Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 20 νέα βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος «Νύχτες και αυγές», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 880

“”Όταν ο λαός βρίσκεται εμπρός στον κίνδυνο της τυραννίας, δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσίδες ή τα όπλα”! είναι το πελώριο σύνθημα που κρατάν στην κεφαλή της φάλαγγας και πιάνει το πλάτος του δρόμου. Είναι και η πελώρια κραυγή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν αφήνουν να σιγήσει: ? τις αλυσίδες ή τα όπλα! Κι ο λαός που δε διάλεξε τις αλυσίδες δεν είχε κείνη την ημέρα όπλα…” (Από το μυθιστόρημα)
Οι “Νύχτες και αυγές” δημοσιεύονται σε δύο τόμους το 1961 και το 1963, εκ παραλλήλου σχεδόν με τους δυο πρώτους τόμους των Ακυβέρνητων πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, και μαζί με αυτό το τελευταίο είναι από τα πρώτα έργα που τολμούν να καταπιαστούν μυθοπλαστικά με το νωπό ακόμα τραύμα της αγγλικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψε με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο τη μοίρα του ιδιάζοντος “διπλού πολέμου” που έκρινε τις μεταπολεμικές τύχες του ελληνικού κράτους. Και είναι αυτή ακριβώς η επιμονή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να αναφέρεται διαρκώς μέσα στο μυθιστόρημα σε αυτόν τον “διπλό πόλεμο”, εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, σε πείσμα τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών ιστορικών, που έχει το δικό της σημειολογικό βάρος. Οι “Νύχτες και αυγές” ρίχνουν απροσδόκητα (τουλάχιστον για έναν σύγχρονο αναγνώστη, συνηθισμένο στις πολιτικές ορθροφροσύνες της Μεταπολίτευσης) τεράστιο βάρος στον “διπλό”, εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, αγώνα, τον τονίζουν, τον υπογραμμίζουν, τον εκθειάζουν, τον απαθανατίζουν. Το μυθιστόρημα υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η Αντίσταση δεν έγινε από τους κομμουνιστές, αλλά από κόσμο σε μεγάλο βαθμό ακομμάτιστο. Ότι συμμετείχαν σ’ αυτήν και αγωνίστηκαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είναι, αν δεν απατώμαι, από τα πρώτα χρονολογικά έργα, μυθοπλαστικά ή άλλα, που αναφέρεται στον Εμφύλιο ρητά, απροσχημάτιστα, με τους όρους ενός αδυσώπητου ταξικού πολέμου. Και αυτό που ο συγγραφέας μας λέει, μέσω του ανοιχτού στο μέλλον επιλόγου του μυθιστορήματος, είναι ότι ο ήρωάς του ήταν ο ίδιος, ήταν οι άλλοι, ήταν όλοι αυτοί οι νέοι και οι νέες μιας ολόκληρης γενιάς που βρέθηκε παγιδευμένη στο διάσελο της Ιστορίας. Κι αυτό όχι τόσο, ή όχι μόνο, για να γίνουν οι νεότερες γενιές κοινωνοί της ιστορικής και συλλογικής εμπειρίας της δικής του γενιάς, όσο, κυρίως, για να διδαχθούν από αυτήν και να μην επαναλάβουν, όταν χρειαστεί, τα ίδια με τα δικά της λάθη. Ζ. Δ. Αϊναλής

 

Ειρήνη Νικολάκη- Καλαμάρη «Η επιστροφή», εκδ. Κέδρος, σελ. 512

Στα παραδεισένια Αλάτσατα η οικογένεια του Στρατή Γιαννίδη, βυθισμένη στη γλυκιά γαλήνη της καθημερινότητας, απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Σύντομα η μοίρα της θα αλλάξει. Χτυπημένοι από τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, η Κατερνώ, ο Στρατής, η Χρυσή, η Αννέτα, ο Λάμπρος και ο Νικήτας θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα και θα γίνουν μάρτυρες της ανθρώπινης θηριωδίας.
“[…] Mέσω ενός οικογενειακού ιστορικού κατορθώνετε να περιγράψετε την τραγωδία ενός λαού. Από το δράμα της Σμύρνης και του ξεριζωμού, στο νέο ριζωμό, που, μόλις πρόλαβε να ανθοβολήσει, ήλθε νέο δρολάπι: ο πόλεμος 1940-41. Συγκλονιστική η περιγραφή των μαχών κατά την Εαρινή Επίθεση (9/3/41) και της ολικής διαλύσεως στρατού και κράτους. Και νέα φυγή προς τη Μέση Ανατολή. Το φάσμα της πείνας. Απελευθέρωση: μεγαλειώδης περιγραφή. Μαύρα σύννεφα! Καινούργιο δρολάπι! Κάποια μορφή μένει σαν την κουφαλιασμένη ελιά. Δεν προσδοκά κάτι νέο. Τρέφεται με αναμνήσεις: “Ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο μιας Μεγάλης Πέμπτης, στην κουζίνα του σπιτιού της στα Αλάτσατα”. Στα Αλάτσατα που δεν υπάρχουν πια…” Φεβρουάριος 2018 Σαράντος Ι. Καργάκος

