορία που χαρακτήρισαν τον κατηγορούμενο σε όλη του τη ζωή. Τι περίεργο! Και σ’ αυτό ακόμη, ο Εισαγγελέας έχει κάποιο δίκιο! Όλο κι όλο το έγκλημα που διέπραξε στη ζωή του – αυτήν που τώρα τόσο πρόωρα πρόκειται να του στερήσουν – ήταν ότι αδιαφόρησε̇ για τους πάντες και τα πάντα. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή αποφάσισε να βάλει τη μάνα του στο γηροκομείο. Όμως τι το περίεργο μ’ αυτό; Το θέμα ήταν βεβαίως και οικονομικό, αλλά δεν υπήρξε αυτός ο κύριος λόγος: “… το γηροκομείο μού είχε φανεί εντελώς φυσιολογική λύση, αφού δεν είχα αρκετά χρήματα για να πάρω κάποιον να φροντίζει τη μαμά. “Άλλωστε”, πρόσθεσα, “από καιρό δεν είχαμε τίποτα να πούμε κι έπληττε ολομόναχη.”[vi]

Όσο απλά και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη αποφάσισε να βάλει τη μητέρα του στο γηροκομείο, άλλο τόσο φυσικά συμπεριφέρθηκε και κατά την κηδεία της. Ο διευθυντής τού γηροκομείου, ο Εισαγγελέας κι όλοι οι άλλοι τον κατηγορούν ότι επέδειξε πλήρη αναισθησία, ότι δεν έκλαψε ούτε για ένα λεπτό, ότι κατά την αγρύπνια έδειχνε μάλλον να νυστάζει και να βαριέται, παρά να λυπάται για τη νεκρή μάνα του. Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό μέχρι τώρα, ότι όλα αυτά συνιστούσαν ένα βαρύ έγκλημα̇ στην πραγματικότητα, το πιο σημαντικό έγκλημα που είχε διαπράξει ήταν, ότι στη σύντομη ζωή του υπήρξε παντελώς αδιάφορος απέναντι στην κοινωνία και στην, – ανόητη όπως του φάνηκε πάντα, – ‘ηθική’ της. Αδιαφόρησε πλήρως για τους ανθρώπους και για ό,τι αυτοί θεωρούσαν ιερό και όσιο. Δεν ακολούθησε τους κανόνες. Δεν θέλησε να παίξει το ‘παιχνίδι’. Ποτέ του δεν υπήρξε καλός ηθοποιός. Και είπε πάντα την αλήθεια. Ποτέ του δεν ένιωσε την ανάγκη να παραστήσει κάτι που δεν ήταν. Δεν επιθύμησε ποτέ κάποια άλλη ζωή, καλύτερη απ’ αυτήν που ήδη είχε: “Με ρώτησε τότε αν μ’ ενδιέφερε κάποια αλλαγή στη ζωή μου. Απάντησα ότι δεν αλλάζεις ποτέ ζωή, ότι κάθε ζωή έχει την αξία της κι ότι από τη δική μου εδώ δεν είχα κανένα παράπονο.”[vii]

