Fractal

«…Ένα πουλάκι φτιάχνει τη φωλιά του μέσα σε ποδηλατικό κράνος» και άλλες ιστορίες αστικής εξέλιξης των ειδών

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Μέννο Σχίλτχαϋζεν: «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη. Οι διαδρομές της εξέλιξης στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον», Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γουργιώτη, Επιστημονική εποπτεία: Σίνος Γκιώκας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021, σ. 384

 

Το βιβλίο του Ολλανδoύ εξελικτικού βιολόγου και οικολόγου Μέννο Σχίλτχαϋζεν (Menno Schilthuizen) Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη αποτελεί μια απόπειρα επιστημονικής περιγραφής των πρωτόφαντων βιολογικών συνεπειών της αστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, παναπεί της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου στον φυσικό κόσμο και των συνεπειών αυτής της πραγματικότητας, καθώς «το ανθρώπινο αποτύπωμα είναι εμφανές και εκτεταμένο και εκτός πόλεων, σε αγροκτήματα, βοσκότοπους, καλλιέργειες, εργοστάσια, λιμάνια, οδικά δίκτυα» (σ. 11). Οι συνεχείς μετακινήσεις των ανθρώπων ρευστοποιούν την ίδια την έννοια του γεωγραφικού συνόρου, καθώς συχνά –δίχως οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται– μαζί τους μετακινούνται ζώα και φυτά, μικρόβια και ιοί, πλάσματα που παλεύουν να επιβιώσουν σε περιβάλλοντα ολότελα διαφορετικά από εκείνα της αρχικής προέλευσής τους. Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, το σπιτικό κοράκι που εμφανίστηκε ξαφνικά στη Σιγκαπούρη το 1948, «κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά από πού ήρθε… μπορεί να ήρθ[ε] ως λαθρεπιβάτ[ης], μέσα σε πλοία» (σ. 57), ενώ οι σπόροι της μιμόζας μη-μου-άπτου «έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο κολλημένοι πάνω σε ρούχα, σόλες παπουτσιών και λάστιχα αυτοκινήτων… Θέλοντας και μη, οι άνθρωποι μεταφέρουν φυτά και ζώα όσον καιρό επιδίδονται στο εμπόριο και στα ταξίδια» (σ. 58). Άλλοτε πάλι ζώα και φυτά, μολονότι παραμένουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, παλεύουν να προσαρμοστούν στις ποιοτικές αλλαγές που έχει επιφέρει –και συνεχίζει να επιφέρει– η ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Σχίλτχαϋζεν εστιάζει την προσοχή του σε τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις: διερευνά ανθρωπογενείς εξελικτικές αλλαγές, φαινόμενα ειδογένεσης («Μιλάμε για ειδογένεση [speciation], όταν πολλές και διάφορες πλευρές ενός ζώου ή φυτού εξελίσσονται, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποκλίνουν από τον αρχικό τύπο σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ένας ταξινόμος [ο βιολόγος που ορίζει και ταξινομεί τα διάφορα είδη] να θεωρήσει ότι προκύπτει διαφορετικό είδος», σ. 281) και προσαρμοστικές αλλαγές της πανίδας και της χλωρίδας σε περισσότερο ή λιγότερο αστικά περιβάλλοντα· σε κάθε περίπτωση σε χώρους και ενδιαιτήματα όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι κυρίαρχη και σε διαρκή επέκταση. Δεν πρόκειται για δεινόσαυρους στην τούνδρα, αλλά για διαδικασίες ειδογένεσης που συντελούνται στις πόλεις μας, μπροστά στα μάτια μας: μάτια αφηρημένα και ανίκανα όχι τόσο να δώσουν ένα όνομα, αλλά και να αναγνωρίσουν την ποικιλομορφία και την ποσότητα των ζωικών και φυτικών ειδών με τα οποία συμβιώνουμε.

Αν έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι οι βιολόγοι μένουν όσο γίνεται λιγότερο στις πόλεις και «τρέχουν» σε δάση, απομονωμένα νησιά, κοιλάδες και βουνά, ο Σχίλτχαϋζεν προβαίνει σε μια όχι συνηθισμένη εξομολόγηση: του αρέσουν οι πόλεις, αλλά κυρίως εκείνες οι περιοχές των πόλεων όπου «το τριμμένο χαλί του πολιτισμού υποχωρεί για να ανακαλύψει το υπογάστριο της πόλης, όπου το τεχνητό συναντά το φυσικό και σμίγει μαζί του μέσα από σχέσεις οικολογικές» (σ. 18). Για να υπερθεματίσει ο Σίνος Γκιώκας, ο οποίος είχε την επιστημονική εποπτεία της ελληνικής έκδοσης: «μπορούμε, αστειευόμενοι, να πούμε πως ο Δαρβίνος θα έπρεπε ίσως να μην έμενε τόσο πολύ στην εξοχή του Κεντ, αλλά να επισκεπτόταν συχνότερα το Λονδίνο» (σ. 13). Τα αστικά περιβάλλοντα συχνά παρέχουν τις συνθήκες που ευνοούν τη γοργή εξελικτική αλλαγή, είτε λόγω της έντονης επιλεκτικής πίεσης είτε εξαιτίας των καινοφανών περιβαλλοντικών συνθηκών και απομονώσεων που χαρακτηρίζουν και διευκολύνουν τις εξελικτικές διεργασίες. Έτσι, κατά τον συγγραφέα, «η εξέλιξη δεν έχει να κάνει μόνο με δεινόσαυρους και γεωλογικούς αιώνες», αλλά μπορεί να αφορά ακόμη και εκείνα τα ταπεινά και «ενοχλητικά» κουνούπια (σ. 21).