 

Γεωργία Μιχαλαριά «Εκτροφείο θηραμάτων», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 80

Τα όρια ανάμεσα στο θήραμα και το θηρευτή είναι συγκεχυμένα, σε ένα λαβυρινθώδες τοπίο, όπου καταλύεται η βεβαιότητα της συνύπαρξης και όπου οι ήρωες δεν ακούν παρά την ηχώ της φωνής τους.
Μια αναπάντεχη σύνθεση ηρώων που τραγουδούν δυνατά για να καλύψουν το στατικό θόρυβο του σύμπαντος. Ασπρόμαυροι αντιήρωες που, άλλοτε με πικρή διαύγεια και άλλοτε με δονκιχωτική αισιοδοξία, επιδίδονται σε απέλπιδες προσπάθειες να διασκεδάσουν τον τρόμο του τέλους. Στο “εκτροφείο” η επανάληψη είναι μια πράξη κατευναστική, ενώ η κατάληξη φαίνεται αναπόδραστη. Τα διηγήματα-στιγμιότυπα του εκτροφείου δεν αποτυπώνουν ανθρώπους στα καλύτερα ή τα χειρότερά τους, αλλά τους πιάνουν εξαπίνης στις πιο ειλικρινείς καταθέσεις της καθημερινότητάς τους. Εκεί όπου το παράδοξο γίνεται το όχημα για το στοιχειώδη μεταβολισμό του βιώματος και όπου η πλάνη παρέχει τον υποστηρικτικό μηχανισμό για τις λειτουργίες της επιβίωσης. Τα όρια ανάμεσα στο θήραμα και το θηρευτή είναι συγκεχυμένα, σε ένα λαβυρινθώδες τοπίο, όπου καταλύεται η βεβαιότητα της συνύπαρξης και όπου οι ήρωες δεν ακούν παρά την ηχώ της φωνής τους.

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Katerina Tuckova «Οι θεές της Ζίτκοβα», Μετάφραση: Κώστας Τσίβος, εκδ. Ίκαρος, σελ. 536

Λέγεται ότι στην κορυφή των Λευκών Καρπαθίων κάποιες γυναίκες είχαν καταφέρει να διαφυλάξουν και να μεταφέρουν από γενιά σε γενιά τη χαμένη για αιώνες γνώση και διαίσθηση. Τις αποκαλούν θεές επειδή είναι σε θέση να θεραπεύουν ή να προβλέπουν το μέλλον, αν και δεν φρόντισαν για το δικό τους.
H Ντόρα είναι η τελευταία θεά. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τον οπισθοδρομικό τρόπο ζωής αυτών των γυναικών και ούτε θέλει να διαβάζει στην τελετουργία με το λιωμένο κερί το μέλλον όσων την επισκέπτονται, όπως έκανε η θεία της Τερέζιε Σουρμένοβα. Όλα αλλάζουν όμως όταν συνειδητοποιεί ότι οι δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε -ο εγκλεισμός της σε οικοτροφείο, καθώς και η νοσηλεία της θείας της σε άσυλο- ήταν μέρος ενός προσεκτικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στο Υπουργείο Εσωτερικών της Τσεχικής Δημοκρατίας υπάρχει ένας φάκελος που περιμένει να τον ανακαλύψουν· περιλαμβάνει ορισμένα έγγραφα της Αστυνομίας σχετικά με έναν εχθρό του κράτους, τη Σουρμένοβα, θεία της Ντόρα. Έτσι η δύσπιστη Ντόρα ανακαλύπτει λεπτομέρειες από την άγνωστη μέχρι τότε μοίρα της οικογένειάς της, αλλά και των άλλων θεών.

 

Νικολάι Γκόγκολ «Ταράς Μπούλμπα», μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 123