Τον κατηγορούν στην ουσία, ότι υπήρξε άκαρδος, αναίσθητος κι αδιάφορος. Σίγουρα, διακρίνει κι ο ίδιος στα λόγια τους κάποια δόση αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση όμως, του είναι τελικά κι αυτό παντελώς αδιάφορο. Διότι, ποιοι ακριβώς είναι όλοι αυτοί που έχουν στηθεί απέναντί του και, άλλοι – οι περισσότεροι – τον κατηγορούν, άλλοι τον υπερασπίζονται; Ποιοι είναι όλοι αυτοί, – εχθροί και φίλοι, – με τους οποίους ποτέ δεν επιδίωξε να έχει καμία απολύτως σχέση; Και δεν θα είχε, εάν σε μία στιγμή αδυναμίας, σε μία ‘κακιά στιγμή’, δεν έκανε για πρώτη φορά αισθητή την ύπαρξή του στον κόσμο̇ αν δεν τους είχε φωνάξει δυνατά: “Εδώ είμαι. Δικάστε με;” Ποιος ακριβώς είναι ο διευθυντής ή ο θυρωρός τού γηροκομείου, που τον κατηγορούν ότι δεν τήρησε το ‘πρωτόκολο’, ότι υπήρξε απαράδεκτα ήρεμος καθ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας τής μητέρας του, ότι δεν στάθηκε δίπλα στον τάφο “με κατάνυξη,” ως όφειλε, ότι είχε τολμήσει να καπνίσει, ότι μάλιστα τον είχε πάρει ο ύπνος κι ότι είχε πιει καφέ με γάλα, ενώ όλοι οι άλλοι ξαγρυπνούσαν τη νεκρή; Μήπως ο θυρωρός δεν είχε καπνίσει μαζί του; Για την ακρίβεια, δεν ήταν αυτός που προσφέρθηκε πρώτος να του φέρει τον καφέ με το γάλα που ήπιε; Και ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος – ο Εισαγγελέας – που με τόσο μίσος καταφέρεται εναντίον του, διαστρεβλώνοντας μάλιστα τα πραγματικά κίνητρά του, τα οποία προφανώς και αγνοεί; Από πού προέρχεται όλο αυτό το μένος του, παρότι βέβαια σε πολλά σημεία έχει και κάποιο δίκιο; “Αναμφίβολα, δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ ότι είχε δίκιο. Δεν μετάνιωνα πολύ για την πράξη μου. Αλλά και η τόσο μανιασμένη επιμονή του μ’ άφηνε κατάπληκτο.”[viii]

Είναι ο γείτονάς του, ο γερο-Σαλαμάνο μήπως αθώος, παρότι, αν καταλαβαίνει καλά, αυτός ανήκει σ’ εκείνους που τον υποστηρίζουν κατά την ακροαματική διαδικασία; Δεν είναι αυτός που καθημερινά εδώ κι οχτώ χρόνια βρίζει και δέρνει το άρρωστο σκυλί του; “Εδώ κι οχτώ χρόνια δεν έχουν αλλάξει διαδρομή. Τους βλέπεις να βαδίζουν στην οδό Λυών, το σκυλί να τραβάει τον άνθρωπο μέχρις ότου ο γερο-Σαλαμάνο σκοντάφτει. Τότε το χτυπάει και το βρίζει. Το σκυλί πέφτει κάτω και ζαρώνει φοβισμένο, αφήνει να το σύρει. Τώρα, το τραβάει ο γέρος. Όταν το σκυλί ξεχνιέται, παρασύρει ξανά τον κύριό του, κι άντε πάλι ξύλο και βρισιές. Σταματούν τότε στο πεζοδρόμιο και κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, το σκυλί με τρόμο, ο γέρος με μίσος.”[ix]

Ο ίδιος ποτέ του δεν μίσησε κάποιον τόσο πολύ, άνθρωπο ή ζώο, όσο ο Σαλαμάνο το άτυχο σκυλί του. Ούτε καν τον Άραβα που σκότωσε. Σίγουρα δεν αγάπησε και κανέναν. Αυτό όμως, το θεωρεί αρκετά δίκαιο, αφού κι αυτόν δεν τον αγάπησε ποτέ κανείς. Η Μαρί σίγουρα υπήρξε κάτι το πολύ θετικό στη ζωή του. Όμως θα ήταν ψέμα εάν έλεγε ότι την αγάπησε: “Λίγο μετά με ρώτησε αν την αγαπούσα. Της αποκρίθηκα πως αυτό δε σήμαινε τίποτα, μα μου φαινόταν πως όχι. Σαν να στενοχωρήθηκε. Καθώς όμως ετοιμάζαμε το μεσημεριανό, και δίχως λόγο, γέλασε πάλι με τέτοιο τρόπο που τη φίλησα.”[x]

