Fractal

Καλειδοσκοπικές αφηγήσεις ζωής

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Γεωργία Συλλαίου, «Ο δικός της καθρέφτης», Εκδόσεις Πόλις, σελ. 136

 

Η νουβέλα της Γεωργίας Συλλαίου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα. Προσωπικά, όχι μόνο έφτασα απνευστί ως την τελευταία, αλλά ξανάπιασα την ανάγνωση, αυτή τη φορά αντίστροφα. Αφηγήτριες είναι δύο αδερφές, η Ερμιόνη και η Στέλλα, αταίριαστες και σε διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Η πρώτη είναι εσωστρεφής, απόμακρη, κάπως ψυχρή, ενώ η δεύτερη συναισθηματική, αυθόρμητη, πρόσχαρη. Οι αφηγήσεις της πρωτότοκης Ερμιόνης, μας εισάγουν στα δύο μέρη του βιβλίου κι εναλλάσσονται με τις αφηγήσεις της Στέλλας. Υπάρχει και τρίτο κορίτσι στην υπόθεση, η ξαδέρφη τους Νόρα. Μεγαλύτερη κατά τρία χρόνια από την Ερμιόνη, πανέμορφη, ευφυέστατη, τολμηρή, αποφασιστική, ιδιόρρυθμη, έχει ηγετικό, καθοδηγητικό ρόλο στην παρέα κι αποτελεί πηγή τεράστιου θαυμασμού αλλά και μόνιμου ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο αδερφές, καθώς διεκδικούν σθεναρά η καθεμιά για λογαριασμό της την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά και την προτίμησή της. Η Νόρα δείχνει να αισθάνεται πιο κοντά με την Στέλλα, γεγονός που προκαλεί την αντιζηλία της Ερμιόνης. Τα δύο μέρη της νουβέλας έχουν αντίστοιχα τίτλο ‘’Η εικόνα’’ και ‘’Το ράγισμα’’ κι αποτελούνται από τέσσερις αφηγήσεις το καθένα, που τις μοιράζονται οι δύο αφηγήτριες και τις εκθέτουν έτσι όπως αντιλαμβάνεται καθεμιά τα γεγονότα ανάλογα με την προσωπικότητά της, το πόσα γνωρίζει και πώς τα ερμηνεύει. Αποτελούν λοιπόν οι δύο αφηγήσεις κάτοπτρα των συμβάντων, γι΄αυτό καθεμιά, ανάλογα με την αφηγήτρια, φέρει τον τίτλο Από τον πρώτο καθρέφτη, ή Από τον δεύτερο καθρέφτη. Ο αναγνώστης καλείται να συνδυάσει θραύσματα από σκηνές, μισόλογα, περιγραφές, συμπεριφορές, που περιέχονται στις μη γραμμικές αφηγήσεις, προκειμένου να συνθέσει  ενιαία εικόνα.

Το πρώτο μέρος, Η εικόνα, καλύπτει κομμάτι της παιδικής ηλικίας και την εφηβεία των ηρωίδων σκιαγραφώντας την ενηλικίωσή τους στις δεκαετίες 70 και 80. Ο τόπος είναι η Αλεξανδρούπολη, τα κορίτσια κατοικούν σε απομονωμένη περιοχή στα όρια της πόλης, σε αντικρινά σπίτια με κήπο ενδιάμεσα. Ένα δυστύχημα στερεί από γονείς τις δύο αδερφές και ο αυστηρών αρχών θείος, αδελφός της μητέρας τους, αναλαμβάνει την προστασία τους με τη βοήθεια μιας Ρωσίδας. Κάποιο πρωί ο θείος βρίσκεται νεκρός έξω από το συνεργείο του στην άκρη του κήπου. Τα κορίτσια φυγαδεύονται από συγγενείς για μια βδομάδα στη Σαμοθράκη. Μετά την επιστροφή τους η Νόρα εκδηλώνει κρίσεις ψυχικού κλονισμού και έκτοτε νοσηλεύεται συχνά. Έχει προηγηθεί ένας αδιέξοδος έρωτας και η επιτυχία της στις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, που όμως δεν την χαροποίησε ιδιαίτερα και ποτέ δεν αξιοποίησε.