Η πασίγνωστη ιστορική νουβέλα “Ταράς Μπούλμπα περιλαμβανόταν στη συλλογή “Μίργκοροντ” μαζί με τα διηγήματα “Γαιοκτήμονες της παλαιάς εποχής” και “Ιστορία της διαμάχης του Ιβάν Ιβάνοβιτς με τον Ιβάν Νικηφόροβιτς”, αλλά διαφέρει πολύ από τα διηγήματα αυτά. Εδώ περιγράφεται ο ηρωικός αγώνας των Ζαποροζιάνων κοζάκων κατά των Πολωνών, χωρίς να αποσιωπάται η αγριότητά τους. Ο Μπούλμπα είναι φοβερά πεισματάρης. Ήταν από εκείνους τους χαρακτήρες που θα μπορούσαν να σφυρηλατηθούν στο δύσκολο 15ο αιώνα, στη μισονομαδική εκείνη γωνιά της Ευρώπης, όταν όλη η νότια αρχέγονη Ρωσία, παρατημένη από τους πρίγκηπές της, είχε ερημωθεί και είχε κατακαεί μέχρι το τελευταίο χόρτο, απ’ τ’ ασυγκράτητα μογγολικά στίφη όταν, στερημένος απ’ το σπίτι του κι από κάθε λογής στέγη, ο άνθρωπος έγινε αναγκαστικά ριψοκίνδυνος ξεχνώντας πως υπάρχει φόβος στον κόσμο. Την πανάρχαιη ειρηνική σλαβική ψυχή την ατσάλωσε η φλόγα του πολέμου και ξεπήδησε το κοζάκικο, αυτό το πλατύ, το ξέφρενο δημιούργημα της ρωσικής ψυχής. Ο Γκόγκολ με αυτό το έργο, αλλά και με την όλη συγγραφική παραγωγή του, έγινε ο άνθρωπος που βοήθησε τη Ρωσία να δει τον εαυτό της, για να μπορέσει έπειτα από αυτό ν’ αλλάξει. Και αυτόν τον Γκόγκολ που, όσο λίγοι, ήξερε να αποκαλύπτει κάθε χυδαιότητα της ζωής και κάθε ταπεινό κίνητρο και να καλλιεργεί στους ανθρώπους, με τον τρόπο αυτό, την έφεση για το καλό, είναι που γνωρίζουν και θα γνωρίζουν, και θα μελετούν οι άνθρωποι κάθε χώρας, που θα θέλουν τους συνανθρώπους τους αντάξιους του τίτλου του ανθρώπου.

 

Antonio Ferrari «Το μυστικό», Μετάφραση: Δημήτρης Μαμαλούκας, εκδ. Κέδρος, σελ. 448

Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα, γραμμένο με θάρρος από τον κορυφαίο αρθρογράφο της Corriere della Sera Αντόνιο Φεράρι. Το χειρόγραφο ήταν ανέκδοτο για χρόνια. Κάποιοι μάλιστα έκαναν τα πάντα ώστε το βιβλίο να παραμείνει στην αφάνεια. Ο Φεράρι έγραψε αυτά που γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να τεκμηριώσει, αφού δεν είχε αποδείξεις. Τα γεγονότα επιβεβαιώθηκαν αργότερα, τόσο από νεότερες μαρτυρίες όσο και από την επιτροπή έρευνας γύρω από την υπόθεση δολοφονίας του Άλντο Μόρο.

 

 

 

Maggie Rainey – Smith «Οι κόρες της Μεσσήνης», Μετάφραση: Μαρία Καλλίθρακα- Μοσχοχωρίτου, εκδ. Κέδρος, σελ. 296

Η Άρτεμη έχει το όνομα της αρχαίας θεάς, αλλά δυσκολεύεται να συμπεριφερθεί αντάξια. Συνήθως αποφεύγει να αντιμετωπίσει ό,τι τη δυσκολεύει, και το σκάει. Αυτή τη φορά φεύγει μακριά από τον παντρεμένο άντρα με τον οποίο έχει σχέση κι από τους Έλληνες της Νέας Ζηλανδίας, που έχουν άποψη για όλα, και τρέχει στην αγκαλιά της οικογένειάς της στην Πελοπόννησο, που επισκέπτεται για πρώτη φορά. Παίρνει μαζί της τις στάχτες της μητέρας της και ένα iPod με ηχογραφήσεις. Ακούγοντάς τες μαθαίνει σταδιακά τι συνέβη στη γιαγιά της κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Η συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία των γυναικών μιας οικογένειας. Εκείνων που παρέμειναν στη διχασμένη Ελλάδα, της μητέρας της Άρτεμης, που – μαζί με πολλές άλλες νέες γυναίκες – έφτασε στις αρχές του 1960 στην άλλη άκρη του κόσμου για να ξεφύγει απ’ όσα είχε δει, και της Άρτεμης, που έρχεται στην Ελλάδα χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει.