Αυτή υπήρξε πάντα η δική του ‘αγάπη’: αυτή που δεν παρενέβαινε ποτέ στη φυσική ροή των πραγμάτων, αυτή που απολάμβανε τις φευγαλέες χαρές τής ζωής, όπως και όποτε του παρουσιάζονταν. Τις άρπαζε φυσικά, και με μεγάλη του ευχαρίστηση, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανάλυση και σκέψη. Κι αφού είχαν πια παρέλθει, συμβιβαζόταν ξανά, χωρίς περιττές  διαμαρτυρίες, με ό,τι τύχαινε να έχει στα χέρια του εκείνη τη στιγμή. Αν ο Ρεμόν – κατ’ άλλους ένας βδελυρός νταβατζής που κακομεταχειρίζεται ανυπεράσπιστες γυναίκες – του ζητάει τη φιλία του, δεν έχει καμία αντίρρηση να του την προσφέρει. Αν η Μαρί τού ζητάει να την παντρευτεί, καμία ένσταση. Δεν είναι όμως σε θέση να προσφέρει αυτό που δεν νιώθει πραγματικά, ό,τι δεν του προκύπτει φυσικά. Δεν είναι ικανός να προσποιηθεί, και τα όμορφα και μεγάλα λόγια τού φαίνονταν πάντοτε αποκρουστικά. Προτιμούσε πάντοτε τη σιωπή και τη μοναξιά του, από τους λεκτικούς χαριεντισμούς κι εναγκαλισμούς στους οποίους τόσο ξεδιάντροπα επιδίδονται οι άνθρωποι.

 

Albert Camus

 

Γι’ αυτό τον μισούν. Γι’ αυτό ο Εισαγγελέας ζητά με τόσο μίσος την κεφαλή του επί πίνακι. Γιατί δεν ‘έπαιξε’ σύμφωνα με τους όρους. Γιατί ‘έφτυσε’ από την αρχή κάθε ηθική επιταγή μίας ανήθικης κοινωνίας. Γιατί, παρά την εμμονική σχεδόν σιωπή του, παρά την εξοργιστική του απροθυμία να υπερασπιστεί τον εαυτό του ακόμη και την ύστατη στιγμή, παρά την εκ μέρους του στωική αποδοχή τού επερχόμενου τέλους του, αυτός αρνείται πεισματικά να μολυνθεί από την ανήθικη ηθική που του κραδαίνουν όλοι αυτοί, οι οποίοι ακόμη και τον σεπτό χώρο τού δικαστηρίου, τον αντιμετωπίζουν ως χώρο συνάθροισης και συναγελασμού, που σε τίποτε δεν διαφέρει από το οποιοδήποτε καφενείο. Μήπως αυτοί δεν οχλαγωγούν και δεν χασκογελούν μέσα στην αναισθησία τους, στον ίδιο τον οίκο τής ηθικής και της δικαιοσύνης τους, καθώς με τόση ανοικτιρμοσύνη τον οδηγούν βασανιστικά προς τη σφαγή του;[xi] Αυτός τουλάχιστον, μέχρι την κακιά στιγμή που του έτυχε να σκοτώσει τον Άραβα, χωρίς καλά καλά να έχει καταλάβει το πώς και το γιατί, – και σ’ αυτό λέει και πάλι την αλήθεια, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των κατηγόρων του, –  είχε περιοριστεί σε μία ζωή χωρίς πολλές πολλές απαιτήσεις̇ είχε αρκεστεί στο να ακολουθεί τις βασικές, φυσικές του ανάγκες, να παίρνει μόνο αυτό που του δινόταν, χωρίς να επιβαρύνει ή να ενοχλεί κανέναν άλλον̇ απολάμβανε πάνω απ’ όλα, μέσα στη μοναξιά του, τη σιωπηλή δραστηριότητα της ζωής και της φύσης, όπως του αποκαλύπτονταν και του προσφέρονταν ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμία απολύτως επιπλέον απαίτηση: “Το βρεγμένο πλακόστρωτο άστραφτε και, κάτω από απ’ το φως, τα τραμ, σε κανονικά διαστήματα, έριχναν τις ανταύγειές τους πάνω σε γυαλιστερά μαλλιά, σ’ ένα χαμόγελο ή σ’ ένα ασημένιο βραχιόλι. Λίγο αργότερα, όταν τα τραμ αραίωσαν και η κατασκότεινη νύχτα απλώθηκε πάνω απ’ τα δέντρα και τα φώτα, η γειτονιά άδειασε ανεπαίσθητα και η πρώτη γάτα διέσχισε αργά τον ερημωμένο δρόμο.”[xii]

