Fractal

Ιστορίες αλλόκοτων στιγμών

Γράφει ο Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης //

 

«Μόνο αν μυρίζει αίμα» του Στίβεν Κινγκ, εκδόσεις Κλειδάριθμος

 

Το «Μόνο αν μυρίζει αίμα» μάς έρχεται από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη και αποτελείται στο σύνολό του από τέσσερις νουβέλες του Στίβεν Κινγκ και ένα σημείωμα του συγγραφέα, από εκείνα που αγαπούν να διαβάζουν οι αναγνώστες και οι συλλέκτες των έργων του.

Οι ιστορίες είναι:

  1. Το τηλέφωνο του κυρίου Χάριγκαν. Μια ιστορία για τη φιλία ενός εφήβου και ενός ηλικιωμένου που αποκτά μεταφυσική χροιά μετά τον θάνατο του δεύτερου. Ο πιτσιρικάς Κρεγκ εισπράττει μαθήματα ζωής από τον κύριο Χάριγκαν, έναν γείτονα που διάγει μοναχική ζωή, και στο πρόσωπό του θα συναντήσει έναν καλό φίλο που έχει να του δώσει μερικές άξιες συμβουλές. Ο πιτσιρικάς Κρεγκ θα δωρίσει ένα κινητό στον κύριο Χάριγκαν που θα τον ενθουσιάσει ως εργαλείο, και όταν ο ηλικιωμένος θα φύγει για το μακρύ ταξίδι του, στην κηδεία του, ο πόνος του πιτσιρικά θα τον ωθήσει να βάλει κρυφά στην τσέπη του σακακιού του κυρίου Χάριγκαν εκείνο το τηλέφωνο. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσει πως κάτι αλλόκοτο συμβαίνει με εκείνο το τηλέφωνο και τις κλήσεις του και… Όμως η συνέχεια σε όσα θα διαβάσετε. Πρόκειται για μια απολαυστική ιστορία του βιβλίου, γεμάτη τρυφερότητα αλλά όχι μελιστάλαχτη, δομημένη στα γνώριμα μονοπάτια μυστηρίου, αλλόκοτου και αγωνίας, και εκτιμώ ότι θα αρέσει στους αναγνώστες «παλαιάς κοπής» του Βασιλιά.

«”Θέλω να πιστέψω στον Θεό, θείε, και ψιλοπιστεύω, δεν καταλαβαίνω όμως γιατί πρέπει να είναι έτσι. Γιατί ο Θεός το επιτρέπει. Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί Του; Εσύ, που υποτίθεται ότι είσαι μεγάλος και τρανός φιλόσοφος, αυτό μόνο έχεις να πεις;” Ναι, σκέφτηκε ο Νταγκ, γιατί ο θάνατος είναι η καταστροφή της φιλοσοφίας»

