Fractal

Νυχτερινό Ταχυδρομείο

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

“Νυχτερινό Ταχυδρομείο”, Χόντα Μπαρακάτ, εκδόσεις Κέδρος.

 

Το μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Λιβανέζας συγγραφέα Χόντα Μπαρακάτ, «Νυχτερινό ταχυδρομείο» απέσπασε το μεγάλο βραβείο του Αραβικού Μυθιστορήματος 2019, ενώ βρέθηκε στη shortlist για το Man Booker International του ιδίου χρόνου. Κεντρικό θέμα του βιβλίου η πολύπαθη πόλη της Βηρυτού, κατά την περίοδο του καταστροφικού εμφυλίου. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η εν λόγω συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα του πολέμου, του εκπατρισμού, της αποξένωσης και της απώλειας. Είναι ζητήματα που την απασχολούν, καθώς και η ίδια επέλεξε να αυτοεξοριστεί και να απομακρυνθεί διά βίου από την πατρίδα της, εξαιτίας των πολέμων αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας που επικρατεί εδώ και χρόνια στην περιοχή όπου μεγάλωσε.

Έτσι και σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται τα θέματα αυτά, μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που περιγράφει. Ιστορίες που είναι ενδεικτικές των ζωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος Άραβας, εντός και εκτός των συνόρων της πατρίδας του. Ταυτόχρονα η συγγραφέας ρίχνει φως στις πολλαπλές πτυχές της ανατολίτικης κοινωνίας που πασχίζει ακόμα να ορθοποδήσει, να αφήσει πίσω της τα τραύματα και να συντονιστεί με τη νέα πραγματικότητα. Πρόκειται για ιστορίες καθημερινών ανθρώπων από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα· με την αφήγησή της η Μπακαράτ ξεγυμνώνει τα ανθρώπινα πάθη, τις αδυναμίες, τις ψευδαισθήσεις, τους φόβους και τις προκαταλήψεις σε μια εποχή και σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά και δεν θυμίζει πλέον σε τίποτα εκείνον που γνώρισε η ίδια ως παιδί και ως νέα. Μαθαίνουμε γι’ αυτές τις ιστορίες μέσα από τις ανεπίδοτες επιστολές των ηρώων που τις γράφουν ως πράξη εξομολόγησης, αυτοπροσδιορισμού, αλλά και εξιλέωσης. Ξετυλίγονται ξεχωριστά η καθεμία, αλλά τέμνονται τελικά και αποτελούν ένα όλο, ένα αρθρωτό υψηλών αξιώσεων μυθιστόρημα με επίκεντρο τον άνθρωπο, τις επιλογές αλλά και τη μοίρα του. Ούτως η άλλως η λογοτεχνία όπου γης είναι ομόθυμη των ζητημάτων που απασχολούν διαχρονικά όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο, κι όπου υπάρχουν άνθρωποι. Εντούτοις, η συγγραφέας δεν παίρνει θέση, παρότι σε ένα βαθύτερο επίπεδο συμπάσχει και κατανοεί τις πράξεις των ηρώων, ακόμη κι εκείνες που προκαλούν απέχθεια και αποτροπιασμό. Δεν διστάζει να τους αποκαλύψει και να ξεγυμνώσει τα ένοχα μυστικά τους· έπειτα τους αφήνει στη δικαιοδοσία του αναγνώστη, εκείνος/η είναι ο απόλυτος κριτής, είναι εκείνος που θα τους αξιολογήσει, τελικά, και ή θα τους συγχωρέσει ή θα τους καταδικάσει. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το βιβλίο θίγει κεφαλαιώδη υπαρξιακά ζητήματα, ζητήματα που αφορούν την πίστη, τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, το πεπρωμένο του από το οποίο είναι σχεδόν απίθανο να διαφύγει… Σε ποιο βαθμό ο άνθρωπος είναι άμοιρος ευθυνών, όταν όλα είναι προδιαγεγραμμένα από τη γέννησή του, «ίσως ακόμη και από τη στιγμή της σύλληψης»; αναρωτιέται στις περισσότερες από τις ιστορίες της η συγγραφέας, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Και σε ποιο βαθμό διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, όταν οι συνθήκες επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες; Το ερώτημα τίθεται προς διερεύνηση, και απευθύνεται εμμέσως πλην σαφώς στον αναγνώστη.