Τον κατηγορούν ότι υπήρξε ένα άκαρδο τέρας χωρίς καθόλου συναισθήματα. Όμως αυτός, στην πραγματικότητα, αγάπησε με πάθος, όσο του το επέτρεπαν οι θνητές του δυνάμεις, τη ζωή, τη φύση και τον έρωτα. Πέρα από ανόητες κι ανυπόστατες λεκτικές υπερβολές, πέρα από κάθε γελοία ψευτοηθική, αυτός μπορεί να ισχυριστεί ότι έζησε, ενώ οι άλλοι όχι. Ακόμη και μέχρι λίγο πριν από το τέλος, αυτός αγαπά ακόμη κι αυτήν τη βρόμικη πόλη, αυτήν που μέχρι πριν λίγο τον δεχόταν στην αγκαλιά της, ενώ τώρα ετοιμάζεται να τον αφανίσει για πάντα: “Βγαίνοντας από το δικαστικό μέγαρο για ν’ ανέβω στην κλούβα, αναγνώρισα για μια στιγμή τη μυρωδιά και το χρώμα της καλοκαιριάτικης βραδιάς. Μέσα στο σκοτάδι της κινητής φυλακής μου, ξαναβρήκα έναν έναν, σαν απ’ τα κατάβαθα της κούρασής μου, όλους τους γνώριμους ήχους μιας πόλης που αγαπούσα και μιας συγκεκριμένης ώρας που μ’ έκανε άλλοτε να νιώθω ευχαρίστηση. Οι φωνές των εφημεριδοπωλών μες στη χαλαρή κιόλας ατμόσφαιρα, τα τελευταία πουλιά στο πάρκο, οι φωνές των πλανόδιων πωλητών με τα σάντουιτς, το παραπονιάρικο τρίξιμο των τραμ στις στροφές της πάνω πόλης και τούτη η βουή του ουρανού πριν γείρει η νύχτα πάνω στο λιμάνι, όλ’ αυτά ανασυγκροτούσαν μέσα μου μια τυφλή διαδρομή, μια διαδρομή που γνώριζα καλά πριν μπω φυλακή. Ναι, ήταν εκείνη η ώρα που πριν από πολύ καιρό μ’ έκανε να νιώθω αγαλλίαση. Τότε με περίμενε πάντα ένας ύπνος ελαφρύς, δίχως όνειρα.”[xiii]

Ενώ τον τραβολογούν από ‘δώ κι από ‘κεί, ενώ τον διασύρουν από το σκοτεινό κελί τής φυλακής του στις αποπνικτικά ζεστές και συνωστισμένες αίθουσες των δικαστηρίων, αυτός για ένα μόνο πράγμα πονάει. Για τις χαρές που άντλησε από τη ζωή και τη φύση και τώρα δεν έχει: “Με πολιόρκησαν οι αναμνήσεις μιας ζωής που δεν μου ανήκε πια, αλλά όπου είχα βρει τις πιο απλές και τις πιο δυνατές χαρές μου: τις μυρωδιές του καλοκαιριού, τη γειτονιά που αγαπούσα, κάποιο βραδινό ουρανό, το γέλιο και τα φορέματα της Μαρί. Καθετί το άχρηστο που έκανα εκεί πέρα μού ‘σφιξε τότε την καρδιά κι ανυπομονούσα για ένα μόνο πράγμα, να τελειώσουν όλα και να ξαναβρώ το κελί μου και τον ύπνο.”[xiv]