  1. Η ζωή του Τσακ. Πρόκειται για μια ιστορία που διηγείται τη ζωή του ήρωα, Τσαρλς «Τσακ» Κραντζ, από το τέλος προς την αρχή της. Τουλάχιστον αυτό δείχνει να προσπαθεί να κάνει η ιστορία (το αφήνω πάνω σας για το αν τα καταφέρνει!) με την αλλόκοτη διήγησή της. Μαζί με αυτό, περιγράφει καταστάσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας που έχει υποστεί εν μέρει καταστροφή και φέρει στοιχεία δυστοπίας στα τοπία και τις συνθήκες διαβίωσης. Προσωπικά δεν με συγκλόνισε, καθώς τη βρήκα αρκετά μπερδεμένη στα σημεία της, όμως γούστα είναι αυτά…
  2. Μόνο αν μυρίζει αίμα. Η μεγαλύτερη νουβέλα της συλλογής αποτελεί μια αυτοτελή συνέχεια του best seller «O ξένος», και έχει για κεντρική του ηρωίδα τη Χόλι Γκίμπνι. Η ροή της είναι περισσότερο αστυνομική και λιγότερο τρόμου, διατηρεί όμως αρκετά σημεία αγωνίας και το θέμα της –μια βόμβα που εξερράγη σε ένα γυμνάσιο και γίνεται πρώτο θέμα ειδήσεων για να οδηγήσει σε μια σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων–, αν μη τι άλλο, αποτελεί άξια μαγιά για τον Κινγκ που θέλει να δέσει/αναπτύξει ιστορίες γύρω από δεύτερους χαρακτήρες ενός άλλου έργου του. Εμένα που μου αρέσουν τα μακάβρια και σκοτεινά του έργα, δεν με συνεπήρε η ιστορία, θα πρέπει να το ομολογήσω, αυτό όμως μπορεί και να συνέβη επειδή δεν έχω διαβάσει το βιβλίο «Ο ξένος» και έτσι δεν ήμουν σε επαφή με τα ονόματα, τους ήρωες και τις καταστάσεις που, σε εκείνον που του λείπουν οι συνδέσεις, αφήνουν μια χροιά «ξεκρέμαστης» ανάγνωσης. Πάντως, η ιστορία μου έφερε κατά νου το από χρόνια αποσυρμένο βιβλίο του Κινγκ με τίτλο «Οργή», καθώς έχει εφάμιλλο θέμα, τουλάχιστον στην έναρξή της –αφορούσε σε έναν μαθητή που έσπειρε τον θάνατο σε ένα σχολείο, αλλά ύστερα από παρόμοια περιστατικά δολοφονιών στην Αμερική, ο Κινγκ το απέσυρε από την κυκλοφορία. Θέμα που, εξ όσων θυμάμαι, το έχουμε ξαναδιαβάσει και στην ιστορία «Ο Κάιν επαναστάτησε» –info για τους φαν: γραμμένη το 1968, αποτελεί μια υπέροχη ιστορία του Κινγκ, και θα τη βρείτε στη συλλογή με τίτλο «Sceleton Crew», που κυκλοφορεί επίσης από εκδόσεις Κλειδάριθμος.
  3. Αρουραίος. Φίλοι και αναγνώστες του Βασιλιά, στην τελευταία ιστορία του «Μόνο αν μυρίζει αίμα» θα πρέπει να σταθούμε! Εδώ διαπιστώθηκε ότι παίζεται άξιο και αξιολογότατο παιχνίδι, δομημένο και μετρημένο στα Βασιλικά πλαίσια του Κινγκ. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν ο Κινγκ είχε για χρόνια κρυμμένη στα συρτάρια του αυτή τη νουβέλα και τη σέρβιρε τώρα στους αναγνώστες του, όμως ογδοντάρης διοπτροφόρος θα μας τρελάνει! Η νουβέλα «Αρουραίος» δείχνει τόσο διαβολεμένα καλογραμμένη και είναι τόσο καλά ζυγισμένη (σε διάλογο, σε δομή, σε ροή, σε αγωνία, σε ανατροπή) που θυμίζει τα ένδοξα τέλη των ’80s και τα χρυσά έργα του Κινγκ, και αυτό είναι αξιαγάπητο και άκρως ικανοποιητικό ως χροιά ανάγνωσης –οι σκληροπυρηνικοί αναγνώστες του Βασιλιά θα καταλάβουν τι εννοώ. Η ιστορία μιλάει μέσα από το πρόσωπο του Ντρου Λάρσον, ενός μάλλον αποτυχημένου συγγραφέα που στο ενεργητικό του έχει ελάχιστες επιτυχίες μικρών ιστοριών που έχουν εκδοθεί σε περιοδικά και εφημερίδες –σας χτυπάει κάποιο κουδουνάκι από τα βιογραφικό του Κινγκ ή ακόμη; Ο Ντρου, μια μέρα που σκέφτεται την ανυδρία της έμπνευσής τους και έχει βαρεθεί τη ρουτίνα του, εντελώς απροσδόκητα θα συναντήσει την απόλυτη έμπνευση για ένα μυθιστόρημα και θα θελήσει να το γράψει, επιλέγοντας να αφήσει την οικογένειά του και να απομονωθεί στο εξοχικό του από χρόνια νεκρού πατέρα του –ανατρίχιασες σκεπτόμενος ότι θυμίζει το «Κρυφό Παράθυρο, Μυστικός Κήπος» ή ακόμη; Οι σελίδες τρέχουν για τον Ντρου καθώς θα βυθίζεται σε ένα μυθιστόρημα γουέστερν –ω, ναι! Οι αναφορές στον Μαύρο Πύργο δεν είναι πρόδηλες αλλά δηλώνουν για ακόμη μια φορά την αγάπη του Κινγκ στη συγκεκριμένη θεματική. Ο Ντρου θα γράψει πολλά, θα δει πολλά, θα σκεφτεί πολλά, θα ζυγίσει πολλά, και πολλά όμορφα τρελά και τρελά όμορφα θα συμβούν –πίστεψέ με, θα θες να τα διαβάσεις όλα!–, καθώς δεν θα μπορείς να ξεκολλήσεις από τις σελίδες αυτής της ιστορίας.

