Fractal

Ο ενσαρκωμένος χρόνος ως η εγκοσμιότητα του βίαιου

Γράφει η Ηλέκτρα Λαζάρ // *

 

Μία κριτική ανάλυση του βιβλίου του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ «Ο Άνθρωπος ήταν η Συνθήκη της Ειρήνης» (Άπαρσις, 2021)

 

“Omnis determinatio est negation”. Κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση· το προσδιοριζόμενο είναι πεπερασμένο, σύμφωνα με τον Σπινόζα (από την 50η επιστολή του Σπινόζα στον Jeller, 2 Ιουνίου 1674), για να ακολουθήσει η άλλη εγελιανή πλευρά που μας λέει ότι η άρνηση είναι άρνηση της άρνησης και ως εκ τούτου κατάφαση. Στο ενδιάμεσο βρίσκεται η πρόταση του συγγραφέα «ο άνθρωπος ήταν η συνθήκη της ειρήνης»: μία εξωτερικότητα, μία κίνηση εξόδου και παραδόξως μία βίαιη κίνηση να διαγραφεί ό,τι έχει γραφτεί:

Ήρεμα κράτησα απ’ το χέρι

το παρελθόν

που φοβόταν σαν παιδί.

Έξω

το δέντρο που φύτεψε ο πατέρας

περίμενε υπομονετικά.

Τα φύλλα του

μου έγνεφαν από την άλλη πλευρά.

Και περπάτησα προς το δέντρο

σαν να έκανα

τα πρώτα μου βήματα (σελ. 36)

 

Μία αρχή που μοιάζει πιότερο με ένα ενδιαφέρον τετέλεσται γεμάτο ανασφάλεια. Ένας τρεμάμενος Αδάμ που συναπαντιέται με την ριζικά μοναχική πράξη, συντελούμενη μέσα στην ιερή, απόλυτη σιωπή κάποιας Εδέμ, την πράξη της συνειδητότητας: τον τριγμό της ύπαρξης που [θα] πορεύεται με τις μορφές της αμαρτίας και της αγωνίας. Ο άνθρωπος ως αιτία μόνον μπορεί να παραχθεί και να αναπτυχθεί· ως αιτία καθορίζεται, υπάρχει, συλλαμβάνεται, παραμένει και εκδηλώνεται.

«Όταν σκεφτόμαστε ένα πράγμα υπό την ιδιότητα του να πασχίζει για κάτι, το σκεφτόμαστε κατεξοχήν καταφατικά», μας λέει η Karolina Hübner[1], χωρίς να βοηθά την σπινοζική θεώρηση, αλλά ερχόμενη πολύ πιο κοντά στον τρόπο που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τον Άνθρωπο του Α.Σ. Τιχομίρ. Το ανθρώπινο, θα λέγαμε τότε, είναι η κατάφαση της ουσίας του ανθρώπινου. Και το ανθρώπινο δεν είναι παρά μία αιώνια κατεστραμμένη ιδιότητα – ή για να το πω πιο σωστά, μία υπόσταση που αποζητά να μεταβληθεί σε ρήξη. Κάποτε υπήρχε θεωρούμενο ότι διαθέτει τελειότητα, τώρα εκτείνεται διαρκώς ως η βασική ουσία που χωρίζει το ένα από το άλλο, τον έναν από το άλλο, τον έναν από τον άλλον, κοκ. Ο τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να απομακρυνθεί από την εκπυρσοκρότηση του ανθρώπινου είναι να φέρεται ως αθώος – δηλαδή σε κατάσταση άγνοιας – με ένα πνεύμα και με μία ψυχή μεν παρόντα, αλλά ονειρευόμενα, όπως επίσης και να εμφορείται από πάθος, για να μπορεί να συμ-παθεί την ενοχή, την έλξη και την απώθηση και να δίνει ελευθερία στο πολεμικό [βίαιο].

Διαβάζοντας το βιβλίο του Α.Σ. Τιχομίρ, ίσως προσπερνώντας το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους που μοιάζει ξέχωρο προς το υπόλοιπο βιβλίο, βρίσκει κανείς το ποιητικό σχήμα του να δομείται από τις έννοιες του χρόνου, του πόνου και του πλανεμένου ανθρώπινου. Ο λόγος θυμίζει λόγο θρησκευτικό, που στίχο το στίχο βάζει γερά τα θεμέλια της υπόσχεσης, ούτως ώστε κάποιος να προσδοκά κάτι βαρυσήμαντο, αλλά στο τέλος τίποτα το αξιόλογο δεν προκύπτει. Στον δεύτερο κύκλο το κεφάλαιο Α΄ κλείνει παρουσιάζοντας τον άνθρωπο ως συνθήκη ειρήνης, με μία συλλογιστική πορεία συνιστώμενη από το θέαμα του θανατωμένου:

 

[…] γιατί με γοήτευσε

ο θάνατός του.

Η αγωνία στο πρόσωπο που πέθαινε

ήταν πιο πραγματική

απ’ τον Θεό που είχα γνωρίσει.