 

 

Αυτοβιογραφίες:

 

Tara Westover «Μορφωμένη», Μετάφραση: Μαρία Φακίνου, εκδ. Ίκαρος, σελ. 520

Γεννημένη στα βουνά του Αϊντάχο, η Τάρα Γουέστοβερ μεγάλωσε κοντά στη φύση υπακούοντας στους νόμους που θέσπισε ο πατέρας της – ένας φονταμενταλιστής Μορμόνος, πεπεισμένος ότι έρχεται το Τέλος του Κόσμου. Η Τάρα και τ’ αδέρφια της δεν πηγαίνουν στο σχολείο, ούτε στο γιατρό όταν αρρωσταίνουν· δουλεύουν με τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους είναι πρακτική θεραπεύτρια και η μοναδική μαία της περιοχής.
Η Τάρα έχει ένα ταλέντο, το τραγούδι, αλλά και μια εμμονή, τη γνώση. Μπαίνει για πρώτη φορά σε σχολική τάξη στα δεκαεφτά της χρόνια: δεν γνωρίζει ότι έγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ούτε όμως και την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της.
Σύντομα ανακαλύπτει πως η μόρφωση είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από το σπίτι της. Ξεκινάει από το μηδέν, συγκεντρώνει τις απαραίτητες δυνάμεις και προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, διασχίζει ωκεανούς και ηπείρους και αποφοιτά από το Κέμπριτζ. Αν και γι’ αυτό θα πρέπει να σπάσει τους δεσμούς που τη συνδέουν με την οικογένειά της.
Η Γουέστοβερ δημιούργησε μια παγκόσμια και εμπνευσμένη ιστορία -τη δική της ιστορία- για τη μόρφωση και τη δύναμή της να δίνει νέα ματιά και προοπτικές στη ζωή μας, γεμίζοντάς μας με θέληση για διαρκή εξέλιξη.

 

 

Αστυνομικό Μυθιστόρημα:

 

Φρέντ Βάργκας «Όταν βγαίνει η αράχνη»,  Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Πατάκη, σελ. 544

Παράξενα θανατηφόρα κρούσµατα από τσίµπηµα αράχνης µε θύµατα ηλικιωµένους παρατηρούνται σε µια επαρχιακή πόλη της νότιας Γαλλίας. Ο φλεγµατικός επιθεωρητής Ανταµσµπέργκ, που καλείται επειγόντως από την Ισλανδία για να αναλάβει την υπόθεση της δολοφονίας µιας γυναίκας στο Παρίσι, στρέφει το ενδιαφέρον του περισσότερο προς αυτά τα ασυνήθιστα περιστατικά. Για άλλη µία φορά, η διαίσθησή του δεν τον ξεγελά: κάτι άλλο κρύβεται πίσω από τους θανάτους αυτούς, δεδοµένου ότι δεν είναι θανατηφόρο το δηλητήριο της συγκεκριµένης αράχνης -της αποκαλούµενης και “ερηµίτισσας”- που θεωρείται πως τους προκάλεσε.
Με ελάχιστους συµµάχους από την οµάδα του στο πλευρό του, ο επιθεωρητής ξεκινά µια παράτυπη έρευνα η οποία, στην πορεία, φέρνει στο φως νέα στοιχεία πλέκοντας έναν τροµακτικό ιστό γύρω από την υπόθεση. Τα θύµατα της αράχνης, ηλικιωµένοι άντρες που όλοι τους υπήρξαν κάποτε τρόφιµοι στο ίδιο ορφανοτροφείο της περιοχής, πολλαπλασιάζονται κι ο Ανταµσµπέργκ, στην προσπάθειά του να ξεδιαλύνει το µυστήριο, θα βυθιστεί σε “µια υπόθεση που φτάνει ως τα βάθη του παρελθόντος αλλά και του µυαλού”…

 

Αντόνιο Μαντσίνι «Τι εποχή κι αυτή», Μετάφραση: Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη, σελ. 400

Οι Μπεργκέ, πλούσια οικογένεια βιομηχάνων της Βαλ ντ’ Αόστα, έχουν ένα μυστικό και ο υποδιοικητής Ρόκκο Σκιαβόνε το ανακαλύπτει τυχαία, αντιλαμβανόμενος ότι γίνεται δέκτης μιας κραυγής απελπισίας από το εσωτερικό της οικογένειας. Η Κιάρα Μπεργκέ, η νεαρή κόρη της οικογένειας, πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους συνομηλίκους της, εξαφανίζεται. Η εξαφάνισή της σηματοδοτεί την έναρξη ενός παιχνιδιού που παίζεται σε διαφορετικά επίπεδα. Ο Σκιαβόνε πρέπει να βρει τι κρύβεται πίσω από την άψογη εικόνα ενός προνομιούχου περιβάλλοντος, να νικήσει τον χρόνο σ’ έναν αγώνα δρόμου για τη ζωή, να φωτίσει την γκρίζα περιοχή όπου το έγκλημα και οι επιχειρήσεις συναντιούνται.
Στο μεταξύ το χιόνι συνεχίζει να πέφτει, Μάιο μήνα, στην Αόστα και επιδεινώνει την ήδη κακή διάθεση του Ρόκκο. Και μια σκιά ξεπροβάλλει και τον ακολουθεί για να τον χτυπήσει εκεί που πονά. Επειδή στο παρελθόν του δύστροπου μπάτσου υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος που εμφανίζεται με κάθε ευκαιρία. Σαν αξεπλήρωτο χρέος. Σαν πληγή που ποτέ δεν κλείνει.