Παρά το γεγονός ότι η αστικοποίηση έχει επιφέρει τεράστιες οικολογικές καταστροφές που οδήγησαν και οδηγούν στην εξαφάνιση αμέτρητων ζωικών και φυτικών ειδών, από την άλλη πλευρά πολλά είδη ζώων, εντόμων και φυτών κατάφεραν να εξελιχθούν, δηλαδή να προσαρμοστούν, και να επιβιώνουν στις ακραίες συνθήκες ζωής των ανθρώπινων πόλεων. Από την άποψη αυτή το βιβλίο του Σχίλτχαϋζεν είναι ένας καλογραμμένος οδηγός για πολλά από εκείνα είδη της χλωρίδας και της πανίδας που προσαρμόστηκαν στον «αφύσικο» και αφιλόξενο βιότοπο των πόλεων δημιουργώντας ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αστική βιοποικιλότητα». Αφιλόξενο με την έννοια ότι οι πόλεις συνήθως δεν διαθέτουν τους απαραίτητους χώρους και τις σχετικές συνθήκες, δηλαδή τα κατάλληλα ενδιαιτήματα για να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν πολλά άγρια είδη χλωρίδας και πανίδας. Ωστόσο οι συνθήκες των πόλεων δεν είναι πάντοτε ακραίες και απαγορευτικές για την επιβίωση των οργανισμών. Ενίοτε μάλιστα είναι αρκετά ευνοϊκές για αρκετούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, οι ήπιες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν τον χειμώνα ή οι λεγόμενες «αστικές θερμονησίδες» συχνά ευνοούν κάποια είδη, όπως για παράδειγμα τα πουλιά ή τα κουνούπια: τα σπιτικά κοράκια των τροπικών που «υπό φυσιολογικές συνθήκες πολλαπλασιάζονται στις πιο θερμές περιοχές του πλανήτη» έμαθαν να αντιμετωπίζουν τον ψυχρό χειμώνα του Ρόττερνταμ φτιάχνοντας «φωλιές με κομμάτια πολύχρωμου νάιλον σπάγκου που τραβούσαν από παλιά σχοινιά πλοίων πεταμένα στο λιμάνι [και ταΐζοντας] τα μωρά τους με απομεινάρια από τα γεύματα που σερβίρονταν στην ψαραγορά» (σ. 69). Άλλα είδη πάλι, όπως οι πεταλούδες, βρίσκουν καταφύγιο στους ανοιχτούς χώρους πρασίνου των πόλεων, γεγονός που έχει θετικές επιδράσεις στον αριθμό των ειδών και την αφθονία τους, δηλαδή στο μέγεθος των πληθυσμών τους. Υπάρχουν επίσης τα «ανθρωπόφιλα» είδη, εκείνα που ευνοούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και μπορούμε να τα δούμε κοντά σε κάποιες από τις ανθρώπινες κατασκευές: γι’ αυτά τα «ανθρωπόφιλα και για τις γωνιές που διαμορφώνουν για να ζήσουν μέσα στο ανθρωπογενές περιβάλλον» γίνεται λόγος σε τούτο το βιβλίο (σ. 41). Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι πολλά από τα ζητήματα που θέτει ο συγγραφέας σχετικά με την αστική εξέλιξη των ειδών μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν απασχολήσει συστηματικά τους ερευνητές, όπως ο ίδιος θα ομολογήσει σε ένα κεφάλαιο με έντονο θεωρητικό χαρακτήρα (ΙΙ.13. «Είναι, στ’ αλήθεια, αυτό εξέλιξη;»), φρόνιμο θα ήταν να μην εξάγονται βεβιασμένα συμπεράσματα, καθώς η αστική οικολογία έχει να αντιμετωπίσει ακόμη πολλές προκλήσεις.

