Fractal

Ένα φιλοσοφικό ταξίδι αυτογνωσίας

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού //

 

Ελένη Πριοβόλου, «Μια στιγμή μέσα στον χρόνο», εκδ. Καστανιώτη

 

Μια στιγμή μέσα στον χρόνο κρατάει μια εκ βαθέων εξομολόγηση…

Μια στιγμή μέσα στον χρόνο αρκεί για να αλλάξει όλη τη ζωή μας…

Μια στιγμή μέσα στον χρόνο μπορεί να μας σημαδέψει…

Μία μυθιστορηματική εξομολόγηση με φιλοσοφικές και ιστορικές πινελιές αποτελεί το κύριο θέμα του νέου βιβλίου της Ελένης Πριοβόλου. Μια στιγμή μέσα στον χρόνο. Πρόκειται για ένα βιβλίο πολυδιάστατο, περίπλοκο στη σύλληψή του, μα, πάνω απ’ όλα, απολαυστικό στην ανάγνωση.

Την Ελένη Πριοβόλου και την υπέροχη, λυρική γραφή της τη γνωρίζουμε όλοι από παλιά. Όπως και την λεπτή ιστορική χροιά που έχει επιλέξει να δώσει στα περισσότερα από τα πονήματά της, με ιδιαίτερη αδυναμία στην Ιστορία του 20ου αιώνα, πάντοτε όμως συνδυασμένη με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή και με μία γλώσσα άκρως δουλεμένη από λογοτεχνικής πλευράς.

Αυτή τη φορά, επιχειρεί, εκτός από τα παραπάνω, και μία βουτιά κατευθείαν μέσα στα άδυτα της ψυχής ενός ηλικιωμένου διανοούμενου, ενός ανθρώπου που κουβαλάει ανομολόγητα μυστικά. Παράλληλα με αυτό, το όλο σκηνικό πλαισιώνεται από συζητήσεις σχετικά με τη χρήση και τη χρησιμότητα της φιλοσοφίας, αλλά και με μία πορεία αυτογνωσίας, τόσο για τον εξομολόγο, όσο και για τον εξομολογητή.

“Ο καθηγητής με τον τρόπο που μιλούσε ήταν σαν να υποσκάπτει όλα όσα είχε επιτύχει. Σαν να ανατίναζε τον βιωμένο του χρόνο στον αέρα”.

Η υπόθεση κινείται ανάμεσα στο παρόν στο εξοχικό της Αίγινας και στον παρελθόν του διανοούμενου Φωκά, το οποίο ανατρέχει την Ιστορία του 20ου αιώνα, από τον Μεσοπόλεμο, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι και τη Χούντα και τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Αυτό το διαρκές πισωγύρισμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν είναι αυτό που απογειώνει κυριολεκτικά το βιβλίο, διότι επιτρέπει στο αναγνώστη να τα δει τα γεγονότα του ιστορικού παρελθόντος μέσα από το πρίσμα της σημερινής εποχής και να τα κρίνει με βάση τη δική του ματιά, αλλά και εκείνη του ηλικιωμένου καθηγητή.

Ο διανοητής και φιλόσοφος Φωκάς Κορέσιος είναι μία μείζονα μορφή των ελληνικών γραμμάτων στην Ελλάδα της αυγής του 21ου αιώνα. Έχει αρνηθεί επανειλημμένα να μαρτυρήσει τα “της ζωής και του έργου του”, ώσπου αποφασίζει τελικά να χρήσει ως εξομολόγο του τη σκηνοθέτρια Άσπα Παμπλέκη, με σκοπό να γυρίσει αυτή ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Αυτό είναι κάτι το οποίο η κυρία Παμπλέκη το έχει κάνει πάμπολλες φορές στο παρελθόν.