 

David Young «Ο λύκος της Στάζι», Μετάφραση: Φίλιππος Χρυσόπουλος, εκδ. Κέδρος, σελ. 408

Ανατολική Γερμανία, 1975.
Δύο δίδυμα βρέφη εξαφανίζονται από μια νεόδμητη πόλη που θεωρείται ότι έχει μηδενική εγκληματικότητα.
Η υπολοχαγός Κάριν Μίλερ επιστρατεύεται από το Βερολίνο για να αναλάβει την υπόθεση – και να περισώσει τη φήμη της.
Η Στάζι ωστόσο επιμένει ότι η έρευνα πρέπει να διεξαχθεί χωρίς ανακρίσεις που θα διαταράξουν τη μακάρια άγνοια των πολιτών για τον κίνδυνο.
Μέσα στους ανατριχιαστικούς ανώνυμους δρόμους, η Μίλερ πρέπει να επιστρατεύσει τη φαντασία της και να δράσει γρήγορα, γιατί ο απαγωγέας μπορεί να μη σταματήσει στα δύο θύματά του…
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς με ηρωίδα την υπολοχαγό Κάριν Μίλερ, από τον συγγραφέα του μπεστ σέλερ “Το παιδί της Στάζι”, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Dagger της Βρετανικής Ένωσης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας για το καλύτερο ιστορικό μυθιστόρημα.

 

“Ελληνικά εγκλήματα 5”, Δεκαπέντε αστυνομικές ιστορίες,
Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Τιτίνα Δανέλλη, Θάνος Δραγούμης, Αθηνά Κακούρη, Κώστας Θ. Καλφόπουλος, Ιερώνυμος Λύκαρης, Πέτρος Μάρκαρης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Κώστας Μουζουράκης, Χίλντα Παπαδημητρίου, Μαρλένα Πολιτοπούλου, Γιάννης Ράγκος, Φίλιππος Φιλίππου
επιμέλεια: Δημήτρης Ποσάντζης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019,344 σελ.

Ο Ανδρέας Αποστολίδης ανιχνεύει την ενύπνια ζωή ενός περίεργου προσώπου, από το τέλος του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου μέχρι τους Ολυμπιακούς του 2004. Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος συστήνει έναν νεόκοπο συγγραφέα στον «πατριάρχη» της αστυνομικής λογοτεχνίας. Η Τιτίνα Δανέλλη διερευνά ένα δυστύχημα στο σπίτι ενός μεγαλοδικηγόρου τον Ιούλιο του 1965. Ο Βασίλης Δανέλλης παρακολουθεί μια γυναίκα να αφηγείται την ιστορία του έρωτά της υπό τη μελωδία του “Μπανγκ Μπανγκ”. Ο Θάνος Δραγούμης εισβάλλει στα άδυτα ενός γραφείου ιδιωτικών ερευνών στο κέντρο της Αθήνας, ενώ απ’ έξω μαίνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις. Η Αθηνά Κακούρη ανακαλύπτει τρεις δολοφονημένους στους πρόποδες της καμένης Πάρνηθας. Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος φέρνει στο φως τον παράφορο έρωτα ενός μάστορα εργαστηρίου ταξιμέτρων. Ο Ιερώνυμος Λύκαρης ταξιδεύει από την αυστραλιανή έρημο στο Βαλπαραΐζο της Χιλής, όπου τον περιμένει μια τεράστια έκπληξη. Ο Πέτρος Μάρκαρης περιδιαβάζει στα υπόστεγα των αστέγων και των επαιτών στην Αθήνα της κρίσης. Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης συνδέει τον θάνατο του δημοφιλέστερου Έλληνα ποδοσφαιριστή με τα μυστήρια των δίδυμων πρώτων αριθμών. Ο Κώστας Μουζουράκης ανεβαίνει στο όρος Όθρυς για να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός ογδοντάχρονου. Η Χίλντα Παπαδημητρίου μετρά αντίστροφα τις αγωνιώδεις ώρες πριν από τη μυστική συναυλία του Μπρους Σπρίνγκστιν στην Αθήνα. Η Μαρλένα Πολιτοπούλου επιχειρεί να λύσει το αίνιγμα ενός πολύ παράξενου τροχαίου. Ο Γιάννης Ράγκος αφηγείται έναν έρωτα μέχρι θανάτου. Ο Φίλιππος Φιλίππου γράφει για τον φόνο ενός άντρα στις τουαλέτες του Ινστιτούτου Γκαίτε.

