Fractal

✔ Νίνα Κουλετάκη: «H ζωή είναι πολύ πιο ευφάνταστη κι απρόβλεπτη από την τέχνη» 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου  //

  

 

Η συγγραφέας Νίνα Κουλετάκη μιλά για το νέο της βιβλίο “Φόνισσες” (Εκδόσεις Κύφαντα, 2019), στο οποίο έχει καταγράψει εγκλήματα που διαπράχτηκαν από γυναίκες, και εξηγεί γιατί αρέσει στον κόσμο να παρακολουθεί και να διαβάζει “σκοτεινές” ιστορίες.

 

Κυρία Κουλετάκη, πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο “Φόνισσες” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κύφαντα.   

Οι «Φόνισσες» είναι ένα βιβλίο που κυοφορούσα πολλά χρόνια και άργησε να βγει για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν η ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία της πολυεπίπεδης έρευνας που όφειλα να πραγματοποιήσω πριν τη συγγραφή και ο δεύτερος το ότι κάποια άλλα συγγραφικά σχέδια υλοποιήθηκαν πριν αυτό.  Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, αφορά σε ιστορίες γυναικών που έχουν εγκληματήσει –πραγματικές ιστορίες, δεν υπάρχει ίχνος μυθοπλασίας στο βιβλίο- και οι οποίες καλύπτουν μια περίοδο περίπου 2.000 ετών, από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Περιγράφονται εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί από γυναίκες, σε διάφορες χώρες του κόσμου και στις πέντε ηπείρους, με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους. Μια μινιατούρα εγκυκλοπαίδειας της γυναικείας εγκληματικότητας.  

 

Το βιβλίο αποτελεί καταγραφή πραγματικών εγκλημάτων, αλλά δεν κινείται στα αυστηρά πλαίσια ενός εγκληματολογικού/επιστημονικού συγγράμματος, είναι σαφώς γραμμένο με πιο εύληπτο τρόπο. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να γράψετε αυτό το βιβλίο;  

Δεν θα μπορούσε να κινείται στο πλαίσιο ενός εγκληματολογικού/επιστημονικού συγγράμματος, καθώς δεν είμαι εγκληματολόγος και οι επιστημονικές ή όποιες άλλες γνώσεις έχω στο θέμα προέρχονται από τις αναγνώσεις μου και μόνο. Το βιβλίο ήρθε ως επιστέγασμα του ιστολογίου μου «Έγκλημα και Τιμωρία» (https://eglima.wordpress.com/), που διατηρώ από το 2006, είναι αυστηρά μονοθεματικό και καταπιάνεται με πραγματικές ιστορίες εγκλημάτων ανά τον κόσμο, καθώς και την απεικόνιση του εγκλήματος στην λογοτεχνία και τις τέχνες. Το ότι το ιστολόγιο συνεχίζει την πορεία του επί δεκατέσσερα χρόνια, χωρίς διακοπή, με φανατικό αναγνωστικό κοινό και με αναγνωρισιμότητα από τους ειδήμονες του χώρου ως σοβαρή και εμπεριστατωμένη δουλειά, με ώθησε στην δημιουργία και του βιβλίου. 

 

Γιατί επιλέξατε γυναίκες δολοφόνους και όχι άντρες – ή και τα δύο;  

Επειδή θεώρησα πως όλα τα κεφάλαια του βιβλίου θα έπρεπε να έχουν ένα είδος ομοιογένειας, είτε αναφορικά με το φύλο ή την ηλικία του δράστη, την χώρα προέλευσης, το είδος ή το όπλο του εγκλήματος κλπ. Επέλεξα να γράψω για γυναίκες εγκληματίες για διάφορους λόγους. Στην παγκόσμια ιστορία της εγκληματολογίας, η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες και παιδιά, οπότε θεώρησα πως θα είχε ενδιαφέρον να δούμε και την άλλη πλευρά, εκείνη της γυναίκας στον ρόλο του θύτη. Επίσης, η νομοθεσία πολλών κρατών μέσα στους αιώνες επιφύλασσε διαφορετική αντιμετώπιση για τις γυναίκες δολοφόνους σε σχέση με τους άντρες και η τιμωρία τους ήταν άλλοτε σκληρότερη κι άλλοτε περισσότερο επιεικής, ανάλογα με τη χώρα. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που το ίδιο το κράτος με τους νόμους του, η κοινωνία με την δυσανεξία της στο διαφορετικό ή ακόμη και η Εκκλησία με τον άτεγκτο συντηρητισμό της ή η ελλειπής ιατρική μέριμνα, συνετέλεσαν ώστε κάποιες γυναίκες να φτάσουν μέχρι το έγκλημα, κάτι που δεν ισχύει –σε τόσο μεγάλο βαθμό τουλάχιστον- για άνδρες δράστες.  Όλα αυτά ήθελα να υπάρχουν μέσα στο βιβλίο.  

