Fractal

Τα δύσβατα μονοπάτια της πρώτης ανάγνωσης του κόσμου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Μάκης Τσίτας «Ο δικός μου ο παππούς», Εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή, Σειρά: Χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 1, «Καβουράκια» Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2019

 

Θέματα που έχει κατά καιρούς διαπραγματευτεί, αλλά και άλλα που προφανώς, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, απασχολούν τον συγγραφέα Μάκη Τσίτα, διατυπώνονται στο πρόσφατο βιβλίο του με μορφή ερωτήσεων, που υποβάλλει ο εγγονός στον παππού, ο οποίος πρέπει να έχει οπωσδήποτε μια λογική απάντηση που να ικανοποιεί τον μικρό, αλλά και αποριών που επίσης χρήζουν ερμηνείας. Μάλλον πρόκειται για ένα είδος επιστροφής του συγγραφέα στην εποχή της αθωότητας και μαζί με τους μικρούς φανατικούς αναγνώστες του βιώνει καταστάσεις και γεγονότα, διατυπώνει δικές του ερωτήσεις και απορίες, που είχε στην ίδια ηλικία και δεν μπόρεσε μήτε να τις κάνει στον παππού του μήτε να πάρει απάντηση.

Εκ πρώτης όψεως το βιβλίο των 250 λέξεων φαίνεται απλό. Και όντως είναι απλό. Μοιάζει με εγχειρίδιο εκμαίευσης πληροφοριών. Και είναι εγχειρίδιο και απευθύνεται περισσότερο στους έχοντες την εποπτεία μικρών παιδιών, κυρίως στους παππούδες και τις γιαγιάδες.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μάκης Τσίτας είναι ένας από τους συγγραφείς που αγαπούν πολύ την «Παιδική ηλικία του Μάγου» και επιμένουν να ασχολούνται με ό, τι έχει σχέση, με ό, τι αφορά και ενδιαφέρει ειδικά το παιδί της μαγικής αυτής ηλικίας, που βλέπει τον κόσμο με τα δικά του τα μάτια, όχι ακριβώς όπως είναι, αλλά όπως θέλει να είναι και τον βλέπει όπως τον δημιουργεί με τη δική του λογική στη φαντασία του. Και συμπεριφέρεται αναλόγως στον καθημερινό διάλογό του με όλα τα πράγματα  του περιβάλλοντός του, τα οποία θεωρεί συμπαίκτες, συμμετέχοντα στο παιχνίδι με τον ρόλο που δίνει το παιδί στο καθένα σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού κάθε φορά.

Παίρνει μέρος στα δρώμενα, ακολουθώντας τους μικρούς ήρωές του στα δύσβατα μονοπάτια της «πρώτης ανάγνωσης του κόσμου», της κατάκτησης και της κυριαρχίας του. Και πάντα ευχάριστα και με πηγαίο χιούμορ. Μέσα από τις σελίδες των 22 ίσαμε τώρα βιβλίων του για μικρά παιδιά, μαθαίνουν οι μικροί αναγνώστες  όσα συμβαίνουν στο φυσικό και στο ανθρώπινο τοπίο που τους περιβάλλει.

Ο παππούς και η γιαγιά, οι στυλοβάτες της ελληνικής οικογένειας σε παλιότερους καιρούς, ήταν οι σταθερές, τα αμετακίνητα άτομα μέσα στο σπίτι, το λιμάνι όπου απανέμιαζαν οι μικροί ταξιδιώτες της ζωής. Ήταν το αποκούμπι, το σταθερό σημείο του κόσμου, ενώ οι γονείς έλειπαν σε δουλειές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για τη συντήρηση της οικογένειας, ήταν πάντα απόντες, εκόντες άκοντες από τη ζωή στην καθημερινότητα των παιδιών τους.

Βέβαια, πολλές φορές, οι παππούδες, είτε από άγνοια είτε από υπερβολική αγάπη,

δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, αλλά δεν παύουν τα πρόσωπα αυτά να είναι παράγοντες ισορροπίας, σταθερότητας, αγάπης και ασφάλειας. Κυρίως στα χρόνια που τα περισσότερα ζευγάρια έφευγαν μετανάστες  στο εξωτερικό, οι παππούδες είχαν αναλάβει το μεγάλωμα των παιδιών των παιδιών τους.

Ο τίτλος του παρόντος βιβλίου είναι ενδεικτικός, αν όχι αποδεικτικός αυτής της σχέσης, σχεδόν ιδιοκτησίας: «Ο δικός μου ο παππούς!» Οι δύο κτητικές αντωνυμίες φανερώνουν  την αποκλειστικότητα της σχέσης παππού/εγγονού-εδώ.  Είναι δικός του, καταδικός του ο παππούς και τον διεκδικεί ακόμα κι από φανταστικούς σφετεριστές, δεδομένου ότι τα περισσότερα παιδιά σήμερα είναι μοναχοπαίδια. Φαίνεται πως ο Μάκης έχει βιώσει αυτή τη σχέση με τους ανθρώπους του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος. Και μάλιστα πολύ έντονα.