 

 

Νεοελληνική ποίηση- Ερμηνεία και κριτική:

 

Γιώργος Μαρκόπουλος, ανθολόγηση: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 150

Οι διαδοχικοί κλονισμοί της ευαισθησίας του ποιητή στην επαφή της με την πραγματικότητα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αποτυπώνονται μετουσιωμένοι στην ποίησή του, από την πρώτη συλλογή που λάθρα καταγγέλλει την πολιτική και προσωπική καταπίεση […]
Οι διαδοχικοί κλονισμοί της ευαισθησίας του ποιητή στην επαφή της με την πραγματικότητα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αποτυπώνονται μετουσιωμένοι στην ποίησή του, από την πρώτη συλλογή που λάθρα καταγγέλλει την πολιτική και προσωπική καταπίεση, ως την τελευταία, που πραγματεύεται συστηματικά τον θάνατο, ως υλική φθορά του σώματος και υπαρξιακή προοπτική της θνητότητας. Διότι, όπως έλεγε ο Reverdy, “είναι λάθος να θέλουμε η συγκίνηση που γεννά το έργο να είναι ταυτόσημη με εκείνη που το έργο γεννά με τη σειρά του. Η μία είναι σημείο αφετηρίας, η άλλη αποτέλεσμα”. Και σε άλλο σημείο: “Ο ποιητής είναι καμίνι όπου καίγεται η πραγματικότητα. Από όλες τις ακατέργαστες συγκινήσεις που υποδέχεται, προκύπτει ενίοτε ένα ελαφρύ διαμάντι απαράμιλλης καθαρότητας και λάμψης. Ιδού μια ολόκληρη ζωή συμπυκνωμένη σε λίγες εικόνες και λίγες προτάσεις”.

 

Νάσος Βαγενάς ανθολόγηση: Δημήτρης Κοσμόπουλος, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 168

Ας ελπίσουμε ότι και άλλοι ποιητές θα βρουν με τον δικό τους τρόπο την έξοδο από την κρίση, ώστε να βοηθήσουν την ποίηση μας να επανακτήσει πλήρως τη ρώμη που την διέκρινε ως το σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Η μεθοδική και μαστορική εκμετάλλευση ορισμένων στοιχείων που έμεναν ανεκμετάλλευτα, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στα κοιτάσματα της ελληνικής ομοιοκαταληξίας (ένα μόνο μέρος από τις “πάρηχες” δραστηριότητές της είχε ως τώρα χρησιμοποιηθεί επιδεξιότερα από τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη) είναι εκείνο που ταυτίζει τη σημερινή ποιητική μας γλώσσα με το εκφραστικό σφρίγος, για το όποιο μιλήσαμε παραπάνω. Ο προσωδιακός τρόπος του Βαγενά αποτελεί, βέβαια, τη δική του απάντηση στο ερώτημα πώς μπορεί ένας ποιητής να υπερβεί την κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο ελεύθερος στίχος (“με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό”, γράφει ο Βαγενάς, “είναι κατά το μεγαλύτερο βαθμό -γιατί υπάρχουν και αντικειμενικότερες συνθήκες- ατομική υπόθεση κάθε ποιητή”). Ας ελπίσουμε ότι και άλλοι ποιητές θα βρουν με τον δικό τους τρόπο την έξοδο από την κρίση, ώστε να βοηθήσουν την ποίηση μας να επανακτήσει πλήρως τη ρώμη που την διέκρινε ως το σχετικά πρόσφατο παρελθόν.

 

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ανθολόγηση: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 160

Ζούσε κάποτε ένα ψάρι που ο εφιάλτης του ήταν το νερό. Τις νύτες έγδερνε τα λέπια του μ’ ένα βαθύ του φόβου του ξυράφι κι έτσι γδαρμένο και μες στα αίματα, όταν κυμάτιζε ήρεμα σκαρφάλωνε στο όριο τ’ ουρανού του, εκεί που άσκοπα φλυαρούσε ο παφλασμός, και κλαίγοντας όλο παρακαλούσε: “Ουρανέ μου κάνε με πουλί, δώσ’ μου φτερά από τον αφρό σου, καλύτερα ο αέρας, το στεγνό νερό, παρά ο υγρός βυθός σου”.

 

 

 