Η πίστη

γεννήθηκε μέσα μου

για τη θρησκεία του ανθρώπου. (σελ. 32)

 

Για να απαντηθεί αμέσως μετά στο κεφάλαιο Β΄:

 

Ωστόσο

καμία υπόσχεση

δε μας συνοδεύει ως τον τάφο.

Και τ’ αγριόχορτο

της αμφιβολίας

φύτρωσε σε όσα όργωνε καιρό

η πίστη. (σελ.34)

 

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

 

Σελίδα τη σελίδα παίρνει μορφή η διαπίστωση του χάσματος, το οποίο μπαίνει ανάμεσα και χωρίζει το υποκείμενο από το αντικείμενο της επιθυμίας του – και η κατάφαση μπορεί να αποδοθεί και να ξαναδιαβαστεί, χωρίς δυσπιστία, στο ότι ο άνθρωπος μπορεί από μέσα του να δημιουργήσει τη βίαιη καταστροφή, δηλαδή να άρει την ίδια του την ύπαρξη. Υπάρχουν στιγμές μέσα στο βιβλίο που ο πόνος φανερώνεται ως φως οδηγητής μέσα στο απέραντο τοπίο του ανθρώπου. Το πάθος και ο πόνος γίνονται τα ερμηνευτικά εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο. Ο φορέας του πάθους (όχι μόνο με την έννοια του υποφέρω, αλλά και με την έννοια του περάσματος), ανοίγεται στην άπειρη δυνατότητα μορφοποίησης του· όταν η απειρότητα απελευθερώνεται, τότε το σώμα πιστεύει και αγαπά. Ο χρόνος γίνεται η άλλη όψη των πραγμάτων – οι λέξεις γίνονται, θα έλεγα, σώματα που πιστεύουν και αγαπούν και παρουσιάζουν τη σφοδρότητα και την αυξανόμενη ένταση της ύπαρξης· ένα βιβλίο περιχαρακωμένο από το πάθος της πίστης και τις γωνίες του χαμένου χρόνου, ως ένας άλλος Αβραάμ, βιωμένος συνολικά ως ένα πάθος διαρκείας που έρχεται αντιμέτωπο πρώτα με τον χρόνο και ύστερα με τον ίδιο τον Θεό. Μόνο που στην δική μας περίπτωση, πλησιάζουμε περισσότερο το ανεστραμμένο θεό – τον άρρωστο θεό του John Donne, που δεν είναι άλλος από τον ανθρώπινο άνθρωπο.

Αποσπάται ο άνθρωπος από την παραίτηση, αναζητά με πάθος τις κινήσεις ενός βλέμματος. Το να είναι ο άνθρωπος θεατός – θέατρο του χρόνου, θέαμα αιώνιο – του δίνει τη δυνατότητα να μετονομάζει τις επιλογές του σε βάσανα, να καραδοκεί ανάμεσα στους όρους της ζωής κάποια εξαντλημένη ελπίδα κάποιας θεϊκής εμμένειας, που αργότερα μετατοπίζεται στην ανθρώπινη φροντίδα (με την μορφή των ειδικών ψυχικής υγείας, της μητέρας και πιο έμμεσα της οικονόμου – μία γραφική παρουσία με πεπερασμένη, περιχαρακωμένη έμφυλη φύση). Η εποχή μας είναι η ιδανική μήτρα που γεννά μαγικές διαταραχές, ακατανοησία, συντριβή, εγκαταλελειμμένους ανθρώπους σε διαρκή κατάσταση δυστυχούς πάθους, αλλά και ανεπάρκεια στις έννοιες του χρόνου· μία ολοένα και πιο καταλυτική υπόσταση του βίαιου. Αυτά περνάνε μέσα στον Άνθρωπο του Α.Σ. Τιχομίρ, γίνονται φρικώδη οράματα, λαχανιασμένα φύλλα που δραπετεύουν από εφιάλτη, απρόσκλητο και αγενές μίσος που λιμοκτονεί το ανθρώπινο, εκστρατεία φαύλη, σεξουαλικά υποκείμενα ως αλωμένες χώρες, ξεριζωμένοι οφθαλμοί, η ντροπή και η θλίψη του παιδιού που πάντοτε θα φωλιάζουν στο παρελθόν της μητέρας, έρχονται μέσα στο βιβλίο ως ερείπια, ναυάγια του ανθρώπινου που σαπίζουν εγκλωβισμένα ανάμεσα στο πατρικό και στο μητρικό.