Ετούτη το φορά, όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα: η χαώδης και αινιγματική προσωπικότητα του Φωκά θα αρνηθεί να της παρουσιάσει την εξωραϊσμένη εικόνα την οποία αυτή έχει συνηθίσει ως τώρα να αποσπά από τους κάθε λογής διανοούμενος που έχει κατά καιρούς κινηματογραφήσει. Ο διανοητής, αντιθέτως, παρουσιάζεται αποφασισμένος να βγάλει όλα τα “άπλυτά” του στη φόρα χωρίς ντροπές και υπεκφυγές, προσπαθώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να ξορκίσει ορισμένα επίμονα φαντάσματα του παρελθόντος. Έτσι η κυρία Παμπλέκη θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στο να καταθέσει την αδιάψευστη ιστορική αλήθεια που κουβαλά η συγκεκριμένη προσωπικότητα ή στο να εξωραΐσει το κακέκτυπο αυτής της αλήθειας.

Η εξομολόγηση λαμβάνει χώρα σε ένα υπέροχο εξοχικό στην Αίγινα, εκεί όπου διαμένει ο καθηγητής και τον επισκέπτεται η σκηνοθέτιδα. Η συγγραφέας, όμως, δεν πέφτει στην εύκολη παγίδα να αναπαραστήσει απλά το “δίπολο” αφηγητή και ακροατή. Δεν βάζει, δηλαδή, να είναι παρόντες σε όλες τις σκηνές του βιβλίου μονάχα ο Φωκάς και η Άσπα, ούτε να μονοπωλούν αυτοί όλη την πλοκή του μυθιστορήματος στον παροντικό χρόνο. Απεναντίας, τους πλαισιώνουν κι άλλα πρόσωπα με επικουρικό μεν, αλλά σημαντικό ρόλο στο ξεδίπλωμα της υπόθεσης: η νεαρά φιλόσοφος και σύντροφος του καθηγητή Άντρη, η οικονόμος και υπηρέτρια Μαλαματένια, ο κηπουρός Ισμαήλ, ο φίλος Σώτος, ο γηραιός Ρένος Πανταζής και άλλοι.

Ασυνήθιστα ονόματα, ασυνήθιστοι άνθρωποι, ασυνήθιστες συνθήκες και, εν τέλει, μία ασυνήθιστη και ιδιότυπη εξομολόγηση που περιδιαβαίνει συγχρόνως τις ατραπούς της Ιστορίας, αλλά και της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Φωκάς Κορέσιος αρχίζει την αφήγησή του από τα παιδικά του χρόνια στη δεκαετία του ’30, τότε που ο στρατιωτικός πατέρας του τον γαλουχούσε με τα φασιστικά ιδεώδη, ιδεώδη στα οποία αντιστέκονταν αυτός μανιωδώς για να φτάσει στην Κατοχή να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Τελικά, όμως, παρέμενε ως το τέλος της ζωής του ένας ανένταχτος, ένας “κατά συνθήκη” κομμουνιστής.

 

Ελένη Πριοβόλου

 

Από την καλή κοινωνία της προπολεμικής Αθήνας, ο Φωκάς θα μεταπηδήσει μεταπολεμικά στους λογοτεχνικούς και φιλοσοφικούς κύκλους του Παρισιού, εκείνους του Ζαν Πωλ Σαρτρ, της Σιμόν ντε Μποβουάρ και του Αντρέ Καμύ, χάρη στη γνωριμία του με την επίσης διανοούμενη γυναίκα της ζωής του,  τη Σοφία, αλλά και χάρη σε ένα καλά κρυμμένο μυστικό, το οποίο θα τον κάνει να κερδίσει την αποδοχή από τους έτερους διανοούμενους.

