Fractal

Η «μικρή μεθόριος» της ποίησης

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

“Μικρή μεθόριος”, Ελένη Αράπη, εκδόσεις Ιωλκός, 2021

 

Κάποιες γραφές έρχονται και με βρίσκουν, μου μιλούν λίγο παραπάνω από κάποιες άλλες. Τα κριτικά μου σημειώματα είναι μια προσπάθεια να εξηγήσω στον εαυτό μου το τι και το πώς αυτής της συνάντησης, το θέμα και τον χαρακτήρα αυτής της συνομιλίας. Το ξανάπα κι αλλού, κριτικός δεν είμαι. Από γούστο γράφω βιβλιοκριτικές μόνο για ό,τι μου αρέσει παραπάνω απ’ τα υπόλοιπα που διαβάζω, εφόσον βέβαια έχω χρόνο, γιατί υπάρχει περίπτωση να μην έχω χρόνο, έστω κι αν κάτι μου αρέσει πολύ. εν πάση περιπτώσει για τα υπόλοιπα που διαβάζω, όποια δηλαδή δεν μου αρέσουν ή όποια μου αρέσουν λιγότερο, προτιμώ να σωπαίνω.

Κι ουδεμία διάθεση κριτικής φιλοφρόνησης ή ανταπόδοσης δεν υπάρχει στα κριτικά γραφτά μου, η αξία της κριτικής εντιμότητας είναι ανάμεσα στις πρώτες που αναγνωρίζω όταν πιάνω να μιλήσω για ένα βιβλίο, αλλά δεν είμαι ο καταλληλότερος να κρίνω κατά πόσο την τηρώ, ούτε βεβαίως συμμερίζομαι την ένσταση για την απουσία αρνητικής κριτικής, που συχνά πυκνά επανέρχεται με σηκωμένο δάχτυλο απ’ την πλευρά ορισμένων κριτικών.

Αλλά μια που μ’ έπιασε η φλυαρία γύρω απ’ το θέμα, να σημειώσω δύο σχετικά τινά. Αφενός  η περιλάλητη κρίση της κριτικής καθόλου κρίση δεν είναι, γιατί συνεχίζουν να γράφονται εξαιρετικά κείμενα κριτικής, μόνο που θα χρειαστεί να περάσει κάποιος καιρός μέχρι να εκτιμηθούν – πάντα έτσι γίνεται. Αφετέρου η απουσία αρνητικής κριτικής έχει κυρίως να κάνει με την κριτική που ασκούν οι μη κριτικοί, όπως εγώ, πράγμα ουδόλως κακό αν δει κανείς τα κείμενά τους ως έμπρακτη υποστήριξη στην υπόθεση του βιβλίου, που θα έλειπε αν σώπαιναν.

Επιστρέφω ή μάλλον αρχίζω επιτέλους με το κρινόμενο βιβλίο. Η ποιητική συλλογή της Αράπη ήρθε και με βρήκε, μου μίλησε λίγο παραπάνω από κάποια άλλα βιβλία. Δεν έχω διαβάσει την προηγούμενή της συλλογή (Με βράγχια ανασαίνω, Γαβριηλίδης, 2016), οπότε αδυνατώ να μιλήσω συγκριτικά και δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη αν στο μεταξύ υπήρξε η αναμενόμενη πρόοδος, αν αυτό το βιβλίο είναι ένα σκαλοπάτι παραπάνω απ’ το προηγούμενο. Αλλά τέταρτη φορά που διαβάζω ποιήματα όπως «Το ρο της ροής», «Εξαίφνης», «Μικρή μεθόριος», «Ψωμί χοϊκό», «Πλάνητας», «Ό,τι αγαπώ», «Μαυροτράγανο», «Βεντεμα», «Παιδός η βασιληιη», προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι αυτό που με κέντρισε, από πού ακριβώς πηγάζει η αναγνωστική απόλαυση, με τη σημείωση ότι ασφαλώς και δεν λείπουν τα ήσσονα ποιήματα και δη κάποια που λειτουργούν σαν βαρίδιο και θα μπορούσαν είτε να δουλευτούν παραπάνω είτε να παραλειφθούν.