 

Κάτω από ποιες συνθήκες γράφεται ένα βιβλίο με πραγματικά περιστατικά εγκλημάτων; Πόσος χρόνος και τι είδους έρευνα χρειάστηκε; Και τι ήταν αυτό που σας δυσκόλεψε περισσότερο;  

Α, εδώ στριφογυρνάτε το μαχαίρι στην πληγή, κ. Ιακώβου… Ο χρόνος, είπα και προηγουμένως, ήταν… χρόνια. Η ελλιπέστατη βιβλιογραφία στα ελληνικά ήταν ένα πρόβλημα. Όση από την βιβλιογραφία στην οποία κατέφυγα (και που όπως μπορεί να δει ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου ήταν τεράστια) ήταν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά ή ισπανικά, γλώσσες που μιλάω, αποτελούσε το εύκολο κομμάτι της έρευνας γιατί το μόνο που είχα να κάνω ήταν να διαβάσω. Χρειάστηκε όμως να μεταφραστούν πηγές και από γλώσσες που δε γνωρίζω (γερμανικά, πορτογαλικά, ρουμάνικα, τσέχικα, κινέζικα, διάφορες αφρικανικές διάλεκτοι κλπ) κι αυτό πήρε κάμποσο χρόνο επίσης. Μερικές από τις υποθέσεις δεν πέρασαν τα σύνορα της χώρας τους κι έτσι δεν υπάρχει βιβλιογραφία π.χ. στα αγγλικά. Και μετά έπρεπε να διασταυρώσω τις πηγές και να ελέγξω την αξιοπιστία τους, να διαβάσω ολόκληρες δικογραφίες, να παρακολουθήσω ταινίες και ντοκιμαντέρ, να ακούσω τραγούδια, να αναζητήσω λογοτεχνικά και εικαστικά έργα. Κι όλα αυτά πριν καταπιαστώ με την αφήγηση της υπόθεσης στο χαρτί. Μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου, ένα τελευταίο πρόβλημα ήταν η επικαιροποίηση των πιο πρόσφατων υποθέσεων.  Για παράδειγμα, παρέδωσα το χειρόγραφο την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη του 2019 με το πλάνο να είναι το βιβλίο να κυκλοφορήσει αρχές Δεκέμβρη. Κυριολεκτικά στο τυπογραφείο, διόρθωσα ημερομηνία αίτησης αποφυλάκισης, που από τον Δεκέμβρη του 2020 μεταφέρθηκε για το 2021. 

 

 

 

Πέρα από την καταγραφή των περιστατικών, που από μόνη της έχει επιστημονική χρησιμότητα, πόσο μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει το αναγνωστικό κοινό για ένα τέτοιου είδους βιβλίο που δεν κινείται σε αμιγώς λογοτεχνικό πλαίσιο 

Θα σας απαντήσω λέγοντάς σας τι ενδιαφέρον δείχνω εγώ σε ένα, τέτοιου είδους, βιβλίο.  Σίγουρα δεν μου αρκεί να διαβάσω μια δημοσιογραφική κάλυψη ενός εγκλήματος η οποία, όπως είναι φυσιολογικό, ασχολείται με το περιστατικό, την περιγραφή (θύτη, θύμα, κίνητρο, όπλο κλπ) και την εξέλιξή του. Αυτό που κυρίως με αφορά είναι να εξετάσω τους λόγους για τους οποίους το συγκεκριμένο έγκλημα έγινε στον συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Κι αυτό έχει να κάνει με πολιτική κατάσταση, ήθη και έθιμα, συνοχή κοινωνικού ιστού, κλπ. Πιστεύω πως κάθε έγκλημα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το πολιτικό, κοινωνικό και γεωγραφικό περιβάλλον. Τα περισσότερα εγκλήματα έγιναν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο γιατί οι πολιτικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές. 