Σ’ αυτήν την εκδοχή και παραδοχή οδηγεί η επιλογή των θεμάτων και ο ιδιαίτερος τρόπος που περιγράφει, σκιαγραφεί και  διαχειρίζεται τις διάφορες καταστάσεις και τα προβλήματα που δημιουργούνται στην καθημερινότητα των ηρώων του. Ο ίδιος προκαλεί στους ήρωές του προϋποθέσεις για δράση και τους παρουσιάζει όπως είναι στην πραγματικότητα και όπως συμπεριφέρονται, αλλά με τρόπο που να μπορούν, μέσα από τη δική τους συμπεριφορά, να βλέπουν τι δεν έγινε σωστά, να διακρίνουν το καλό και το άσχημο. Τους θέτει απέναντι από τον εαυτό τους, είτε αλλάζοντας ρόλους είτε πέφτοντας σε γκάφες. Απλά και φυσικά, σχεδόν εμπειρικά, ωστόσο, με άριστο παιδευτικό και παιδαγωγικό τρόπο. Και το σπουδαιότερο: δεν κάνει τους ήρωές του «μικρομέγαλους», «μικρούς ανθρώπους», όπως θεωρούσε τα παιδιά η «ανήλικη» ψυχολογική και παιδαγωγική επιστήμη του απώτερου παρελθόντος. Και τα ήθελε υπεύθυνα και υπόλογα των πράξεών τους όσο τους ενήλικες.

 

Μάκης Τσίτας

 

Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Μάκη Τσίτα στα βιβλία του για μικρά παιδιά, το ιδιαίτερο, αφοπλιστικό, εξαιρετικά μοναδικό, είναι το καθαρά πρωτόγονο στοιχείο. Το χωρίς προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων. Ο εντελώς απέριττος τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων. Η καθαρότητα του λόγου. Το ουσιώδες. Δεν τον ενδιαφέρει η εκζήτηση , αλλά ο ψυχισμός των ηρώων, οι  σχέσεις και η θέση, η  συμπεριφορά τους προς τον κοντινό τους κόσμο.

Όταν το παιδί λέει: «Ο δικός μου ο παππούς», το εννοεί. Και εννοεί πως είναι ικανός για τα πάντα: Σοφός, δίκαιος, όλος αγάπη και φροντίδα, έχει όλες τις χάρες, είναι το Α και το Ω, η αρχή και ο μοναδικός δικός του άνθρωπος, κτήματα ίσαμε το τέλος του κόσμου. Είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής του, ένα από τα πρόσωπα, το σημαντικότερο, του περιβάλλοντός του. Και όλα μαζί. Και είναι ικανός για όλα,

έχει απαντήσεις και για τις πιο αφελείς ερωτήσεις και απορίες του, Όπως: «Τι όνειρα βλέπει ο κροκόδειλος;» ή «πόσα χρόνια ζει ένας μυρμηγκοφάγος;» και πάει λέγοντας.  Ο παππούς είναι τα πάντα και πρέπει να πέρασε από όλα τα στάδια ενηλικίωσης όπως και το ίδιο το εγγόνι του.

Έτσι μέσα σε 15 κειμενάκια / φράσεις, με 250 λέξεις συνολικά, έδωσε πολλά από τα βασικά ερωτήματα που μπορεί να σου υποβάλει ένα παιδί που μόλις αρχίζει να μαθαίνει τον κόσμο, ένα παιδί της προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Και έμμεσα απαντάει το ίδιο με τον δεύτερο όρο της ερώτησης, όπως: «Λέμε χιονοστιφάβα ή χιονοστιθάβα;». Αν «ο μπαμπάς έτρωγε τις φακές και τις μπάμιες», που δεν αρέσουν στα παιδιά.

Ο παππούς, ελεύθερος πια από κάθε επαγγελματική και όποια άλλη υποχρέωση, έμπειρος, με όλη την άνεση χρόνου, την καλή διάθεση και προθυμία να μιλάει για όσα έζησε και έμαθε στη ζωή του, μπορεί να ακούει και να λύνει όλα τα καθημερινά προβλήματα του εγγονού του. Και τον κάνει ευτυχισμένο γιατί έχει έναν παππού ο οποίος όχι μόνο του λύνει τις απορίες, αλλά τον παρηγορεί και τον διασκεδάζει όταν είναι στενοχωρημένος, με τις ωραίες ιστορίες που του διηγείται «ακόμα κι αν φαίνονται περίεργες». Και τι δεν μαθαίνει από τον παππού. Και φέρνοντας στο νου του όλα όσα ζει με τον παππού του καταλήγει:

«Και τότε σκέφτομαι πως είμαι πολύ τυχερός που έχω έναν τέτοιο παππού. Τον πλησιάζω, λοιπόν, και του λέω:  ‘παππού, σ’ αγαπώ πολύ’. Ή του δίνω ένα μεγάλο μεγάλο φιλί. Ή κάνω και τα δυο!’».

Στην ολοκληρωμένη εικόνα και λειτουργικότητα του βιβλίου συμβάλλει τα μέγιστα η λιτή, παραστατική με απαλά, τρυφερά, καλοζυγιασμένα χρώματα εικονογράφηση της Λίλας Κλογερή που ακολουθεί το λιτό κείμενο, στήνει γέφυρες που συνδέουν τα επί μέρους θέματα και συμπληρώνει και καλύπτει τυχόν κενά.

Σκέφτομαι, καθώς γράφω ετούτες τις γραμμές, πόσο τυχερά ήταν τα μικρά παιδιά παλιότερα και όσα τυχαίνει να ζουν με παππούδες και τώρα. Γιατί, δυστυχώς, πολλά νέα ζευγάρια σήμερα, για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος να διερευνηθούν, δεν εμπιστεύονται τα παιδιά τους στους παππούδες, αλλά και πολλοί παππούδες δεν αφιερώνουν μέρος τουλάχιστον από το υπόλοιπον της ζωής των ταξείδιον»  στην ανατροφή των εγγονιών τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διόλου ή να μην αναπτύσσονται φυσιολογικά οι δεσμοί μεταξύ τους. Σε πολλές περιπτώσεις, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η σύγχρονη νοοτροπία επιβάλλουν τους δικούς του κανόνες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top