Fractal

Διαμάντια γραφής στον αστερισμό της μικρής φόρμας

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

cover_miaxaraΧρίστος Κυθρεώτης, «», διηγήματα, εκδόσεις Πατάκη 2014, σελ. 219.

«Είσαι καλά;» «Μια χαρά». Πόσο καλά μπορεί να αισθάνεται ένας φανατικός Αεκτζής για τον αδικοσκοτωμένο ομοϊδεάτη και φίλο του; Ο ασχημούτσικος ανασφαλής φοιτητής στην πρώτη έξοδό του με την πανέμορφη της Σχολής; Το αγνοημένο από τους χωρισμένους γονείς κορίτσι μια μέρα πρωτοχρονιάς; Ο εγγονός που στην εκταφή της αγαπημένης του γιαγιάς θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα λείψανο που αρνείται πεισματικά να λιώσει; Ο τριανταπεντάρης υπάλληλος, πετυχημένος στην εργασία του αλλά αποτυχημένος στην προσωπική του ζωή; Η «απελευθερωμένη» αλλά σε πρόωρη κλιμακτήριο γυναίκα που συνειδητοποιεί πως με δική της ευθύνη βρίσκεται μπλεγμένη σε μια απαράδεκτη και αδιέξοδη σχέση;

Στο «Μια χαρά» του Χρίστου Κυθρεώτη τίποτα δεν ηχεί ακριβώς μια χαρά. Ύφος και μύθος, λόγος και σκηνικά, βουλιάζουν στην τραγική ειρωνεία. Κοφτή, ασθματική και γεμάτη χουλιγκάνικη αργκό η φωνή του οπαδού της ΑΕΚ που μετεωρίζεται μεταξύ απορίας και θλίψης για την κατά λάθος δολοφονία του φίλου του κρυφο-Αλβανού, σκόπιμα αφελής και παιδαριώδης εκείνη της παραμελημένης εφήβου, σαρκαστική και ειρωνικά τραγική τού δύσμορφου αλλά ευφυή φοιτητή, καταθλιπτική και ρεαλιστική  του ελληνοκύπριου που μένει άναυδος μπροστά στο άλιωτο λείψανο της γιαγιάς του, αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα δραματική στον ακυρωμένο υπάλληλο, ενοχική και σπαρακτική στην μεσήλικη γυναίκα, ο Χρίστος Κυθρεώτης καταφέρνει να αλλάζει έξοχα το ηχόχρωμα των κειμένων του προσαρμόζοντας τη θερμοκρασία του στις επιμέρους θεματικές του.

Από το ζυγό της ευτέλειας στο τίποτα μιας αδικαίωτης μοναξιάς, αργά ή γρήγορα, όλες οι ψευδαισθήσεις αίρονται κι η ζωή αποκαλύπτεται στις πραγματικές της διαστάσεις, ως αυτό που είναι. Δεν είναι και για να τρελαίνεται κανείς από τη χαρά του.

Στο «Σκόνη από κιμωλία», πρώτο κατά σειρά διήγημα της συλλογής του Κυθρεώτη,  και πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη (ΗOTEL, ένοικοι γραφής, 2007), ο χουλιγκάνος αφηγητής ανακαλύπτει πως ο φίλος που την απώλειά του θρηνεί χάνει τελικά τη ζωή του από λάθος ανθρώπους και για λάθος λόγο. Οι δικοί του δεν ξέρουν πως είναι Αλβανός. Τον σκοτώνουν επειδή τον περνάνε για Γαύρο.

Στο «Ραντεβού», ο ευφυής φοιτητής, ανάμεσα αυτοσαρκασμού για την εξωτερική του ασημαντότητα και οίησης για την πνευματική του δεινότητα, θα καταλήξει στα τάρταρα αντιμέτωπος με ένα καθρέφτη.

Στο «Μια χαρά», τρίτο κατά σειρά διήγημα, το οποίο και επιλέχτηκε μαζί με 14 άλλα διηγήματα αξιόλογων συγγραφέων για τον τόμο «15 βγαίνουν στο κόκκινο» από τις εκδόσεις Τόπος το 2014, το κορίτσι που αφηγείται, άθυρμα μεταξύ δυτικών και βορείων προαστίων εξ αιτίας των χωρισμένων γονιών του, μεσ’ από ένα ημερολόγιο που χρησιμοποιεί για να εξορκίσει το έξωθεν άδικο αλλά και την δική της εσωτερική μιζέρια, θα επιστρατεύσει μνήμη επιλεκτική, για να ακυρώσει τα δυσάρεστα αντιμετωπίζοντάς τα σαν –απλούστατα– να μην της συμβαίνουν.