Το βιβλίο της Χόντα Μπαρακάτ είναι πρωτίστως ερωτικό, αφού διαπνέεται από έντονα συναισθήματα, ενώ ο έρωτας στις διάφορες εκδοχές και εκφάνσεις του παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πορεία της ζωής των ηρώων. Κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους αποτελούν, στην ουσία, ένα και το αυτό πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με πολλαπλά προσωπεία και εκδοχές, όσες και οι επιστολές που γράφονται. Οι χαρακτήρες που επινοεί η συγγραφέας είναι στην πλειονότητά τους ηττημένοι άνθρωποι. Ηττημένοι από τις συνθήκες, ηττημένοι, ωστόσο, κι από τις προσωπικές τους επιλογές, θυμίζουν σπασμένα αθύρματα, άψυχα όντα που απεγνωσμένα ζητούν δικαίωση. Αναζητούν επίσης τον δρόμο της επιστροφής, της πορείας προς τη λύτρωση, προς τη συγχώρεση αλλά και προς έναν κόσμο που χάθηκε και δεν υπάρχει πια, που έχει εξαφανιστεί από καιρό κάτω από τα ερείπια των βομβαρδισμών, κάτω από το βάρος της ξενιτιάς που τον πλακώνει. Και είναι τελικά, όπως περιγράφει η ίδια σε μία από τις συνεντεύξεις της, ένα βιβλίο για την απώλεια των τόπων και των πρώτων καταφυγίων της παιδικής μας ηλικίας, για την απώλεια της αθωότητας και της ελπίδας. Επιστολές, λοιπόν, που χάθηκαν στη δίνη του χρόνου, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις συνέγραψαν· είναι μετανάστες, εξόριστοι της ζωής, αυτοεξόριστοι αλλά και παραβάτες της, περιπλανώμενες ψυχές που προσπαθούν να βρουν λιμάνι και διέξοδο στα τραγικά αδιέξοδά τους. Και όλα αυτά περιγράφονται με μια απλότητα συναρπαστική· με μια γλώσσα εξίσου ανεπιτήδευτη και απλή και καθημερινή, μακριά από εκζητήσεις και υπερβολές, και εδώ έγκειται, πιστεύω, η επιτυχία του βιβλίου.

 

 

Ηοda Barakat

 

 

 

Μικρό απόσπασμα:

«Ο φόβος σύρθηκε στην ψυχή μου, έκανε τις ώρες αναμονής ακόμα πιο μαρτυρικές και δεν ήταν ο φόβος του θανάτου- η κόλαση δεν θα ήταν χειρότερη από αυτό που έζησα σ’ εκείνη τη φυλακή- αλλά ήταν ένας φόβος που δεν αναγνώριζα πια, ούτε μπορούσα να αντιληφθώ από πού πήγαζε ή απέρρεε. Ώσπου προτίμησα να κάθομαι μαζί τους… Άκουα για παράδειγμα τα ανέκδοτα που έλεγαν και σκεφτόμουν, ίσως δεν είναι τόσο κτήνη όσο δείχνουν, ίσως έχουν ίχνος ανθρωπιάς, ίσως μάλιστα έχουν οικογένεια και παιδιά, και τότε τους επαναλάμβανα ότι ήμουν αθώος. Εκείνος ο φόβος, μητέρα, εκείνος η άφατος τρόμος με κυρίευσε εντελώς, με μετέφερε σε κατάμαυρα σαν πίσσα βάθη. Κόντεψα να πέσω στο βάραθρο της παραφροσύνης, όταν άρχισαν να με βιάζουν..».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top