Η σχέση μεταξύ του Φωκά και της Άσπας είναι ιδιότυπη. Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθούμε για ποιους λόγους η συγγραφέας επιλέγει να καταστήσει ως εξομολόγο του ηλικιωμένου μία νεαρή γυναίκα. Μήπως για να υπάρχει ένας λανθάνων ερωτισμός στη σχέση τους; Μήπως επειδή μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ο ανταγωνισμός είναι εντονότερος; Ή μήπως επειδή μονάχα αυτή η μεγάλη διαφορά της ηλικίας και του φύλου επιτρέπει μία εντελώς διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων από τον καθένα από αυτούς;

Ο Κορέσιος τα λέει όλα μεν στην Άσπα, δεν της λύνει, όμως, όλες τις απορίες. Αντιθέτως, την αφήνει συχνά μετέωρη, διακόπτοντας ξαφνικά την αφήγησή του, έτσι ώστε αυτή να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα. Στο τέλος, όπως της λέει κατάμουτρα, δεν θα βγάλει κανένα συμπέρασμα από τη όλη ιστορία, ή μάλλον αυτός δεν θα την αφήσει να βγάλει. Ο καθηγητής φαίνεται να της απευθύνεται με μια κάποια οικειότητα, αλλά εκείνη δεν νιώθει το ίδιο για κάποιον μυστήριο λόγο, παρά τις βαθιές αλήθειες που της εξομολογείται.

Ο Φωκάς είναι, πραγματικά, μία ιδιότυπη και αξιοπρόσεκτη μορφή. Ιδιόρρυθμος, υπερφίαλος, γυναικάς, αυτάρεσκος και μοναχικός, υπήρξε Μεφιστοφελής και αριβίστας στα νιάτα του, σπούδασε φιλόλογος και έγινε κατάσκοπος του ΕΑΜ και πιλότος ανεμοπλάνου στην ΕΟΝ προπολεμικά. Έζησε μια ζωή μέσα στα γράμματα και τα βιβλία, προκειμένου να καταλήξει στη δύση του βίου του να έχει σιχαθεί την πολυπλοκότητα της φιλοσοφίας και να επιζητά την απλότητα και την ηρεμία της φύσης.

Ο διανοούμενος Φωκάς, μετά από όλη τη μακρά πορεία του, θα καταλήξει ότι η ουσία της ζωής δεν βρίσκεται στη φιλοσοφία, αλλά στο να έχουμε κοντά μας τους ανθρώπους που αγαπάμε. Ο πρωταγωνιστής δεν θα διστάσει, εν τέλει, να ομολογήσει:

“…Δεν πίστευα σε καμιά στροφή του ανθρώπου προς τον ανθρωπισμό {τον οποίο πρέσβευαν οι υπαρξιστές}. Το μόνο ίσως ρητό που με εξέφραζε ήταν το “Homo homini lupus est””.

Από πού πηγάζει άραγε μία τέτοια απογοητευτική θεώρηση της ζωής; Μήπως από τη θέση “Η τέχνη είναι μάταιη και δεν αξίζει να θυσιάζεις την απόλαυση της ζωής για χάρη της”; Ο Φωκάς θα διαπιστώσει εν τέλει ότι η φιλοσοφία είναι η ζωή. Η αυτογνωσία και η ευτυχία όμως δεν βρίσκονται στη φιλοσοφία.

 Οι διανοούμενοι στο μεταπολεμικό Παρίσι, υπαρξιστές και μη φιλοδοξούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Όταν τελικά είδαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, και ότι δεν μπορούσαν να νικήσουν τη θνητότητα με τα γραπτά τους, αυτό που τους έμεινε ήταν η ματαίωση και η απογοήτευση. Η πολυπόθητη ευτυχία δεν βρισκόταν τελικά στο Παρίσι για τον Φωκά. Ακόμη και η Άσπα δεν θα αργήσει να ενστερνιστεί τη θέση του Φωκά: “Είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε τους ρόλους μας. Αυτή είναι η ευχή και η κατάρα μας ως είδος…”

Το φινάλε θα είναι απρόσμενο, αλλά και λυτρωτικό για τους ήρωες της Ε. Π. που ποθούν την αυτογνωσία. Και για τον αναγνώστη και εραστή της Λογοτεχνίας, κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό φιλοσοφικό ταξίδι αυτογνωσίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top