Fractal

Μικρές ιστορίες σαν παραμύθια

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν: “Ο άνθρωπος που δεν είχε δει ποτέ τη βροχή και άλλα μικρά αφηγήματα” ΑΩ εκδόσεις

 

Πόση απόσταση χωρίζει μια αφηγημένη ιστορία από ένα παραμύθι; Αλλά, και πώς ανοίγει το τοπίο του ένα πεζό αφήγημα για να χωρέσει με όλη τη δυναμική του λόγου της την ποίηση; Θεωρητικά θα λέγαμε πως όλα τα είδη είναι διακριτά μεταξύ τους οριοθετώντας το καθένα με την ιδιαιτερότητά του τον χώρο του. Κατά μια άλλη άποψη, ωστόσο, η γραφή είναι μία και αδιαίρετη, με όσες εκδοχές του λόγου μπορεί να χωρέσει μέσα της. Και η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν ξαφνιάζουν οι αναμείξεις, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες – μακάρι και εύστοχες και επινοητικές.

Η περίπτωση της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν αξίζει να προσεχθεί. 28  μικρές ιστορίες –κάποιες πολύ μικρές–  υπογραμμίζουν, η κάθε μία με τον τρόπο της, το ελάχιστο διάστημα που χωρίζει τα φυσικά πράγματα από τη μεταφυσική τους διάσταση· αρκεί να είμαστε ανοιχτοί στην πρόσληψη του απρόσμενου ή και στην αποδοχή (χωρίς τη χρεία λογικών επιχειρημάτων) του αόρατου και ασαφούς, πλην  όμως δυνάμει υπαρκτού. Έτσι, το πεζό αφήγημα συνδυάζεται με τη μαγεία του εξωλογικού, ενώ ταυτόχρονα μέσω της μεταφορικότητας και του ελλειπτικού υπαινικτικού λόγου συνταιριάζει με το εν συνόψει νόημα που χαρίζει η ποίηση.  Μια τέτοια γραφή φυσιολογικά ανατέμνει τα χρονικά διαστήματα, αδιαφορώντας για τη λογική ακολουθία και εισηγείται στη θέση της μια ανατροπή των βεβαιοτήτων.

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:

Ο χρόνος είναι μια αυτόνομη ύπαρξη, φίλος και εχθρός, εμπόδιο αλλά και θεραπευτής. Η παρουσία του είναι διττή στον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης του Ανθρώπου, και η σχέση μας μαζί του αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό είναι μια πάλη ανάμεσα σε ατέρμονες διεκδικήσεις και στιγμιαίους θριάμβους. Κάθε μικρή ιστορία του βιβλίου φωτίζει και μια άλλη πλευρά αυτής της πάλης, μεταμορφώνοντας τη μεταφυσική αγωνία σε μεταφυσική ηρεμία. Άλλωστε, ο απώτερος στόχος του Ανθρώπου είναι η αποδοχή της απώλειας και της φθοράς, η κατανόηση της θέσης του μέσα σε έναν κόσμο που ανακυκλώνεται.

Η αυτονομία του χρόνου έρχεται εδώ ως συνθήκη άφευκτη για τη μηδαμινότητα του θνητού ανθρώπου, που αρκείται να διεκδικεί τον απατηλό προσωπικό του θρίαμβο απέναντι στη φθορά της ύλης. Μπορεί να συμφιλιωθεί με την εγγενή στη φύση του αγωνία; Μπορεί να μετασχηματίσει την άγνοια του μεταφυσικού σε (πρόσκαιρη έστω) σοφία και γαλήνη; Οι ιστορίες του βιβλίου δίνουν τις δικές τους απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά· άλλοτε με μια διάθεση συγκαταβατικής αποδοχής, άλλοτε με χιουμοριστική ή και σαρκαστική ακόμη αντιμετώπιση των θνητών ορίων. Σε κάθε περίπτωση γεννώντας νέα ερωτήματα, ανοίγοντας χαραμάδες θέασης του κόσμου, αναπάντεχα ενδιαφέρουσες.

Η Γκουγιουμτζιάν γράφει με μια αξιοσημείωτη λιτότητα, δείχνοντας πως γνωρίζει τη σοφή οικονομία του λόγου. Αφήνει ικανά ίχνη για τον αναγνώστη της –δική του υπόθεση η ερμηνευτική συνέχιση– οδηγώντας τη γραφή της ως το σημείο που εξαντλείται η δική της συμμετοχή. Αξίζει να προσεχθεί το ιδανικό τέλος που χαρίζει στις ιστορίες της, χωρίς να προκαταλαμβάνει τον αποδέκτη τους με αποστομωτική σύνοψη του  νοήματος, κάτι που αποθαρρύνει την αναγνωστική εκδοχή και που συχνά συμβαίνει σε αδόκιμες γραφές. Εδώ η κάθε ιστορία τελειώνει όπως ακριβώς πρέπει, υπηρετώντας τη θεματική ιδιαιτερότητα και την πλοκή.