Πού βρίσκεται η ειρήνη; Ακόμα και οι μοναδικές ανθρώπινες παρουσίες μέσα στο βιβλίο συναντώνται είτε με τη θαμπή μορφή του φαντάσματος, είτε με τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα κι αφανέρωτα. Πρόκειται για ψευδο-πρόταση; Για μία αναλήθεια;

Κι όμως, στο βιβλίο του Α.Σ. Τιχομίρ, καμία απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι σωστή. Ακόμη κι αυτό το «ήταν» στο κέντρο της πρότασης εκβάλλει μία διακριτικότητα, είναι τόσο αόριστο που γίνεται τόσο ασφαλές· δεν θα μπορούσε να πιστεύει ποτέ πως ο άνθρωπος είναι η συνθήκη της ειρήνης, διότι αυτό θα αναμετριόταν αδιάκοπα με την σπινοζική άρνηση, αλλά και θα δημιουργούσε σφοδρή υπαρξιακή ένταση. Το πεπερασμένο του Ανθρώπου είναι ο μαρτυρικός τόπος, όπου εκεί μέσα ζει το πάθος, είναι η βλεμματική επαφή κατά την οποία ανατέμνεται ο χρόνος και βγαίνει από κει μέσα η οντολογία του βίαιου – μικρές, μικρές στιγμές από βιαιότητα που σαν τις βάλεις τη μία δίπλα στην άλλη να σε ατενίζουν, δεν μπορείς, παρά να γίνεις υποκείμενο πολέμου. Σε ένα τέτοιο σκηνικό ποίησης, σαφώς και οι ανθρώπινες παρουσίες δεν έχουν πρόσωπο· το πρόσωπό τους δεν έχει βλέμμα· το βλέμμα τους δεν έχει παρά μάτια καρφωμένα στο χώμα – πρόσωπα χώματα, τυφλωμένα πρόσωπα που κρατάνε το μαχαίρι και δεν βλέπουν το κριάρι.

Μέσα από μία τέτοια διαβρωτική κατάσταση, μπορεί η διαδικασία της ποιητικής γραφής να γίνει καθαρτική διαδικασία κι ένας τρόπος να εκφράζονται οι αντίρροπες δυνάμεις αγάπης και μίσους. Στο τέλος, θα μπορούσε ο Άνθρωπος του Α.Σ. Τιχομίρ να μουρμουρίζει σε κάτι που θα παρέπεμπε σε ένα εκτονωμένο «συγχωρώ», ένα πάμε πάλι από την αρχή. Γιατί η ειρήνη δεν μπορεί να εννοιολογηθεί, δεν μπορεί να εκτιμηθεί, δεν μπορεί καν να γίνει υπαρκτή, αν δεν υπάρχει λίγο πιο πέρα και η επαμφοτερίζουσα ψυχή της που είναι ο πόλεμος. Η κατάσταση του ανθρώπινου είναι ερμαφρόδιτη: ο αρσενικός πόλεμος από τη μία και η θηλυκή ειρήνη από την άλλη στο διαταραγμένο σώμα του ανθρώπινου χρόνου. Ο κάθε νέος σχηματισμός και ο κάθε εξαφανιζόμενος είναι πόλεμος· δεν υπάρχει ζωή χωρίς καταστροφή ζωής και χωρίς ζωική καταστροφή. [Δεν είναι καθόλου παράξενο που ο άνθρωπος δημιούργησε κελιά για όλα τα είδη και όλες τις στιγμές του ανθρώπου. Πρέπει να μετριάζει την παρουσία και την ύπαρξη του, με το να τον βάζει συνεχώς να αναμετριέται με την φύση του.]

Η πραγματική τέχνη, όμως στο βιβλίο, εκφράζεται μέσα από τη βαθειά κλειστή χώρα των οραμάτων. Τα οράματα γίνονται πιο ισχυρά από τον εξωτερικό κόσμο – ποιητικές κινήσεις που ταλαντεύονται είτε προς μία απούσα ευτυχία, είτε προς μία βαθειά μελαγχολία. Τα οράματα ίσως να μας φανερώνονται ως μία ηθική επιλογή. Ίσως στον κόσμο των οραμάτων, ο Άνθρωπος πράγματι να είναι η συνθήκη της ειρήνης.

 

 

 

* Η Ηλέκτρα Λαζάρ γεννήθηκε το 1989 και ζει στην Αθήνα. Είναι ανθρωπολόγος με υπόβαθρο στην ανθρωπο-γεωγραφία, την έρευνα, και την εκπαίδευση. Η διαρκής αποζήτηση λύσης της ανθρώπινης κατάστασης, την έχει οδηγήσει την τελευταία δεκαετία στην ποίηση. Έχει πειραματιστεί πάνω σε νέες μορφές γραφής και αφήγησης μέσα από το πρότζεκτ ποίησης TwoParts και ομαδικές συν-γραφές. Το πρώτο της βιβλίο ποίησης, με τίτλο Άγια Νήπια (Εκδόσεις Άπαρσις, 2019), πήρε το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Ποιήματα και δοκίμια κυκλοφορούν σε περιοδικά και στο διαδίκτυο.

 

 

 

_______________

[1] Hübner, K., 2015. Spinoza on negation, mind-dependence and the reality of the finite. In: The Young Spinoza, ed. Y. Melamed, Oxford Scholarship Online [διαθέσιμο στο:] https://philarchive.org/archive/HBNSON

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top