Όσο όμως βρίσκεται ακόμη ζωντανός μες στο κελί, θα πρέπει κι αυτά να τα ξεχάσει. Να επαναφέρει τον εαυτό του στην κατάσταση στην οποία πάντα έζησε: της αδιαφορίας για τους πάντες και τα πάντα. Άλλωστε, αν σε κάτι είχε δίκιο η μητέρα του, ήταν ότι πάντοτε έλεγε πως όλα είναι τελικά θέμα συνήθειας. Πρέπει κι αυτήν τη νέα πραγματικότητα να τη συνηθίσει και μάλιστα σύντομα. Ακόμη κι αν ώρες ώρες λυγίζει κι αναπολεί το πώς η Μαρί έσφιγγε το ηδονικό κορμί της πάνω του, ενώ έκαναν μαζί μπάνιο στις ηλιόλουστες ακρογιαλιές, σίγουρα είναι ικανός κι αυτές ακόμη τις ουτοπικές πια, κι ανέφικτες σκέψεις να τις αποτινάξει από πάνω του. Μία καλή άσκηση λοιπόν θα ήταν, αυτές τις δύσκολες ώρες, λίγο πριν την εκτέλεσή του, της οποίας την ακριβή μέρα και ώρα δεν γνωρίζει, να προσπαθήσει να εξοικειωθεί με το χειρότερο δυνατό σενάριο: “Όλη τη μέρα μ’ απασχολούσε η αίτηση χάριτος… Διάλεγα πάντα τη χειρότερη υπόθεση: η αίτησή μου είχε απορριφθεί. “Ε, να λοιπόν που θα πεθάνω.”[xv] Και τι σημασία είχε όμως; Ποια η διαφορά μεταξύ εκείνου που πεθαίνει στα τριάντα του κι ενός άλλου που πεθαίνει στα εβδομήντα; “Κατά βάθος, ήξερα καλά ότι το να πεθάνεις στα τριάντα ή στα εβδομήντα δεν έχει και μεγάλη σημασία αφού, φυσικά, άλλοι άντρες και γυναίκες θα ζήσουν μετά από σένα, κι αυτό για χιλιάδες χρόνια.”[xvi] Υπ’ αυτό το πρίσμα, όφειλε κανείς απλά να αποδεχτεί το αναπόφευκτο του θανάτου του: “Επομένως (και η δυσκολία ήταν να μη χάνω απ’ τα μάτια μου κάθε λογική άποψη που αντιπροσώπευε αυτό το “επομένως”), επομένως όφειλα ν’ αποδεχτώ την απόρριψη της αίτησής μου.”[xvii]

Όμως, τι άλλο θέλουν ακόμη όλοι αυτοί απ’ αυτόν; Δεν έχουν τελειώσει όλα πια; Γιατί τον πολιορκούν με τον τελευταίο και πιο σατανικό εκπρόσωπό τους, τον ιερέα; Σε τι προσβλέπουν ακόμη; Να περιμένουν άραγε, ότι έστω την ύστατη στιγμή θα καταφέρουν να τον κάνουν να σπάσει, να πέσει στα πόδια τους γονατιστός και να τους ζητήσει τη συγχώρεση που ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να του δώσουν; Θέλουν να τον εξευτελίσουν, να τον ποδοπατήσουν; Μα δεν καταλαβαίνουν, ότι όπως μέχρι τώρα αρνήθηκε σθεναρά κάθε γελοίο τερτίπι τους, κάθε ψεύτικο κώδικά τους, – ηθικό, νομικό, ερωτικό ή άλλο, – πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να δεχτεί τώρα τον πιο ενοχλητικό κι ανούσιο από όλους, τον θρησκευτικό; Πρώτα απ’ όλα, γιατί αυτός, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κώδικα, του φαίνεται κι ο πιο αδιάφορος: “Όπως και νά ‘χει το πράγμα, δεν ήμουν σίγουρος για το τι πραγματικά μ’ ενδιέφερε, μα ήμουν εντελώς σίγουρος για ό,τι δεν μ’ ενδιέφερε. Και το συγκεκριμένο ζήτημα, που γι’ αυτό μου μιλούσε, δεν μ’ ενδιέφερε… Όσο για μένα, δεν ήθελα βοήθεια από κανέναν, και μάλιστα δεν μου περίσσευε χρόνος για να ενδιαφερθώ για κάτι που δεν μ’ ενδιέφερε.”[xviii]

– “Ώστε δεν έχετε καμιά ελπίδα και ζείτε με τη σκέψη ότι θα πεθάνετε ολόκληρος;”