Ο Σχίλτχαϋζεν, εναλλάσσοντας αναμνήσεις από την παιδική ηλικία του, συνεντεύξεις με επιστήμονες, φωτογραφικό υλικό και εικόνες-περιγραφές φυσικής ιστορίας, παρουσιάζει εντυπωσιακά γεγονότα της συνεχιζόμενης αστικής και περιαστικής εξέλιξης, αποδεικνύοντας ότι στις πόλεις μας –κυριολεκτικά δίπλα μας– δεν ζουν μόνο τα κατοικίδιά μας, σκύλοι και γάτες, περιστέρια, αρουραίοι και κατσαρίδες, αλλά και σπουργίτια με φωνή σοπράνο· γουλιανοί που τρώνε περιστέρια (σσ. 209-211)· νυχτοπεταλούδες που αντίθετα με ό,τι θα περιμέναμε δεν προσελκύονται από τα θανατηφόρα γι’ αυτές τεχνητά φώτα· αλεπούδες που τρώνε μήλα, καρπούς άγριας τριανταφυλλιάς, κεμπάπ και κομπόστα κεράσι με σιρόπι (σ. 73)· κύκνοι και περιστέρια που χτίζουν φωλιές από πλαστικά μπουκάλια, κοτετσόσυρμα και λαστιχάκια· αγριολούλουδα που ενώ υπό κανονικές συνθήκες φυτρώνουν στο παράκτιο περιβάλλον, εκεί όπου η αλατότητα είναι αυξημένη, τώρα ευδοκιμούν και στα ρείθρα των πεζοδρομίων, χάρη στο αλάτι που ρίχνουν οι δήμοι στους δρόμους τον χειμώνα, για να μην παγώνουν (σ. 74)· κογιότ που περιμένουν ν’ ανάψει το πράσινο για τους πεζούς στα φανάρια και μεγαλώνουν τα μικρά τους σε υπόγεια γκαράζ (σ. 87)· πουλιά που μετατρέπουν τις φωλιές τους σε τασάκια, αφού ανάμεσα στα άλλα δομικά υλικά που χρησιμοποιούν για να τις κτίσουν συμπεριλαμβάνονται και τα αποτσίγαρα, καθώς τα τσιγάρα είναι φτιαγμένα από φύλλα καπνού, που περιέχουν νικοτίνη, παράγοντα με ισχυρή δράση κατά των εντόμων (σσ. 219-220)! Mε δυο λόγια, το βιβλίο βρίθει από παραδείγματα «Ανθρωπογενούς Ταχείας Εξελικτικής Αλλαγής», με απλά λόγια «αστικής εξέλιξης» (σ. 132).

Η νέα επιστήμη των πολιτών («citizen science») αναβαθμίζει τα αστικά περιβάλλοντα σε τόπους αποικισμένους από φυτά και ζώα που μπορεί να είναι ενδημικά ή να προέρχονται από μακρινές ζώνες. Τα είδη αυτά ακολουθούν περίεργες διαδρομές και άλλοτε επικοινωνούν το ένα με το άλλο, άλλοτε πάλι συναντούν εμπόδια τέτοια που εμποδίζουν την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους. Ο Σχίλτχαϋζεν παραθέτει ένα πλήθος περιπτώσεων συσχετίζοντας τις ιδιαιτερότητες των τρόπων ζωής και των χαρακτηριστικών των αποικισμένων περιβαλλόντων και συχνά βρισκόμαστε μπροστά σε πραγματικές αποκαλύψεις. Για παράδειγμα, τα κοτσύφια των δασών τα οποία «ζούσαν ήσυχα και ωραία, βαθιά στα πυκνά δάση, τόσο ντροπαλά που δεν άντεχαν την παρουσία του ανθρώπου» (σ. 278) εξελίσσεται σε ένα αστικό είδος, με την πλήρη αναδόμηση του γονιδιώματός τους. Η ειδογένεση αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των συσχετισμένων αλλαγών που πρέπει να συντελεστούν. Αν στα κοτσύφια το σχήμα του ράμφους μεταβάλλεται, προκειμένου να λάβει μια μορφή κατάλληλη να συλλέγει ένα ιδιαίτερο είδος σπόρων, μεταβάλλεται και η φωνή και με τη φωνή η ικανότητα να απαντούν στα πουλιά με τον παλιότερο τύπου ράμφους. Παρατηρείται μια εντυπωσιακή σειρά μεταβολών που αφορούν: τη διατροφή τους, τους τρόπους χώνεψης, τη μορφή του πεπτικού συστήματος, τις συμπεριφορές που επιτρέπουν να βρουν τροφή, την αναζήτηση ενός συντρόφου του είδους τους, τη σεξουαλική συμπεριφορά. Αναδεικνύοντας αυτά τα χαρακτηριστικά ο Δαρβίνος είχε δώσει ξεχωριστή σημασία στις διαφορές που είχαν παρατηρηθεί στο ράμφος των σπίνων των Γκαλάπαγκος. Μόνο που τώρα, με την τουριστική ανάπτυξη εκείνων των νησιών, τα πουλιά προτιμούν μια διατροφή που αποτελείται από πατατάκια, χωνάκια παγωτού, ψωμί κλπ. Έτσι διαφορές εμφανείς πριν δυο αιώνες σιγά σιγά εξαλείφονται.