Γιάννης Βαρβέρης, ανθολόγηση: Θωμάς Τσαλαπάτης, εκδ. Γκοβόστη, 176

Ποιητής του πικρού γέλιου, του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναίρεσης, ο Γιάννης Βαρβέρης θα καταφέρει μέσα στην ποίησή του να δημιουργήσει έναν ευδιάκριτο κώδικα. Μια γλώσσα και ένας στοχασμός σε κίνηση και σε εξέλιξη με σταθερές αναφορές και σταθερά μοτίβα.
Ο Γιάννης Βαρβέρης αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς φορείς της “ποιητικής του θανάτου” (όπως την περιγράφει ο Αλέξης Ζήρας). Μιας κληρονομιάς που ξεκινά με τον Καρυωτάκη και τους ποιητές του μεσοπολέμου και με διαφορετικούς τρόπους και όρους συναντάται και στις προηγούμενες μεταπολεμικές γενιές αλλά και στους ποιητές της γενιάς του ’70. Στην κληρονομιά αυτή θα προστεθεί η σουρεαλιστική εικονοποιία, η καβαφική σκηνοθεσία, ειρωνεία και ακρίβεια στη λέξη καθώς και η συνομιλία με τους συγχρόνους του ποιητές. Ο θάνατος, πάντοτε στο κέντρο του ποιητικού προβληματισμού, θα συνδιαλεχθεί με τον έρωτα και το σώμα, με τη γεωγραφία της πόλης, θα μεταμορφωθεί από λογοτεχνικά σχήματα, μυθολογίες της απώλειας και άμεσες εξομολογήσεις. Ποιητής του πικρού γέλιου, του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναίρεσης, ο Γιάννης Βαρβέρης θα καταφέρει μέσα στην ποίησή του να δημιουργήσει έναν ευδιάκριτο κώδικα. Μια γλώσσα και ένας στοχασμός σε κίνηση και σε εξέλιξη με σταθερές αναφορές και σταθερά μοτίβα.

 

 

Μελέτες – Δοκίμια:

 

Γιώργος Μηνούδης «Ο εικονικός άνθρωπος», εκδ. Κέδρος, σελ. 128

Οι σύγχρονες κοινωνίες, στην προσπάθειά τους να θρέψουν μεγάλους πληθυσμούς με μικρό κόστος, έχουν συνάψει την ύστατη συμφωνία του Φάουστ. Μεγάλη ποσότητα, αλλά χωρίς ποιότητα και με αντάλλαγμα ψυχοπάθειες, καρδιοπάθειες, διαβήτη, αυτοάνοσα νοσήματα, καρκίνο και πρόωρη βιολογική γήρανση και θάνατο.

 

 

 

 

 

Βιογραφίες:

 

Εμίλ Λούντβιχ «Ναπολέων», Μετάφραση: Σ. Σκιαδαρέσης, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 584

Είναι ένα βιβλίο καταπληκτικό. Κάθε στιγμή της ιστορίας γίνεται οπτασία. Στην αρχή μια νέα γυναίκα Κορσικανή, σ’ έναν καταυλισμό, τυλιγμένη με κουβέρτες και βυζαίνοντας το παιδί της. Στο τέλος, μπροστά στο πτώμα που κείτεται ανοιγμένο σταυρωτά, μια φιλονεικία ανάμεσα σε Γάλλους και σε Άγγλους. Ο Αντομάρκι δηλώνει πως το κλίμα της Αγίας Ελένης επιδείνωσε την αρρώστια του Αυτοκράτορα. Οι Άγγλοι το αρνούνται και δηλώνουν πως τα σπλάχνα είναι γερά. Αντί γι’ άλλη απάντηση ο Αντομάρκι περνάει το δάχτυλό του μέσα από την τρύπα του στομαχιού. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους πίνακες περνούν όλες οι εικόνες αυτής της καταπληκτικής ζωής. Και πέρα απ’ αυτές τις εικόνες, η εξήγηση δοσμένη με μερικές συναρπαστικές γραμμές. Από τον καιρό που ο Εμίλ Λούντβιχ άρχισε να μελετάει τον Ναπολέοντα, η εξήγηση αυτή δεν άλλαξε σχεδόν. Έτσι διαβάζουμε το καταπληκτικό πορτραίτο του Βοναπάρτη στο στρατό της Ιταλίας. “Τον έπαιρνε κανείς περισσότερο για μαθηματικό ή θεόληπτο παρά για στρατιωτικό”. Κι αν χρωστούσε πραγματικά στο συνδυασμό αυτόν τη μεγαλοφυία του; Ταυτόχρονα νιώθουμε τον ιστορικό να ενδιαφέρεται για το χαρακτηριστικό ανέκδοτο. Αφού περιέγραψε την καταπληκτική δραστηριότητα του εικοσιεφτάχρονου στρατηγού, προσθέτει: “Μέσα σ’ αυτές τις ξέφρενες διαδρομές, πάνω απ’ τους αυχένες των βουνών, τα οροπέδια, τα φαράγγια, ανάμεσα στους βρυχηθμούς των κανονιών, των δικών του και του εχθρού, κάποια μέρα σπάει μες στην τσέπη του το τζάμι που προστάτευε τη μινιατούρα της Ιωσηφίνας. Χλώμιασε φρικτά και, σταματώντας τ’ άλογό του, λέει στον Μπουριέν: “Το τζάμι έσπασε, η γυναίκα μου αρρώστησε ή με απατά, εμπρός!””
Τέτοιο είναι το βιβλίο: πολύ κοντά στη ζωή, θαυμαστό για την ορμή και το χρώμα του. Δεν είναι ούτε η κριτική και ντετερμινιστική ιστορία του Αλμπέρ Σορέλ, ούτε οι ατέλειωτες λεπτομέρειες του Φρεντερίκ Μασόν, αν κι έχει τη λογική τού ενός και την ακρίβεια τού άλλου. Αυτό που ο συγγραφέας προσθέτει στην πιο πλατιά ενημέρωση και στην πιο ζωντανή αντίληψη, είναι ένα δραματικό αίσθημα της πραγματικότητας, μια τέχνη ζωγράφου και ανθρώπου του θεάτρου, μια φαντασία που την εξυπηρετεί η πείρα. Έτσι το έργο αυτό διαβάζεται απ’ την αρχή ως το τέλος με θερμό ενδιαφέρον.
Ο Ναπολέων: Το Προσκλητήριο των Λαών. Ο Εφιάλτης των Ηγεμόνων. Ο Μεσσίας των Νέων Καιρών. Κάτω απ’ την πνοή του Ναπολέοντος, οι λαοί σ’ όλες τις χώρες έσπαζαν με πάταγο τις αλυσίδες τους. Στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στη Λατινική Αμερική, οι υπόδουλοι έβλεπαν στον Ωκεάνειο το σημαιοφόρο της πολιτικής και κοινωνικής τους απελευθέρωσης… “Κι αν ακόμα κι αυτός ο ουρανός υπάρχει φόβος να πέσει, θα τον στηρίξουμε με τις λόγχες μας”. Έτσι μιλούσε ο Ναπολέων στους στρατιώτες του την παραμονή μιας μάχης και κείνοι, μ’ ένα στεντόρειο “Ζήτω ο Αυτοκράτορας”, εκμηδένιζαν τον αντίπαλο.
…. Ήταν στη Στρατιά της Ιταλίας. Πολέμησε στο Μαρέγκο. Πήρε μέρος στη μάχη του Αούστερλιτς, έλεγαν για τον απλό γρεναδιέρο ή το δραγόνο, κι όλοι παραμέριζαν με σεβασμό στο διάβα του. Γιατί οι εκστρατείες και οι μάχες αυτές, όπως κι όλες οι άλλες του Βοναπάρτη, είχαν πάντα έναν επικό χαρακτήρα και μια ιστορική σημασία και οι πολεμιστές του συχνά θύμιζαν ομηρικούς ήρωες. Γι’ αυτό έλεγαν με σεβασμό: αυτός ήταν στη Στρατιά της Ιταλίας. Πολέμησε στο Μαρέγκο. Πήρε μέρος στη μάχη του Αούστερλιτς. Ο Ναπολέων είπε: H Μεγαλοφυία είναι ένα μετέωρο που πρέπει να καεί για να φωτίσει τους ανθρώπους. Κι έκανε το Λόγο Πράξη.