– “Ναι,” αποκρίθηκα.[xix]

Πώς; Να κοιτάξει καλά τους τοίχους τού κελιού του και τότε σίγουρα θα δει το πρόσωπο εκείνο που κι όλοι οι προηγούμενοι κατάδικοι που πέρασαν από το ίδιο αυτό κελί, διέκριναν πριν από το δικό τους τέλος; Μα, αυτό πια είναι άνω ποταμών: “Ένιωσα λίγο ξαναμμένος… Πριν από καιρό, ίσως να είχα αναζητήσει πάνω τους ένα πρόσωπο. Μα το πρόσωπο αυτό είχε το χρώμα του ήλιου και τη φλόγα του πόθου: το πρόσωπο της Μαρί.”[xx]

Μα δεν καταλαβαίνει λοιπόν ο παππάς, ειδικά αυτός, ότι η παρουσία του καταντάει πλέον εκνευριστική; “Ήθελε να μου πει κι άλλα λόγια για το Θεό, όμως τον πλησίασα και προσπάθησα να του εξηγήσω για τελευταία φορά πως μου απέμενε λίγος χρόνος. Δεν ήθελα να τον χαραμίσω με το Θεό.”[xxi]

Και τι άλλο έχει ακόμη να του πει ο θλιβερός ιερέας τους; Ότι στην πραγματικότητα είναι με το μέρος του, αλλά ότι αυτός δεν είναι σε θέση να το καταλάβει; Κι ότι θα προσευχηθεί γι’ αυτόν; Ε, μα αυτό παραπάει! Ας πάει λοιπόν κι ο παππάς στο διάολο, όπως κι όλοι οι νομικοί, οι χωροφύλακες, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, οι εχθροί κι οι φίλοι! Μα δεν καταλαβαίνει ο αξιολύπητος παππάς πόσο γελοίος γίνεται με όλες τις στοργικές του νουθεσίες και τις απαράδεκτες βεβαιότητές του; Δεν καταλαβαίνει ότι ο ίδιος είναι ένας ζωντανός νεκρός κι ότι πραγματικά ακούγεται αστείο να πιστεύει ότι η θρησκεία του, με όλα τα δόγματα και τις βεβαιότητές της, μπορεί πραγματικά να υποκαταστήσει το βρεγμένο από το νερό τής θάλασσας κορμί τής Μαρί; “Έδειχνε τόσο βέβαιος, έτσι δεν είναι; Ωστόσο, καμιά απ’ τις βεβαιότητές του δεν άξιζε ούτε όσο μια τρίχα από μαλλιά γυναίκας. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι ήταν ζωντανός, αφού ζούσε σαν πεθαμένος.”[xxii]

 

 

Τουλάχιστον αυτός έχει ζήσει. Τουλάχιστον αυτός έχει δίκιο. Πάντα είχε δίκιο τελικά. Αυτοί ήταν που είχαν άδικο. Αυτός κατείχε τη μόνη αλήθεια που μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κατέχει: την αλήθεια ότι έζησε κι ότι κάποια στιγμή – αδιάφορο πότε – θα πεθάνει. Καθώς και την άλλη μεγάλη αλήθεια: ότι κι αυτός υπήρξε βεβαίως ένοχος, όχι όμως περισσότερο από ό,τι υπήρξε ο παππάς κι όλοι οι άλλοι: “Εγώ έμοιαζα να έχω τα χέρια μου αδειανά. Ήμουν όμως σίγουρος για τον εαυτό μου, σίγουρος για όλα, πιο σίγουρος από κείνον, σίγουρος για τη ζωή μου και για το θάνατο που έμελλε νά ‘ρθει. Ναι, αυτό μόνο είχα. Αλλά τουλάχιστον κρατούσα τούτη την αλήθεια όσο με κρατούσε κι εκείνη. Είχα δίκιο, κι ακόμα έχω, πάντα είχα δίκιο… Τι μ’ ένοιαζε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη μιας μάνας, τι μ’ ένοιαζε ο Θεός του, η ζωή που διαλέγουμε και τα πεπρωμένα μας, αφού ένα και μοναδικό πεπρωμένο έμελλε να επιλέξει εμένα και μαζί μ’ εμένα δισεκατομμύρια προνομιούχους που, όπως κι εκείνος, δήλωναν πως ήταν αδέλφια μου; Καταλάβαινε; Καταλάβαινε επιτέλους;”[xxiii]