Στο «Σημάδι στο μπράτσο», τέταρτο κατά σειρά διήγημα, (πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό  των Νέων και του Βρετανικού Συμβουλίου, 2009»), ο εγγονός που σημειωτέον είναι Κύπριος μεγαλωμένος στην Ελλάδα όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, από το θρήνο θα περάσει στον τραγέλαφο μπροστά στο υπερμέγεθες λείψανο της γιαγιάς του.

Στα: «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί» και «Απλά ο χρόνος που κυλάει», το τριανταπεντάχρονο εξεγερμένο στέλεχος και η σχεδόν συνομίληκή του χειραφετημένη γυναίκα, αντί για ηρωική άρνηση ή φυγή, καθημαγμένοι όπως και οι προηγούμενοι, θα καταλήξουνε στον αυνανισμό, μεταφορικά ή κατά κυριολεξία.

 

miaxara_cover

 

Οι έξι αυτές κατακερματισμένες υπάρξεις, εγκλωβισμένες στο χάος ενός κοινωνικού αχταρμά, θα καταφύγουν στη διαμεσολάβηση της γραφής (εν προκειμένω στην καλοδουλεμένη πένα του Κυθρεώτη) για να μπορέσουνε να μιλήσουν. Το ζήτημα της φιλίας μέσα σε ένα περιθωριακό και εμπόλεμο περιβάλλον αλλά και ο τρόμος του φοιτητή μπροστά στον καθρέφτη του, οι συνέπειες για το κορίτσι μπαλάκι ανάμεσα σε χωρισμένους γονείς σε συνάρτηση με την αναβίωση της απώλειας για τον  Κύπριο εγγονό, η ασφυξία του στελέχους μπροστά σε μια επιτυχία ανεπιθύμητη κι έναν εξίσου ανεπιθύμητο μέλλοντα γάμο, αλλά και η ασίγαστη οργή τής όχι πια νέας γυναίκας, έξι φωνές που, αν και διαφορετικές,  χάνονται στη δίνη μιας πραγματικότητας αμετάκλητα ακυρωμένης.

 

«Οι νοσοκόμες ήταν της πλάκας. Πώς είναι σε κάτι τσόντες, ξέκωλες και σιλικονάτες; Καμία σχέση. Πρώτα έσκασε μια θειάκα γύρω στα εξήντα, για να περάσει τον ορό. Το γύρναγε από δω, το τρύπαγε από κει, σουρωτήρι το ’κανε το χέρι του Μιχάλη. (Σκόνη από κιμωλία, σελ. 11».

«Έπρεπε να βλέπατε τις διαφορές μας σε εκείνον τον καθρέφτη. Κάθε φορά που ανάμεσα από τις κινήσεις μου τολμούσα να τον κοιτάξω, αντίκριζα από τη μια πλευρά του τραπεζιού και της σκακιέρας, σωστό αρχηγό του μαύρου στρατού, τον εαυτό μου, ένα ασαφές και καμπούρικο περίγραμμα, και από την άλλη πλευρά εκείνη, μια λαμπερή εστία φωτός. (Το ραντεβού, σελ. 71»).

«Ο μπαμπάς μου έχει κι αυτός μια ατζέντα και γράφει εκεί τα ονόματα και τα τηλέφωνα των ανθρώπων που τους επισκευάζει τα αυτοκίνητα. Τον ρώτησα αν του φαινόταν παράξενο που στην ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2009 η ατζέντα του είχε πάνω γραμμένες αυτές τις αηδίες. Σήκωσε τους ώμους και μου είπε πως του φαινόταν μια χαρά». (Μια χαρά, σελ. 82).

«Στη διαδρομή έστειλα μήνυμα στην Έλλη αν μπορούσε να έρθει για παρέα. Η Έλλη είναι η καλύτερή μου φίλη, γιατί είναι η μόνη στο ΙΕΚ που με καταλαβαίνει, και το πιο σημαντικό σε μια φιλία είναι να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Ξέρω πως αυτά είναι βλακείες και πως κανείς στην πραγματικότητα δεν μπορεί να καταλάβει κανένα, αν και δεν είμαι σίγουρη για το πώς το ξέρω». (Μια χαρά, σελ. 87).

