Fractal

«Μοιάζει με ακατανίκητη θρησκεία»

Γράφει ο Γιώργος Φρέρης // *

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα: “Ντελικάτη γυναίκα” Πόλις, Θεσσαλονίκη, σελ. 64

 

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή, η δέκατη κατά σειρά, της καταξιωμένης ποιήτριας Αλεξάνδρας Μπακονίκα, Ντελικάτη γυναίκα, ξαφνιάζει ιδιαίτερα τον αναγνώστη της, που είναι εξοικειωμένος από τον μέχρι τώρα  ποιητικό της λόγο, με το έντονο δηλαδή και προκλητικό κάποιες φορές ερωτικό της ύφος, που στην τελευταία της συλλογή, αλλάζει μορφή. Πουθενά δεν συναντά ο αναγνώστης κάτι από τα τολμηρά ηδονικά ποιήματά της με την προκλητική σεξουαλικότητα και τον ανύπαρκτο βιωματικό λόγο. Πουθενά δε διακρίνει κανείς τον τρυφερό και συνάμα σκληρό ερωτικό λόγο που ενυπήρχε, σαν καταστάλαγμα μιας «πολεμικής σύρραξης» πάθους ανάμεσα στα δύο φύλα στις εννέα παλιότερες ποιητικές της συλλογές. Αποτελεί παρελθόν πλέον ο φανερός ποιητικός ρεαλισμός του Χριστιανόπουλου στον ποιητικό της λόγο. Τώρα διαπιστώνουμε τον απόηχο μιας έντονης ηδονικής πορείας που προκαλεί οδύνη, ένα συγκρατημένο σπαραγμό, ένα ελεγχόμενο νοσταλγικό ερωτηματικό που προκύπτει από την απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, όπως υμνήθηκε και παρουσιάστηκε με λυρικότητα από τον «πρίγκιπα» της ποίησης, Ν. Α. Ασλάνογλου.

Κινούμενη πάντα στο ποιητικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης, η ποιήτρια Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ως γνήσιο πνευματικό παιδί της «νέο-ερωτικής τάσης» που ο Καβάφης ενέπνευσε στο μετεμφυλιακό αυστηρό συντηρητικό και ηθικό κλίμα της πόλης, εκφράζει κι εξιστορεί με αφορμή το θάνατο της αγαπημένης της κόρης Ιουλίας, το τέλος της ζωής μιας όμορφης και νέας γυναίκας, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη ένα τρυφερό προσωπικό ποιητικό μνημόσυνο, ρεαλιστικό, χωρίς υπερβάσεις, όπου, για άλλη μια φορά, το βιωματικό στοιχείο μόλις και διακρίνεται αμυδρά.

Τα 46 ποιήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο άνισες ενότητες: της «Διαδρομής» και του «Παραπόνου», αφήνοντας να διαφανεί ότι στην μεν πρώτη, εξιστορείται η πλοκή ενός γεγονότος, στη δε δεύτερη, εκφράζεται ο «καημός» της. Η ποιητική αφήγηση αρχίζει με την επίκληση προς την «Αγάπη της αλήθειας», όχι μόνο για να καταστήσει μάρτυρα της διήγησης τον αναγνώστη, αλλά κυρίως γιατί επιθυμεί αυτή η εξιστόρηση, αυτή η νέα αφήγηση, να την βοηθήσει να ξεπεράσει τα έντονα αισθήματα πόνου. Αναζητά παρηγοριά, θέλοντας έμμεσα να μοιραστεί το δράμα της με τον αναγνώστη, εξηγώντας του τι της συμβαίνει, τι βιώνει κι αισθάνεται, πως αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση :

Αγάπη της περιπάθειας

αντιπαλεύω με φονικές λύπες,

στείλε την παρηγοριά σου (σ. 11)

καταθέτει στην αρχή της αφήγησής της. Στην ουσία υπονοεί ότι ομορφιά και έρωτας, φθονούνται από το θάνατο. Και θεωρεί υπεύθυνο του όλου δράματος, τον άντρα, αυτόν που μαγεύει, πιθανόν γιατί το θύμα του βρίσκει σ’ αυτόν  την εκπλήρωση της επιθυμίας του :

Είσαι η επιτομή για ό,τι μου αρέσει σ΄ έναν άνδρα (σ. 12)

ομολογεί, καθιστώντας τον υπαίτιο του πόθου, του έρωτα, που εμπνέει στο θύμα του, δύο αισθήματα που ταυτίζονται και που η αφηγήτρια θεωρεί ως

κορωνίδα των αισθήσεων,

πλανεύει νου και σκέψη.

Αφή και έρωτας συνταυτίζονται (σ. 18)

μας λέει. Και η αφήγηση συνεχίζεται διατυπώνοντας διάφορα στάδια ενός σφοδρού έρωτα που

διαφεντεύει, σφυρηλατεί, διαπλάθει (…).

Απτή, αδιαφιλονίκητη η εξουσία του (σ. 23)

μονολογεί.

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

 

Μ’ αυτήν την ποιητική της συλλογή, η Μπακονίκα στοχεύει ν’ αποτυπώσει την πορεία την εκλιπούσης, περιγράφοντας την έντονη έλξη της ομορφιάς της, την εφηβική της συμπεριφορά, την τάση της για θρίαμβο, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, τις επιφυλάξεις της για το άμεσο περιβάλλον τους -κάτι που επαληθεύθηκε- αφού

Τα θηρία φέρνουν τρόμο, πανικό, ασφυξία (σ. 29),

για να καταλήξει πως η «κρυφή» τους διαφορά ήταν στην αντιμετώπιση των αξιών:

Μόνο στη δύναμη υποκλίνεστε

όλα τα άλλα υποκρισίες (σ.30).

