Fractal

Μια ιστορία αγνής αγάπης, με αύρα αστυνομικής πλοκής

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Santiago Gamboa «Νυχτερινές ικεσίες», Βασιλική Κνήτου, εκδ. Πόλις, σελ. 400

 

Ο Κολομβιανός φοιτητής φιλοσοφίας Μανουέλ, ακολουθεί τα ίχνη της εξαφανισμένης από χρόνια αδερφής του Χουάνα, βήματα που τον οδηγούν στην Μπανγκόκ, όπου μπλέκεται σε μια ιστορία με έντονα στοιχεία αστυνομικού νουάρ και βρίσκεται υπόδικος και προφυλακισμένος με βαριές κατηγορίες. Εμπιστεύεται τον άνθρωπο που αναλαμβάνει να αποδείξει την αθωότητά του και ξεκινά την αφήγηση της μοναχικής του ζωής.

Ο «ψυχαναλυτής» – πρόξενος της Κολομβίας, ακούει για τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, τα αργόσυρτα και επώδυνα. Ακούει για έναν πατέρα άβουλο στην δουλειά μα δεσποτικό στο σπίτι, «με καρδιά στενή, που δεν είχε και κανέναν σπουδαίο λόγο να εκφράζει πληθωρικά την αγάπη του», για μια μητέρα που περιφρονεί σιωπηλά τον σύζυγό της, και «είχε έναν τρόπο να χειρίζεται τα προβλήματα, σύμφωνα με τον οποίο δεν έπρεπε να τα συζητάς όταν προέκυπταν αλλά να παριστάνεις πως δεν υπήρχαν, και μετά να τα βγάζεις στην φόρα μπροστά στους άλλους, ρεζιλεύοντας τον μπαμπά… Τόσο πικρόχολη και κακόψυχη ήταν».  Μα περισσότερο απ’ όλους, ακούει για μια μεγαλύτερη αδερφή, καλομαθημένη και χαϊδεμένη, την μόνη ωστόσο που τον αγαπά πραγματικά, τον πλησιάζει με τρυφερότητα  και τον βοηθά να επιβιώσει.

Η Χουάνα τον καταλαβαίνει, στηρίζει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, μοιράζονται την ίδια αγάπη για τον κινηματογράφο και τα βιβλία, αφού και οι δύο βλέπουν ότι « μόνο στο σύμπαν της Τέχνης θα μπορούσε η ζωή τους να μεταμορφωθεί σε κάτι όμορφο». Και νιώθουν ελεύθεροι μόνο ανεβαίνοντας στην στέγη του σπιτιού τους, «βλέποντας τα αεροπλάνα που διέσχιζαν τον ουρανό, γιατί ήξεραν ότι έτσι θα έφευγαν κι εκείνοι μια μέρα». Τα αδέρφια δένονται, μοιράζονται σκέψεις  και περιμένουν με αδημονία την στιγμή που θα καταφέρουν να διαφύγουν από αυτή την χώρα που τους πληγώνει με κάθε τρόπο, από μια κοινωνία βαθιά διεφθαρμένη, εθισμένη στα ναρκωτικά, το σεξ και το αλκοόλ, που συμβιβάζεται και συμμαχεί με παραστρατιωτικές οργανώσεις, διαβρωμένη εκ των έσω, τόσο που ακόμα κι εκείνοι που την πολεμούν καταλήγουν βαθιά κυνικοί.

«…Μου φαίνεται σαν να την βλέπω τώρα να στέκεται στο πεζοδρόμιο με τα χέρια χωμένα στις τσέπες….Τρώγαμε ό,τι να ’ναι και μιλούσαμε για τα μαθήματα που παρακολουθούσα, για τα διαβάσματά μας, για το σινεμά, κάποιες φορές και για πολιτική ακόμα, αλλά ενόσω της μιλούσα ή την άκουγα να μιλάει ένιωθα κάτι παράξενο, ένα είδος προκαταβολικής νοσταλγίας, λες και σ’ εκείνες τις κουβέντες μας διαισθανόμουν ήδη αυτό που θα γινόταν λίγο αργότερα: την εξαφάνισή της, τον τρόπο με τον οποίο, έξαφνα και χωρίς να έχει συμβεί τίποτα ιδιαίτερο, έπαψε να βρίσκεται ανάμεσά μας, χωρίς μια λέξη…»

Ψάχνοντας και ρωτώντας σε όλη την Μπογκοτά, ο Μανουέλ μαθαίνει πως η εξαφάνιση της αδερφής του ίσως και να είχε να κάνει μ’ έναν κόσμο παντελώς άγνωστο στον ίδιο: αυτόν της πορνείας. Τα ίχνη της οδηγούν στην Ιαπωνία μέσω Ντουμπάι και Μπανγκόκ. Χρησιμοποιώντας το ίδιο παράνομο κύκλωμα προς ίδιον όφελος, ακολουθεί την διαδρομή της αδερφής του, σαν εκούσια να επιλέγει τον ίδιο του τον Γολγοθά, αφού τίποτα δεν εξελίσσεται όπως το υπολόγιζε και καταλήγει στην φυλακή. Μέσα στο υγρό κελί του θα τον επισκέπτεται  συχνά ο Πρόξενος που πείθεται για την αθωότητά του και αναλαμβάνει να συνεχίσει την έρευνα της εξαφανισμένης Χουάνα. Όχι μόνο για να τον γλυτώσει από την θανατική ποινή αλλά και επειδή η χωρίς συναισθηματικές υπερβολές αγάπη ανάμεσα στα δύο αδέρφια, τον συγκινεί βαθιά.

