Fractal

Συνεργασία, τρυφερή φιλία, ερωτική ιστορία

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα: “Μίμης Πλέσσας – Ποιος το ξέρει…”, Εκδόσεις Μίνωας, 2020, σελ. 200

 

Υπάρχουν βιογραφίες γραμμένες με τρόπο επιστημονικό, υπάρχουν βιογράφοι που αντιμετωπίζουν τον βιογραφούμενο με αντικειμενικότητα και ενίοτε με αυστηρότητα. Δεν συμβαίνει αυτό με τη βιογραφία –στην πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος βιογραφίας –, του Μίμη Πλέσσα, αφού την έχει γράψει με αγάπη και τρυφερότητα η σύζυγός του, η Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα. Ρίχνοντας μια ματιά στο κείμενο του οπισθόφυλλου, ο αναγνώστης παίρνει μια γεύση για το τι θα διαβάσει: «Μίμης Πλέσσας. Ο Δημιουργός που ένωσε όλους του Έλληνες και δεν τους χώρισε ποτέ». Και παρακάτω κάτι πιο προσωπικό: «…να παίρνω γνώσεις και δύναμη από το φως του. Ανάσα δροσιάς στη σκιά του και ενέργεια από τη φωτεινή του πλευρά».

Ασφαλώς δεν πρόκειται για υπερβολές ποιητική αδεία. Η συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, εκτός από την πρόθεσή της να γνωρίσει στο κοινό τη ζωή και του έργο του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, το έγραψε και ως φόρο τιμής στον άνθρωπο με τον οποίο μοιράζεται στιγμές επί τρεισήμισι δεκαετίες. Στον πρόλογό της που τιτλοφορείται «Κάπως έτσι άρχισαν όλα», σημειώνει πως στις 13 Δεκεμβρίου 1986, πήγε με τους γονείς της σ’  ένα κέντρο της οδού Φιλελλήνων, όπου έπαιζε ο Μίμης Πλέσσας με τον  Γιώργο Κατσαρό. Αυτή ήταν φοιτήτρια Οικονομικών και φανατική συλλέκτρια ελληνικών δίσκων και λάτρις του ελληνικού κινηματογράφου, αυτός ένας συνθέτης με μεγάλες επιτυχίες στη δισκογραφία, που «δεν είχε συνειδητοποιήσει τη δύναμη των όσων είχε γράψει», ένας συνθέτης που τα κυκλώματα τον είχαν πείσει πως «είχε τελειώσει».

Η συνάντησή τους άλλαξε τη ζωή αμφοτέρων: χάρη στην Καρρέρ, που γνώριζε όλο του το έργο και συνεργάστηκε μαζί του, ο Πλέσσας άρχισε μια δεύτερη καριέρα και η σχέση τους αποκορυφώθηκε με τον γάμο τους και τη γέννηση της κόρης τους, της Ελεάνας. Στην πραγματικότητα, η παρούσα βιογραφία στηρίζεται στις αφηγήσεις του βιογραφούμενου, τις οποίες η βιογράφος κατέγραφε σ’ ένα μαγνητόφωνο και μετά τις αποδελτίωνε. Ο Μίμης Πλέσσας, λοιπόν, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 (στη βιογραφία αυτό δεν αναγράφεται ούτε άλλες ημερομηνίες), στην οδό Ηρακλείου 14. Η οικογένεια του πατέρα του καταγόταν από την Ζάκυνθο. Από μικρός έπαιζε πιάνο που έμαθε μόνος του χωρίς να πάει σε ωδείο. Τον άκουσε η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου και τον έπεισε να πάει στο Ζάππειο στο στούντιο της κρατικής ραδιοφωνίας για να τον ακούσει μια επιτροπή –μέλος της ήταν κι ο σπουδαίος μουσουργός Μάριος Βάρβογλης.

Στα δεκαεννιά του πέθανε η μητέρα του Ελένη κι αυτός γράφτηκε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει χημικός. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο που έφτιαχνε καπέλα, αλλά κατά την περίοδο της Κατοχής καταστράφηκε, όπως όλοι όσοι είχαν επιχειρήσεις, οπότε ο Μίμης έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Αργότερα, προσελήφθη ως πιανίστας σε μια ορχήστρα που έπαιζε σε καμπαρέ της οδού Φιλελλήνων. Όταν πήρε το πτυχίο του χημικού, πήγε στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη, για να διαπραγματευτεί την αγορά μηχανημάτων για το εργοστάσιο του πατέρα του –θα έπαιρνε ένα δάνειο. Ωστόσο, εκεί πήρε υποτροφία και απέκτησε ένα master στη Χημεία.

 

Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα

 

Επέστρεψε στην Ελλάδα, πήγε στρατιώτης και δόθηκε ολόψυχα στη μουσική, χωρίς να εγκαταλείψει την επιστήμη του. Τότε, παίχτηκε μια κωμωδία, έργο που έγραψε ο Νίκος Φατσέας, από τις αδελφές Καλουτά κι αυτός συνέθεσε τη μουσική. Μετά συνεργάστηκε στις ηχογραφήσεις σε ένα στούντιο και ήταν βασικός συντελεστής του κινηματογραφικού στούντιο Άλφα στα Μελίσσια. Το 1959, αποφασισμένος να ζήσει μόνο από τη μουσική, άρχισε να γράφει τραγούδια και όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία διοργάνωσε το πρώτο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού συμμετείχε με τρία τραγούδια –βραβεύτηκε το Ξέρω κάποιο αστέρι.

Μπήκε ορμητικά στον κόσμο της μουσικής και άρχισε να γνωρίζει καθιερωμένους τραγουδιστές (όπως το Νίκο Γούναρη), αλλά και να προωθεί καινούργια ταλέντα (όπως την Τζένη Βάνου). Την ίδια εποχή ξεκίνησε η πορεία του ως συνθέτη μουσικής για ταινίες, μία από τις πρώτες ήταν το Έγκλημα στα παρασκήνια του Ντίνου Κατσουρίδη, που βασίστηκε στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. Κι έπειτα, χάρη στον Αλέκο Σακελλάριο, συνεργάστηκε με τον Φιλοποίμενα Φίνο της Φίνος Φιλμ στην ταινία Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, ενώ η καριέρα του απογειώθηκε με τις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη, κομεντί αλλά και δράματα.

Δισκογραφικά, από τα ελαφρά τραγούδια προχώρησε σε πιο βαριά, πιο λαϊκά, έχοντας ως συνεργάτη τον Γιώργο Ζαμπέτα, έναν από τους καλύτερους μπουζουξήδες της χώρας. Έγραψε μεγάλες επιτυχίες που παίζονταν στο ραδιόφωνο συνεχώς, αλλά ο δίσκος που έγινε ευπώλητος ήταν Ο δρόμος με τραγούδια των οποίων τους στίχους έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και τραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος –όταν το έργο διασκευάστηκε για το θέατρο δεν παίχτηκε για πολύ επειδή απαγορεύτηκε από το καθεστώς της δικτατορίας.

Σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου η συγγραφέας μιλάει για το γάμο τους με κουμπάρα την Ειρήνη Παππά, η οποία την προέτρεπε να παντρευτούν. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Μίμη Πλέσσα που θυμάται τη συνεργασία τους που εξελίχτηκε σε τρυφερότητα και φιλία και κατέληξε σε ερωτική ιστορία. Σίγουρα, τούτο το πόνημα που περιέχει πολλά στοιχεία από τη ζωή του συνθέτη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top