Τελικά όμως, το εσωτερικό δράμα που διαισθάνεται η ποιήτρια-μητέρα γίνεται αποδεκτό από το θύμα-κόρη:

Στο σπίτι μας θα γίνει φόνος,

ο θύτης, ερεβώδης σαν εωσφόρος, τον έχει στα σκαριά.

Στο σπίτι μας εξυφαίνεται η πιο μαύρη κόλαση (σ.34),

γεγονός που θα επιταχύνει την έλευση της καταστροφής:

Το μαράζι της ήττας κι αποτυχίας

είναι μαρτύριο, πτώση από γκρεμό,

σακάτεμα, γδάρσιμο ψυχής (σ. 44),

διαπίστωση που θα αναγκάσει το αφηγηματικό εγώ να διερωτηθεί αν το θύμα αντέξει στις συνέπειες που προκλήθηκαν. Γι’ αυτό και η αφηγήτρια αναρωτιέται έμμεσα, εκφράζοντας ξεκάθαρα τις υποψίες της για τον σκληρό αγώνα που την περιμένει.

Μέσα στα πλήγματα και τη λαίλαπα του άλγους

θα κριθείς αν θα αντέξεις (σ. 45).

Κι αρχίζει από το σημείο αυτό η σπαρακτική περιγραφή του μοιραίου τέλους, στο νοσοκομειακό περιβάλλον, όπου «

Νιάτα στον ανθό της ηλικίας τους

βασανιστικά παραδίδονται στον θάνατο (σ. 49).

Εξιστορείται ο αγώνας της ομορφιάς ενάντια στο θάνατο, με τα σκαμπανεβάσματα της υγείας και την έντονη επιθυμία για ζωή, με την επιμονή του σώματος ν’ αντιδρά και να παραπονιέται:

Μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου,

πριν βρει τη δύναμη να μακιγιαριστεί,

το γερό αναφιλητό της, οι λυγμοί,

το σχίσιμο της καρδιάς,

το παράπονό της για την κατάρα της αρρώστιας (σ. 54)

για την απάθεια του θανάτου, που χωρίς αισθήματα, παγερός, διψά να κατακτήσει, να αφανίσει την ομορφιά:

Όσο πιο ντελικάτη είσαι,

ο θάνατος λαφυραγωγός

της πιο ασύλληπτης τραχύτητας (σ. 55).

 

 

Είναι φυσικό το ποιητικό εγώ να διαπιστώνει το κενό που άφησε η απώλεια της κόρης στη ζωή της, να αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά τον κόσμο και να κατανοεί τις νέες περίτρανες αλήθειες, με τις οποίες στο εξής, υποχρεωτικά, θα συνεχίσει την υπαρξιακή της πορεία. Κι αυτές είναι η ανάμνηση, η αναβίωση του παρελθόντος, η ανάδειξή της σε σύμβολο-μύθο:

Σκλαβώθηκα από την άφθαρτη ανάμνησή σου.

Μοιάζει με ακατανίκητη θρησκεία

Που ριζώνει και βαθαίνει,

Με αρχέγονο μύθο που φωτίζει τρανές αλήθειες.

 

Είμαι υπόδουλη στην άφθαρτη ανάμνησή σου –

Σε ό,τι συναποτελεί τον μύθο σου,

Στην παραδεισένια φαντασμαγορία

Που έφερες στη ζωή μου (σ. 58).

 

Έντονα σημαδεμένη από το θάνατο, την απουσία της λατρεμένης κόρης, η Μπακονίκα δε μοιρολογεί, δεν ενδιαφέρεται να στείλει κάποιο μήνυμα. Περιορίζεται να συνειδητοποιήσει τι της συμβαίνει, να ρίξει λίγο φως στο άδικό τέλος της ομορφιάς μιας ζωής, με  τα ασίγαστα πάθη, τις σφοδρές επιθυμίες, για ό,τι συγκλονίζει τελικά τον πυρήνα της ύπαρξής μας. Η επίμονη ανάγκη της να εκφράσει με αισθητική ποιότητα τον βαθύτερο εσωτερικό της κόσμο, την ωθεί να ανιχνεύσει τις ποικίλες εκφάνσεις μιας ζωής, μιας όμορφης κανονικής ύπαρξης, με το κοινωνικό περιβάλλον, σε πλήρη συνάρτηση με τον κόσμο, με την κοινωνία. Χωρίς μελοδραματισμούς και με αξιοπρέπεια, αναζητά μια έκφραση αυτογνωσίας και την διατυπώνει με πόνο βουβό, συνομιλώντας με την απούσα, καταθέτοντας μέσω του λιτού ποιητικού λόγου στην αιωνιότητα, την τρυφερή «συνωμοτική» τους σχέση, που ο αναγνώστης αυτού του μοναδικού της πονήματος προσλαμβάνει ως βοήθεια για τα μελλούμενα ή ως στάση ζωής για την εύθραυστη ύπαρξή μας.

 

 

* Ο Γιώργος Φρέρης υπηρέτησε ως Δάσκαλος Γαλλικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1973-85) κι ως Καθηγητής Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. (1985-2013). Δημοσίευσε εννέα ποιητικές συλλογές και μετέφρασε στην ελληνική πολλούς γάλλους ποιητές και στη γαλλική έλληνες δημιουργούς.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top