Και για πρώτη φορά, ο Μερσώ, – γιατί ως Μερσώ ήταν γνωστός στα λίγα χρόνια που έζησε – κατάλαβε ξεκάθαρα, ότι το μόνο έγκλημα που είχε διαπράξει, ήταν ότι πολύ απλά υπήρξε, αδιαπραγμάτευτα, απλά και μόνο ένα μέρος τού αδιάφορου αυτού κόσμου. Ότι παρέμεινε πάντα σε συμφωνία μ’ αυτόν κι ότι ποτέ του δεν θέλησε να προσποιηθεί ότι ήταν κάτι άλλο. Το μόνο του λάθος ίσως ήταν ότι αυτήν την αλήθεια δεν στάθηκε ικανός να την κρύψει από τον όχλο, ο οποίος περίμενε ύπουλα να εκμεταλλευτεί την πρώτη στιγμή αδυναμίας του, ώστε να τον δικάσει και να τον αφανίσει. Όμως, η αλήθεια είναι, ότι αυτός πρώτος τούς είχε νικήσει. Πρώτος αυτός τους είχε καταφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα, αυτό που δεν μπόρεσαν ποτέ τους να του συγχωρήσουν. Τώρα τον εκδικούνταν. Μα είχαν ήδη χάσει προ πολλού. Τώρα πια που τους είχε κατατροπώσει, τώρα που όλα τα είχε πετάξει από πάνω του, τους ανθρώπους και τους ψεύτικους νόμους τους, κάθε ελπίδα και κάθε επιθυμία, ακόμη και την ίδια τη Μαρί και την ομορφιά τής φύσης που τόσο τον έθελγε κάποτε, τώρα, μπορούσε πια να ξεκινήσει τη ζωή του απ’ τη αρχή. Έστω και για το ελάχιστο αυτό διάστημα που του απέμενε: “Κι εγώ, επίσης, ένιωσα έτοιμος να ζήσω απ’ την αρχή. Θαρρείς και τούτη η τρομερή οργή με είχε εξαγνίσει απ’ το κακό, με είχε αδειάσει από ελπίδα, μπροστά σε τούτη τη νύχτα τη φορτωμένη με σημάδια κι αστερισμούς άνοιγα την αγκαλιά μου για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου.”[xxiv]

Τώρα, ας έρχονταν λοιπόν όλοι τους να τον βρίσουν και να τον φτύσουν, ακριβώς όπως ο γερο-Σαλαμάνο το σκυλί του, καθώς με μεγάλη τους χαρά θα παρακολουθούσαν τη λαιμητόμο να του κόβει το κεφάλι. Πολλή λίγη σημασία είχε κι αυτό. Άλλωστε, σε λίγο ερχόταν κι η σειρά τους.

 

 

__________________________

[i] Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 79.

[ii] Ό.π., σ. 111.

[iii] Ό.π., σ. 102.

[iv] Ό.π., σ. 68.

[v] Ό.π., σ. 112.

[vi] Ό.π., σ. 56.

[vii] Ό.π., σ. 52.

[viii] Ό.π., σ. 109.

[ix] Ό.π., σ. 38.

[x] Ό.π., σ. 46.

[xi] Ό.π., σ. 94.

[xii] Ό.π., σσ. 34-35.

[xiii] Ό.π., σ. 106.

[xiv] Ό.π., σσ. 113-114.

[xv] Ό.π., σ. 122.

[xvi] Ό.π.

[xvii] Ό.π., σ. 123.

[xviii] Ό.π., σ. 125.

[xix] Ό.π., σ. 126.

[xx] Ό.π., σ. 127.

[xxi] Ό.π., σ. 128.

[xxii] Ό.π., σσ. 128-129.

[xxiii] Ό.π., σ. 129.

[xxiv] Ό.π., σσ. 130-131.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top