«Αυτή η σκέψη τού θύμισε μια διάλεξη που είχε διοργανώσει το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας πριν από πεντ’ έξι χρόνια: ο Τζόναθαν Φράνζεν είχε μιλήσει σ’ ένα γεμάτο αμφιθέατρο για την τέχνη της μυθιστοριογραφίας. Είχε πει ότι, στην πραγματικότητα, το απόγειο της εμπειρίας στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος ερχόταν προτού ο συγγραφέας αρχίσει να γράφει, όσο το βιβλίο βρισκόταν ακόμα στη φαντασία του ή στη φαντασία της. “Ακόμα και το πιο ξεκάθαρο κομμάτι απ’ αυτά που είχες στο μυαλό σου αναπόφευκτα θα χαθεί στη μετάφραση”, είχε πει ο  Φράνζεν»

 

Stephen King

 

Εν κατακλείδι:

Στο «Μόνο αν μυρίζει αίμα», μπορεί να μην έχουμε το απόλυτο σκορ τέσσερα στα τέσσερα σε νίκες όσον αφορά την έμπνευση και την πρωτοτυπία των ιστοριών, όμως από θέμα δομής, πλοκής, ζωντανών διαλόγων, ανάπτυξης ιστορίας και αναγνωστικής διασκέδασης, έχουμε επιτυχία. Βαστώντας ανά χείρας πάνω από 500 σελίδες χορταστικής ανάγνωσης, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα «value for your money» βιβλίο, οπότε αν δεν έχεις στη συλλογή σου το «Μόνο αν μυρίζει αίμα», αξίζει να το πάρεις καθώς δεν θα σε αφήσει απογοητευμένο. Μέσα του θα διαβάσεις για νοσταλγία και παιδική αθωότητα, για εφηβεία, bullying και εκδίκηση από το υπερπέραν, για αλλόκοτο μέσα στο καθημερινό, για εξιχνιάσεις, ρίσκα και αναμετρήσεις, για καταστάσεις σκοτεινές αλλά πλαισιωμένες με αρκετό σαρκασμό, ενώ άλλοτε θα περάσεις από γραμμές με άφθονο μαύρο χιούμορ και άλλοτε από προτάσεις που φιλοσοφούν περί ύπαρξης, ζωής, θανάτου και… ό,τι έρχεται μετά. Στο σύνολό του το «Μόνο αν μυρίζει αίμα», διαθέτει για ακόμη μια φορά ήρωες εξαιρετικής χροιάς, μαεστρικά δομημένους και τόσο σάρκινους που θαρρείς ότι θα ξεπηδήσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, και αυτό, ακόμα κι όταν η ιστορία δεν έχει να μας πει πολλά, είναι αρκετό για να τη ζωντανέψει και να σε γραπώσει από το χέρι αγρίως ώστε να ανατριχιάσεις και να απολαύσεις το σκοτεινό ταξίδι του.

Διαβάστε το «Μόνο αν μυρίζει αίμα» όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, και συνοδέψτε το ακούγοντας τον δίσκο «Tooth And Nail» των Dokken, από το 1984.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top