Fractal

Τα τεχνάσματα της ζωής μέσα από ραγισμένους καθρέφτες

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Γεωργία Συλλαίου «Ο δικός της καθρέφτης», εκδ. Πόλις

 

«Όλα όσα έχουν διαδραματισθεί στο παρελθόν, τώρα πια, μου φαίνονται άψυχα, είναι ακίνητα, απολιθωμένα. Στον καθρέφτη δεν βλέπω τον δολοφόνο των στιγμών και των συμβάντων, βλέπω όμως επαναλαμβανόμενους θανάτους χωρίς να γνωρίζω τον δράστη. Και η υποψία ότι ανάμεσα στους ενόχους ή στα θύματα μπορεί να συμπεριλαμβάνομαι και εγώ δεν μου αρέσει και τόσο.»

Το απόσπασμα, από την αφήγηση της Ερμιόνης, μέσα από τον πρώτο καθρέφτη.

Με το εύρημα της χρήσης του καθρέφτη, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, η Γεωργία Συλλαίου ξετυλίγει την ιστορία τριών κοριτσιών με σταδιακή, θραυσματική παράθεση γεγονότων, σπαράγματα σκέψεων, αναπολήσεων, φόβων, ενοχών, ιντριγκάροντας τον αναγνώστη της νουβέλας της για τη συνέχεια, ως να  διαβάζει αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ επί της ουσίας πρόκειται για “ψυχογράφημα μετά φόνου”.

Κύριο πρόσωπο του μύθου η “απούσα” Νόρα με τον δικό της καθρέφτη να παραμένει σιωπηλός σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, η οποία ρέει εναλλάξ μέσα από τις αντανακλάσεις του πρώτου καθρέφτη της μεγάλης αδελφής Ερμιόνης και του δεύτερου καθρέφτη της μικρότερης Στέλλας.

Η Νόρα εξαδέλφη των δύο κοριτσιών, ιδιόμορφη, ανεξάρτητη, ιδιοφυής, ταλαντούχα, κλέβει τις αντανακλάσεις στα κάτοπτρα των δύο κοριτσιών, αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος και των δύο, προσφέρει όμως τη συμπάθειά της στη μικρή Στέλλα, προκαλώντας αίσθημα ζήλιας στη μεγαλύτερη Ερμιόνη.

«Η Ερμιόνη, από τότε που τη θυμάμαι, ήταν απόμακρη», αυτή είναι η αντανάκλαση της Ερμιόνης μέσα από τον καθρέφτη της αδελφής της.

Οι τρεις ηρωίδες ζουν τα παιδικά, μέχρι την ενηλικίωσή τους, χρόνια στις παρυφές της πόλης των “δύο φ” των φαντάρων και των φαντασμάτων, την Αλεξανδρούπολη. Τα σπίτια τους αντικριστά, με έναν κήπο να τα χωρίζει. Παρά την εγγύτητα, οι ζωές των δύο οικογενειών διατηρούνται αδιαφανείς, θολές, (πιθανώς εκ προθέσεως) με το κακό να υποβόσκει και το δράμα να εκτυλίσσεται στο περιθώριο, μέχρι τον θάνατο του πατέρα της Νόρας.

Ο θείος Αντρέας, πατριαρχικός, αυταρχικός, αυστηρών αρχών, αδελφός της μητέρας των δύο κοριτσιών και πατέρας της Νόρας, επιμένει να εγκατασταθούν στο σπίτι του οι δύο ανιψιές του μετά τον αιφνίδιο θάνατο των γονιών τους. Εξαιτίας της επίμονης άρνησης της Ερμιόνης αναλαμβάνει την προστασία τους με τη βοήθεια μιας Ρωσίδας.  