«Οι νάιλον σακούλες γυάλιζαν από μακριά, όχι πάνω στη γιαγιά μου γιατί κανείς δεν τις είχε βάλει εκεί, όχι λοιπόν πάνω στη γιαγιά μου, αλλά γύρω απ’ τη γιαγιά μου, σχηματίζοντας ένα ακανόνιστο πολύγωνο πάνω στο χώμα, ορίζοντας τον χώρο στον οποίο είχε απλωθεί η γιαγιά μου, σαν μια υγρή, άμορφη μάζα, από δάκρυα μαύρα και πικρά». (Σημάδι στο μπράτσο, σελ 121).

«Όλοι γνωρίζουν πως μετά τον γάμο και τα παιδιά, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι πως δεν απομείνει τίποτα άλλο, και πως στο εξής δεν θα συμβαίνει τίποτα. Δική μου πεποίθηση είναι πως σε γενικές γραμμές το ίδιο ισχύει και πριν τον γάμο». (Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί, σελ. 141).

«Γύρω στα ξημερώματα έβαλα στο DVD το Σ’ αγαπώ με όλους τους τρόπους και αυνανίστηκα στην αγαπημένη μου σκηνή. (…) Όλα είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους».(Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί, σελ. 174).

«Όμως δεν πρόκειται να απολογηθώ. Καλύτερα να βράσω στο ζουμί μου. Χίλιες φορές. Βάλτε με κάτω, κάντε μου φάλαγγα. Πατάτες στη μασχάλη. Δεν πρόκειται να απολογηθώ. Δεν έζησα όλη μου τη ζωή μόνο και μόνο για να παραδεχτώ πως η μητέρα μου είχε δίκιο». (Απλά ο χρόνος που κυλάει, σελ. 193)

«Ναι, να ξαναγίνουμε μια οικογένεια (…) Να εισπνεύσουμε διοξείδιο του άνθρακα και να εκπνεύσουμε οξυγόνο. Να αναστήσουμε και τον μπαμπά ρε μαμά, κι όπως λες να επιστρέψω κι εγώ στο σπίτι. Αν θες μπορώ να επιστρέψω και στη μήτρα βέβαια». (Απλά ο χρόνος που κυλάει, σελ. 217).

Μύθοι καλοστημένοι προκειμένου να περιγραφεί το απερίγραπτο, το τίποτα κάτω απ’ την ήρεμη επιφάνεια ενός μικροαστισμού δυνάστη. Γλώσσα καθημερινή που μιμείται την προφορική αλλά στην πραγματικότητα έχει με μόχθο και συνέπεια δουλευτεί  λέξη προς λέξη. Ύφος λιτό, καθαρό. Λόγος υπαινικτικός, σαρκαστικός αλλά και πρωτότυπα παιγνιώδης, πλοκή ανατρεπτική, εικόνες και σκηνικά άρτια. Ο συγγραφέας στο «Μια Χαρά» αποδεικνύεται αποστομωτικά συνεπής και ώριμος στη γραφή του.

 

Χρίστος Κυθρεώτης

 

Γεννημένος το 1979, με σπουδές νομικές και τριετή αξιόλογη θητεία στη Βιβλιοκριτική ( Εφημερίδα των Συντακτών, The Books’ journal, Protagon.gr), ο Χρίστος Κυθρεώτης, για το «Μια χαρά», πρώτο του ολοκληρωμένο λογοτεχνικό πόνημα, συμπεριλήφθη στη βραχεία λίστα για το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του 2014 του περιοδικού Αναγνώστης, και διακρίθηκε ανάμεσα στους τρεις επικρατέστερους για την αντίστοιχη Νέου Λογοτέχνη του 2014 του περιοδικού Κλεψύδρα, ενώ (όπως ήδη αναφέραμε) είχε ήδη αποσπάσει το πρώτο βραβείο σε δυο λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι συμμετείχε στην κριτική επιτροπή για τον διαγωνισμό καλύτερου διηγήματος «Χαμένοι στο διαδίκτυο» των εκδόσεων Πατάκη του 2008, ενώ έχει ήδη συμπεριληφθεί  στη κριτική επιτροπή για τα βραβεία που πρόκειται να απονεμηθούν από το περιοδικό Αναγνώστης το 2015.

 

Εκτός από το «Μια χαρά», διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και  έντυπα (Δέκατα, Εντευκτήριο, The Books’ journal,  Εφημερίδα των Συντακτών) καθώς και πέντε συλλογικούς τόμους:  Είμαστε όλοι μετανάστες (Πατάκη, 2007), Χαμένοι στο διαδίκτυο (Πατάκη, 2008), Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει (Πόλις, 2009), 15 βγαίνουν με κόκκινο (Τόπος, 2014), Ερωτικά εγκλήματα (Πατάκη, 2015)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top