Ορισμένες από αυτές τις ιστορίες-περιγραφές θα μπορούσαν να είναι ακόμη και διασκεδαστικές, αν δεν υπήρχε η έντονη υποψία ότι ωθούμε με πρωτοφανή βία ζώα και φυτά σε επιλογές και συνθήκες που ενδεχομένως πολύ σύντομα θα καταστούν απειλητικές τόσο για εμάς όσο και για τα υπόλοιπα πλάσματα… Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με την επίδραση των ρύπων, όπως τα ζιζανιοκτόνα, τα πρόσθετα σε πλαστικές ύλες ή τα βιομηχανικά απόβλητα, στη σεξουαλική ανάπτυξη των ζώων, τόσο σωματικά όσο και από άποψη συμπεριφοράς: «Ως αποτέλεσμα, προκύπτουν κάποιες παρεκκλίσεις από το φυσιολογικό φυλετικό πρότυπο, όπως π.χ. στους αρσενικούς αλιγάτορες σε λίμνες ρυπασμένες με DDT, οι οποίοι έχουν μικρό πέος και χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Αντίστοιχα, τα θηλυκά κουνουπόψαρα που κολυμπούν στα υγρά απόβλητα μιας χαρτοβιομηχανίας βρέθηκε ότι είχαν αρσενικά σωματικά χαρακτηριστικά, ήταν υπερ-επιθετικά και επιδείκνυαν κυριαρχική συμπεριφορά. Μπορείτε ίσως να μαντέψετε πόσο θα δυσκολεύεται η εξέλιξη που προχωρά μέσα από τη φυλετική επιλογή να προσαρμοστεί σε παρεμβολές τέτοιου μεγέθους –αν υποθέσουμε ότι μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο» (σ. 269). Ανάλογου είδους επεμβάσεις στον «ευαίσθητο μηχανισμό που ρυθμίζει τη σεξουαλική ζωή των ζώων είναι και η επονομαζόμενη εξελικτική παγίδα» (σσ. 269-271).

 

Menno Schilthuizen

 

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε σε δύο τις βασικές ιδέες του βιβλίου. Η πρώτη αφορά την αυξανόμενη ομογενοποίηση της αστικής βιοποικιλότητας, παναπεί τη βιολογική ομοιότητα, η οποία οφείλεται στην αστική ομοιότητα, δηλαδή στο γεγονός ότι οι πόλεις σε όλο τον κόσμο μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους: «Τα οικοσυστήματα των πόλεων σε όλο τον κόσμο μοιάζουν μεταξύ τους ολοένα και περισσότερο· οι κοινότητες ζώων και φυτών, μυκήτων, μονοκύτταρων οργανισμών και ιών συγκλίνουν προς μία και μοναδική παγκοσμιοποιημένη, αστική βιοποικιλότητα πολλών χρήσεων. Ακόμη κι αν τα είδη που απαντούν στις πόλεις δεν είναι ολόιδια μεταξύ τους, βρίσκει κανείς παρόμοια είδη να παίζουν παρόμοιους ρόλους… Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε αστικό είδος, σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν ζει, θα συναντήσει τους ίδιους πάνω-κάτω, συγκατοίκους» (σ. 300). Η δεύτερη αναδεικνύει την ταχεία αλλαγή ως διαρκές συστατικό του αστικού περιβάλλοντος. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία των φαινομένων «αστικής εξέλιξης» που περιγράφονται στο βιβλίο είναι οι εντυπωσιακοί ρυθμοί εξέλιξης και η απρόσμενη ταχύτητα με την οποία όλα αυτά τα είδη προσαρμόστηκαν στα ανθρώπινα τεχνητά ενδιαιτήματα και στις καινοφανείς για τα ίδια συνθήκες ζωής των πόλεων. Το γεγονός αυτό υπονομεύει την αντίληψη που έχουμε συνήθως για την εξέλιξη, ότι πρόκειται για μια αργή σταδιακή διαδικασία «που σμιλεύει νέα είδη μέσα στο διάβα εκατομμυρίων ετών – όχι κάτι που συμβαίνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, σαν αυτό της αστικής ιστορίας του ανθρώπου» (σ. 21). Αν και ο Δαρβίνος σε γενικές γραμμές θεωρούσε ότι η φυσική επιλογή δρα υπερβολικά αργά για να είναι δυνατόν να παρατηρηθεί και να γίνει «αντιληπτή σε πραγματικό χρόνο» (σ. 113· μολονότι κάποια στιγμή άρχισε να είναι λιγότερο απόλυτος, βλ. σ. 115), η γνώση που αποκομίζουμε από τα φαινόμενα αστικής εξέλιξης είναι πως «η προσαρμοστική εξελικτική αλλαγή μπορεί να συμβαίνει πλέον σε ανθρώπινες χρονικές κλίμακες, σε πολλά είδη και να είναι πολύ πιο συχνή απ’ ό,τι νομίζαμε» (σ. 13).

