Fractal

Η γνώση, η επίγνωση, η συνειδητοποίηση

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: «Ο Αδάμ και το μήλο», εκδόσεις Οδός Πανός

 

[…] Ήσυχα: Σαν ένα μικρό κομμένο άχυρο. Μ’ όλες τις αισθήσεις στο ζενίθ και τη ζωή να φεύγει μόνη απ’ όλους τους πόρους. Σαν να ’χα κόψει τις φλέβες κι έχανα αίμα. Ολότελα μόνος, μ’ όλα γύρω μου ενωμένος, γαλήνιος και τελείως απών. Θα μπορούσα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Μοιάζει απλό: Καβαλάς το πεζούλι και πέφτεις. Ανοίγεις ήσυχα την πόρτα και φεύγεις. Σαν αεράκι που φυσά και στεγνώνει το πάτωμα πίσω απ’ τα πέλματά σου και δεν μένει τίποτε πια· ούτ’ ένα χνάρι. Ωραίο: Λίγο· μια στάλ’ ακόμα αν το ’θελα, θα το ’χα κάνει· έτοιμος ήμουν. («Δέκα», σ. 118)

 

Τα περισσότερα από τα αφηγήματα/διηγήματα στο νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου δίνουν την αίσθηση μιας προσωπικής κατάθεσης, όχι μόνο γιατί επιλέγουν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση –θα μπορούσε η επιλογή αυτή να εκληφθεί ως  τεχνική, ικανή να προσελκύσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον– αλλά κυρίως γιατί προξενούν ένα αίσθημα οικειότητας που μόνον οι πολύ προσωπικές γραφές το κατορθώνουν. Κατά πόσον, όμως, νομιμοποιείται ο αποδέκτης της γραφής, αναγνώστης ή κριτικός, να αποκρυπτογραφεί τα γραφόμενα εκτιμώντας πόση σχέση με την πραγματικότητα ενδεχομένως εμπεριέχουν και πόση μυθοπλασία έχει παρεισφρήσει σ’ έναν αρχικό πυρήνα αληθινής ζωής; Όσο περισσότερο επιτρέπει ο συγγραφέας, με τον τρόπο που χειρίζεται τα εκφραστικά του μέσα και τις αφηγηματικές τεχνικές, την αναγνωστική παραβίαση των ιδιωτικών τόπων, τόσο ο αναγνώστης θα επιχειρεί (διεκδικώντας το προνόμιο του αποδέκτη) την ερμηνεία με τα δικά του προφανώς κριτήρια και τον προσωπικό του τρόπο εισχώρησης στα ενδότερα του έργου, ενσωματώνοντας έτσι την αλλότρια ζωή στα μέτρα της δικής του. Ωστόσο, πάντοτε κερδίζει έδαφος η άλλη βαθμίδα πρόσληψης του έργου, αυτή που αφήνεται στη γοητεία της γραφής παραμερίζοντας την προκλητική σκέψη ότι όσα διαβάζουμε γράφονται πάνω στον καμβά προσωπικών γεγονότων – σε κάθε περίπτωση ας μη λησμονεί ο θιασώτης της λογοτεχνίας πως ό,τι γράφεται, ακόμα και η πιο ευφάνταστη μυθοπλασία, έχει στον πυρήνα της βιωματικές καταστάσεις, είτε εμφανείς είτε υποκρυπτόμενες. Κι ας φέρει μέσα του την υποψία πως όσο περισσότερο εισχωρεί στα άδυτα της ερμηνείας, τόσο περισσότερο υπάρχει το ενδεχόμενο να βρεθεί μπροστά σε έναν καθρέφτη (καθόλου, μα καθόλου παραμορφωτικό) με το δικό του αληθινό πρόσωπο στην επιφάνειά του.

Ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου δίνει ο ίδιος το στίγμα της γραφής του: Αφηγήσεις και διηγήματα διάφορα: Με κλωστές, ξέφτια, ρέστα, κουρέλια, σιωπές και παύσεις, πληγές και ράμματα. Μ’ ερείπια, με χαλάσματα. Μα ούτε’ ένα ψέμα. Τίποτε φτιαχτό: Κόντρα σε τόσα δισεκατομμύρια που γελούν άχαρα, μ’ έναν πονεμένο μορφασμό πάντα. Έχοντας την αριστοκρατική πολυτέλεια τής γνώσης μόνο· λίγο είναι; Θεωρώ πως κατευθύνει έτσι την ανάγνωση προς κάτι γνήσιο και αυθεντικό, με την έννοια της βιωματικής γνώσης που καταλήγει σε γραπτό λόγο, με τη διάθεση να πει αλήθειες που μας αφορούν, κι ας έχουν την αφορμή τους σε δικά του, προσωπικά τοπία. Αναγνωρίζεται, έτσι, η ωριμότητα που οδηγεί σε επεξεργασία παλαιότερων κειμένων (τα περισσότερα από τα αφηγήματα του βιβλίου έχουν πάνω τους την πατίνα του χρόνου) και τα προσφέρει τώρα δικαιωμένα για τις τότε εκτιμήσεις τους ή (κάποια από αυτά) με το βάρος που η συνειδητοποίηση της αξίας τους πρόσθεσε μέσα τους. Η αρχική γνώση ως βάση, η επίγνωση και η συναίσθηση μιας προστιθέμενης αξίας, και τέλος η συνακόλουθη συνειδητοποίηση πως αξίζει μια εκ νέου κοινοποίησή τους, μια νέα τους έκθεση στην κρίση του αναγνώστη. Από κάθε άποψη μια αξιόλογη συγγραφική κατάθεση. Στο προλογικό του κείμενο άλλωστε γράφει ο ίδιος:

 

Οι λευκές σελίδες ωστόσο δεν διαμαρτύρονται διόλου: Τα δέχονται όλα: ό,τι κι αν τις ταΐσεις. Τα βάζεις ένα –ένα στη σειρά όπως θες, κι αφήνεις κατά μέρος τις ακριβείς χρονολογίες· που στο κάτω-κάτω όσο περνούν τα χρόνια, όταν μάθεις πια να μετράς με αιώνες, δεν έχουν και μεγάλη σημασία, παρά μόνο για κάτι γερο-παρατατικούς. (σ.13)

 

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

 

Ως μία ξεχωριστή ενότητα λειτουργούν λίγα κείμενα (προτάσσονται των υπολοίπων) που αποτυπώνουν τον προβληματισμό/σκεπτικισμό του συγγραφέα σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα, για την εξήγηση της οποίας πηγαίνει πίσω κάποιες δεκαετίες διατυπώνοντας την άποψή του για την κακοδαιμονία μας ως δημοκρατικό καθεστώς αλλά και ως έθνος. Χωρίς να συνδέονται οργανικά εμφανώς με τα υπόλοιπα αφηγήματα, καθώς καταργείται μέσα τους κάθε υποψία μυθοπλασίας, διαβάζονται ακριβώς γι’ αυτό που είναι, δηλαδή σκέψεις που υπερβαίνουν το ατομικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται τα αφηγήματα του βιβλίου· η μόνη σύνδεση μεταξύ τους είναι ο συμφυρμός του ατομικού βιώματος με το κοινωνικό. Φυσικά θα μπορούσαν να λείπουν, ωστόσο, δεν λειτουργούν αρνητικά στο σύνολο, κάτω από την παραπάνω οπτική της ανάγνωσης. Τα καθαρά λογοτεχνικά κείμενα που ακολουθούν μοιάζει να τεκμηριώνουν τις σκέψεις που έχουν προηγηθεί μεταφέροντας την κοινωνική αταξία στον ιδιωτικό χώρο. Κρατώ από αυτά τα κείμενα προβληματισμού μια διαπίστωση, ικανή να κινητοποιήσει τη σκέψη μας, παρά τον χρόνο που έχει περάσει από την πρώτη της γραφή – η ίδια πικρή γεύση, η ίδια σκληρή αλήθεια:

 

[…] Έχει έρθει ο πληθυσμός ολόκληρος και το ίδιο το Κράτος σ’ έν’ απέραντο αδιέξοδο κι όμως κανείς δεν νοιάζεται στ’ αλήθεια. Κανείς δεν τολμάει να πει την αλήθεια: Πως πρέπει να θελήσουμε, όλοι, να δουλέψουμε σκληρά με όραμα, με κέφι. («Το σεντούκι του παππού», σ. 20)

 

Όμως, τα αφηγήματα/διηγήματα του βιβλίου, καταλαμβάνοντας τη μέγιστη έκταση της έκδοσης, μας φέρνουν σε επαφή με το γνώριμο ύφος της γραφής του Αδαμόπουλου. Γλαφυρή αφήγηση, εύστοχη μείξη των αφηγηματικών με τα διαλογικά μέρη, χιούμορ και σαρκασμός, όταν χρειάζεται, και σχεδόν σε όλα η αίσθηση πως ο γράφων κάνοντας αποτίμηση ζωής (είτε αποτυπώνοντας βιωματικές καταστάσεις είτε επινοώντας μυθοπλαστικές εκδοχές τους) καταλήγει σε συνειδητή θεώρηση της θέσης του ατόμου στον κόσμο – πώς εκτιμά τις ευκαιρίες που του δίνονται, πώς αποθησαυρίζει όσα αξίζουν και πώς αξιολογεί τελικά τις ανθρώπινες σχέσεις, έτσι που κατασταλάζουν μέσα στον χρόνο.

 

[…] Από εκείνες τις καταστάσεις που εμείς δεν τις ξέρουμε πια –γιατί έχει κοπεί η συνέχεια – ούτε καν από αφηγήσεις παλαιοτέρων, γιαγιάδων, παππούδων, γιατί και οι δικοί μας παππούδες τελείωσαν τις μέρες τους στα άσυλα, μόνοι, χωρίς να προλάβουν να μας διδάξουν αυτά που τους είπαν εκείνων οι παππούδες πριν τελειώσουν τις δικές τους μέρες. […] Ενέργειες που δεν τις ξέρουμε πια εμείς, γιατί δεν στέκουν στα χάρτινα σκηνικά μας και δεν τις αντέχουν οι ευαίσθητες οθόνες. («Εκείνος που έψαχνε τον Θεό», σ. 133)

 

Κείμενα που κοιτάζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη. Γραφή τολμηρή, χωρίς υποκριτικές υποχωρήσεις. Αληθινή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top