Η ποιητική ιδέα της Αράπη δηλώνεται κατά κανόνα στον τίτλο. Όλο το ποίημα είναι το ξετύλιγμα τούτης της ιδέας που ολοένα και απομακρύνεται απ’ τον πυρήνα του, μοχλεύοντας πρόσθετες υποϊδέες χωρίς ποτέ να ξεκόβει απ’ αυτόν. Βασικό εκφραστικό μέσο η εικόνα, όχι μόνο δεν λείπει από κανένα ποίημα αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που κάθε στροφή συνιστά και μια άλλη εικόνα, το δε ποίημα μοιάζει με κολάζ από ασπρόμαυρες, κατά κανόνα, φωτογραφίες, με θεματική εμμονή τα στιγμιότυπα της φθοράς και την κυριαρχία της φύσης.

Η    ποιητική εικόνα αποτυπώνει έναν κόσμο εγκατάλειψης και γύμνιας, στερημένο από νοήματα και αντοχές. Η φύση λειτουργεί σαν καταφύγιο, ό,τι σχετικό μ’ αυτήν δημιουργεί μια αίσθηση σταθερότητας, αποπνέει τη βεβαιότητα μιας αλήθειας. Υπάρχει εδώ η γνωστή αντίστιξη ανάμεσα στον τεχνικό πολιτισμό και στη φυσική πραγματικότητα, με την πλάστιγγα να γέρνει στην πλευρά της φύσης. Ο ποιητικός λόγος σαν να αγκαλιάζει ερωτικά τη φύση και σαν να προσπαθεί να την μαγεύσει, προκειμένου να δημιουργήσει καινούριους παρηγορητικούς μύθους. Αν επανέρχεται σταθερά στο θέμα της ερωτικής πράξης είναι για να αναπαρθενέψει τη φύση και να αποκαθάρει τη ζωή απ’ όλα αυτά που σήμερα τις μολεύουν.

 

Ελένη Αράπη

 

Δεν είναι τυχαία κι η συχνή αναφορά στην αρχαιοελληνική μυθολογία. Η πύρινη Τετρακτύς, ο Αχέροντας, ο Όλυμπος, ο Πλούτωνας, η Περσεφόνη, η Σίβυλλα, η Μέδουσα κτλ. εμφανίζονται συχνά στα ποιήματα της Αράπη, αλλά χωρίς καμιά πρόθεση επιδεικτικής αρχαιογνωσίας και αναχωρητικού σχολαστικισμού, που θα μπορούσε να εγείρει η φιλολογική ιδιότητα της ποιήτριας. Ο αρχαίος κόσμος είναι οργανικά χωνεμένος στον ποιητικό λόγο, λειτουργεί ως σύμβολο, ως στοιχείο μυθοποίησης, ως εικόνα, ως αντιστάθμισμα ώστε να καλυφθούν τα κενά και να σκεπαστεί η γύμνια του σύγχρονου κόσμου.

Η σχετική με τη φιλολογική ιδιότητα της ποιήτριας παρατήρηση ισχύει και για τη γλώσσα. Η γραφή δεν βαρύνεται, δεν μεγαληγορεί, δεν κενολογεί με φιλολογική ωραιοπάθεια. Υπηρετεί την έμπνευση και την εκφράζει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Το συναίσθημα διυλίζεται απ’ τη λογική, δίχως να χάνει την ένταση και την ειλικρίνειά του. Οι στίχοι κουβαλούν το συναισθηματικό φορτίο μ’ ένα πολύ ενδιαφέροντα συνδυασμό δωρικής αυστηρότητας και λυρικής έξαρσης, έτσι που οι λέξεις να φωνάζουν ψιθυρίζοντας και να ψιθυρίζουν φωνάζοντας:

«Α! Να το ξέρετε.

Η γυναίκα είναι θρησκεία.

Κι ο άντρας –

Ω! Τι υπέροχο μήλο!»

Κλείνω με τον ίδιο τρόπο που άρχισα. Ήταν μια περίοδος που πικραμένος από κάτι, εγκατέλειψα τη βιβλιοκριτική. Δυο χρόνια κράτησε αυτό. Αν επέστρεψα είναι γιατί νιώθω πως από τέτοιου είδους γραφτά ωφελείται όχι μόνο ο αναγνώστης αλλά πρωτίστως ο συγγραφέας τους, εφόσον λογοτεχνεί. Η κριτική σε μυεί στη γλώσσα και ξεκλειδώνει το εργαστήριο του ομότεχνου, ώστε να αντλείς, να εμπνέεσαι, να προσέχεις, να αποφεύγεις.

Το ένιωσα και στην περίπτωση αυτής της συλλογής. Η Μικρή Μεθόριος, της Ελένης Αράπη, μου προσέφερε αναγνωστική απόλαυση και μ’ έκανε καλύτερο σαν λογοτέχνη.

 

 

* Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top