Ως συνέπεια των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, νέα περιβάλλοντα δημιουργούνται και παγιώνονται και όποιος δεν μπορεί να επιζήσει μπορεί να μεταναστεύσει, να εξαφανιστεί ή –χάρη σε απρόβλεπτες μεταλλάξεις του γονιδιώματος– να συνεχίσει να ζει. Με τον τρόπο αυτόν είναι ακριβώς οι δικές μας απαιτήσεις κατοίκησης και οι τρόποι με τους οποίους μεταμορφώνουμε τους χώρους που οδηγούν στην επιλογή νέων ειδών οργανισμών. Είναι ενδεικτική η περίπτωση με την οποία ξεκινά το ενδιαφέρον οδοιπορικό του ο Μέννο Σχίλτχαϋζεν: τα διαφορετικά είδη κουνουπιών που έχουν εξελιχθεί στον Υπόγειο Σιδηρόδρομο του Λονδίνου· κουνούπια με γονίδια ρυθμισμένα να ζουν σε ένα υπόγειο περιβάλλον όπου δεν κάνει ποτέ πολύ κρύο, με πρωτεΐνες ευαίσθητες στις ανθρώπινες οσμές και με σεξουαλικές συνήθειες που επιτρέπουν το ζευγάρωμα σε μικρούς χώρους: «Καθώς ρίχνω μια τελευταία ματιά στο δικό μου κουνούπι του Υπογείου, σ’ εκείνον τον ασφυκτικά γεμάτο υπόγειο διάδρομο του Σταθμού Λίβερπουλ, φαντάζομαι τις αόρατες αλλαγές που έχει επιφέρει στο μικροσκοπικό, εύθραυστο σώμα του. Κάποιες πρωτεΐνες στις κεραίες του έχουν αλλάξει σχήμα για να ανταποκρίνονται στις οσμές του ανθρώπου και όχι στις μυρωδιές των πτηνών. Γονίδια που ελέγχουν το βιολογικό του ρολόι έχουν ρυθμιστεί ξανά ή αδρανοποιηθεί, ώστε το εν λόγω κουνούπι να μην πέφτει σε χειμερία νάρκη, αφού εκεί κάτω πάντα βρίσκει ανθρώπινο αίμα και ποτέ δεν κάνει πολύ κρύο. Κι ακόμα, για σκεφτείτε τις πολύπλοκες διαφοροποιήσεις που χρειάστηκαν για την αλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς! Από ένα είδος στο οποίο τα αρσενικά σχηματίζουν νέφη μέσα στα οποία μπαινοβγαίνουν τα θηλυκά για να γονιμοποιηθούν, σε ένα είδος στο οποίο το ζευγάρωμα αφορά δύο άτομα, στους περιορισμένους χώρους όπου τυχαίνει να συναντηθούν, στο αραιοκατοικημένο υπόγειο περιβάλλον τους» (σ. 21). Δεν είναι μόνο ότι τα κουνούπια των γραμμών του Λονδρέζικου Υπόγειου Σιδηρόδρομου διαφέρουν από τους συγγενείς τους στον πάνω κόσμο, αλλά «τα κουνούπια από τις τρεις γραμμές του μετρό είχαν γενετικές διαφορές μεταξύ τους… γιατί κάθε γραμμή αποτελεί έναν σχεδόν ξεχωριστό κόσμο» (σ. 20).

Ο χώρος γύρω μας υφίσταται συνεχείς και μη αναστρέψιμες αλλαγές, αλλά με ταχύτατους ρυθμούς αποικίζεται από ζωικά και φυτικά είδη γενετικά κατάλληλα να προσαρμοστούν και να επιζήσουν, καθώς ανταγωνίζονται με άλλους οργανισμούς σε σχέση με τους οποίους ελάχιστα διαφέρουν. Είναι βέβαιο πως κανείς μας δεν αποδίδει «οικολογική» σημασία σε εκείνα τα σημεία των πεζοδρομίων όπου αγριόχορτα ή αγριολούλουδα ξεφυτρώνουν και παλεύουν να επιζήσουν ανάμεσα σε αποτσίγαρα, ακαθαρσίες ζώων, διαφημιστικές πινακίδες. Κι όμως αυτές οι μικρές νησίδες μπορεί να φιλοξενούν μια ποικιλία οργανισμών που έρχονται από πολύ μακριά, επικοινωνούν γενετικά μεταξύ τους, επιβιώνουν σε αντίξοες συνθήκες και εξελίσσονται σε είδη κατάλληλα να προσαρμοστούν και να αποικίσουν εκείνο το ιδιαίτερο περιβάλλον. Αν αποκόμισα κάτι από το βιβλίο του Σχίλτχαϋζεν είναι μια αίσθηση σεβασμού προς εκείνο το μικρό λουλούδι –αλλά μπορεί να είναι αγριόχορτα, χαμοκρηπίδα κ.ά.– που πάλεψε και με χίλιους κόπους φύτρωσε σε μια χαραμάδα στην άκρη του δρόμου σε πείσμα των δυσκολιών και της αδιάκοπης ανθρώπινης παρουσίας που περνά δίπλα ή από πάνω του ή θα το ποδοπατήσει αδιάφορα· δίχως στιγμή να αναλογιστεί πόσος χρόνος και πόσος κόπος τού χρειάστηκε να βγει στο φως του ήλιου. Ίσως αυτός είναι ένας τρόπος να σεβαστούμε και τα δικαιώματα που θα πρέπει να αποκτήσουν τα μη ανθρώπινα πλάσματα στα αστικά περιβάλλοντα.