 

Ο κόσμος δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα εγκλήματα, είτε πρόκειται για πραγματικά περιστατικά είτε για προϊόντα μυθοπλασίας. Αυτό φαίνεται από την επιτυχία των αστυνομικών ταινιών και σειρών, από την μεγάλη κυκλοφορία αστυνομικών μυθιστορημάτων, από ντοκιμαντέρ που γυρίζονται, ακόμα και από τα σχετικά ειδησεογραφικά ρεπορτάζ. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό το ενδιαφέρον;  

Νομίζω πως οι λόγοι είναι διαφορετικοί. Για πολλά χρόνια το αστυνομικό αφήγημα δεν θεωρούνταν καν λογοτεχνικό είδος, αλλά αφήγημα «περιπτέρου», αφήγημα β’ διαλογής.  Από το 1986 που η ΑΓΡΑ εκδίδει τον «Φόνο του Ρότζερ Ακρόυντ» και ξεκινά την εκπληκτική της σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας, αρχίζει και στη χώρα μας η απενοχοποίηση της αστυνομικής αφήγησης και των αναγνωστών της για να φτάσουμε σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, όλοι οι εκδοτικοί οίκοι να έχουν αστυνομικά αφηγήματα στους καταλόγους τους και οι περισσότεροι των συγγραφέων να καταπιάνονται –σε τουλάχιστον ένα βιβλίο τους- με αυτό.  Βέβαια, η υπερπληθώρα των αστυνομικών αφηγημάτων δεν σημαίνει υποχρεωτικά και καλά βιβλία στο σύνολό τους… Από την άλλη, η αύξηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος για το αστυνομικό αφήγημα οδήγησε στη μεταφορά πολλών εξ αυτών στην κινηματογραφική και τηλεοπτική οθόνη και η επιτυχία τους στη συγγραφή όλο και περισσότερων βιβλίων αστυνομικής αφήγησης. Ένας κύκλος είναι, λοιπόν, όχι οπωσδήποτε φαύλος! 

Όσον αφορά στο ότι το κοινό έλκεται από τα πραγματικά εγκλήματα και διαβάζει μανιωδώς ό,τι έχει να κάνει με αυτά, μάλλον οφείλεται στην σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας και στο λιγότερο ή περισσότερο κακό που ελλοχεύει στην ψυχή του καθενός από εμάς. Ας πούμε, λοιπόν, ότι βρίσκουμε ένα είδος παρηγοριάς στα εγκλήματα που διαπράττουν άλλοι, κρίνουμε αυστηρά και ξορκίζουμε το κακό, νιώθοντας ανακούφιση που εμείς δεν ξεπεράσαμε τη «λεπτή κόκκινη γραμμή» που χωρίζει τους εγκληματίες από τους υπόλοιπους. 

 

Έχετε ασχοληθεί και με την αστυνομική λογοτεχνία. Η τριβή με αληθινά περιστατικά εγκλημάτων πόσο βοήθησε την μυθοπλαστική σας φαντασία; 

Ο Όσκαρ Ουάιλντ -αν δεν κάνω λάθος- είχε πει πως «η ζωή αντιγράφει την τέχνη».  Δεν θα μπορούσα να διαφωνώ περισσότεροH ζωή είναι πολύ πιο ευφάνταστη κι απρόβλεπτη από την τέχνη κι η αγριότητα που έχει επιδειχθεί σε πραγματικά εγκλήματα αν είχε αφηγηθεί μόνο ως μυθοπλασία σε βιβλίο, θα είχε θεωρηθεί  αδύνατη κι ο συγγραφέας του άρρωστος ψυχικά.  Έτσι, έχοντας αυτό στο μυαλό, όλα τα εγκλήματα της λογοτεχνίας έχουν προϋπάρξει στη ζωή. Έτσι και η έμπνευσή τους προέρχεται απ’ αυτήν. 

 

Πείτε μου για τους άλλους συντελεστές του βιβλίου. 

Η αλήθεια είναι πως υπήρξα πολύ τυχερή. Ο Γιάννης Πανούσης, Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας και καλός φίλος και «σύντροφος εν όπλοις» στην ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομική Λογοτεχνίας), μου έκανε την τιμή να γράψει την εισαγωγή, όπου η εγκληματούσα γυναίκα εξετάζεται με τους όρους της εγκληματολογίας, δίνοντας έτσι στο βιβλίο το απαιτούμενο επιστημονικό κύρος.  Ο Γιώργος Παπαθεοδώρου, Κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και αγαπημένος προσωπικός φίλος από την παιδική μας ηλικία, έκανε τα καταπληκτικά σκίτσα των «Φονισσών». Πρόκειται για μοναδικά, πιστά πορτραίτα των γυναικών με λεπτομέρειες άλλοτε άμεσα εμφανείς κι άλλοτε έξυπνα κρυμμένες στην εικόνα, ενδεικτικές του εγκλήματος της καθεμιάς. Και, βέβαια,  η Αλίνα Δαράβαλη με το πρωτότυπο και ξεχωριστό της εξώφυλλο με έκανε άλλη μια φορά περήφανη που είμαι μάνα της. Τέλος, ο Γιάννης Χουτόπουλος των Εκδόσεων Κύφαντα, που δεν μου χάλασε χατήρι σε οτιδήποτε του ζήτησα κι έβγαλε ένα βιβλίο έτσι όπως το ήθελα. 