Στο δεύτερο μέρος, Το ράγισμα, ο τόπος για τις δύο αδερφές αλλάζει. Η Ερμιόνη βρίσκεται στην Ιταλία όπου μετά τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης εργάζεται ως εκπαιδευτικός, ενώ η Στέλλα, παντρεμένη πια και μητέρα, έχει μεταναστεύσει στη Σουηδία με τον άντρα και την κόρη τους. Οι δύο αδερφές έρχονται αντιμέτωπες με τις πράξεις και τις επιλογές τους, περνούν δύσκολα κι αποξενώνονται τελείως. Επιστρέφουν χωριστά στην Αλεξανδρούπολη για λίγο και ξαναφεύγουν, αυτή τη φορά ίσως οριστικά, μιας και με τις απώλειες που μεσολαβούν οι δεσμοί κόβονται, μένουν οι αναμνήσεις. Τη διαδρομή της Νόρας την πληροφορούμαστε μέσα από τις αφηγήσεις της Ερμιόνης και της Στέλλας, η ίδια είναι σιωπηλή, μιλούν οι πράξεις της. Αυτή ωστόσο κατέχει τον δραστικότερο ρόλο στη νουβέλα. Κινεί τα νήματα της πλοκής προωθώντας τις εξελίξεις αλλά και υφίσταται πρώτη τις τραγικές συνέπειες, που βέβαια δεν αφήνουν καμιά από τις ηρωίδες ανέγγιχτη.

Η νουβέλα διακρίνεται για την ενδιαφέρουσα θεματική, την αρχιτεκτονική και τη στέρεα δομή της αφήγησης, τους χαρακτήρες, με προεξάρχοντα εκείνον της Νόρας, τα ήθη της επαρχίας σαράντα περίπου χρόνια πριν με τους δράκους και τις τραγωδίες που μέχρι σήμερα επιβιώνουν απομεινάρια τους, την καταπίεση, την υποταγή, τα κλειστά στόματα, την απόγνωση, την αυτοδικία. Εντυπωσιάζουν η εκφραστική δύναμη της συγγραφέως, έτσι όπως αναδεικνύεται μέσα από τις θραυσματικές αφηγήσεις, το ύφος, η πυκνότητα και η υπαινικτικότητα της γραφής, η κατανόηση και η τρυφερότητα για τις ηρωίδες, η παρουσία αγγελικών μορφών, φορέων του καλού, πλάι στο κακό, τη δυστυχία, την αποστροφή, τις ενοχές, ώστε να δικαιώνεται η ζωή, να συντηρείται η ελπίδα και να απαλύνονται τα τραύματα.

Επιμελημένη έκδοση, με καλαίσθητο γκριζόασπρο εξώφυλλο ταιριαστό στο περιεχόμενο.

 

Γεωργία Συλλαίου

 

 

Μερικά δείγματα γραφής

‘’Με την αδερφή μου δεν τα πηγαίναμε και τόσο καλά. Η Ερμιόνη, από τότε που τη θυμάμαι, ήταν απόμακρη και περιοριζόταν στις τυπικές συστάσεις και το απρόσωπο ενδιαφέρον, που συνήθως χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά μιας μεγαλύτερης αδερφής προς τη μικρότερη. Η συντριβή της στο άκουσμα της απώλειας των γονιών μας ήταν σχεδόν απτή, την οσφραινόμουν στον αέρα του δωματίου της όπου παρέμενε κλεισμένη πεισματικά πολλές μέρες. Δεν τη θυμάμαι να θρηνεί, ούτε να τραβάει τα μαλλιά της, αλλά η ακινησία του κορμιού της και τα άψυχα χαρακτηριστικά του προσώπου της μου έφερναν στο νου τη δραματική εικόνα ενός φθαρμένου αγάλματος.’’ Σελ.19

‘’Με κοιτούσε ίσια στα μάτια, όμως έβλεπε πίσω από μένα. Μου φάνηκε χαμένη, θλιμμένη. Όμως όχι, δεν ήταν τίποτε ακριβώς απ΄όλα αυτά. Ή μάλλον, επισκιαζόταν από εκείνη την έκφραση της ανυπόκριτης επικίνδυνης αθωότητας που, όποτε την αντίκριζα, η καρδιά μου σχεδόν σταματούσε, με προετοίμαζε να υπακούσω σε οποιαδήποτε προσταγή της. Έτσι και  τώρα, η οργή μου στράγγιξε με μιας, η ψυχή μου έκλαιγε.

Αυτό συνέβαινε πάντα με τη Νόρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου: θυμός, μετά λατρεία, έπειτα πάλι οργή και ούτω καθεξής. ‘’ Σελ.84

‘’Πόσες καταιγίδες αντέχει κανείς;’’ Φώναξα σε κάποιον αόρατο συνομιλητή και μην παίρνοντας, φυσικά, απάντηση κλοτσούσα τα έπιπλα και τους τοίχους. Στριφογύριζα στα δωμάτια επαναλαμβάνοντας την ερώτηση, κραδαίνοντας απειλητικά τη γροθιά μου προς τον δυσοίωνο ουρανό. Όλων οι καρδιές ραγίζουν κάποτε, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, φαίνεται πως η δική μου ράγισε εκείνο το πρωινό.’’ Σελ.95

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top