Ίσως, μας λέει ο Σχίλτχαϋζεν, να πρέπει να ξεκινήσουμε να αντιλαμβανόμαστε πως ο κόσμος τώρα πια κυριαρχείται πλήρως από τον άνθρωπο, ο οποίος έχει κατασκευάσει πρωτόγνωρα ενδιαιτήματα και «κάποιες από τις αλλαγές που επιβάλλουμε στη Γη είναι μη αναστρέψιμες» (σ. 21)· να θέλουμε επομένως να κρατάμε χωρισμένη τη φύση από το ανθρώπινο περιβάλλον είναι μόνο μια αυταπάτη που μας εμποδίζει να δούμε την πραγματικότητα: «Είναι καιρός να αποδεχτούμε το γεγονός ότι οι ανθρώπινες πράξεις αποτελούν την πιο σημαντική οικολογική δύναμη στον κόσμο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε γίνει ένα με ό,τι συμβαίνει σε αυτόν τον πλανήτη. Μόνο στη φαντασία μας μπορούμε να βαυκαλιζόμαστε ότι η φύση είναι κάτι τελείως ξεχωριστό από το ανθρώπινο περιβάλλον. Έξω, στον πραγματικό κόσμο, τα πλοκάμια μας είναι πλέον συνυφασμένα με τον καμβά της φύσης. Χτίζουμε πόλεις γεμάτες μοντέρνα κτίρια από γυαλί και ατσάλι. Εκμεταλλευόμαστε, ρυπαίνουμε και δαμάζουμε τα ποτάμια. Θερίζουμε, ψεκάζουμε και λιπαίνουμε τα χωράφια. Απελευθερώνουμε αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, αλλάζοντας το κλίμα. Εισάγουμε μη ιθαγενή είδη φυτών και ζώων, ψαρεύουμε, κυνηγάμε, τρυγάμε για να φάμε και για να καλύψουμε άλλες ανάγκες μας. Κάθε μορφή ζωής στον πλανήτη θα έρθει αντιμέτωπη με τον άνθρωπο, άμεσα ή έμμεσα. Και αυτές οι επαφές έχουν μεγάλη σημασία για τον εκάστοτε οργανισμό. Μπορεί να απειλήσουν την επιβίωση και τον τρόπο ζωής του. Μπορεί όμως και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες, νέες οικοθέσεις. Όπως συνέβη με τους προγόνους του Culex molestus [κουνούπι Υπογείου]» (σσ. 23-24). Υπό την έννοια αυτή θα πρέπει να βρούμε και να εφαρμόσουμε μέτρα διατήρησης και ενίσχυσής της αστικής βιοποικιλότητας και των «αστικών οικοσυστημάτων του μέλλοντος» (σ. 24), «να αγκαλιάσουμε και να τιθασεύσουμε τις εξελικτικές δυνάμεις που γεννούν νέα οικοσυστήματα εδώ και τώρα, και να επιτρέψουμε στη φύση να αναπτυχθεί στην καρδιά των πόλεών μας» (σ. 26).

Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που συντελούνται με τέτοιους πρωτόγνωρους ρυθμούς σε ζώα και φυτά σε αστικά περιβάλλοντα, ο συγγραφέας θέτει μια σειρά από ερωτήματα όπως: «Τι σημαίνει για το μέλλον [το γεγονός ότι η αστική εξέλιξη αναδιαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τα οικοσυστήματά μας]; Πώς μπορούμε να παρακολουθήσουμε ή να κατευθύνουμε τη συγκεκριμένη διαδικασία; Τι ρόλο μπορεί να παίξει η επιστήμη των πολιτών; Και μήπως θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τη δύναμη της αστικής εξέλιξης σ’ έναν αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που να ενσωματώνει στοιχεία της φύσης;» (σ. 289), στα οποία επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις στην τελευταία ενότητα του βιβλίου (IV «Δαρβινούπολη»), όπου φέρει στο προσκήνιο και τον άνθρωπο: «Τι γίνετε μ’ εμάς; Μήπως εξελισσόμαστε κι εμείς [όπως τα υπόλοιπα είδη στις πόλεις];… Μήπως εμείς οι άνθρωποι εξελισσόμαστε έτσι ώστε να ταιριάζουμε καλύτερα στο αστικό περιβάλλον μας, όπως όλοι οι άλλοι συγκάτοικοί μας στον πλανήτη, δηλαδή τα ζώα και τα φυτά;» (σσ. 304-305).