«Η συντριβή της στο άκουσμα της απώλειας των γονιών μας ήταν σχεδόν απτή, την οσφραινόμουν στον αέρα του δωματίου της όπου παρέμενε κλεισμένη πεισματικά για πολλές μέρες. Δεν τη θυμάμαι να θρηνεί, ούτε να τραβάει τα μαλλιά της, αλλά η ακινησία του κορμιού της και τα άψυχα χαρακτηριστικά του προσώπου της μου έφεραν στον νου τη δραματική εικόνα ενός φθαρμένου αγάλματος. Αντιστάθηκε σθεναρά στην ιδέα της μετακόμισής μας στο αντικρινό σπίτι των θείων μας». (Η Στέλλα, από τον δεύτερο καθρέφτη- σελ.19)

Η μητέρα της Νόρας, γυναίκα καταπιεσμένη, δείχνει να ζει στο όριο μιας επικείμενης πλήρους εγκατάλειψης των πάντων πλην της αγαπημένης κόρης της. Όμως πόσα ακριβώς γνωρίζει για τη ζωή της;

Η Νόρα βιώνει έναν αδιέξοδο έρωτα με κατάληξη – τροχοπέδη για τις σπουδές της στο Πολυτεχνείο, όπου είχε περάσει με επιτυχία.

«Η πρώτη σοβαρή κρίση ήρθε όταν η Νόρα ήταν δεκαοκτώ χρονών. […] ερωτεύτηκε κιόλας. Ο εκλεκτός της καρδιάς της ήταν καθηγητής Μαθηματικών, ένας ευθυτενής μεσήλικας με ασκητικό πρόσωπο με ευφυές και ταυτόχρονα πράο βλέμμα και πατέρας δύο παιδιών.[…] Ο καθηγητής ανακοίνωσε […] ότι αποφάσισαν από κοινού με την ξαδέρφη μου να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική. Η θεία κόντεψε να του φιλήσει τα χέρια […]αλλά ο θείος Αντρέας ήταν ολοφάνερα δυσαρεστημένος. Ο καθηγητής κόντεψε να πνιγεί με τον καφέ του όταν άκουσε τη Νόρα να διατάζει τον πατέρα της να βγει αμέσως έξω και, κατόπιν έχασε τελείως τον ειρμό του βλέποντας τον θείο να υπακούει στην προσταγή της.» (σελ.42-43) 

Ένα πρωί που κατ’ εξαίρεση η Ερμιόνη κοιμήθηκε στο σπίτι της Νόρας ο θείος Ανδρέας βρίσκεται νεκρός με διχοτομημένο κεφάλι κάτω από τη στέγη μιας παλιάς αποθήκης.

Οι δύο αδελφές φυγαδεύονται συνωμοτικά για μικρό χρονικό διάστημα από τους συγγενείς στη Σαμοθράκη ενώ η Νόρα παρουσιάζει έκτοτε κρίσεις ψυχικού κλονισμού.

Η υπαινικτικότητα της γραφής της Συλλαίου αφήνει διαρκή ερωτηματικά για το γεγονός όχι μόνο του θανάτου αλλά και της εν συνεχεία ψυχικής κατάστασης της Νόρας, μιας Νόρας που παραπέμπει σ’ εκείνη του ΄Ιψεν, κάτω από διαφορετικές συνθήκες αντιμετώπισης της υποτίμησης και της βίας.

Το κακό είναι ζωντανό, υποβόσκον στοιχείο σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, αντανακλάται στα κάτοπτρα και των δύο κοριτσιών αλλά και σ’ εκείνα του μετέπειτα κουκλόσπιτου της Νόρας.

Η αφήγηση του πρώτου μέρους με τον τίτλο “ Η εικόνα” καλύπτει μέρος της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας των τριών κοριτσιών. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο

“ Το ράγισμα” προχωρά μέχρι την ενηλικίωσή τους στη διάρκεια των δεκαετιών ’70 και ’80.

 

Γεωργία Συλλαίου

 

Η μεν Ερμιόνη, έχοντας τελειώσει τις σπουδές της  εργάζεται ως φιλόλογος καθηγήτρια στο Ρούβο ντι Πούλια, της Ιταλίας, με τη συμπαράσταση ενός ζεύγους Ιταλών, η δε Στέλλα μετά την ατυχή επιλογή συντρόφου, όταν αυτός χάνει την εργασία του, ως παντρεμένη και μητέρα μεταναστεύει στη Στοκχόλμη. Εκεί, απογοητευμένη από τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της αποφασίζει να τον εγκαταλείψει. Επιστρέφει αρχικά στον γενέθλιο τόπο μαζί με την κόρη της, όπου έρχεται σε επαφή και πάλι με την εξαδέλφη Νόρα και τη δυστυχισμένη θεία Ζωή.

