Fractal

Ήλιος, ραγισμένης τρυφερότητας

Γράφει η Λίνα Φυτιλή //

 

Για το βιβλίο του Διονύση Μαρίνου, «Μπλε ήλιος», εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Με το μυθιστόρημα του Μπλε Ήλιος, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο Διονύσης Μαρίνος, μέσα από μια γραφή λιτή αλλά με έντονα ποιητικά στοιχεία, σκιαγραφεί την κόπωση των ανθρώπινων σχέσεων, ανατέμνει τη φθορά της καθημερινότητας που αφήνει τα σημάδια της πάνω μας. «Στην καρδιά μου υπάρχει μια αγωνιώδης ειρήνη και η ηρεμία μου είναι καμωμένη από παραίτηση…» έγραψε κάποτε ο Φερνάντο Πεσσόα, εκφράζοντας αυτή ακριβώς την συναισθηματική κενότητα, ίδιον των σύγχρονων ανθρώπων.

Καθώς προχωράει η ανάγνωση, οι κεντρικοί ήρωες ξεδιπλώνονται: η Μαριάννα, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, που βιώνει μία συγκρουσιακή σχέση με τον άντρα της τον Γεράσιμο, μετά από χρόνια γάμου κι έχοντας καταπιέσει τις προσωπικές της ανάγκες, για να διατηρήσει τις οικογενειακές ισορροπίες, ερωτεύεται έναν άντρα πολύ νεότερό της, τον Ιάσονα. Ο Ιάσονας είναι συγγραφέας και γίνεται ο μάρτυρας της πτώσης του Γεράσιμου, καθώς ο τελευταίος σωριάζεται στο δρόμο, εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου. Ο Ιάσονας τον βοηθάει, δίνοντάς του το φιλί της ζωής αλλά στην πορεία, η επικοινωνία του με τη Μαριάννα ξυπνάει μέσα του δυνατά αισθήματα.

Ο Διονύσης Μαρίνος, μιλώντας για την τριβή των σχέσεων, ουσιαστικά ψάχνει ερμηνείες για τους ανθρώπινους φόβους, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις ανασφάλειες, που μας βασανίζουν και συνήθως οδηγούν σε διαιώνιση στείρων καταστάσεων. Μέσω της καθημερινής σκληρότητας του ανθρώπινου βίου, παραδέχεται με τον τρόπο του πως είμαστε όλοι ευάλωτοι στη συνήθεια και γι΄ αυτό, καθησυχάζουμε τις αμφιβολίες μας, όπως ο καθένας μπορεί. Μέσα από τον Ιάσονα και τη Μαριάννα, ο συγγραφέας εκφράζει τα δικά του ερωτήματα, ταυτίζεται, γίνεται βαθιά προσωπικός. «Το παρελθόν είναι ένας μάρτυρας που δεν ψεύδεται, αλλά δεν λέει ποτέ την αλήθεια» γράφει. Μέσα από εικόνες που λειτουργούν ως σύμβολα, μας μιλάει για τις συνήθεις ήττες μας. Έτσι, το αρνί κρεμασμένο ανάποδα στο τσιγκέλι, που στραγγίζει το αίμα του, το οποίο σφάζει ο πατέρας της Μαριάννας πριν το Πάσχα, παραπέμπει στον ίδιο της το γάμο, αλλά και στην εικόνα του ίδιου του εαυτού της: «σφαχτό καθισμένο σε μια ψάθινη καρέκλα, στη μέση ενός μικροαστικού σαλονιού στα Ταμπούρια…»

Μέσα από μια καθημερινή ιστορία, ο Μαρίνος θέτει ερωτήματα για το χρόνο, την αγάπη, τις συμβάσεις. «Ο χρόνος είναι η ξηρασία της αγάπης όταν δεν σου δίνεται. Ό, τι μένει είναι ένας αποχρωματισμός, μια επούλωση σαν καλοσύνη, ένα σώμα που σκουπίζει τις στάχτες του…»

Στο τέλος, οι ήρωες μοιάζουν να ζητούν λίγη ζωή, μια ιδέα θαλπωρής. Τον τρόπο να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, ακόμη κι αν χρειαστεί πρώτα να την ξηλώσουν. Είναι μια στιγμή αναλαμπής- η εικόνα ενός ήλιου που δύει και βυθίζεται στον μπλε ορίζοντα- μια σκηνή ραγισμένης τρυφερότητας. Είναι ο τρόπος του ανθρώπου να συνεχίζει να υπάρχει, πέρα από το αναπότρεπτο του θανάτου, σε μια ζωή- που παρά τις δυσκολίες και τις απώλειές της- ελπίζει σε ένα αντιστάθμισμα, στην εφεδρεία νέων ευκαιριών, «στα ενδεχόμενα» που κατά με τη γλώσσα του Σέλλινγκ, «έμελλε να συμβούν».

 

Διονύσης Μαρίνος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top