Ο Σίνος Γκιώκας, στον Πρόλογο που έγραψε για την ελληνική έκδοση του βιβλίου, ασκεί κριτική στην υπερβολικά αισιόδοξη θέση του συγγραφέα ότι το ανθρώπινο είδος είναι σε θέση και ότι, τελικά, οφείλει να «σχεδιάζει» και να «ελέγχει» την πλανητική αστική εξέλιξη, να καθορίζει το μέλλον του συνόλου της ζωής σε έναν πλανήτη που θεωρεί αποκλειστικό κτήμα του. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί του, αν και ίσως από μία διαφορετική οπτική, αφού εκείνο που θα πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση είναι το ίδιο το κυρίαρχο ανθρωποκεντρικό παράδειγμα, το οποίο κάνει έντονη την παρουσία του στις προτάσεις του συγγραφέα. Μπορεί ο άνθρωπος –δίχως να αλλάξει τη δική του κοσμοαντίληψη για τον κόσμο, δίχως να ορίσει εκ νέου και άρδην τη σχέση του απέναντι στις άλλες υπάρξεις– να φέρει ουσιαστικές και θετικές για τα υπόλοιπα πλάσματα αλλαγές; Δεδομένου ότι το είδος μας έχει δημιουργήσει με τον κόσμο μια ληστρική σχέση, για να μην πούμε παρασιτική, αφού όπως παρατηρεί ο Σίνος Γκιώκας («Η άγρια ζωή στις μεγαλουπόλεις», συνέντευξη στον Σπύρο Μανουσέλη, Εφημερίδα των Συντακτών, 20/03/2021) «εμείς οι άνθρωποι, ως ένα ζωικό είδος ανάμεσα στα υπόλοιπα, το έχουμε “τερματίσει”, υπό αυτή την έννοια είμαστε [υπερθεμελιώδες] “υπερείδος” και επηρεάζουμε, όλο και πιο έντονα, τις εξελικτικές διεργασίες, τις εξαφανίσεις, τη διασπορά, την εποίκιση και την επικράτηση πολλών πλέον ειδών [και] συχνά αυτό το γεγονός μάς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να σχεδιάζουμε με σχετική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα αυτές τις διεργασίες», δεν είναι οξύμωρο να θεωρούμε ότι έχουμε το δικαίωμα και είμαστε σε θέση να επιλέγουμε ποια και πόσα είδη θα επιζήσουν, πού θα ζουν και υπό ποιες συνθήκες; «Οι κρεμαστοί κήποι της “Νέας Βαβυλώνας”» τονίζει ο Γκιώκας στην ίδια συνέντευξη «θα είναι ενδεχομένως όμορφοι αλλά, παράλληλα, θα είναι φτωχοί από είδη και ομοιόμορφοι. Ωστόσο, η ποικιλότητα είναι προϋπόθεση της εξέλιξης και η απουσία της ποικιλομορφίας υποσκάπτει την επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων… Το μόνο που μπορούμε ίσως να κάνουμε είναι να μετριάσουμε και να καθυστερήσουμε κάπως τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων μας. Αλλά και γι’ αυτό είμαι επιφυλακτικός με τη δεδομένη, προς το παρόν, συνεχή και αυξανόμενη “ανάπτυξη” που έχουμε υιοθετήσει, ως είδος και ως κοινωνίες. Μπορεί αυτή η επεκτατική συμπεριφορά μας να μας έχει ευνοήσει μέχρι τώρα, όμως, με εξελικτικούς όρους, καμιά στρατηγική δεν είναι αέναα αποτελεσματική εάν δεν προσαρμόζεται σε ένα περιβάλλον που αλλάζει. Επομένως, ίσως, κατά βάθος, να τίθεται και το θέμα της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, αφού, πάλι με εξελικτικούς όρους, ακόμη και η δική μας εξαφάνιση είναι μέσα στο “παιχνίδι”».

Δεδομένου ότι συχνά διάφορα είδη ζώων υποβάλλονται σε πειράματα και ταλαιπωρίες για χάρη της ανθρώπινης επιστήμης: σκαθάρια που μπαίνουν σε θαλάμους αερίων, έντομα που καρφιτσώνονται (σ. 33), σαύρες που ακρωτηριάζονται (σ. 146), είδη που μεταφέρονται από το ένα ενδιαίτημα στο άλλο, πεταλούδες σε εντομοπαγίδες (σ. 78), ψάρια που εκτοξεύονται στο διάστημα «συμμετέχοντας» (!;) σε πειράματα πάνω στην ισορροπία και τον προσανατολισμό, σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας (σ. 169)… όλα αυτά στην υπηρεσία της ανθρώπινης περιέργειας και γνώσης… δεν θα πρέπει να είμαστε και πολύ αισιόδοξοι. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στις σσ. 161-162: «Ο Μάνσι-Σάουθ κι ο φοιτητής του Στήβεν Χάρρις ξεκίνησαν ένα καινοτόμο γενετικό πρόγραμμα… να μελετήσουν έναν μεγάλο αριθμό γονιδίων που δραστηριοποιούνται στα όργανα των τρωκτικών. Δυστυχώς, για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να θυσιάσουν στον βωμό της επιστήμης κάτι παραπάνω από μια ακρούλα της ουράς των ποντικών. Οι ερευνητές σκότωναν κάθε ποντίκι που συλλάμβαναν, αφαιρούσαν το συκώτι, τον εγκέφαλο και τις γονάδες, και εξήγαν όλο το αγγελιαφόρο RNA από αυτά τα όργανα…». Όσο επομένως ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα υπόλοιπα πλάσματα ως μέσα για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών και να τα θεωρεί υποδεέστερα, να αποδίδει κατά το δοκούν και κατά πώς τον βολεύει δικαιώματα, έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε για πολλά από τα εγχειρήματα «προστασίας» της βιοποικιλότητας. Εν ολίγοις, θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως απαιτείται περισσότερο μια αλλαγή φιλοσοφικού παραδείγματος. Μήπως θα ήταν προτιμότερο να δούμε τον εαυτό μας όχι ως ένα υπερείδος, ως «τους μηχανικούς της εξέλιξης» ή «τους μηχανικούς οικοσυστημάτων», αλλά ως ένα είδος ανάμεσα στα άλλα, ως ένα είδος το οποίο, αν δεν αλλάξει πορεία, θα πέσει θύμα της δικής του αλαζονείας; Εξού και συμφωνούμε απόλυτα με την κατακλείδα του Προλόγου της ελληνικής έκδοσης: «[η συναρπαστική ιστορία που μας αφηγείται ο Σχίλτχαϋζεν] αποτελεί τροφή για σκέψη και προβληματισμό, ιδίως για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, για το εάν είναι δόκιμο να θεωρούμε το ανθρώπινο είδος ως διακριτό μέλος της βιόσφαιρας με αποφασιστική δικαιοδοσία να αποφασίζει για το ποιος θα μείνει πίσω και θα εξαφανιστεί και ποιος θα προχωρήσει, για το εάν, πόσο και πώς οι πόλεις μπορούν να είναι φυσικές, για το τι είναι φυσικό ή τεχνητό. Ερωτήματα που δεν είναι, και δεν θα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη μου, αμιγώς επιστημονικά» (σ. 15)· η οποία εν μέρει απηχεί και τις ανησυχίες της Μαρίνα Αλμπέρτι: «Νομίζω ότι το ανθρώπινο είδος μεταβάλλει τη γενετική σύνθεση του πλανήτη. Έχουμε τόσο την ευθύνη όσο και την ευκαιρία να συν-εξελιχθούμε με άλλους οργανισμούς. Δεν γνωρίζω κατά πόσο θα ανταποκριθούμε σε τούτη την πρόκληση» (σ. 306).