 

 

Βιβλία για παιδιά:

 

Άλκηση Χαλικιά «Τα παπούτσια των άλλων», επιμέλεια: φωτεινή Τίκκου, εκδ. Ίκαρος, σελ. 36

Η Ματού, μένει στην Πιγιόμ, λίγο έξω από το Παρίσι, με την οικογένειά της. Γυρίζει καθημερινά περπατώντας από το σχολείο, και μια μέρα καθώς επιστρέφει προς το σπίτι βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ ξεχωριστό θέαμα: μια θάλασσα από παπούτσια!
Με αυτή την αφορμή, η Ματού, φτιάχνει ένα δικό της, καινούργιο παιχνίδι κρυφό απ’ όλους, δοκιμάζοντας κάθε μέρα κι ένα άλλο ζευγάρι. Τη μέρα που η μαμά θα τη στεναχωρήσει, το παιχνίδι της θα αποδειχτεί πολύ χρήσιμο για να καταλάβει τον δύσκολο κόσμο των μεγάλων.
Η βραβευμένη συγγραφέας, δημιουργεί μέσα από την πρωτότυπη ιστορία της Ματού μια γέφυρα αλληλοκατανόησης μεταξύ γονιών και παιδιών που μεταφέρει σε κάθε αναγνώστη ένα δυνατό μήνυμα αισιοδοξίας και αποδοχής, φωτίζοντας έτσι τη μοναδικότητα της γονεϊκής σχέσης.

 

Τζερόνιμο Στίλτον «Η περίεργη υπόθεση της κλεμμένης τυρόφλουδας», Μετάφραση: Γιώργος Κασαπίδης, εικονογράφηση: Elene Tomasutti, Davide Turotti, εκδ. Κέδρος, σελ. 128

Στην Ποντικόνησο συμβαίνουν παράξενα γεγονότα. Κάποιος κλέβει μια σπάνια φλούδα τυριού και ο ύποπτος… είμαι εγώ! Μετά, σε ένα κρουαζιερόπλοιο εξαφανίζονται κάποια πολύτιμα κοσμήματα… Ο Ηρακλής κι εγώ αναλαμβάνουμε να βρούμε τους πραγματικούς ενόχους!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top