Παραθέτω δύο μικρά αφηγήματα, ενδεικτικά της λιτής και περιεκτικής γραφής, με τις πολύ ενδιαφέρουσες νοηματικές προεκτάσεις τους.

 

Εγώ

 

Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έφτασα κουρασμένη στο σπίτι μου και αφηρημένη χτύπησα το κουδούνι. Ναι, ήμουν αφηρημένη, διότι κανείς άλλος δεν έμενε στο σπίτι εκτός από εμένα. Η έκπληξή μου ήταν δικαιολογημένη, όταν άνοιξε η πόρτα κι αντίκρισα τον εαυτό μου πίσω απ’ αυτήν.

«Τι κάνεις εσύ εκεί;»

«Εσύ τι κάνεις εκεί;» ρώτησε.

«Δεν είμαι σίγουρη».

«Δεν καταλαβαίνω τι παιχνίδι είναι αυτό».

«Μήπως ονειρεύομαι;»

«Δεν μπορεί!» ούρλιαξε και έκλεισε την πόρτα.

Διατηρώντας την ψυχραιμία μου έβγαλα τα κλειδιά κι άνοιξα την πόρτα. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Ο εαυτός μου δεν υπήρχε. Έφτιαξα έναν καφέ και κάθισα με ένα βιβλίο στον καναπέ. Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και άκουσα το κουδούνι να χτυπά. Άνοιξα την πόρτα και είδα τον εαυτό μου.

«Τι κάνεις εσύ εκεί;» με ρώτησε.

«Εσύ τι κάνεις εκεί;»

«Δεν είμαι σίγουρη» απάντησε.

«Δεν καταλαβαίνω τι παιχνίδι είναι αυτό».

«Μήπως ονειρεύομαι;»

«Δεν μπορεί!» ούρλιαξα και έκλεισα την πόρτα. (Εγώ, σελ. 73)

 

 

Τρίπτυχο

 

Τρεις μαυροντυμένες γηραιές κυρίες καπνίζουν κάτω από τα πεύκα, κοντά σε μα εκκλησία. Η μία ρουφάει, η άλλη κατεβάζει τον καπνό και η τρίτη τον φυσάει.

 

(Κανείς δεν ήξερε τίποτα)

 

Όταν τελειώσει το τσιγάρο, θα το πατήσουν και οι τρεις διαδοχικά για να σβήσει. Θα σηκωθούν ταυτόχρονα και κάθε μία θα πάει σπίτι της. Την επομένη θα ξανασυναντηθούν στο ίδιο μέρος με ένα αναμμένο τσιγάρο. Όπως και για πολλές μέρες ακόμα. Όπως και όλες τις μέρες  που πέρασαν. Η μία θα ρουφάει, η άλλη θα κατεβάζει και η τρίτη θα φυσάει τον καπνό. (Τρίπτυχο, σελ. 85)

 

 

Είναι έκδηλη στα δύο παραπάνω αφηγήματα η διάθεση αμφισβήτησης του φαινομενικά ορθού, η υποδοχή του απρόσμενου και, γιατί όχι, αληθινού. Ο χρόνος, που κυλά και δημιουργεί τα αντιληπτά από τον άνθρωπο γεγονότα, έξοχα επαναληπτικός περιγελά την απατηλή εντύπωση της μοναδικότητας. Τα υπόλοιπα αφηγήματα στον ίδιο ιδεολογικό άξονα, ωστόσο όλα θεματικά διαφορετικά μεταξύ τους –να σημειωθεί αυτό, καθόσον συχνά συναντάμε μια βαρετή επανάληψη, όχι όμως εδώ– προκαλούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον και αποζημιώνουν με το παραπάνω τον αποδέκτη τους..

Στο εξώφυλλο μια φωτογραφία υγρού τοπίου από τη συγγραφέα. Μέσα στην ώχρα της διαγράφει το περιεχόμενο της ιστορίας που δανείζει τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή και υπογραμμίζει νοηματικές αποχρώσεις σε όλες τις υπόλοιπες. Αισθητικές παρεμβάσεις/λεπτομέρειες που για μια ακόμη φορά χαρακτηρίζουν τις εκδόσεις ΑΩ, συνιστώντας μαζί με το περιεχόμενο συνολικά μια εξαιρετική πρόταση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top