Με άλλα λόγια, ίσως εκείνο που χρειαζόμαστε περισσότερο δεν είναι τόσο να αρχίσουμε ως είδος να επιλέγουμε και να επιβάλλουμε ποιο από τα υπόλοιπα είδη θα διατηρηθεί, σε ποιες οικοθέσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις, αλλά έστω για μια στιγμή «να πατήσουμε το φρένο» και να στοχαστούμε σε βάθος ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε. Αν πάλι έχουμε μπει σε μια τόσο ανεξέλεγκτη πορεία όπου τα «φρένα είναι σπασμένα» και φροντίζουμε απλώς με μπαλώματα να αντιμετωπίσουμε το μέλλον που εμείς οι ίδιοι προετοιμάζουμε, τότε μάλλον θα πρέπει να υποστούμε και τις συνέπειες… Η ραγδαία εξάπλωση των λεγόμενων «εισβλητικών» (χωροκατακτητικών) και εισηγμένων ειδών, τόσο σε ανθρωπογενή όσο και σε περισσότερο φυσικά περιβάλλοντα, θα πρέπει να μας ανησυχεί, γιατί ακριβώς μπορεί να καταστεί ανεξέλεγκτη… και τότε ίσως να μην μπορέσουμε να «διασώσουμε» ούτε τα είδη και τα ενδιαιτήματα που κινδυνεύουν ούτε τους εαυτούς μας.

Αν ερμηνεύουμε σωστά τη σκέψη του Μέννο Σχίλτχαϋζεν, θα λέγαμε πως το Δαρβίνος στην πόλη θέλει να μας φέρει ενώπιον μιας πραγματικότητας η οποία βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και μεταβολή: με απλά λόγια, σημειώνεται πως ούτε το παρελθόν μπορούμε να αλλάξουμε και να σβήσουμε, αλλά ούτε τις πραγματικότητες που αναδύονται και την πρόοδο μπορούμε να παραβλέψουμε· μπορούμε όμως εντός των νέων καταστάσεων να φροντίσουμε ώστε τα άλλα πλάσματα να έχουν μια καλύτερη μοίρα. Δεν είναι βέβαια υποχρεωτικό κάποιος να συμφωνεί με μια παρόμοια οπτική, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη με ποιο και πόσο ληστρικό και καταστροφικό τρόπο ο άνθρωπος αφήνει το αποτύπωμά του στον κόσμο – και επομένως έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε κατά πόσο αυτό το «εξαιρετικό και θείο πλάσμα» είναι σε θέση να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, δίχως να αλλάξει ολόκληρη η δομή του υπάρχοντος οικοδομήματος και αφήνοντας αναλλοίωτο τον ανθρωποκεντρισμό μας. Σε κάθε περίπτωση το Δαρβίνος πάει στην πόλη προσφέρει τροφή για προβληματισμούς και σκέψη, και αυτό αν μη τι άλλο είμαστε υποχρεωμένοι να το αναγνωρίσουμε.

Θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αποδώσουμε τα εύσημα σε όλους τους συντελεστές της ελληνικής έκδοσης για την εξαιρετική δουλειά τους: μας παρέδωσαν ένα κείμενο το οποίο, δίχως να χάνει σε επιστημονική ακρίβεια, είναι ταυτόχρονα ένα απολαυστικό ανάγνωσμα γόνιμο σε πνευματικά ερεθίσματα.

 

 

* O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

ΥΓ. Ομολογώ ότι χάρηκα ιδιαίτερα τις περιγραφές του Σχίλτχαϋζεν για τα ζώα που –όπως και ο άνθρωπος– είναι «μηχανικοί οικοσυστημάτων» (βλ. κυρίως τα κεφάλαια Ι.1. «Ο απόλυτος μηχανικός της φύσης» και Ι.2. «Η ανθρωποφωλιά»). Ενδεχομένως δίχως ο ίδιος να το υποψιάζεται, οι παρατηρήσεις του έχουν ένα απίστευτο φιλοσοφικό βάθος που δεν πρέπει να προσπεράσουμε, γιατί ανατρέπει πλήρως τη χαϊντεγγεριανή αντίληψη ότι το ζώο είναι «φτωχό σε κόσμο» και μόνο ο άνθρωπος είναι «διαμορφωτής κόσμου».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top