Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Δεκαέξι ιστορίες για μια πόλη εν μονώσει

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

 

 

Ελένη Καραμαγκιώλη: “Μονωτική ταινία”, διηγήματα, εκδόσεις Ιωλκός

 

Ενδιαφέρον στοίχημα αποτελεί η σύνδεση των ιστοριών (συνήθως μικρών σε έκταση) που στεγάζονται κάτω από κοινό τίτλο σε μία έκδοση. Πρόκειται για μια παράμετρο, που συχνά παρακάμπτεται ως δευτερεύουσας σημασίας, ενώ στην ουσία συνιστά μία από τις σημαντικότερες συνθήκες της συγκεκριμένης γραφής. Έτσι, ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε η εμφάνιση μιας πρώτης συλλογής διηγημάτων από την Ελένη Καραμαγκιώλη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις καλές εκδόσεις Ιωλκός.  Οι δεκαέξι ιστορίες του βιβλίου δένουν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας ως συνδετικό υλικό τον τίτλο μιας από αυτές, «Μονωτική ταινία», που εύστοχα τοποθετήθηκε τελευταία στη σειρά αγκαλιάζοντας έτσι τις υπόλοιπες και ολοκληρώνοντας το νόημά τους.

Πρόκειται για ιστορίες της πόλης, που αποτυπώνουν σκηνές μιας καθημερινότητας, όπως φαίνεται αρχικά, για να αποκαλύψουν στη συνέχεια τον βαθύτερο πυρήνα τους, σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο απογειωτικό, ανάμεσα στο κοινότοπο και στο ακραίο. Εκκινούν όλες από μια βασική συγγραφική συνθήκη, την προσεκτική παρατήρηση, για να περάσουν έπειτα σε μια λεπτή επεξεργασία των στοιχείων τους, ώστε να αποδοθεί η αρχική ιδέα, ο βασικός στόχος της συγκεκριμένης κάθε φορά ιστορίας. Τα πρόσωπα αιφνιδιάζουν σταδιακά, όσο προχωράει η ανάγνωση της πλοκής, αλλά αιφνιδιάζονται και τα ίδια από τη συνειδητοποίηση της αμφίβολης στεγανότητας την οποία νόμιζαν ότι είχαν επιτύχει – καμία μονωτική ταινία δεν κατορθώνει να προστατέψει ικανοποιητικά τον αλλότριο άνεμο να εισχωρήσει στη ζωή τους καταργώντας κάθε τι που θεωρούσαν οικείο. Τη θέση της βεβαιότητας καταλαμβάνει αυθαιρέτως η ανασφάλεια των συνθηκών διαβίωσης μέσα σε μια πόλη που δείχνει το εχθρικό της πρόσωπο. Γιατί, στην πραγματικότητα, είναι η πόλη που διατελεί εν μονώσει, που δεν επιτρέπει στα πρόσωπα την πρωτοβουλία  αυτοπροστασίας και «στεγανότητας», καλύπτοντας, όπως πιστεύει, εκείνη με τα δικά της μέσα τις όποιες ανασφάλειες, οδηγώντας όμως αναπόφευκτα σε επιδείνωση της μοναξιάς και, αλίμονο, σε μια  κατ’ επιλογήν πλέον  μοναχικότητα.

Η περιδιάβαση των ηρώων γίνεται σε οικείους χώρους της πόλης της Αθήνας, σε μια ακτίνα κυρίως γύρω από την Κυψέλη, τα Πατήσια, το καθεαυτό κέντρο, λειτουργώντας, με τον τρόπο αυτό, ως αφορμή για ανάκληση εικόνων, τουλάχιστον για όσους από εμάς τα μέρη αυτά αποτελούν κοινό σημείο αναφοράς. Ωστόσο, η επιλογή αυτή συμβολικά παραπέμπει σε όποια πόλη περικλείει μέσα της ανάλογες συνθήκες ζωής με τα ίδια πάλι  αδιέξοδα, τις απόπειρες απόδρασης, τις παράτολμες απογειώσεις και τις ανώμαλες προσγειώσεις.

Η γραφή της Καραμαγκιώλη παρακολουθεί με τον καλύτερο τρόπο τα σκηνικά που επιλέγει –κάποια από αυτά άριστα θα λειτουργούσαν ως πυρήνας σεναρίου ταινιών μικρού μήκους– με συγκρατημένη γλώσσα στις εξάρσεις της, με ελεγχόμενη την έκταση των εικόνων, ώστε να  ειπωθούν κάθε φορά μόνον όσα πρέπει, με εισβολή του σωτήριου χιούμορ για συνειδητή αποσταθεροποίηση της σοβαρότητας, με μετρημένη τέλος τη χρήση του διαλόγου, στις λίγες φορές που κρίνεται απαραίτητος. Όλα αυτά ας μη θεωρηθούν αυτονόητα, κυρίως αν ληφθεί υπ’ όψη ότι πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση μιας γραφής που υπόσχεται περισσότερα ενδιαφέροντα στο μέλλον. Σε αναμονή, λοιπόν, για τη συνέχεια.

 

Ελένη Καραμαγκιώλη

 

 

Αποσπάσματα

 

Είναι ένα κορίτσι στην άκρη της πόλης. Είναι ένας άντρας μεθυσμένος.

Το κορίτσι ζει σε ένα διαμέρισμα με καφέ μάρμαρα στο μπάνιο και καζανάκι που τρέχει, με δρύινες πόρτες που πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους στη γλώσσα των τριγμών, με δύο κρεβάτια από λευκό ξύλο και στο προσκέφαλό τους οι γονείς να κρέμονται, αιχμάλωτοι του χρόνου, στη φωτογραφία αρραβώνων.

[…]

Οι μέρες για το κορίτσι γλιστράνε σαν υποψία μεσ’ από γρίλιες, κατεβασμένα στόρια και χαραμάδες καλυμμένες με μονωτική ταινία.

[…]

Ο άντρας έχει γαντζωθεί σκαρφαλωμένος στο σκαμπό στην μπάρα ενός μέρους που δε θυμάται πώς το λένε και δεν ξέρει και γιατί πρέπει να το λένε και κάπως. Είναι ένα μέρος για τύπους σαν αυτόν, που δεν ξέρουν από πού ήρθαν και που πηγαίνουν.

[…]

Της λέει ότι αν ανοίγουν την καρδιά τους σ’ όλο τον κόσμο, στο τέλος θα αρπάξουν κρύωμα. Της εξηγεί ότι είναι σαν να στέκονται μπροστά σε ανοικτό παράθυρο μια ημέρα με βοριά και να αφήνουν τη δυστυχία να περνάει μέσα τους, στα σωθικά, στον αέρα.

[…]

Βγάζει τη μονωτική ταινία γύρω από την μπαλκονόπορτα στην κουζίνα, ανεβάζει τα στόρια και βγαίνει στο μπαλκόνι. Από την πλατεία φτάνουν μπερδεμένες φωνές και λέξεις άγνωστες, έχει σηκώσει και αέρα, ξέρει πως θα κρυώσει, δεν μπορεί όμως να κάνει αλλιώς, είναι το αδιάβροχο κορίτσι και πρέπει να μείνει εκεί ακίνητη μέχρι να ακούσει την κραυγή του από μέσα.

(«Μονωτική ταινία», σσ. 167, 168, 169, 174)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top