 

Τα λογοτεχνικά σας σχέδια για το μέλλον;  

Γράφω ένα μυθιστόρημα, όχι αστυνομικό, έχει αρκετή δουλειά ακόμη. Βέβαια, γνωρίζοντάς με, λέω πως τίποτα δεν αποκλείει κάτι άλλο που θα προκύψει να προηγηθεί αυτού! Κι εννοείται πως συνεχίζω την αρθρογραφία σε έντυπα και στο «Έγκλημα και Τιμωρία». 

 

 

Βιογραφικό: 

Η Νίνα Κουλετάκη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε. Για δέκα χρόνια δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση και για είκοσι τρία εργάστηκε στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Το 2011 συνταξιοδοτήθηκε και από τότε ασχολείται αποκλειστικά με αυτά που αγαπά: τη συγγραφή, την ανάγνωση, τις τέχνες, την πολιτική, τα ταξίδια, τους ανθρώπους. 

Το 2006 δημιούργησε τα δύο ιστολόγιά της, το προσωπικό «ΙΓ’Ι’» και το «ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ», ένα blog αφιερωμένο σε πραγματικές ιστορίες εγκλημάτων, στην αστυνομική λογοτεχνία και στην επίδραση του εγκλήματος στις τέχνες. Το blog περιλαμβάνει πρωτότυπη δουλειά της πάνω σ’ αυτά τα θέματα και ακόμη και σήμερα –τόσα χρόνια από τη δημιουργία του- παραμένει μοναδικό στην ελληνική γλώσσα, σταθερά στην πρώτη 50άδα των ελληνικών ιστολογίων, με περισσότερους από 600.000 επισκέπτες τον χρόνο, εκπληκτικό νούμερο αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για αυστηρά μονοθεματικό ιστολόγιο, χωρίς ειδησεογραφία και lifestyle θέματα. 

Ιδρυτικό μέλος της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. και πρώτη Γραμματέας της (2010-2013). 

Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Αλβανικά και άρθρα της δημοσιεύονται σε εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο. 

Το διήγημά της «Η Γιαγιά» έγινε ταινία animation από την σκηνοθέτιδα Έφη Παππά, με τίτλο «My stuffed Granny». Η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό μέρος διεθνών και εγχωρίων κινηματογραφικών φεστιβάλ, αποσπώντας σε όλα το πρώτο βραβείο στην κατηγορία της, ενώ η αφίσα της έγινε γραμματόσημο από τα ΕΛΤΑ. 

 

ΕΧΟΥΝ ΕΚΔΟΘΕΙ 

– «Φόνισσες», ΚΥΦΑΝΤΑ, 2019.  Πραγματικές υποθέσεις εγκλημάτων με δράστες γυναίκες, από το 50 μ.Χ. μέχρι τις μέρες μας. 

– «Σκοτεινές υποθέσεις», ΚΥΦΑΝΤΑ, 2018. Συλλογικό έργο.  Συμμετέχει με τη νουβέλα «Ε 94». 

– «Μικρά Μνημόσυνα», BIBLIOTHEQUE, 2018. Μυθιστόρημα. 

– «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή», ΠΑΤΑΚΗΣ, 2016. Συλλογικό έργο. Συμμετέχει με το δοκίμιο «Οι γυναίκες στο έργο του Γιάννη Μαρή». 

– «Περσεφόνη», ΟΣΕΛΟΤΟΣ, 2014. Μυθιστόρημα. 

– «Η επιστροφή του Αστυνόμου Μπέκα», ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2012. Συλλογικό έργο. Συμμετέχει με το διήγημα «Shalom». 

– «Είσοδος κινδύνου», ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2011. Συλλογικό έργο. Συμμετέχει με το διήγημα «Μια ιστορία από την Ακτίνα Δ’». 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top