Λόγος συχνά αποφθεγματικός, ροή συναρπαστική, γρήγορη, μεστή αφηγηματική δομή, παρά την πολυφωνία του η οποία δεν κουράζει στο ελάχιστο. Αντίθετα, δίνει ορμή και ζωντάνια εντυπωσιακή. Εκτός από τον Μανουέλ, τα κενά της ιστορίας του καλύπτονται από την αδερφή του, σε ρόλο επίσης αφηγητή. Και ο πρόξενος ωστόσο, συγκλονισμένος από την περιπέτεια της ζωής τους, νιώθει την ανάγκη να μιλήσει κι εκείνος, ως η τρίτη γλαφυρή φωνή της αφήγησης. Οι μονόλογοι της διαδικτυακής περσόνας που παρεμβάλλονται, συνθέτουν την εξέλιξη, σαν κομμάτια ενός παζλ που ψάχνουν την θέση τους, χωρίς διόλου να διακόπτουν τον ρυθμό.

 

Santiago Gamboa

 

Ένας ποταμός είναι αυτό το μυθιστόρημα, μια ιστορία αγνής αγάπης, με αύρα αστυνομικής πλοκής. Βία, μοναξιά, εξέγερση, οδύνη, ενοχή και φόβος, περιγράφονται παραστατικά στις διαδρομές των ηρώων σε Μπογκοτά, Δελχί, Μπανγκόκ, Τόκιο, Τεχεράνη, άνθρωποι εύθραυστοι μέσα σε πόλεις – φαντάσματα, που αναζητούν την φυγή σαν μια τεράστια ανάγκη: να επινοούν κίνητρα για να συνεχίσουν να ζουν, έχοντας παράλληλα την ισχυρή αίσθηση πως έχουν ήδη χάσει πριν καν μπουν στο παιχνίδι. Μια αφήγηση που διακόπτεται και συμπλέκεται αριστουργηματικά και εστιάζει σε πτυχές της καθημερινής ζωής, από όπου ωστόσο αναδύεται και το πολιτικό σκηνικό της εξουσίας της διαφθοράς. Ποτέ δεν έτυχε στο παρελθόν να διαβάσω πολιτική καταγγελία τόσο λυρικά δοσμένη όσο αυτήν για το καθεστώς της Κολομβίας: «...Έτσι είναι αυτή η μισητή πόλη: ικανή να μας παραπλανά με την ηδονή, την ώρα που στην πραγματικότητα μας βασανίζει, μια ηδονή αδιανόητη σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, αλλά καθώς εκεί πέρα είναι το μόνο που ξέρουμε, όλοι πιστεύουν πως έτσι είναι η ζωή, πως έτσι είναι η ηδονή και η ευτυχία..

Μια μεγάλη ελπίδα που διαψεύστηκε είναι ουσιαστικά η ιστορία που αφηγούνται και οι τέσσερις, ένα όραμα απλησίαστο ως το τέλος, με την λογοτεχνία να ανοίγει την πόρτα σ’ αυτήν την ελπίδα και στα όνειρα, αφού, από μόνη της, είναι η μεγάλη απόδραση. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που μέσα στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν εξαίρετοι δημιουργοί, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, φιλόσοφοι.

Σε μια φράση του Πρόξενου, κρύβεται το πραγματικό νόημα ολόκληρης της ιστορίας αλλά και η ερμηνεία του εντυπωσιακού τίτλου:

«…Νυχτερινές ικεσίες.

Εκείνες οι λέξεις που δεν ξεστόμισαν και τώρα τις σκέφτονται και ακούγονται μέσα στον νου τους σαν σπαραχτικά ουρλιαχτά, κραυγές αγωνίας και αγάπης. Δυο σιωπηλές λιτανείες κι εγώ στη μέση αυτής της παράξενης καταιγίδας, κοντά σ’ έναν πλανήτη που έφτιαξαν οι δυο τους και που δεν τον κατοίκησαν ποτέ. Δυο ευάλωτα πλάσματα που λαχταρούν να βρεθούν μαζί και να ξεχαστούν απ’ όλους, αλλά η ζωή ορθώνεται ανάμεσά τους σαν τοίχος…»

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top