Η φυγή από το γενέθλιο τόπο, η εξέλιξη της ζωής των δύο αδελφών σε άλλους τόπους, αλλά και της Νόρας που έχει δημιουργήσει το δικό της σπίτι, αντικατοπτρίζονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μέσα σε ήδη ραγισμένους καθρέφτες.

Οι δύο αδελφές αποξενώνονται, οι σχολιασμοί της μίας για την άλλη δεν παραπέμπουν σε ουσιαστική επανένωση. Επανέρχονται χωριστά στη γενέθλια πόλη για να αποχωρήσουν ενδεχομένως οριστικά μετά το σπάσιμο των οικογενειακών δεσμών από τις απώλειες, ένα τέλος δίχως εξιλέωση, χωρίς κάθαρση.

Οι μουσικές γνώσεις της Γεωργίας Συλλαίου αποτυπώνονται στη δομή της νουβέλας της. Η συγγραφέας δομεί την αφήγησή της όπως πιθανώς θα συνέθετε μία σονάτα.

Έχει τρεις ηρωίδες, τρία δευτερεύοντα φωτεινά πρόσωπα που μάχονται το κακό. Τρεις πόλεις. Ακολουθεί το κυρίως θέμα το οποίο  επαναλαμβάνεται και εν συνεχεία αναπτύσσεται.

«Ο θείος απαιτούσε η Νόρα να επιστρέψει στο σπίτι εκείνη τη στιγμή αμέσως. Η ξαδέρφη μου σκούπισε τα λασπωμένα χέρια στο φουστάνι της και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της- μόλις έφτασε στην πόρτα, όλα τα στόρια του δευτέρου ορόφου έκλεισαν το ένα κατόπιν του άλλου.

Είδα τη Ρωσίδα να δαγκώνει α χείλη και μετά να τρέχει απέναντι. Χτυπούσε με γροθιές την πόρτα, αλλά κανείς δεν της άνοιγε. […] Δυστυχώς, εμφανίστηκε ο θείος Αντρέας, με τις αιώνιες ριγέ πιτζάμες και την άρπαξε από τα μαλλιά.» (σελ.75 από τον πρώτο καθρέφτη – κεφ. δεύτερο Το ράγισμα)

Από τη λογοτεχνική “σύνθεσή” της Συλλαίου δεν λείπει ούτε η “αντίστιξη” ούτε η “φούγκα”, γνωστικά στοιχεία των μουσικών της σπουδών.

Αναφορές λογοτεχνικών, εικαστικών και κινηματογραφικών έργων εμπλουτίζουν το γεμάτο υπαινιγμούς κείμενο.

Καθώς οι αλήθειες και οι μύθοι της ζωής των ηρωίδων συμπλέκονται καταργούν τα στεγανά ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, τον ωθούν να πάρει τη σκυτάλη της αφήγησης να ανασύρει στην επιφάνεια το δράμα που εξυφαίνεται υπόγεια, όπως συνήθως και στην πραγματική ζωή με το υποκριτικό κουκούλωμα της αλήθειας κάτω από την επιφάνεια του ψεύδους.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, η πυκνότητα και υπαινικτικότητα της γραφής, η εκφραστική δεινότητα της Συλλαίου και ο τρόπος της σταδιακής παράθεσης εικόνων, δημιουργούν την αίσθηση κινηματογραφικής ταινίας, κλιμακώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και το διατηρούν σε εγρήγορση μέχρι τέλους του βιβλίου.

Εξαιρετικό, εικαστικό το εξώφυλλο που αποτυπώνει την ερημιά των δύο μικρών κοριτσιών, αντάξιο ενός βιβλίου που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top